ΠΑΡΑΒΑΣΗ
(Βλέπε επίσης Αδικοπραγία· Αμαρτία· Προσβολή)
«αδελφός σε βάρος του οποίου έγινε» (Παρ 18:19): it-1 996· w06 15/9 18· w94 1/2 32
έννοια του όρου: nwt 1833
λέξεις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου: it-1 185, 186
λέξη του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου: it-1 185, 186
«παραβλέπει την παράβαση» (Μιχ 7:18): jd 113, 114
πληροφορίες: it-1 185, 186
«προκαλεί ερήμωση» (Δα 8:12, 13): dp 175, 176