ΚΡΙΤΕΣ
1 Έπειτα από τον θάνατο του Ιησού,+ οι Ισραηλίτες* ρώτησαν τον Ιεχωβά:+ «Ποιος από εμάς θα ανεβεί πρώτος για να πολεμήσει εναντίον των Χαναναίων;» 2 Ο Ιεχωβά απάντησε: «Ο Ιούδας θα ανεβεί.+ Δείτε! Δίνω* αυτή τη γη στο χέρι του». 3 Κατόπιν ο Ιούδας είπε στον αδελφό του τον Συμεών: «Ανέβα μαζί μου στην περιοχή που μου παραχωρήθηκε*+ για να πολεμήσουμε εναντίον των Χαναναίων. Έπειτα θα έρθω εγώ μαζί σου στη δική σου περιοχή». Ο Συμεών λοιπόν πήγε μαζί του.
4 Όταν ο Ιούδας ανέβηκε, ο Ιεχωβά έδωσε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους στα χέρια τους,+ και νίκησαν 10.000 άντρες στη Βεζέκ. 5 Εκεί βρήκαν τον Αδωνί-βεζέκ, πολέμησαν εναντίον του και νίκησαν τους Χαναναίους+ και τους Φερεζαίους.+ 6 Όταν ο Αδωνί-βεζέκ τράπηκε σε φυγή, τον καταδίωξαν και τον έπιασαν και του έκοψαν τους αντίχειρες και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών. 7 Τότε ο Αδωνί-βεζέκ είπε: «Εβδομήντα βασιλιάδες, με κομμένους τους αντίχειρες και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών, μαζεύουν τροφή κάτω από το τραπέζι μου. Όπως ακριβώς έκανα, έτσι μου ανταπέδωσε ο Θεός». Έπειτα τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ,+ και πέθανε εκεί.
8 Επιπλέον, οι άντρες του Ιούδα πολέμησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ+ και την κατέλαβαν· τη χτύπησαν με το σπαθί και την πυρπόλησαν. 9 Ύστερα οι άντρες του Ιούδα κατέβηκαν να πολεμήσουν εναντίον των Χαναναίων που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή και στη Νεγκέμπ και στη Σεφηλά.+ 10 Έτσι λοιπόν, ο Ιούδας βάδισε εναντίον των Χαναναίων που κατοικούσαν στη Χεβρών (το όνομα της Χεβρών ήταν προηγουμένως Κιριάθ-αρβά), και σκότωσαν τον Σεσαΐ, τον Αχιμάν και τον Θαλμαΐ.+
11 Από εκεί βάδισαν εναντίον των κατοίκων της Δεβίρ.+ (Το όνομα της Δεβίρ ήταν προηγουμένως Κιριάθ-σεφέρ.)+ 12 Τότε ο Χάλεβ+ είπε: «Σε αυτόν που θα χτυπήσει την Κιριάθ-σεφέρ και θα την καταλάβει, θα δώσω την κόρη μου την Αχσάν για σύζυγο».+ 13 Και την κατέλαβε ο Γοθονιήλ,+ ο γιος του Κενέζ,+ νεότερου αδελφού του Χάλεβ. Γι’ αυτό, του έδωσε την κόρη του την Αχσάν για σύζυγο. 14 Καθώς εκείνη πήγαινε σπίτι, τον παρακινούσε να ζητήσει έναν αγρό από τον πατέρα της. Κάποια στιγμή κατέβηκε από το γαϊδούρι της.* Τότε ο Χάλεβ τη ρώτησε: «Τι θέλεις;» 15 Εκείνη του είπε: «Σε παρακαλώ, δώσε μου ως δώρο μια ευλογία, επειδή μου έδωσες κομμάτι γης στα νότια·* δώσε μου και τη Γουλλώθ-μαΐμ».* Ο Χάλεβ λοιπόν της έδωσε την Άνω Γουλλώθ και την Κάτω Γουλλώθ.
16 Και οι απόγονοι του Κεναίου,+ του πεθερού του Μωυσή,+ ανέβηκαν από την πόλη των φοινίκων*+ μαζί με τον λαό του Ιούδα προς την έρημο του Ιούδα, νότια της Αράδ.+ Πήγαν εκεί και εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στον λαό.+ 17 Ο Ιούδας όμως βάδισε με τον αδελφό του τον Συμεών, και επιτέθηκαν στους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Σεφάθ και την αφιέρωσαν στην καταστροφή.+ Γι’ αυτό, ονόμασαν την πόλη Ορμά.*+ 18 Έπειτα ο Ιούδας κατέλαβε τη Γάζα+ και την περιοχή της, την Ασκαλών+ και την περιοχή της, καθώς και την Ακκαρών+ και την περιοχή της. 19 Ο Ιεχωβά ήταν με τον Ιούδα, και έτσι πήραν στην κατοχή τους την ορεινή περιοχή, αλλά δεν μπόρεσαν να διώξουν τους κατοίκους της πεδιάδας, επειδή εκείνοι είχαν πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια.*+ 20 Και έδωσαν τη Χεβρών στον Χάλεβ, ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί ο Μωυσής,+ και εκείνος έδιωξε από εκεί τους τρεις γιους του Ανάκ.+
21 Αλλά οι Βενιαμινίτες δεν έδιωξαν τους Ιεβουσαίους που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ, γι’ αυτό και οι Ιεβουσαίοι συνεχίζουν να κατοικούν μαζί με τους Βενιαμινίτες στην Ιερουσαλήμ μέχρι αυτή την ημέρα.+
22 Στο μεταξύ, ο οίκος του Ιωσήφ+ ανέβηκε εναντίον της Βαιθήλ, και ο Ιεχωβά ήταν μαζί τους.+ 23 Ενόσω ο οίκος του Ιωσήφ κατασκόπευε τη Βαιθήλ (παρεμπιπτόντως, το όνομα της πόλης ήταν προηγουμένως Λουζ),+ 24 οι κατάσκοποι είδαν κάποιον να βγαίνει από την πόλη. Του είπαν λοιπόν: «Δείξε μας, σε παρακαλούμε, τον δρόμο για να μπούμε στην πόλη, και εμείς θα σου φερθούμε με καλοσύνη».* 25 Εκείνος λοιπόν τους έδειξε τον δρόμο για να μπουν στην πόλη, και χτύπησαν την πόλη με το σπαθί, αλλά εκείνον και όλη την οικογένειά του τους άφησαν να φύγουν.+ 26 Αυτός πήγε στη γη των Χετταίων και έχτισε μια πόλη και την ονόμασε Λουζ, όπως λέγεται μέχρι αυτή την ημέρα.
27 Ο Μανασσής δεν πήρε στην κατοχή του τη Βαιθ-σεάν και τις εξαρτώμενες* κωμοπόλεις της, τη Θαανάχ+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της, τους κατοίκους της Δωρ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της, τους κατοίκους της Ιβλεάμ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και τους κατοίκους της Μεγιδδώ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της.+ Οι Χαναναίοι συνέχισαν πεισματικά να κατοικούν σε αυτή τη γη. 28 Όταν ο Ισραήλ έγινε ισχυρότερος, υπέβαλε τους Χαναναίους σε καταναγκαστική εργασία,+ αλλά δεν τους έδιωξε εντελώς.+
29 Ούτε ο Εφραΐμ έδιωξε τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ. Οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν ανάμεσά τους στη Γεζέρ.+
30 Ο Ζαβουλών δεν έδιωξε τους κατοίκους της Κιτρών και της Νααλώλ.+ Οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν ανάμεσά τους και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία.+
31 Ο Ασήρ δεν έδιωξε τους κατοίκους της Ακό και τους κατοίκους της Σιδώνας,+ της Ααλάβ, της Αχζίβ,+ της Χελβά, της Αφίκ+ και της Ρεώβ.+ 32 Οι Ασηρίτες λοιπόν συνέχισαν να ζουν ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν σε αυτή τη γη, επειδή δεν τους έδιωξαν.
33 Ο Νεφθαλί δεν έδιωξε τους κατοίκους της Βαιθ-σεμές και της Βαιθ-ανάθ,+ αλλά συνέχισε να ζει ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν σε αυτή τη γη.+ Οι κάτοικοι της Βαιθ-σεμές και της Βαιθ-ανάθ υποχρεώθηκαν να τους προσφέρουν καταναγκαστική εργασία.
34 Οι Αμορραίοι περιόρισαν τους Δανίτες στην ορεινή περιοχή και δεν τους άφηναν να κατεβούν στην πεδιάδα.+ 35 Έτσι λοιπόν, οι Αμορραίοι συνέχισαν πεισματικά να κατοικούν στο όρος Χέρες, στην Αιαλών+ και στη Σααλβίμ.+ Όταν όμως η δύναμη* του οίκου του Ιωσήφ αυξήθηκε,* τους επιβλήθηκε καταναγκαστική εργασία. 36 Η περιοχή των Αμορραίων άρχιζε από τον ανήφορο της Ακραββίμ,+ από τη Σελά και πάνω.
2 Τότε ανέβηκε ο άγγελος του Ιεχωβά+ από τα Γάλγαλα+ στη Βοκίμ και είπε: «Εγώ σας ανέβασα από την Αίγυπτο στη γη για την οποία ορκίστηκα στους προπάτορές σας.+ Ακόμη είπα: “Δεν θα παραβιάσω ποτέ τη διαθήκη μου με εσάς.+ 2 Αλλά και εσείς δεν πρέπει να κάνετε διαθήκη με τους κατοίκους αυτής της γης.+ Πρέπει να γκρεμίσετε τα θυσιαστήριά τους”.+ Δεν υπακούσατε όμως στη φωνή μου.+ Γιατί το κάνατε αυτό; 3 Να γιατί είπα επίσης: “Δεν θα τους διώξω από μπροστά σας.+ Θα σας παγιδέψουν,+ και οι θεοί τους θα σας παρασύρουν”».+
4 Μόλις ο άγγελος του Ιεχωβά είπε αυτά τα λόγια σε όλους τους Ισραηλίτες, ο λαός άρχισε να κλαίει δυνατά. 5 Γι’ αυτό, ονόμασαν εκείνον τον τόπο Βοκίμ,* και θυσίασαν εκεί στον Ιεχωβά.
6 Όταν ο Ιησούς άφησε τον λαό να φύγει, ο κάθε Ισραηλίτης πήγε στην κληρονομιά του προκειμένου να πάρει τον τόπο στην κατοχή του.+ 7 Ο λαός συνέχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά όλες τις ημέρες του Ιησού και όλες τις ημέρες των πρεσβυτέρων που συνέχισαν να ζουν μετά τον Ιησού και οι οποίοι είχαν δει όλα τα μεγάλα έργα του Ιεχωβά για χάρη του Ισραήλ.+ 8 Κατόπιν ο Ιησούς, ο γιος του Ναυή, ο υπηρέτης του Ιεχωβά, πέθανε σε ηλικία 110 ετών.+ 9 Τον έθαψαν λοιπόν στην περιοχή της κληρονομιάς του, στη Θιμνάθ-χέρες,+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, βόρεια του όρους Γαάς.+ 10 Όλη εκείνη η γενιά προστέθηκε στους προγόνους της* και τη διαδέχθηκε άλλη γενιά, η οποία δεν γνώριζε τον Ιεχωβά ούτε τα όσα είχε κάνει για τον Ισραήλ.
11 Οι Ισραηλίτες λοιπόν έπραξαν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και υπηρέτησαν* τους Βάαλ.+ 12 Εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά, τον Θεό των πατέρων τους, που τους έβγαλε από τη γη της Αιγύπτου.+ Και ακολούθησαν άλλους θεούς, τους θεούς των λαών που βρίσκονταν ολόγυρά τους,+ και τους προσκύνησαν και πρόσβαλαν τον Ιεχωβά.+ 13 Εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά και υπηρέτησαν τον Βάαλ και τις εικόνες της Αστορέθ.+ 14 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ, και τους παρέδωσε σε λεηλατητές που τους καταλήστευαν.+ Τους πούλησε στο χέρι των εχθρών τους ολόγυρα,+ και δεν μπορούσαν πια να τους αντισταθούν.+ 15 Όπου και αν πήγαιναν, το χέρι του Ιεχωβά ήταν εναντίον τους, φέρνοντάς τους συμφορά,+ ακριβώς όπως είχε πει ο Ιεχωβά και ακριβώς όπως τους είχε ορκιστεί ο Ιεχωβά,+ και βρίσκονταν σε μεγάλη στενοχώρια.+ 16 Ο Ιεχωβά λοιπόν έδινε κριτές οι οποίοι τους έσωζαν από το χέρι των λεηλατητών τους.+
17 Ωστόσο, αυτοί αρνούνταν να ακούσουν ακόμη και τους κριτές και εκπορνεύονταν με άλλους θεούς και τους προσκυνούσαν. Παρέκκλιναν γρήγορα από την οδό στην οποία είχαν περπατήσει οι προπάτορές τους, εκείνοι που είχαν υπακούσει στις εντολές του Ιεχωβά.+ Αυτοί δεν ενήργησαν έτσι. 18 Όποτε ο Ιεχωβά τούς έδινε κριτές,+ ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον κριτή και τους έσωζε από το χέρι των εχθρών τους όλες τις ημέρες του κριτή· διότι ο Ιεχωβά λυπόταν*+ για τον στεναγμό που τους προκαλούσαν οι δυνάστες+ και οι καταπιεστές τους.
19 Αλλά όταν πέθαινε ο κριτής, αυτοί και πάλι ενεργούσαν πιο διεφθαρμένα από τους πατέρες τους ακολουθώντας άλλους θεούς, υπηρετώντας τους και προσκυνώντας τους.+ Συνέχιζαν να κάνουν τα ίδια και να φέρονται πεισματικά. 20 Τελικά ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ,+ και είπε: «Εφόσον αυτό το έθνος παραβίασε τη διαθήκη μου,+ την οποία διέταξα τους προπάτορές τους να τηρούν, και δεν με υπάκουσε,+ 21 εγώ δεν θα διώξω από μπροστά τους ούτε ένα από τα έθνη που άφησε πίσω του ο Ιησούς όταν πέθανε.+ 22 Έτσι θα διαπιστώσω αν ο Ισραήλ θα τηρήσει την οδό του Ιεχωβά+ περπατώντας σε αυτήν όπως οι πατέρες τους». 23 Ο Ιεχωβά λοιπόν επέτρεψε σε αυτά τα έθνη να παραμείνουν. Δεν τα έδιωξε γρήγορα και δεν τα έδωσε στο χέρι του Ιησού.
3 Αυτά είναι τα έθνη στα οποία ο Ιεχωβά επέτρεψε να παραμείνουν ώστε να δοκιμαστούν όσοι Ισραηλίτες δεν είχαν ζήσει κανέναν από τους πολέμους της Χαναάν+ 2 (για να ζήσουν τον πόλεμο οι επόμενες γενιές των Ισραηλιτών, εκείνοι που δεν είχαν ζήσει προηγουμένως κάτι τέτοιο): 3 οι πέντε άρχοντες των Φιλισταίων,+ καθώς και όλοι οι Χαναναίοι, οι Σιδώνιοι+ και οι Ευαίοι+ που κατοικούσαν στο όρος Λίβανος+ από το όρος Βάαλ-αερμών μέχρι τη Λεβώ-αιμάθ.*+ 4 Μέσω αυτών δοκιμάστηκε ο Ισραήλ ώστε να φανεί αν θα υπάκουε στις εντολές του Ιεχωβά τις οποίες εκείνος είχε δώσει στους πατέρες τους μέσω του Μωυσή.+ 5 Οι Ισραηλίτες λοιπόν κατοίκησαν ανάμεσα στους Χαναναίους,+ στους Χετταίους, στους Αμορραίους, στους Φερεζαίους, στους Ευαίους και στους Ιεβουσαίους. 6 Έπαιρναν τις κόρες τους για συζύγους και έδιναν τις κόρες τους στους γιους εκείνων, και άρχισαν να υπηρετούν τους θεούς τους.+
7 Οι Ισραηλίτες λοιπόν έπραξαν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και ξέχασαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους και υπηρετούσαν τους Βάαλ+ και τους ιερούς στύλους.*+ 8 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ, και τους πούλησε στο χέρι του Χουσάν-ρισαθαΐμ, του βασιλιά της Μεσοποταμίας.* Οι Ισραηλίτες υπηρετούσαν τον Χουσάν-ρισαθαΐμ επί οχτώ χρόνια. 9 Όταν ζήτησαν τη βοήθεια του Ιεχωβά,+ ο Ιεχωβά τούς έδωσε έναν σωτήρα για να τους σώσει,+ τον Γοθονιήλ,+ τον γιο του Κενέζ, νεότερου αδελφού του Χάλεβ. 10 Το πνεύμα του Ιεχωβά ήρθε πάνω του,+ και αυτός έγινε ο κριτής του Ισραήλ. Όταν βγήκε στη μάχη, ο Ιεχωβά έδωσε στο χέρι του τον Χουσάν-ρισαθαΐμ, τον βασιλιά της Μεσοποταμίας,* ώστε ο Γοθονιήλ υπερίσχυσε εναντίον του. 11 Έπειτα ο τόπος είχε ησυχία* επί 40 χρόνια. Μετά ο Γοθονιήλ, ο γιος του Κενέζ, πέθανε.
12 Και οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά επέτρεψε στον Εγλών, τον βασιλιά του Μωάβ,+ να υπερισχύσει εναντίον του Ισραήλ, επειδή έπρατταν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. 13 Επιπλέον, έφερε εναντίον τους τούς Αμμωνίτες+ και τους Αμαληκίτες.+ Εκείνοι επιτέθηκαν στον Ισραήλ και κατέλαβαν την πόλη των φοινίκων.*+ 14 Οι Ισραηλίτες υπηρετούσαν τον Εγλών, τον βασιλιά του Μωάβ, επί 18 χρόνια.+ 15 Έπειτα οι Ισραηλίτες ζήτησαν τη βοήθεια του Ιεχωβά,+ και ο Ιεχωβά τούς έδωσε έναν σωτήρα,+ τον Αώδ,+ τον γιο του Γηρά, έναν Βενιαμινίτη+ που ήταν αριστερόχειρας.+ Κάποια στιγμή οι Ισραηλίτες έστειλαν μέσω εκείνου φόρο υποτελείας στον Εγλών, τον βασιλιά του Μωάβ. 16 Στο μεταξύ, ο Αώδ έφτιαξε ένα δίκοπο σπαθί με μήκος έναν πήχη* και το ζώστηκε κάτω από το ρούχο του, πάνω στον δεξιό του μηρό. 17 Κατόπιν έδωσε τον φόρο υποτελείας στον Εγλών, τον βασιλιά του Μωάβ. Ο δε Εγλών ήταν πολύ παχύς.
18 Όταν ο Αώδ έδωσε τον φόρο υποτελείας, έφυγε μαζί με εκείνους που είχαν μεταφέρει τον φόρο. 19 Μόλις όμως έφτασαν στις γλυπτές εικόνες* στα Γάλγαλα,+ ο ίδιος επέστρεψε και είπε: «Έχω ένα απόρρητο μήνυμα για εσένα, βασιλιά». Ο βασιλιάς είπε: «Ησυχία!» Τότε όλοι οι υπηρέτες του έφυγαν από μπροστά του. 20 Ο Αώδ λοιπόν τον πλησίασε ενώ εκείνος καθόταν μόνος στο δροσερό ανώγειό του. Τότε ο Αώδ είπε: «Έχω μήνυμα από τον Θεό για εσένα». Και εκείνος σηκώθηκε από τον θρόνο του.* 21 Τότε ο Αώδ τράβηξε το σπαθί από τον δεξιό του μηρό με το αριστερό του χέρι και του το βύθισε στην κοιλιά. 22 Μετά τη λεπίδα μπήκε και η λαβή, και το πάχος κάλυψε τη λεπίδα, διότι αυτός δεν τράβηξε το σπαθί από την κοιλιά του, και βγήκαν τα κόπρανα. 23 Ο Αώδ έκλεισε πίσω του τις πόρτες του ανωγείου, τις κλείδωσε και βγήκε περνώντας από τη βεράντα.* 24 Αφού αυτός είχε φύγει, γύρισαν οι υπηρέτες του Εγλών και είδαν ότι οι πόρτες του ανωγείου ήταν κλειδωμένες. Είπαν λοιπόν: «Φαίνεται ότι κάνει την ανάγκη του* στο δροσερό εσωτερικό δωμάτιο». 25 Περίμεναν ώσπου ένιωσαν άβολα, αλλά όταν είδαν ότι εξακολουθούσε να μην ανοίγει τις πόρτες του ανωγείου, πήραν το κλειδί και τις άνοιξαν και είδαν τον κύριό τους πεσμένο στο πάτωμα,* νεκρό!
26 Ενόσω εκείνοι καθυστερούσαν, ο Αώδ διέφυγε, πέρασε από τις γλυπτές εικόνες*+ και έφτασε σώος στη Σηειρά. 27 Φτάνοντας εκεί, σάλπισε με το κέρας+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ·+ και οι Ισραηλίτες κατέβηκαν από την ορεινή περιοχή, με αυτόν επικεφαλής. 28 Τότε τους είπε: «Ακολουθήστε με, επειδή ο Ιεχωβά έδωσε τους εχθρούς σας, τους Μωαβίτες, στο χέρι σας». Εκείνοι τον ακολούθησαν και έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη κλείνοντας τον δρόμο στους Μωαβίτες, και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να περάσει. 29 Τότε σκότωσαν περίπου 10.000 Μωαβίτες,+ που ήταν όλοι τους ρωμαλέοι και γενναίοι άντρες· δεν διέφυγε ούτε ένας.+ 30 Ο Μωάβ λοιπόν καθυποτάχθηκε εκείνη την ημέρα κάτω από το χέρι του Ισραήλ· και ο τόπος είχε ησυχία* επί 80 χρόνια.+
31 Έπειτα από αυτόν, υπήρξε κριτής ο Σαμεγάρ,+ ο γιος του Ανάθ, ο οποίος σκότωσε 600 Φιλισταίους+ με ένα βούκεντρο·+ και εκείνος επίσης έσωσε τον Ισραήλ.
4 Αλλά μετά τον θάνατο του Αώδ, οι Ισραηλίτες έπραξαν και πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ 2 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά τούς πούλησε στο χέρι του Ιαβίν, του βασιλιά της Χαναάν,+ ο οποίος βασίλευε στην Ασώρ. Αρχιστράτηγός του ήταν ο Σισάρα, ο οποίος κατοικούσε στην Αρωσέθ+ των εθνών.* 3 Οι Ισραηλίτες κραύγασαν προς τον Ιεχωβά,+ επειδή ο Ιαβίν* είχε 900 πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια*+ και καταδυνάστευε σκληρά τους Ισραηλίτες+ επί 20 χρόνια.
4 Εκείνον τον καιρό έκρινε τον Ισραήλ μια προφήτισσα,+ η Δεββώρα, η σύζυγος του Λαφιδώθ. 5 Καθόταν κάτω από τον φοίνικα της Δεββώρας ανάμεσα στη Ραμά+ και στη Βαιθήλ,+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, και οι Ισραηλίτες ανέβαιναν προς αυτήν για κρίση. 6 Η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε τον Βαράκ,+ τον γιο του Αβινοάμ, από την Κέδες-νεφθαλί+ και του είπε: «Ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, έδωσε την εντολή: “Πάρε μαζί σου 10.000 άντρες από τον Νεφθαλί και από τον Ζαβουλών και βάδισε προς το* όρος Θαβώρ. 7 Εγώ θα σου φέρω τον Σισάρα, τον αρχιστράτηγο του Ιαβίν, με τα πολεμικά του άρματα και τα στρατεύματά του στον χείμαρρο* Κισών,+ και θα τον δώσω στο χέρι σου”».+
8 Τότε ο Βαράκ τής είπε: «Αν έρθεις μαζί μου, θα πάω, αλλά αν όχι, δεν θα πάω». 9 Εκείνη είπε: «Και βέβαια θα έρθω μαζί σου. Ωστόσο, η εκστρατεία στην οποία πηγαίνεις δεν θα φέρει δόξα σε εσένα, γιατί στο χέρι γυναίκας θα δώσει ο Ιεχωβά τον Σισάρα».+ Τότε η Δεββώρα σηκώθηκε και πήγε με τον Βαράκ στην Κέδες.+ 10 Ο δε Βαράκ συγκάλεσε στην Κέδες τον Ζαβουλών και τον Νεφθαλί,+ και 10.000 άντρες ακολούθησαν τα βήματά του. Μαζί του ανέβηκε και η Δεββώρα.
11 Παρεμπιπτόντως, ο Χέβερ ο Κεναίος είχε χωριστεί από τους Κεναίους,+ τους απογόνους του Οβάβ, του πεθερού του Μωυσή,+ και είχε στήσει τη σκηνή του κοντά στο μεγάλο δέντρο στη Σαανανίμ, η οποία βρίσκεται στην Κέδες.
12 Και ανέφεραν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ο γιος του Αβινοάμ, είχε ανεβεί στο όρος Θαβώρ.+ 13 Αμέσως ο Σισάρα συγκέντρωσε όλα τα πολεμικά του άρματα—900 άρματα με σιδερένια δρεπάνια*—και όλα τα στρατεύματα που ήταν μαζί του για να πάνε από την Αρωσέθ των εθνών στον χείμαρρο* Κισών.+ 14 Η Δεββώρα λοιπόν είπε στον Βαράκ: «Σήκω, γιατί αυτή είναι η ημέρα που ο Ιεχωβά θα δώσει τον Σισάρα στο χέρι σου. Δεν πηγαίνει ο Ιεχωβά μπροστά από εσένα;» Και ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ και τον ακολουθούσαν 10.000 άντρες. 15 Τότε ο Ιεχωβά επέφερε στον Σισάρα και σε όλα τα πολεμικά του άρματα και σε όλο το στράτευμα σύγχυση+ μπροστά στο σπαθί του Βαράκ. Τελικά ο Σισάρα κατέβηκε από το άρμα του και τράπηκε σε φυγή με τα πόδια. 16 Ο δε Βαράκ καταδίωξε τα πολεμικά άρματα και το στράτευμα μέχρι την Αρωσέθ των εθνών. Έτσι λοιπόν, όλο το στράτευμα του Σισάρα έπεσε από το σπαθί· δεν απέμεινε ούτε ένας.+
17 Αλλά ο Σισάρα κατέφυγε με τα πόδια στη σκηνή της Ιαήλ,+ της συζύγου του Χέβερ+ του Κεναίου, γιατί υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Ιαβίν,+ τον βασιλιά της Ασώρ, και στον οίκο του Χέβερ του Κεναίου. 18 Τότε η Ιαήλ βγήκε έξω να συναντήσει τον Σισάρα και του είπε: «Έλα μέσα, κύριέ μου, έλα μέσα. Μη φοβάσαι». Αυτός λοιπόν μπήκε στη σκηνή της, και εκείνη τον σκέπασε με μια κουβέρτα. 19 Έπειτα της είπε: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, λίγο νερό να πιω, γιατί διψώ». Εκείνη άνοιξε ένα ασκί με γάλα και του έδωσε να πιει,+ και μετά τον ξανασκέπασε. 20 Αυτός της είπε: «Στάσου στην είσοδο της σκηνής, και αν κάποιος έρθει και σε ρωτήσει: “Είναι κανείς εδώ;” να πεις: “Όχι!”»
21 Η Ιαήλ όμως, η σύζυγος του Χέβερ, πήρε στο χέρι της έναν πάσσαλο της σκηνής και ένα σφυρί. Κατόπιν, ενώ αυτός κοιμόταν βαθιά και ήταν αποκαμωμένος, τον πλησίασε αθόρυβα και κάρφωσε τον πάσσαλο στους κροτάφους του και τον έμπηξε στη γη, και αυτός πέθανε.+
22 Όταν ο Βαράκ έφτασε ως εκεί καταδιώκοντας τον Σισάρα, η Ιαήλ βγήκε έξω να τον συναντήσει και είπε: «Έλα να σου δείξω αυτόν που ψάχνεις». Εκείνος μπήκε μέσα μαζί της και είδε τον Σισάρα να κείτεται νεκρός, με τον πάσσαλο καρφωμένο στους κροτάφους του.
23 Εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο Θεός καθυπέταξε τον Ιαβίν, τον βασιλιά της Χαναάν, μπροστά στους Ισραηλίτες.+ 24 Το χέρι των Ισραηλιτών γινόταν όλο και πιο σκληρό εναντίον του Ιαβίν, του βασιλιά της Χαναάν,+ ώσπου τον αφάνισαν.+
5 Εκείνη την ημέρα η Δεββώρα+ μαζί με τον Βαράκ,+ τον γιο του Αβινοάμ, έψαλαν αυτόν τον ύμνο:+
2 «Επειδή τα μαλλιά αφέθηκαν λυτά* στον Ισραήλ,
επειδή ο λαός προσφέρθηκε εθελοντικά,+
αινείτε τον Ιεχωβά!
3 Ακούστε, βασιλιάδες! Δώστε προσοχή, άρχοντες!
Στον Ιεχωβά θα ψάλω.
Θα ψάλω αίνους* στον Ιεχωβά,+ τον Θεό του Ισραήλ.+
4 Ιεχωβά, όταν βγήκες από το Σηείρ,+
όταν προέλασες από την περιοχή του Εδώμ,
η γη σείστηκε, και οι καταρράκτες των ουρανών άνοιξαν,
από τα σύννεφα έπεσε καταρρακτώδης βροχή.
6 Στις ημέρες του Σαμεγάρ,+ του γιου του Ανάθ,
στις ημέρες της Ιαήλ,+ οι δρόμοι ήταν έρημοι·
οι ταξιδιώτες προτιμούσαν τους απόμερους δρόμους.
7 Δεν υπήρχαν πια* χωρικοί στον Ισραήλ·
δεν υπήρχαν πια ώσπου εμφανίστηκα εγώ, η Δεββώρα,+
ώσπου εμφανίστηκα ως μητέρα στον Ισραήλ.+
Ασπίδα δεν φαινόταν ούτε κοντάρι,
ανάμεσα σε 40.000 στον Ισραήλ.
Αινείτε τον Ιεχωβά!
10 Εσείς που είστε ανεβασμένοι σε κοκκινωπά γαϊδούρια,
εσείς που κάθεστε σε εκλεκτά χαλιά
και εσείς που περπατάτε στον δρόμο,
σκεφτείτε!
11 Οι φωνές των νεροκουβαλητών ακούστηκαν στις στέρνες·
εκεί διηγούνταν τις δίκαιες πράξεις του Ιεχωβά,
τις δίκαιες πράξεις των χωρικών του στον Ισραήλ.
Τότε ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε στις πύλες.
12 Ξύπνα, ξύπνα, Δεββώρα!+
Ξύπνα, ξύπνα, ψάλε έναν ύμνο!+
Σήκω, Βαράκ!+ Πάρε τους αιχμαλώτους σου, γιε του Αβινοάμ!
13 Τότε όσοι είχαν απομείνει κατέβηκαν στους ευγενείς·
ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε σε εμένα εναντίον των κραταιών.
14 Από τον Εφραΐμ κατάγονταν αυτοί που βρίσκονταν στην κοιλάδα·
σε ακολουθούν, Βενιαμίν, ανάμεσα στους δικούς σου.
15 Οι άρχοντες του Ισσάχαρ ήταν με τη Δεββώρα,
όπως ήταν ο Ισσάχαρ, έτσι ήταν και ο Βαράκ.+
Στην κοιλάδα στάλθηκε πεζός.+
Ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν οι καρδιές ήταν αναποφάσιστες.
16 Γιατί καθόσουν ανάμεσα στους δύο σάκους του σαμαριού,
ακούγοντας να παίζουν οι φλογέρες για τα κοπάδια;+
Στις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν οι καρδιές ήταν αναποφάσιστες.
18 Ο Ζαβουλών υπήρξε λαός που διακινδύνευσε τη ζωή του* μέχρι θανάτου·
19 Ήρθαν βασιλιάδες, πολέμησαν·
τότε πολέμησαν οι βασιλιάδες της Χαναάν+
στη Θαανάχ, κοντά στα νερά της Μεγιδδώ.+
Δεν πήραν ασήμι ως λάφυρο.+
20 Από τον ουρανό πολέμησαν τα άστρα·
από τις τροχιές τους πολέμησαν εναντίον του Σισάρα.
21 Ο χείμαρρος Κισών τούς παρέσυρε,+
ο αρχαίος χείμαρρος, ο χείμαρρος Κισών.
Ποδοπάτησες τους ισχυρούς, ψυχή μου.*
22 Τότε οι οπλές των αλόγων χτύπησαν το χώμα
καθώς τα άτια του κάλπαζαν ξέφρενα.+
23 “Καταραστείτε τη Μηρώζ”, είπε ο άγγελος του Ιεχωβά,
“ναι, καταραστείτε τους κατοίκους της,
διότι δεν πρόστρεξαν σε βοήθεια του Ιεχωβά,
σε βοήθεια του Ιεχωβά μαζί με τους κραταιούς”.
24 Η πιο ευλογημένη από τις γυναίκες είναι η Ιαήλ,+
η γυναίκα του Χέβερ+ του Κεναίου·
η πιο ευλογημένη από τις γυναίκες που ζουν σε σκηνές.
25 Νερό ζήτησε εκείνος, γάλα έδωσε αυτή.
Σε μεγαλοπρεπή γαβάθα συμποσίου πρόσφερε πηγμένο γάλα.*+
26 Άπλωσε το χέρι της στον πάσσαλο της σκηνής,
το δεξί της χέρι στο ξύλινο σφυρί του εργάτη.
Και χτύπησε τον Σισάρα με το σφυρί, συνέτριψε το κεφάλι του,
διέλυσε και διατρύπησε τους κροτάφους του.+
27 Ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε· έπεσε και έμεινε ακίνητος·
ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε και έπεσε·
εκεί που σωριάστηκε, εκεί έπεσε νικημένος.
28 Από το παράθυρο μια γυναίκα κοίταζε να δει,
η μητέρα του Σισάρα παρατηρούσε μέσα από το καφασωτό:
“Γιατί καθυστερεί το άρμα του;
Γιατί αργούν τόσο τα ποδοβολητά των αρμάτων του;”+
29 Οι σοφότερες αρχόντισσές της τής απαντούσαν·
ναι, και η ίδια μονολογούσε συνέχεια:
30 “Μάλλον μοιράζουν τα λάφυρα που βρήκαν,
μια κοπέλα, δυο κοπέλες,* για κάθε πολεμιστή,
λάφυρα από βαμμένο ύφασμα για τον Σισάρα, λάφυρα από βαμμένο ύφασμα,
ένα κεντητό ρούχο, βαμμένο ύφασμα, δύο κεντητά ρούχα
για τον λαιμό των λεηλατητών”.
31 Έτσι ας αφανιστούν όλοι οι εχθροί σου,+ Ιεχωβά,
αλλά αυτοί που σε αγαπούν ας είναι όπως ο ήλιος όταν ανατέλλει με τη δόξα του».
Και ο τόπος είχε ησυχία* επί 40 χρόνια.+
6 Ωστόσο, οι Ισραηλίτες έπραξαν πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ γι’ αυτό ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι του Μαδιάμ εφτά χρόνια.+ 2 Το χέρι του Μαδιάμ κυριαρχούσε επί του Ισραήλ.+ Εξαιτίας του Μαδιάμ, οι Ισραηλίτες έφτιαξαν κρυψώνες* στα βουνά, στις σπηλιές και στα δυσπρόσιτα μέρη.+ 3 Όποτε ο Ισραήλ έσπερνε, ο Μαδιάμ, ο Αμαλήκ+ και οι κάτοικοι της Ανατολής+ τούς έκαναν επιθέσεις. 4 Στρατοπέδευαν εναντίον τους και κατέστρεφαν τη σοδειά της γης μέχρι τη Γάζα και δεν άφηναν στον Ισραήλ ούτε τρόφιμα ούτε πρόβατο, ταύρο ή γαϊδούρι.+ 5 Διότι ανέβαιναν με τα ζωντανά τους και τις σκηνές τους, πολυάριθμοι σαν τις ακρίδες.+ Αυτοί καθώς και οι καμήλες τους ήταν αναρίθμητοι,+ και έμπαιναν στη γη για να την καταστρέψουν. 6 Ως αποτέλεσμα, ο Ισραήλ έπεσε σε μεγάλη φτώχεια εξαιτίας του Μαδιάμ· και οι Ισραηλίτες ζήτησαν τη βοήθεια του Ιεχωβά.+
7 Όταν οι Ισραηλίτες ζήτησαν τη βοήθεια του Ιεχωβά εξαιτίας του Μαδιάμ,+ 8 ο Ιεχωβά τούς έστειλε έναν προφήτη ο οποίος τους είπε: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ σας ανέβασα από την Αίγυπτο βγάζοντάς σας από τον τόπο* της δουλείας.+ 9 Σας έσωσα από το χέρι της Αιγύπτου και από όλους τους δυνάστες σας και τους έδιωξα από μπροστά σας και σας έδωσα τη γη τους.+ 10 Και σας είπα: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας.+ Δεν πρέπει να φοβηθείτε τους θεούς των Αμορραίων στων οποίων τη γη κατοικείτε».+ Αλλά εσείς δεν με υπακούσατε”».*+
11 Αργότερα ήρθε άγγελος του Ιεχωβά+ και κάθισε κάτω από το μεγάλο δέντρο στην Οφρά, το οποίο ανήκε στον Ιεχωάς τον Αβιεζερίτη.+ Ο γιος του ο Γεδεών+ κοπάνιζε σιτάρι στο πατητήρι για να το κρύψει από τον Μαδιάμ. 12 Ο άγγελος του Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν και είπε: «Ο Ιεχωβά είναι μαζί σου,+ κραταιέ πολεμιστή». 13 Τότε ο Γεδεών αποκρίθηκε: «Με συγχωρείς, κύριέ μου, αλλά αν ο Ιεχωβά είναι μαζί μας, γιατί μας έχουν βρει όλα αυτά;+ Πού είναι όλες οι θαυμαστές του πράξεις που μας αφηγήθηκαν οι πατέρες μας,+ λέγοντας: “Δεν μας ανέβασε ο Ιεχωβά από την Αίγυπτο;”+ Τώρα ο Ιεχωβά μάς έχει εγκαταλείψει+ και μας έχει δώσει στο χέρι του Μαδιάμ». 14 Ο Ιεχωβά τον κοίταξε και είπε: «Επιστράτευσε τη δύναμή σου και πήγαινε, και θα σώσεις τον Ισραήλ από το χέρι του Μαδιάμ.+ Εγώ δεν σε στέλνω;» 15 Ο Γεδεών τού απάντησε: «Με συγχωρείς, Ιεχωβά. Πώς να σώσω τον Ισραήλ; Η οικογένειά μου* είναι η μικρότερη στον Μανασσή, και εγώ είμαι ο πιο ασήμαντος στον οίκο του πατέρα μου». 16 Ο Ιεχωβά όμως του είπε: «Αφού εγώ θα είμαι μαζί σου,+ θα συντρίψεις τους Μαδιανίτες σαν να ήταν ένας άνθρωπος».
17 Τότε αυτός του είπε: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου, δείξε μου με σημείο ότι εσύ είσαι εκείνος που μου μιλάει. 18 Σε παρακαλώ, μη φύγεις από εδώ μέχρι να επιστρέψω με την προσφορά μου και να τη βάλω μπροστά σου».+ Εκείνος είπε: «Θα μείνω εδώ μέχρι να επιστρέψεις». 19 Και ο Γεδεών πήγε μέσα και ετοίμασε ένα κατσικάκι και έφτιαξε άζυμο ψωμί από ένα εφά* αλεύρι.+ Έβαλε το κρέας στο καλάθι και τον ζωμό στη χύτρα· μετά του τα έφερε έξω και του τα πρόσφερε κάτω από το μεγάλο δέντρο.
20 Ο άγγελος του αληθινού Θεού τού είπε: «Πάρε το κρέας και το άζυμο ψωμί και βάλε τα εκεί, πάνω στον μεγάλο βράχο, και χύσε τον ζωμό». Και εκείνος το έκανε. 21 Κατόπιν ο άγγελος του Ιεχωβά άπλωσε την άκρη του ραβδιού που κρατούσε στο χέρι του και άγγιξε το κρέας και το άζυμο ψωμί. Αμέσως βγήκε φωτιά από τον βράχο και κατέφαγε το κρέας και το άζυμο ψωμί.+ Μετά ο άγγελος του Ιεχωβά εξαφανίστηκε από τα μάτια του. 22 Τότε ο Γεδεών κατάλαβε ότι ήταν άγγελος του Ιεχωβά.+
Αμέσως ο Γεδεών είπε: «Αλίμονο, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, επειδή είδα τον άγγελο του Ιεχωβά πρόσωπο με πρόσωπο!»+ 23 Ο Ιεχωβά όμως του είπε: «Ησύχασε.* Μη φοβάσαι·+ δεν θα πεθάνεις». 24 Ο Γεδεών λοιπόν έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, το οποίο ονομάζεται Ιεχωβά-σαλώμ*+ μέχρι αυτή την ημέρα και βρίσκεται ακόμη στην Οφρά των Αβιεζεριτών.
25 Εκείνη τη νύχτα ο Ιεχωβά τού είπε: «Πάρε τον νεαρό ταύρο του πατέρα σου, τον δεύτερο νεαρό ταύρο, τον εφταετή, και γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ που έχει ο πατέρας σου, και κόψε τον ιερό στύλο* που βρίσκεται δίπλα σε αυτό.+ 26 Αφού χτίσεις θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά τον Θεό σου στην κορυφή αυτού του οχυρού τόπου, βάζοντας τις πέτρες σε σειρά, πάρε τον δεύτερο νεαρό ταύρο και πρόσφερέ τον ως ολοκαύτωμα πάνω στα ξύλα από τον ιερό στύλο* που θα κόψεις». 27 Ο Γεδεών λοιπόν πήρε 10 υπηρέτες του και έκανε ακριβώς όπως του είπε ο Ιεχωβά. Αλλά επειδή φοβόταν το σπιτικό του πατέρα του και τους άντρες της πόλης και δεν τολμούσε να το κάνει αυτό την ημέρα, το έκανε τη νύχτα.
28 Όταν οι άντρες της πόλης σηκώθηκαν νωρίς το άλλο πρωί, είδαν ότι το θυσιαστήριο του Βάαλ ήταν γκρεμισμένο, ο ιερός στύλος* δίπλα σε αυτό είχε κοπεί και ο δεύτερος νεαρός ταύρος είχε προσφερθεί πάνω στο θυσιαστήριο που είχε χτιστεί. 29 Ρωτούσαν λοιπόν ο ένας τον άλλον: «Ποιος το έκανε αυτό;» Αφού ερεύνησαν το ζήτημα, είπαν: «Ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, το έκανε». 30 Και οι άντρες της πόλης είπαν στον Ιεχωάς: «Φέρε τον γιο σου έξω για να πεθάνει, επειδή γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ και έκοψε τον ιερό στύλο* που ήταν δίπλα σε αυτό». 31 Τότε ο Ιεχωάς+ είπε σε όλους εκείνους που στράφηκαν εναντίον του: «Εσείς θα υπερασπιστείτε τον Βάαλ; Εσείς θα τον σώσετε; Όποιος τον υπερασπιστεί πρέπει να θανατωθεί αυτό το πρωί.+ Αν είναι θεός, ας υπερασπιστεί τον εαυτό του,+ εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του». 32 Και ονόμασε τον Γεδεών εκείνη την ημέρα Ιεροβάαλ,* λέγοντας: «Ας υπερασπιστεί ο Βάαλ τον εαυτό του, εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του».
33 Όλος ο Μαδιάμ+ και ο Αμαλήκ+ και οι κάτοικοι της Ανατολής+ συμμάχησαν και πέρασαν απέναντι* μπαίνοντας στην κοιλάδα της Ιεζραέλ και στρατοπέδευσαν. 34 Τότε το πνεύμα του Ιεχωβά ήρθε πάνω στον* Γεδεών+ και αυτός σάλπισε με το κέρας,+ και οι Αβιεζερίτες+ συγκεντρώθηκαν κοντά του. 35 Έστειλε αγγελιοφόρους σε όλο τον Μανασσή, και συγκεντρώθηκαν και εκείνοι κοντά του. Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους σε όλο τον Ασήρ, τον Ζαβουλών και τον Νεφθαλί, και εκείνοι ανέβηκαν να τον συναντήσουν.
36 Κατόπιν ο Γεδεών είπε στον αληθινό Θεό: «Αν σώζεις τον Ισραήλ χρησιμοποιώντας εμένα, ακριβώς όπως υποσχέθηκες,+ 37 ορίστε! εγώ αφήνω στο αλώνι μαλλί προβάτου.* Αν υπάρχει δροσιά μόνο πάνω στο μαλλί, ενώ όλο το έδαφος τριγύρω είναι στεγνό, τότε θα καταλάβω ότι θα σώσεις τον Ισραήλ χρησιμοποιώντας εμένα, ακριβώς όπως υποσχέθηκες». 38 Έτσι και έγινε. Όταν σηκώθηκε νωρίς την επόμενη ημέρα και έστυψε το μαλλί, στράγγισε από αυτό τόση δροσιά ώστε θα μπορούσε να γεμίσει με νερό μια μεγάλη γαβάθα συμποσίου. 39 Ωστόσο, ο Γεδεών είπε στον αληθινό Θεό: «Ας μην ανάψει ο θυμός σου εναντίον μου, αλλά ας ζητήσω κάτι μόνο μία φορά ακόμη. Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να κάνω μια τελευταία δοκιμή με το μαλλί. Σε παρακαλώ, ας είναι στεγνό μόνο το μαλλί, και ας υπάρχει δροσιά παντού στο έδαφος». 40 Έτσι και έκανε ο Θεός εκείνη τη νύχτα· μόνο το μαλλί ήταν στεγνό, ενώ υπήρχε δροσιά παντού στο έδαφος.
7 Κατόπιν ο Ιεροβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών,+ και όλος ο λαός μαζί του σηκώθηκαν νωρίς και στρατοπέδευσαν κοντά στην πηγή Αρώδ, ενώ το στρατόπεδο του Μαδιάμ ήταν βόρεια από εκείνον, κοντά στον λόφο Μορέχ στην κοιλάδα. 2 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Έχεις πάρα πολλούς μαζί σου, γι’ αυτό δεν πρόκειται να δώσω τον Μαδιάμ στο χέρι σας.+ Αλλιώς, ο Ισραήλ μπορεί να καυχηθεί σε βάρος μου και να πει: “Το δικό μου χέρι με έσωσε”.+ 3 Τώρα, σε παρακαλώ, ανακοίνωσε στον λαό: “Όποιος φοβάται και τρέμει ας γυρίσει στο σπίτι του”».+ Ο Γεδεών λοιπόν τους δοκίμασε με αυτά τα λόγια. Τότε γύρισαν στο σπίτι τους 22.000 από τον λαό και απέμειναν 10.000.
4 Ωστόσο, ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Έχεις ακόμη πάρα πολλούς. Βάλε τους να κατεβούν στο νερό ώστε να τους δοκιμάσω εκεί. Για όποιον σου πω: “Αυτός θα έρθει μαζί σου”, θα έρθει, αλλά για όποιον σου πω: “Αυτός δεν θα έρθει μαζί σου”, δεν θα έρθει». 5 Εκείνος κατέβασε λοιπόν τον λαό στο νερό.
Κατόπιν ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Ξεχώρισε όποιον πίνει νερό με τη γλώσσα του, όπως ο σκύλος, από εκείνους που πέφτουν στα γόνατα για να πιουν». 6 Εκείνοι που ήπιαν νερό με τη γλώσσα, φέρνοντας το χέρι στο στόμα, ήταν 300 άντρες. Οι υπόλοιποι έπεσαν στα γόνατα για να πιουν.
7 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Θα σας σώσω με τους 300 άντρες που ήπιαν νερό με τη γλώσσα τους, και θα δώσω τον Μαδιάμ στο χέρι σου.+ Όλοι οι υπόλοιποι όμως ας γυρίσουν στο σπίτι τους». 8 Αφού πήραν λοιπόν προμήθειες και κέρατα από τον λαό, εκείνος κράτησε μόνο τους 300 και έστειλε όλους τους υπόλοιπους άντρες του Ισραήλ στο σπίτι τους. Το στρατόπεδο του Μαδιάμ ήταν χαμηλότερα από εκείνον, στην κοιλάδα.+
9 Στη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ο Ιεχωβά τού είπε: «Σήκω και κάνε επίθεση στο στρατόπεδο, γιατί το έχω δώσει στο χέρι σου.+ 10 Αλλά αν φοβάσαι να επιτεθείς, κατέβα στο στρατόπεδο με τον Φουρά τον υπηρέτη σου. 11 Άκου αυτά που θα λένε, και τότε θα βρεις το θάρρος* να επιτεθείς στο στρατόπεδο». Τότε αυτός και ο Φουρά ο υπηρέτης του κατέβηκαν ως την άκρη του στρατοπέδου.
12 Ο δε Μαδιάμ και ο Αμαλήκ και όλοι οι κάτοικοι της Ανατολής+ είχαν καλύψει την κοιλάδα σαν σμήνος ακρίδων, και οι καμήλες τους ήταν αναρίθμητες,+ σαν τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά. 13 Ο Γεδεών λοιπόν πήγε, και εκεί κάποιος αφηγούνταν το όνειρό του σε έναν σύντροφό του και έλεγε: «Άκου ένα όνειρο που είδα. Ένα κριθαρένιο καρβέλι κύλησε μέσα στο στρατόπεδο του Μαδιάμ. Έφτασε σε μια σκηνή και τη χτύπησε τόσο δυνατά ώστε αυτή έπεσε.+ Αναποδογύρισε και έπεσε ολόκληρη». 14 Τότε ο σύντροφός του είπε: «Αυτό μπορεί να είναι μόνο το σπαθί του Γεδεών,+ του γιου του Ιεχωάς, ενός Ισραηλίτη. Ο Θεός έχει δώσει τον Μαδιάμ και όλο το στρατόπεδο στο χέρι του».+
15 Μόλις ο Γεδεών άκουσε το όνειρο και την εξήγησή του,+ προσκύνησε τον Θεό. Έπειτα επέστρεψε στο στρατόπεδο του Ισραήλ και είπε: «Σηκωθείτε, γιατί ο Ιεχωβά έχει δώσει το στρατόπεδο του Μαδιάμ στο χέρι σας». 16 Κατόπιν χώρισε τους 300 άντρες σε τρεις ομάδες και έδωσε στον καθέναν από ένα κέρας+ και μια μεγάλη άδεια στάμνα που είχε μέσα έναν πυρσό. 17 Μετά τους είπε: «Να βλέπετε εμένα και να κάνετε ό,τι ακριβώς κάνω. Όταν φτάσω στην άκρη του στρατοπέδου, πρέπει να κάνετε ό,τι θα κάνω εγώ. 18 Μόλις σαλπίσω με το κέρας, εγώ και όλοι όσοι είναι μαζί μου, τότε πρέπει να σαλπίσετε και εσείς με τα κέρατα ολόγυρα από το στρατόπεδο και να φωνάξετε: “Για τον Ιεχωβά και για τον Γεδεών!”»
19 Ο Γεδεών και οι 100 άντρες που ήταν μαζί του έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου στην αρχή της μεσαίας νυχτερινής σκοπιάς,* μόλις είχαν τοποθετηθεί οι φρουροί. Τότε σάλπισαν με τα κέρατα+ και έσπασαν τις μεγάλες στάμνες που είχαν στα χέρια τους.+ 20 Και οι τρεις ομάδες σάλπισαν με τα κέρατα και συνέτριψαν τις μεγάλες στάμνες. Είχαν τους πυρσούς στο αριστερό τους χέρι και σάλπιζαν με τα κέρατα κρατώντας τα στο δεξί τους χέρι και φώναζαν: «Σπαθί του Ιεχωβά και του Γεδεών!» 21 Όλο αυτό το διάστημα στεκόταν ο καθένας στον τόπο του γύρω από το στρατόπεδο, και ολόκληρος ο στρατός τράπηκε σε φυγή φωνάζοντας.+ 22 Οι 300 συνέχισαν να σαλπίζουν με τα κέρατα, και ο Ιεχωβά έστρεψε το σπαθί του καθενός εναντίον του άλλου σε όλο το στρατόπεδο·+ και ο στρατός συνέχισε να τρέχει φτάνοντας ως τη Βαιθ-σεττά, και από εκεί ως τη Ζερερά, μέχρι τα περίχωρα της Αβέλ-μεολά+ κοντά στην Ταββάθ.
23 Και οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν από τον Νεφθαλί, τον Ασήρ και όλο τον Μανασσή+ και καταδίωξαν τον Μαδιάμ. 24 Ο Γεδεών έστειλε αγγελιοφόρους σε όλη την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, λέγοντας: «Κατεβείτε να επιτεθείτε στον Μαδιάμ, και πιάστε τις διαβάσεις προς τα νερά μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη». Όλοι λοιπόν οι άντρες του Εφραΐμ συγκεντρώθηκαν και έπιασαν τις διαβάσεις προς τα νερά μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη. 25 Συνέλαβαν επίσης τους δύο άρχοντες του Μαδιάμ, τον Ωρήβ και τον Ζηβ· τον Ωρήβ τον σκότωσαν στον βράχο του Ωρήβ,+ και τον Ζηβ στο πατητήρι του Ζηβ. Εξακολούθησαν να καταδιώκουν τον Μαδιάμ+ και έφεραν τα κεφάλια του Ωρήβ και του Ζηβ στον Γεδεών, στην περιοχή του Ιορδάνη.
8 Τότε οι άντρες του Εφραΐμ τού είπαν: «Τι ήταν αυτό που μας έκανες; Γιατί δεν μας κάλεσες όταν πήγες να πολεμήσεις εναντίον του Μαδιάμ;»+ Και μάλωσαν έντονα μαζί του.+ 2 Εκείνος όμως τους είπε: «Τι έκανα εγώ σε σύγκριση με εσάς; Δεν είναι τα αποτρυγήματα του Εφραΐμ+ καλύτερα από τον τρύγο του Αβί-έζερ;+ 3 Στο δικό σας χέρι έδωσε ο Θεός τον Ωρήβ και τον Ζηβ, τους άρχοντες του Μαδιάμ,+ και τι έκανα εγώ σε σύγκριση με εσάς;» Όταν μίλησε έτσι,* εκείνοι ηρέμησαν.*
4 Κατόπιν ο Γεδεών έφτασε στον Ιορδάνη και τον διέσχισε. Αυτός και οι 300 άντρες που είχε μαζί του ήταν κουρασμένοι, αλλά συνέχισαν την καταδίωξη. 5 Γι’ αυτό, είπε στους άντρες της Σοκχώθ: «Δώστε, σας παρακαλώ, ψωμιά στον λαό που με ακολουθεί, επειδή είναι κουρασμένοι και εγώ καταδιώκω τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, τους βασιλιάδες του Μαδιάμ». 6 Οι άρχοντες όμως της Σοκχώθ είπαν: «Μήπως έχεις ήδη στο χέρι σου τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, ώστε να πρέπει να δώσουμε ψωμί στον στρατό σου;» 7 Τότε ο Γεδεών είπε: «Επειδή το είπατε αυτό, όταν ο Ιεχωβά δώσει τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά στο χέρι μου, θα σας μαστιγώσω με τα αγκάθια και τις βάτους της ερήμου».+ 8 Και ανέβηκε από εκεί στη Φανουήλ και ζήτησε το ίδιο πράγμα, αλλά οι άντρες της Φανουήλ τού απάντησαν ό,τι και οι άντρες της Σοκχώθ. 9 Είπε λοιπόν και στους άντρες της Φανουήλ: «Όταν επιστρέψω νικητής,* θα γκρεμίσω αυτόν τον πύργο».+
10 Ο δε Ζεβεέ και ο Ζαλμανά βρίσκονταν στην Καρκόρ με τα στρατεύματά τους, περίπου 15.000 άντρες. Αυτοί ήταν όλοι όσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των κατοίκων της Ανατολής,+ επειδή είχαν πέσει 120.000 άντρες οπλισμένοι με σπαθιά. 11 Ο Γεδεών συνέχισε να ανεβαίνει από τον δρόμο εκείνων που κατοικούν σε σκηνές, ανατολικά της Νοβά και της Ιωγβεά,+ και επιτέθηκε στο στρατόπεδο ενώ αυτοί δεν το περίμεναν. 12 Όταν ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά, οι δύο Μαδιανίτες βασιλιάδες, τράπηκαν σε φυγή, αυτός τους καταδίωξε και τους έπιασε, προκαλώντας πανικό σε όλο το στρατόπεδο.
13 Ύστερα ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, επέστρεψε από τον πόλεμο ακολουθώντας το πέρασμα που ανεβαίνει προς τη Χέρες. 14 Στον δρόμο έπιασε έναν νεαρό από τη Σοκχώθ και τον ανέκρινε. Ο νεαρός λοιπόν του έγραψε τα ονόματα των αρχόντων και των πρεσβυτέρων της Σοκχώθ, 77 αντρών. 15 Τότε πήγε στους άντρες της Σοκχώθ και είπε: «Να ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά σχετικά με τους οποίους με ειρωνευτήκατε, λέγοντας: “Μήπως έχεις ήδη στο χέρι σου τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά, ώστε να πρέπει να δώσουμε ψωμί στους εξαντλημένους άντρες σου;”»+ 16 Κατόπιν πήρε τους πρεσβυτέρους της πόλης και, με τα αγκάθια και τις βάτους της ερήμου, έδωσε στους άντρες της Σοκχώθ ένα μάθημα.+ 17 Και γκρέμισε τον πύργο της Φανουήλ+ και σκότωσε τους άντρες της πόλης.
18 Έπειτα ρώτησε τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά: «Πώς ήταν οι άντρες που σκοτώσατε στο Θαβώρ;» Εκείνοι απάντησαν: «Ήταν όπως εσύ, ο καθένας τους έμοιαζε με γιο βασιλιά». 19 Τότε είπε: «Ήταν αδελφοί μου, οι γιοι της μητέρας μου. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, αν τους είχατε χαρίσει τη ζωή, δεν θα σας σκότωνα». 20 Κατόπιν είπε στον Ιεθέρ τον πρωτότοκό του: «Σήκω, σκότωσέ τους». Αλλά ο νεαρός δεν τράβηξε το σπαθί του επειδή ήταν ακόμη μικρός και φοβόταν. 21 Έτσι λοιπόν, ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά αποκρίθηκαν: «Σήκω εσύ να μας σκοτώσεις, γιατί ο άντρας κρίνεται από την κραταιότητά του».* Τότε σηκώθηκε ο Γεδεών και σκότωσε τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά+ και πήρε τα στολίδια σε σχήμα μισοφέγγαρου που είχαν στον λαιμό οι καμήλες τους.
22 Αργότερα οι άντρες του Ισραήλ είπαν στον Γεδεών: «Κυβέρνησέ μας, εσύ και ο γιος σου και ο εγγονός σου, γιατί μας έσωσες από το χέρι του Μαδιάμ».+ 23 Ο Γεδεών όμως τους είπε: «Δεν θα σας κυβερνήσω ούτε εγώ ούτε ο γιος μου. Ο Ιεχωβά θα σας κυβερνάει».+ 24 Ο Γεδεών συνέχισε: «Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι: ας μου δώσει ο καθένας σας έναν κρίκο της μύτης από τα λάφυρά του». (Διότι οι νικημένοι είχαν χρυσούς κρίκους της μύτης επειδή ήταν Ισμαηλίτες.)+ 25 Εκείνοι απάντησαν: «Ασφαλώς και θα τους δώσουμε». Τότε άπλωσαν έναν μανδύα και ο καθένας τους έριξε μέσα σε αυτόν έναν κρίκο της μύτης από τα λάφυρά του. 26 Το βάρος των χρυσών κρίκων της μύτης τους οποίους είχε ζητήσει έφτασε τους 1.700 σίκλους* χρυσάφι, εκτός από τα στολίδια σε σχήμα μισοφέγγαρου, τα κρεμαστά κοσμήματα, τα πορφυρά μάλλινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες του Μαδιάμ, καθώς και τα περιδέραια από τις καμήλες.+
27 Και ο Γεδεών έφτιαξε από αυτά ένα εφόδ+ και το εξέθεσε στην πόλη του, την Οφρά·+ και όλος ο Ισραήλ διέπραττε εκεί πνευματική πορνεία με αυτό,+ και το εφόδ αποτέλεσε παγίδα για τον Γεδεών και το σπιτικό του.+
28 Έτσι καθυποτάχθηκε ο Μαδιάμ+ από τους Ισραηλίτες, και δεν ξανασήκωσε κεφάλι· και ο τόπος είχε ησυχία* επί 40 χρόνια στις ημέρες του Γεδεών.+
29 Ο δε Ιεροβάαλ,+ ο γιος του Ιεχωάς, επέστρεψε στο σπίτι του και έμεινε εκεί.
30 Ο Γεδεών έγινε πατέρας 70 γιων,* διότι είχε πολλές συζύγους. 31 Η παλλακίδα του στη Συχέμ τού γέννησε και αυτή έναν γιο, και εκείνος τον ονόμασε Αβιμέλεχ.+ 32 Τελικά ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, πέθανε σε καλά γηρατειά και θάφτηκε στο μνήμα του Ιεχωάς του πατέρα του στην Οφρά των Αβιεζεριτών.+
33 Μόλις πέθανε ο Γεδεών, οι Ισραηλίτες διέπραξαν πάλι πνευματική πορνεία με τους Βάαλ,+ και όρισαν θεό τους τον Βάαλ-βερίθ.+ 34 Οι Ισραηλίτες δεν θυμήθηκαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους,+ ο οποίος τους είχε σώσει από το χέρι όλων των εχθρών τους ολόγυρα,+ 35 ούτε έδειξαν καλοσύνη* προς το σπιτικό του Ιεροβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, σε ανταπόδοση για όλο το καλό που είχε κάνει αυτός για τον Ισραήλ.+
9 Αργότερα ο Αβιμέλεχ,+ ο γιος του Ιεροβάαλ, πήγε στους αδελφούς της μητέρας του στη Συχέμ και είπε σε αυτούς και σε όλη την οικογένεια του παππού του:* 2 «Ρωτήστε, παρακαλώ, όλους τους αρχηγούς* της Συχέμ: “Τι είναι καλύτερο για εσάς: Να σας κυβερνούν και οι 70 γιοι του Ιεροβάαλ+ ή να σας κυβερνάει ένας άντρας; Και θυμηθείτε ότι εγώ είμαι οστό σας και σάρκα σας”».*
3 Οι αδελφοί λοιπόν της μητέρας του τα είπαν αυτά εκ μέρους του σε όλους τους αρχηγούς της Συχέμ, και εκείνοι πείστηκαν να ακολουθήσουν* τον Αβιμέλεχ, επειδή είπαν: «Αδελφός μας είναι». 4 Κατόπιν του έδωσαν 70 κομμάτια ασήμι από τον οίκο* του Βάαλ-βερίθ,+ και ο Αβιμέλεχ μίσθωσε με αυτά αργόσχολους και θρασείς ανθρώπους για να τον ακολουθήσουν. 5 Έπειτα πήγε στο σπίτι του πατέρα του στην Οφρά+ και σκότωσε τους αδελφούς του,+ τους γιους του Ιεροβάαλ, 70 άντρες, πάνω σε μία πέτρα. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Ιωθάμ, ο νεότερος γιος του Ιεροβάαλ, επειδή κρύφτηκε.
6 Κατόπιν όλοι οι αρχηγοί της Συχέμ και όλη η Βαιθ-μιλλώ συγκεντρώθηκαν και έκαναν τον Αβιμέλεχ βασιλιά,+ κοντά στο μεγάλο δέντρο, δίπλα στη στήλη που βρισκόταν στη Συχέμ.
7 Όταν το ανέφεραν αυτό στον Ιωθάμ, εκείνος πήγε αμέσως και στάθηκε στην κορυφή του όρους Γαριζίν+ και τους φώναξε δυνατά: «Ακούστε με, αρχηγοί της Συχέμ, και μετά ο Θεός θα ακούσει εσάς.
8 »Κάποτε τα δέντρα πήγαν να χρίσουν κάποιον ως βασιλιά τους. Είπαν λοιπόν στο ελαιόδεντρο: “Κυβέρνησέ μας”.+ 9 Το ελαιόδεντρο όμως τους είπε: “Να εγκαταλείψω εγώ το λάδι μου,* με το οποίο δοξάζουν Θεό και ανθρώπους, και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα άλλα δέντρα;” 10 Τότε τα δέντρα είπαν στη συκιά: “Έλα εσύ και κυβέρνησέ μας”. 11 Η συκιά όμως τους είπε: “Να εγκαταλείψω εγώ τη γλυκύτητά μου και τους καλούς καρπούς μου, και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα άλλα δέντρα;” 12 Μετά τα δέντρα είπαν στο κλήμα: “Έλα εσύ και κυβέρνησέ μας”. 13 Και το κλήμα τούς απάντησε: “Να εγκαταλείψω εγώ το καινούριο μου κρασί, που ευφραίνει Θεό και ανθρώπους, και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα δέντρα;” 14 Τελικά όλα τα άλλα δέντρα είπαν στη βατομουριά: “Έλα εσύ και κυβέρνησέ μας”.+ 15 Τότε η βατομουριά είπε στα δέντρα: “Αν όντως με χρίετε βασίλισσά σας, ελάτε και ζητήστε καταφύγιο κάτω από τη σκιά μου. Αλλά αν όχι, να βγει φωτιά από τη βατομουριά και να κατακάψει τους κέδρους του Λιβάνου”.
16 »Ενεργήσατε άραγε καλόπιστα και τίμια κάνοντας τον Αβιμέλεχ βασιλιά,+ και δείξατε καλοσύνη στον Ιεροβάαλ και στο σπιτικό του, και του φερθήκατε όπως του αξίζει; 17 Όταν ο πατέρας μου πολέμησε για εσάς,+ διακινδύνευσε τη ζωή* του για να σας σώσει από το χέρι του Μαδιάμ.+ 18 Αλλά εσείς σήμερα στραφήκατε εναντίον του σπιτικού του πατέρα μου και σκοτώσατε τους γιους του, 70 άντρες, πάνω σε μία πέτρα.+ Ύστερα κάνατε τον Αβιμέλεχ, τον γιο της δούλης του,+ βασιλιά στους αρχηγούς της Συχέμ απλώς και μόνο επειδή είναι αδελφός σας. 19 Αν λοιπόν ενεργείτε καλόπιστα και τίμια απέναντι στον Ιεροβάαλ και στο σπιτικό του αυτή την ημέρα, να χαίρεστε για τον Αβιμέλεχ και ας χαίρεται και αυτός για εσάς. 20 Αλλά αν όχι, να βγει φωτιά από τον Αβιμέλεχ και να κατακάψει τους αρχηγούς της Συχέμ και τη Βαιθ-μιλλώ,+ και να βγει φωτιά από τους αρχηγούς της Συχέμ και τη Βαιθ-μιλλώ και να κατακάψει τον Αβιμέλεχ».+
21 Έπειτα ο Ιωθάμ+ κατέφυγε στη Βηρ και έμεινε εκεί εξαιτίας του αδελφού του, του Αβιμέλεχ.
22 Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον* Ισραήλ επί τρία χρόνια. 23 Κατόπιν ο Θεός επέτρεψε να αναπτυχθεί εχθρότητα* ανάμεσα στον Αβιμέλεχ και στους αρχηγούς της Συχέμ, και εκείνοι φέρθηκαν δόλια στον Αβιμέλεχ. 24 Αυτό έγινε ώστε να παρθεί εκδίκηση για τον βίαιο θάνατο των 70 γιων του Ιεροβάαλ και να ζητηθεί ευθύνη για το αίμα τους από τον αδελφό τους τον Αβιμέλεχ επειδή τους σκότωσε,+ καθώς και από τους αρχηγούς της Συχέμ επειδή τον βοήθησαν να σκοτώσει τους αδελφούς του. 25 Οι αρχηγοί λοιπόν της Συχέμ έβαλαν ανθρώπους να του στήσουν ενέδρα στις βουνοκορφές, και αυτοί λήστευαν όποιον περνούσε από κοντά τους στον δρόμο. Κάποια στιγμή αυτό αναφέρθηκε στον Αβιμέλεχ.
26 Κατόπιν ήρθε στη Συχέμ+ ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, μαζί με τους αδελφούς του, και οι αρχηγοί της Συχέμ τον εμπιστεύτηκαν. 27 Αυτοί βγήκαν στον αγρό, τρύγησαν τα αμπέλια τους, πάτησαν τα σταφύλια και έκαναν γιορτή. Μετά μπήκαν στον οίκο του θεού τους+ και έφαγαν και ήπιαν και καταράστηκαν τον Αβιμέλεχ. 28 Τότε ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, είπε: «Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ και ποιος είναι ο Συχέμ ώστε να πρέπει να τον υπηρετούμε; Δεν είναι ο γιος του Ιεροβάαλ,+ και ο Ζεβούλ δεν είναι επίτροπός του; Υπηρετήστε τους άντρες του Εμμώρ, του πατέρα του Συχέμ! Αλλά γιατί πρέπει να υπηρετούμε αυτόν; 29 Μακάρι να είχα αυτόν τον λαό υπό τις διαταγές μου! Τότε θα ανέτρεπα τον Αβιμέλεχ». Έπειτα είπε στον Αβιμέλεχ: «Μάζεψε όσο στρατό μπορείς και βγες έξω».
30 Όταν ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, άκουσε τα λόγια του Γαάλ, του γιου του Αβδέ, ο θυμός του άναψε. 31 Έστειλε λοιπόν κρυφά* αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ, λέγοντας: «Ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, και οι αδελφοί του βρίσκονται τώρα στη Συχέμ και ξεσηκώνουν την πόλη εναντίον σου. 32 Ανέβα τη νύχτα, εσύ και οι άντρες σου, και παραμόνευσε στον αγρό. 33 Και το πρωί, μόλις βγει ο ήλιος, να σηκωθείς νωρίς και να επιτεθείς στην πόλη· και όταν εκείνος και οι άντρες του βγουν εναντίον σου, κάνε το παν για να τον νικήσεις».*
34 Ο Αβιμέλεχ λοιπόν και όλος ο λαός που ήταν μαζί του ανέβηκαν τη νύχτα και παραμόνευαν εναντίον της Συχέμ χωρισμένοι σε τέσσερις ομάδες. 35 Όταν ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης της πόλης, ο Αβιμέλεχ και ο λαός που ήταν μαζί του σηκώθηκαν από την ενέδρα. 36 Μόλις ο Γαάλ είδε τον λαό, είπε στον Ζεβούλ: «Δες! Άνθρωποι κατεβαίνουν από τις βουνοκορφές». Ο Ζεβούλ όμως του είπε: «Βλέπεις τις σκιές των βουνών και τις περνάς για ανθρώπους».
37 Ο Γαάλ είπε αργότερα: «Δες! Άνθρωποι κατεβαίνουν από το κέντρο της περιοχής, και μια ομάδα έρχεται από τον δρόμο του μεγάλου δέντρου των Μεωνενίμ». 38 Τότε ο Ζεβούλ τού απάντησε: «Πού είναι τώρα τα μεγάλα λόγια σου: “Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ ώστε να πρέπει να τον υπηρετούμε;”+ Δεν είναι αυτός ο λαός που περιφρόνησες; Βγες τώρα και πολέμησε εναντίον τους».
39 Έτσι λοιπόν, ο Γαάλ τέθηκε επικεφαλής των αρχηγών της Συχέμ και βγήκε να πολεμήσει εναντίον του Αβιμέλεχ. 40 Ο Αβιμέλεχ τον καταδίωξε, και ο Γαάλ τράπηκε σε φυγή, και πολλοί έπεσαν σκοτωμένοι μέχρι την είσοδο της πύλης της πόλης.
41 Και ο Αβιμέλεχ συνέχισε να κατοικεί στην Αρουμά, ενώ ο Ζεβούλ+ έδιωξε τον Γαάλ και τους αδελφούς του από τη Συχέμ. 42 Την επόμενη ημέρα ο λαός βγήκε στον αγρό, και κάποιοι το ανέφεραν στον Αβιμέλεχ. 43 Εκείνος λοιπόν πήρε τον λαό και τον χώρισε σε τρεις ομάδες και παραμόνευε στον αγρό. Μόλις είδε τον λαό να βγαίνει από την πόλη, τους επιτέθηκε και τους συνέτριψε. 44 Ο Αβιμέλεχ και οι ομάδες που ήταν μαζί του έκαναν έφοδο και παρατάχθηκαν στην είσοδο της πύλης της πόλης, ενώ δύο ομάδες επιτέθηκαν σε όλους όσους ήταν στον αγρό και τους συνέτριψαν. 45 Ο Αβιμέλεχ πολέμησε εναντίον της πόλης όλη εκείνη την ημέρα και την κατέλαβε. Σκότωσε τον λαό της και μετά γκρέμισε την πόλη+ και την έσπειρε με αλάτι.
46 Όταν το άκουσαν αυτό όλοι οι αρχηγοί του πύργου της Συχέμ, πήγαν αμέσως στον θολωτό θάλαμο* του οίκου* του Ελ-βερίθ.+ 47 Μόλις αναφέρθηκε στον Αβιμέλεχ ότι όλοι οι αρχηγοί του πύργου της Συχέμ είχαν συγκεντρωθεί μαζί, 48 ο Αβιμέλεχ και όλοι οι άντρες που ήταν μαζί του ανέβηκαν στο όρος Ζαλμών. Ο Αβιμέλεχ πήρε ένα τσεκούρι στο χέρι του, έκοψε ένα κλαδί δέντρου, το έβαλε πάνω στον ώμο του και είπε στον λαό που ήταν μαζί του: «Ό,τι με είδατε να κάνω, κάντε το και εσείς γρήγορα!» 49 Τότε όλος ο λαός έκοψε κλαδιά και ακολούθησε τον Αβιμέλεχ. Κατόπιν τα ακούμπησαν στον θολωτό θάλαμο και του έβαλαν φωτιά. Πέθαναν λοιπόν και όλοι οι άνθρωποι του πύργου της Συχέμ, περίπου 1.000 άντρες και γυναίκες.
50 Στη συνέχεια ο Αβιμέλεχ πήγε στη Θεβές, στρατοπέδευσε εναντίον της και την κατέλαβε. 51 Στο μέσο της πόλης υπήρχε ένας ισχυρός πύργος όπου κατέφυγαν όλοι οι άντρες και οι γυναίκες και όλοι οι αρχηγοί της πόλης. Κλείστηκαν μέσα και ανέβηκαν στην ταράτσα του πύργου. 52 Ο Αβιμέλεχ πήγε στον πύργο και επιτέθηκε εναντίον του. Πλησίασε στην είσοδο του πύργου για να του βάλει φωτιά. 53 Τότε μια γυναίκα έριξε την πάνω πέτρα ενός μύλου στο κεφάλι του Αβιμέλεχ και του έσπασε το κρανίο.+ 54 Εκείνος φώναξε γρήγορα τον υπηρέτη που βάσταζε τα όπλα του και του είπε: «Τράβηξε το σπαθί σου και σκότωσέ με, για να μην πουν για εμένα: “Γυναίκα τον σκότωσε”». Ο υπηρέτης του λοιπόν τον διαπέρασε με το σπαθί και πέθανε.
55 Όταν οι άντρες του Ισραήλ είδαν ότι ο Αβιμέλεχ ήταν νεκρός, γύρισαν όλοι στο σπίτι τους. 56 Έτσι λοιπόν, ο Θεός ανταπέδωσε στον Αβιμέλεχ το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του σκοτώνοντας τους 70 αδελφούς του.+ 57 Ο Θεός επίσης έκανε όλο το κακό των αντρών της Συχέμ να επιστρέψει στο κεφάλι τους. Με αυτόν τον τρόπο, ήρθε πάνω τους η κατάρα του Ιωθάμ,+ του γιου του Ιεροβάαλ.+
10 Έπειτα από τον θάνατο του Αβιμέλεχ, εμφανίστηκε για να σώσει τον Ισραήλ+ ο Θωλά, ο γιος του Φουά, γιου του Δωδώ, ένας άντρας από τον Ισσάχαρ. Αυτός ζούσε στη Σαμίρ, στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ. 2 Έκρινε τον Ισραήλ 23 χρόνια. Μετά πέθανε και θάφτηκε στη Σαμίρ.
3 Έπειτα από αυτόν, εμφανίστηκε ο Ιαείρ ο Γαλααδίτης και έκρινε τον Ισραήλ 22 χρόνια. 4 Είχε 30 γιους που είχαν 30 γαϊδούρια και 30 πόλεις, οι οποίες αποκαλούνται Χαββώθ-ιαείρ+ μέχρι αυτή την ημέρα και βρίσκονται στη γη της Γαλαάδ. 5 Ύστερα ο Ιαείρ πέθανε και θάφτηκε στην Καμών.
6 Οι Ισραηλίτες έπραξαν πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά+ και άρχισαν να υπηρετούν τους Βάαλ,+ τις εικόνες της Αστορέθ, τους θεούς της Αράμ,* τους θεούς της Σιδώνας, τους θεούς του Μωάβ,+ τους θεούς των Αμμωνιτών+ και τους θεούς των Φιλισταίων.+ Εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά και δεν τον υπηρετούσαν. 7 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ, και τους πούλησε στα χέρια των Φιλισταίων και των Αμμωνιτών.+ 8 Αυτοί λοιπόν συνέτριψαν τους Ισραηλίτες και τους καταδυνάστευσαν τρομερά εκείνο το έτος. Επί 18 χρόνια καταδυνάστευαν όλους τους Ισραηλίτες που βρίσκονταν στην πλευρά του Ιορδάνη η οποία ήταν άλλοτε η γη των Αμορραίων στη Γαλαάδ. 9 Επίσης, οι Αμμωνίτες περνούσαν τον Ιορδάνη για να πολεμήσουν εναντίον του Ιούδα, του Βενιαμίν και του οίκου του Εφραΐμ· και ο Ισραήλ βρισκόταν σε μεγάλη στενοχώρια. 10 Τότε οι Ισραηλίτες ζήτησαν τη βοήθεια του Ιεχωβά,+ λέγοντας: «Αμαρτήσαμε εναντίον σου, επειδή εγκαταλείψαμε τον Θεό μας και υπηρετήσαμε τους Βάαλ».+
11 Αλλά ο Ιεχωβά είπε στους Ισραηλίτες: «Δεν σας έσωσα εγώ από την Αίγυπτο+ και από τους Αμορραίους,+ τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους,+ 12 τους Σιδωνίους, τον Αμαλήκ και τον Μαδιάμ όταν σας καταδυνάστευαν; Όταν κραυγάσατε προς εμένα, σας έσωσα από το χέρι τους. 13 Εσείς όμως με εγκαταλείψατε και υπηρετήσατε άλλους θεούς.+ Γι’ αυτό, δεν θα σας σώσω ξανά.+ 14 Πηγαίνετε και ζητήστε βοήθεια από τους θεούς που διαλέξατε.+ Ας σας σώσουν αυτοί στον καιρό της στενοχώριας σας».+ 15 Οι Ισραηλίτες όμως είπαν στον Ιεχωβά: «Αμαρτήσαμε. Κάνε σε εμάς ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου. Μόνο σώσε μας, σε παρακαλούμε, αυτή την ημέρα». 16 Και απομάκρυναν τους ξένους θεούς από ανάμεσά τους και άρχισαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά,+ ώστε αυτός δεν άντεχε πια να βλέπει τα δεινά* του Ισραήλ.+
17 Αργότερα οι Αμμωνίτες+ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ. Γι’ αυτό, οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη Μισπά. 18 Ο λαός και οι άρχοντες της Γαλαάδ έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ποιος θα ηγηθεί στον πόλεμο εναντίον των Αμμωνιτών;+ Αυτός ας γίνει αρχηγός όλων των κατοίκων της Γαλαάδ».
11 Ο Ιεφθάε+ ο Γαλααδίτης ήταν κραταιός πολεμιστής· ήταν γιος πόρνης και πατέρας του ήταν ο Γαλαάδ. 2 Αλλά η σύζυγος του Γαλαάδ τού γέννησε και αυτή γιους. Όταν οι γιοι της συζύγου του μεγάλωσαν, έδιωξαν τον Ιεφθάε λέγοντας: «Δεν θα έχεις κληρονομιά στο σπιτικό του πατέρα μας, γιατί είσαι γιος άλλης γυναίκας». 3 Έτσι λοιπόν, ο Ιεφθάε έφυγε από τους αδελφούς του και εγκαταστάθηκε στη γη Τωβ. Και άνθρωποι που είχαν μείνει άνεργοι συμπαρατάχθηκαν με τον Ιεφθάε και τον ακολουθούσαν.
4 Έπειτα από λίγο καιρό, οι Αμμωνίτες άρχισαν να πολεμούν εναντίον του Ισραήλ.+ 5 Και όταν οι Αμμωνίτες άρχισαν να πολεμούν εναντίον του Ισραήλ, οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ πήγαν αμέσως να φέρουν πίσω τον Ιεφθάε από τη γη Τωβ. 6 Και είπαν στον Ιεφθάε: «Έλα να γίνεις διοικητής μας ώστε να πολεμήσουμε εναντίον των Αμμωνιτών». 7 Ο Ιεφθάε όμως είπε στους πρεσβυτέρους της Γαλαάδ: «Εσείς δεν ήσασταν που με μισούσατε τόσο πολύ ώστε με διώξατε από το σπίτι του πατέρα μου;+ Γιατί ήρθατε σε εμένα τώρα που σας βρήκαν στενοχώριες;» 8 Τότε οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: «Γι’ αυτό επιστρέψαμε τώρα σε εσένα. Αν έρθεις μαζί μας και πολεμήσεις εναντίον των Αμμωνιτών, θα σε κάνουμε αρχηγό όλων των κατοίκων της Γαλαάδ».+ 9 Ο Ιεφθάε λοιπόν είπε στους πρεσβυτέρους της Γαλαάδ: «Αν με φέρετε πίσω για να πολεμήσω εναντίον των Αμμωνιτών και ο Ιεχωβά τούς νικήσει για λογαριασμό μου, τότε εγώ όντως θα γίνω αρχηγός σας!» 10 Οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: «Ας είναι ο Ιεχωβά μάρτυρας* ανάμεσά μας αν δεν κάνουμε ό,τι είπες». 11 Έτσι λοιπόν, ο Ιεφθάε πήγε με τους πρεσβυτέρους της Γαλαάδ, και ο λαός τον έκανε αρχηγό και διοικητή του. Και ο Ιεφθάε επανέλαβε όλα τα λόγια του ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά.+
12 Κατόπιν ο Ιεφθάε έστειλε αγγελιοφόρους στον βασιλιά των Αμμωνιτών,+ λέγοντας: «Τι έχεις εναντίον μου* και ήρθες να επιτεθείς στη γη μου;» 13 Είπε λοιπόν ο βασιλιάς των Αμμωνιτών στους αγγελιοφόρους του Ιεφθάε: «Ήρθα εναντίον σου επειδή, όταν ο Ισραήλ ανέβηκε από την Αίγυπτο,+ πήρε τη γη μου από τον Αρνών+ ως τον Ιαβόκ και μέχρι τον Ιορδάνη.+ Τώρα επίστρεψέ την ειρηνικά». 14 Ο Ιεφθάε όμως έστειλε ξανά αγγελιοφόρους στον βασιλιά των Αμμωνιτών 15 να του πουν:
«Αυτό λέει ο Ιεφθάε: “Ο Ισραήλ δεν πήρε τη γη των Μωαβιτών+ και τη γη των Αμμωνιτών+ 16 διότι, όταν ανέβηκε από την Αίγυπτο, πορεύτηκε μέσα από την έρημο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα+ και έφτασε στην Κάδης.+ 17 Τότε ο Ισραήλ έστειλε αγγελιοφόρους στον βασιλιά του Εδώμ,+ λέγοντας: «Σε παρακαλούμε, άφησέ μας να περάσουμε μέσα από τη γη σου», αλλά ο βασιλιάς του Εδώμ δεν τους άκουσε. Έστειλε επίσης μήνυμα και στον βασιλιά του Μωάβ,+ αλλά ούτε εκείνος δέχτηκε. Γι’ αυτό ο Ισραήλ παρέμεινε στην Κάδης.+ 18 Όταν προχώρησαν μέσα από την έρημο, παρέκαμψαν τη γη του Εδώμ+ και τη γη του Μωάβ. Κατευθύνθηκαν ανατολικά από τη γη του Μωάβ+ και στρατοπέδευσαν στην περιοχή του Αρνών· δεν πέρασαν το όριο του Μωάβ,+ εφόσον ο Αρνών ήταν το όριο του Μωάβ.
19 »”Έπειτα ο Ισραήλ έστειλε αγγελιοφόρους στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων, τον βασιλιά της Εσεβών, και του είπε: «Σε παρακαλούμε, άφησέ μας να περάσουμε μέσα από τη γη σου για να πάμε στον τόπο μας».+ 20 Αλλά ο Σηών δεν εμπιστευόταν τον Ισραήλ και δεν τον άφησε να περάσει μέσα από την περιοχή του. Γι’ αυτό, συγκέντρωσε όλο τον λαό του και στρατοπέδευσε στην Ιασσά και πολέμησε εναντίον του Ισραήλ.+ 21 Τότε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, έδωσε τον Σηών και όλο τον λαό του στο χέρι του Ισραήλ και τους νίκησαν. Και ο Ισραήλ πήρε στην κατοχή του όλη τη γη των Αμορραίων, των κατοίκων εκείνης της γης.+ 22 Έτσι λοιπόν, πήραν στην κατοχή τους όλη την περιοχή των Αμορραίων, από τον Αρνών ως τον Ιαβόκ και από την έρημο ως τον Ιορδάνη.+
23 »”Ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ήταν αυτός που έδιωξε τους Αμορραίους μπροστά από τον λαό του τον Ισραήλ,+ και τώρα εσύ θέλεις να διώξεις τους Ισραηλίτες; 24 Μήπως εσύ δεν έχεις στην κατοχή σου ό,τι σου δίνει ο θεός σου ο Χεμώς;+ Έτσι και εμείς, όποιον έδιωξε από μπροστά μας ο Ιεχωβά ο Θεός μας, αυτόν θα διώξουμε.+ 25 Είσαι εσύ καλύτερος από τον Βαλάκ,+ τον γιο του Σεπφώρ, τον βασιλιά του Μωάβ; Ήρθε ποτέ εκείνος σε διαμάχη με τον Ισραήλ; Πολέμησε ποτέ εναντίον του; 26 Ο Ισραήλ κατοικούσε 300 χρόνια στην Εσεβών και στις εξαρτώμενες* κωμοπόλεις της+ και στην Αροήρ και στις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και σε όλες τις πόλεις που βρίσκονται κοντά στις όχθες του Αρνών. Γιατί δεν προσπαθήσατε να τις ξαναπάρετε όλο εκείνον τον καιρό;+ 27 Δεν αμάρτησα εγώ εναντίον σου· εσύ μου επιτίθεσαι άδικα. Ο Ιεχωβά ο Κριτής+ ας κρίνει σήμερα ανάμεσα στον λαό του Ισραήλ και στον λαό του Αμμών”».
28 Αλλά ο βασιλιάς των Αμμωνιτών δεν έδωσε προσοχή στο μήνυμα που του έστειλε ο Ιεφθάε.
29 Το πνεύμα του Ιεχωβά ήρθε πάνω στον Ιεφθάε,+ και εκείνος πέρασε μέσα από τη Γαλαάδ και τον Μανασσή για να πάει στη Μισπέ της Γαλαάδ,+ και από εκεί προχώρησε προς τους Αμμωνίτες.
30 Τότε ο Ιεφθάε έκανε ευχή+ στον Ιεχωβά και είπε: «Αν δώσεις τους Αμμωνίτες στο χέρι μου, 31 τότε όποιος βγει από την πόρτα του σπιτιού μου να με προϋπαντήσει όταν επιστρέψω νικητής* από τους Αμμωνίτες θα ανήκει στον Ιεχωβά,+ και εγώ θα τον προσφέρω ως ολοκαύτωμα».+
32 Ο Ιεφθάε λοιπόν πήγε να πολεμήσει εναντίον των Αμμωνιτών, και ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι του. 33 Τους εξολόθρευσε με πολύ μεγάλη σφαγή από την Αροήρ μέχρι και τη Μιννίθ—20 πόλεις—και ως την Αβέλ-κεραμίμ. Έτσι καθυποτάχθηκαν οι Αμμωνίτες από τους Ισραηλίτες.
34 Τελικά ο Ιεφθάε έφτασε στο σπίτι του στη Μισπά,+ και τι να δει! Η κόρη του έβγαινε να τον προϋπαντήσει, παίζοντας ντέφι και χορεύοντας! Και ήταν το ένα και μοναδικό του παιδί. Εκτός από εκείνη, δεν είχε ούτε γιο ούτε κόρη. 35 Όταν την είδε, έσκισε τα ρούχα του και είπε: «Αχ, κόρη μου! Μου ράγισες την καρδιά,* γιατί τελικά εσένα έδιωξα. Τώρα άνοιξα το στόμα μου προς τον Ιεχωβά και δεν μπορώ να κάνω πίσω».+
36 Εκείνη όμως του είπε: «Πατέρα μου, αν άνοιξες το στόμα σου προς τον Ιεχωβά, κάνε σε εμένα ό,τι υποσχέθηκες,+ εφόσον ο Ιεχωβά πήρε εκδίκηση για εσένα από τους εχθρούς σου, τους Αμμωνίτες». 37 Μετά είπε στον πατέρα της: «Σου ζητώ μόνο μια χάρη: Άφησέ με δύο μήνες να πάω στα βουνά και να κλάψω για την παρθενία μου μαζί με τις φίλες μου».*
38 Τότε αυτός είπε: «Πήγαινε!» Την άφησε λοιπόν να φύγει για δύο μήνες, και εκείνη πήγε στα βουνά μαζί με τις φίλες της να κλάψει για την παρθενία της. 39 Αφού πέρασαν δύο μήνες, επέστρεψε στον πατέρα της, και μετά αυτός εκπλήρωσε την ευχή του.+ Αυτή δεν είχε ποτέ σχέσεις με άντρα. Και καθιερώθηκε το εξής έθιμο* στον Ισραήλ: 40 Κάθε χρόνο, οι κοπέλες του Ισραήλ πήγαιναν να δώσουν έπαινο στην κόρη του Ιεφθάε του Γαλααδίτη τέσσερις ημέρες τον χρόνο.
12 Τότε οι άντρες του Εφραΐμ συγκεντρώθηκαν και πέρασαν στη Σαφών* και είπαν στον Ιεφθάε: «Γιατί δεν μας κάλεσες να πάμε μαζί σου όταν πέρασες απέναντι για να πολεμήσεις εναντίον των Αμμωνιτών;+ Γι’ αυτό, θα κάψουμε το σπίτι σου και εσένα μαζί». 2 Ο Ιεφθάε όμως τους είπε: «Ο λαός μου και εγώ ήρθαμε σε σφοδρή σύγκρουση με τους Αμμωνίτες. Εγώ σας ζήτησα βοήθεια, αλλά εσείς δεν με σώσατε από το χέρι τους. 3 Όταν είδα ότι δεν σκοπεύατε να με σώσετε, τότε αποφάσισα να διακινδυνεύσω τη ζωή μου* και να επιτεθώ στους Αμμωνίτες,+ και ο Ιεχωβά τούς παρέδωσε σε εμένα. Γιατί λοιπόν ήρθατε σήμερα να πολεμήσετε εναντίον μου;»
4 Τότε ο Ιεφθάε συγκέντρωσε όλους τους άντρες της Γαλαάδ+ και πολέμησαν τον Εφραΐμ· οι άντρες της Γαλαάδ νίκησαν τον Εφραΐμ, ο οποίος είχε πει: «Εσείς οι Γαλααδίτες είστε φυγάδες από τον Εφραΐμ και τίποτα παραπάνω, έστω και αν κατοικείτε στην περιοχή του Εφραΐμ και του Μανασσή». 5 Ο Γαλαάδ έπιασε τα περάσματα του Ιορδάνη+ πριν από τον Εφραΐμ· και όταν οι άντρες του Εφραΐμ προσπαθούσαν να διαφύγουν, έλεγαν: «Άφησέ με να περάσω». Τότε οι άντρες της Γαλαάδ ρωτούσαν τον καθέναν: «Είσαι Εφραϊμίτης;» Όταν απαντούσε: «Όχι!» 6 του έλεγαν: «Πες “Σχίββωλεθ”». Αλλά αυτός έλεγε «Σίββωλεθ», επειδή δεν μπορούσε να προφέρει τη λέξη σωστά. Τότε τον έπιαναν και τον θανάτωναν στα περάσματα του Ιορδάνη. Σε εκείνη λοιπόν την περίπτωση έπεσαν 42.000 Εφραϊμίτες.
7 Ο Ιεφθάε έκρινε τον Ισραήλ έξι χρόνια· μετά ο Ιεφθάε ο Γαλααδίτης πέθανε και θάφτηκε στην πόλη του στη Γαλαάδ.
8 Έπειτα έκρινε τον Ισραήλ ο Αβαισάν από τη Βηθλεέμ.+ 9 Αυτός είχε 30 γιους και 30 κόρες. Τις κόρες του τις έστειλε να παντρευτούν άντρες που δεν ανήκαν στην οικογένειά του, και έφερε 30 γυναίκες να παντρευτούν τους γιους του. Αυτός έκρινε τον Ισραήλ εφτά χρόνια. 10 Κατόπιν ο Αβαισάν πέθανε και θάφτηκε στη Βηθλεέμ.
11 Έπειτα έκρινε τον Ισραήλ ο Αιλών ο Ζαβουλωνίτης 10 χρόνια. 12 Κατόπιν πέθανε και θάφτηκε στην Αιαλών της γης του Ζαβουλών.
13 Έπειτα έκρινε τον Ισραήλ ο Αβδών, ο γιος του Χιλέλ του Πιραθωνίτη. 14 Αυτός είχε 40 γιους και 30 εγγονούς που είχαν 70 γαϊδούρια. Έκρινε τον Ισραήλ οχτώ χρόνια. 15 Κατόπιν ο Αβδών, ο γιος του Χιλέλ του Πιραθωνίτη, πέθανε και θάφτηκε στην Πιραθών, στη γη του Εφραΐμ, στο βουνό των Αμαληκιτών.+
13 Οι Ισραηλίτες έπραξαν πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ και ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι των Φιλισταίων+ 40 χρόνια.
2 Στο μεταξύ, υπήρχε κάποιος άνθρωπος από τη Ζορά,+ από την οικογένεια των Δανιτών,+ του οποίου το όνομα ήταν Μανωέ.+ Η γυναίκα του ήταν στείρα και δεν είχε παιδιά.+ 3 Κάποια στιγμή εμφανίστηκε σε αυτήν άγγελος του Ιεχωβά και της είπε: «Παρότι είσαι στείρα και δεν έχεις παιδιά, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις γιο.+ 4 Τώρα λοιπόν, πρόσεξε να μην πιεις κρασί ή οτιδήποτε οινοπνευματώδες+ και να μη φας τίποτα ακάθαρτο.+ 5 Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις γιο, και δεν πρέπει να αγγίξει ξυράφι το κεφάλι του,+ επειδή το παιδί θα είναι ναζηραίος του Θεού από τη γέννησή του,* και θα πρωτοστατήσει στη σωτηρία του Ισραήλ από το χέρι των Φιλισταίων».+
6 Τότε η γυναίκα πήγε και είπε στον άντρα της: «Άνθρωπος του αληθινού Θεού ήρθε σε εμένα, και η εμφάνισή του ήταν σαν αγγέλου του αληθινού Θεού, ενέπνεε μεγάλο δέος. Δεν τον ρώτησα από πού ήταν, ούτε εκείνος μου είπε το όνομά του.+ 7 Μου είπε όμως: “Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις γιο. Τώρα λοιπόν, μην πιεις κρασί ή οτιδήποτε οινοπνευματώδες και μη φας τίποτα ακάθαρτο, επειδή το παιδί θα είναι ναζηραίος του Θεού από τη γέννησή του* ως την ημέρα του θανάτου του”».
8 Ο Μανωέ ικέτευσε τον Ιεχωβά και είπε: «Με συγχωρείς, Ιεχωβά. Σε παρακαλώ, ας έρθει πάλι ο άνθρωπος του αληθινού Θεού που μόλις έστειλες, για να μας δείξει τι πρέπει να κάνουμε με το παιδί που θα γεννηθεί». 9 Ο αληθινός Θεός λοιπόν άκουσε τον Μανωέ, και ο άγγελος του αληθινού Θεού ήρθε πάλι στη γυναίκα ενόσω αυτή καθόταν στον αγρό· ο άντρας της ο Μανωέ δεν ήταν μαζί της. 10 Η γυναίκα έτρεξε γρήγορα και είπε στον άντρα της: «Μου εμφανίστηκε ο άνθρωπος που είχε έρθει σε εμένα τις προάλλες».+
11 Τότε ο Μανωέ σηκώθηκε και πήγε με τη γυναίκα του στον άνθρωπο και του είπε: «Εσύ είσαι ο άνθρωπος που μίλησε στη γυναίκα μου;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι». 12 Κατόπιν ο Μανωέ είπε: «Εύχομαι να βγουν αληθινά τα λόγια σου! Πώς θα είναι η ζωή του παιδιού, και ποιο θα είναι το έργο του;»+ 13 Ο άγγελος του Ιεχωβά λοιπόν είπε στον Μανωέ: «Η γυναίκα σου πρέπει να φυλάγεται από όλα όσα της ανέφερα.+ 14 Δεν πρέπει να φάει τίποτα που παράγεται από το κλήμα, δεν πρέπει να πιει κρασί ή οτιδήποτε οινοπνευματώδες+ και δεν πρέπει να φάει τίποτα ακάθαρτο.+ Όλα όσα τη διέταξα, ας τα τηρεί».
15 Κατόπιν ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Ιεχωβά: «Μείνε, σε παρακαλώ, και θα σου ετοιμάσουμε ένα κατσικάκι».+ 16 Ο άγγελος του Ιεχωβά όμως είπε στον Μανωέ: «Αν μείνω, δεν θα φάω το φαγητό σου· αν όμως θέλεις να προσφέρεις ολοκαύτωμα στον Ιεχωβά, μπορείς να το προσφέρεις». Ο Μανωέ δεν είχε καταλάβει ότι ήταν άγγελος του Ιεχωβά. 17 Τότε ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Ιεχωβά: «Ποιο είναι το όνομά σου,+ ώστε να σε τιμήσουμε όταν ο λόγος σου βγει αληθινός;» 18 Ωστόσο, ο άγγελος του Ιεχωβά τού είπε: «Γιατί με ρωτάς για το όνομά μου; Είναι όνομα θαυμαστό».
19 Έπειτα ο Μανωέ πήρε το κατσικάκι και την προσφορά σιτηρών και τα πρόσφερε στον Ιεχωβά πάνω στον βράχο. Και Εκείνος έκανε κάτι εκπληκτικό ενώ ο Μανωέ και η γυναίκα του κοίταζαν. 20 Καθώς η φλόγα ανέβαινε από το θυσιαστήριο προς τον ουρανό, ο άγγελος του Ιεχωβά ανέβηκε μέσα στη φλόγα από το θυσιαστήριο ενώ ο Μανωέ και η γυναίκα του κοίταζαν. Αμέσως αυτοί προσκύνησαν με το πρόσωπο μέχρις εδάφους. 21 Ο άγγελος του Ιεχωβά δεν ξαναεμφανίστηκε στον Μανωέ και στη γυναίκα του. Τότε ο Μανωέ κατάλαβε ότι ήταν άγγελος του Ιεχωβά.+ 22 Και είπε στη γυναίκα του: «Σίγουρα θα πεθάνουμε, επειδή είδαμε τον Θεό».+ 23 Η γυναίκα του όμως του είπε: «Αν ο Ιεχωβά ήθελε να μας θανατώσει, δεν θα είχε δεχτεί ολοκαύτωμα+ και προσφορά σιτηρών από το χέρι μας, δεν θα μας είχε δείξει όλα αυτά τα πράγματα και δεν θα μας είχε πει τίποτα από αυτά».
24 Αργότερα η γυναίκα γέννησε γιο και τον ονόμασε Σαμψών·+ και καθώς το αγόρι μεγάλωνε, ο Ιεχωβά το ευλογούσε. 25 Με τον καιρό το πνεύμα του Ιεχωβά άρχισε να επενεργεί σε αυτόν+ ενόσω βρισκόταν στη Μαχανέ-δαν,+ ανάμεσα στη Ζορά και στην Εσθαόλ.+
14 Κατόπιν ο Σαμψών κατέβηκε στη Θιμνάχ, και εκεί είδε μια Φιλισταία.* 2 Ανέβηκε λοιπόν και είπε στον πατέρα και στη μητέρα του: «Στη Θιμνάχ είδα μια Φιλισταία που μου άρεσε, και θέλω να μου την πάρετε για σύζυγο». 3 Ο πατέρας και η μητέρα του όμως είπαν: «Δεν μπορείς να βρεις γυναίκα ανάμεσα στους συγγενείς σου και σε όλο τον λαό μας;+ Πρέπει να πας να πάρεις σύζυγο από τους απερίτμητους Φιλισταίους;» Ωστόσο, ο Σαμψών είπε στον πατέρα του: «Αυτήν πάρε μου, επειδή αυτή είναι η κατάλληλη για εμένα».* 4 Ο πατέρας και η μητέρα του δεν κατάλαβαν ότι αυτό ήταν από τον Ιεχωβά, επειδή Εκείνος ζητούσε αφορμή εναντίον των Φιλισταίων, καθώς οι Φιλισταίοι κυβερνούσαν τότε τον Ισραήλ.+
5 Ο Σαμψών λοιπόν κατέβηκε με τον πατέρα και τη μητέρα του στη Θιμνάχ. Όταν έφτασε στα αμπέλια της Θιμνάχ, του όρμησε ένα λιοντάρι* που βρυχιόταν. 6 Τότε το πνεύμα του Ιεχωβά τού έδωσε δύναμη,+ και το έσκισε στα δύο όπως σκίζει κάποιος στα δύο ένα κατσικάκι χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια του. Αλλά δεν είπε στον πατέρα ή στη μητέρα του τι είχε κάνει. 7 Μετά κατέβηκε και μίλησε στη γυναίκα, και αυτή εξακολούθησε να είναι η κατάλληλη στα μάτια του Σαμψών.+
8 Αργότερα, καθώς ξαναγύριζε για να την πάρει στο σπίτι,+ βγήκε από τον δρόμο του για να δει το νεκρό λιοντάρι, και στο πτώμα του λιονταριού υπήρχε ένα σμήνος από μέλισσες, καθώς και μέλι. 9 Και μάζεψε το μέλι στα χέρια του και έτρωγε καθώς προχωρούσε. Μόλις συνάντησε ξανά τον πατέρα και τη μητέρα του, τους έδωσε να φάνε. Αλλά δεν τους είπε ότι είχε μαζέψει το μέλι από το πτώμα του λιονταριού.
10 Ο πατέρας του κατέβηκε να συναντήσει τη γυναίκα, ο δε Σαμψών έκανε συμπόσιο εκεί, διότι έτσι συνήθιζαν οι νέοι. 11 Όταν τον είδαν, έφεραν 30 γαμήλιους συνοδούς για να τον συντροφεύουν. 12 Τότε ο Σαμψών τούς είπε: «Επιτρέψτε μου να σας πω ένα αίνιγμα. Αν στη διάρκεια των εφτά ημερών του συμποσίου το λύσετε και μου πείτε την απάντηση, θα σας δώσω 30 λινούς χιτώνες και 30 αλλαξιές ρούχα. 13 Αν όμως δεν μπορέσετε να μου πείτε την απάντηση, θα μου δώσετε εσείς 30 λινούς χιτώνες και 30 αλλαξιές ρούχα». Εκείνοι είπαν: «Πες μας το αίνιγμά σου να το ακούσουμε». 14 Τους είπε λοιπόν:
«Από εκείνον που τρώει βγήκε κάτι που τρώγεται,
και από τον ισχυρό βγήκε κάτι γλυκό».+
Εκείνοι δεν μπορούσαν να λύσουν το αίνιγμα επί τρεις ημέρες. 15 Την τέταρτη ημέρα, είπαν στη γυναίκα του Σαμψών: «Ξεγέλασε τον άντρα σου+ για να μας πει την απάντηση στο αίνιγμα. Αλλιώς θα κάψουμε εσένα και το σπίτι του πατέρα σου με φωτιά. Για να πάρετε τα αποκτήματά μας μάς προσκαλέσατε εδώ;» 16 Η γυναίκα λοιπόν του Σαμψών έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας και του είπε: «Σίγουρα με μισείς· δεν με αγαπάς.+ Είπες ένα αίνιγμα στον λαό μου, αλλά εμένα δεν μου φανέρωσες την απάντηση». Τότε εκείνος αποκρίθηκε: «Μα εγώ δεν τη φανέρωσα στον πατέρα και στη μητέρα μου, και θα τη φανερώσω σε εσένα;» 17 Αλλά εκείνη έκλαιγε στην αγκαλιά του μέχρι που τελείωσε το εφταήμερο συμπόσιο. Τελικά, της φανέρωσε την απάντηση την έβδομη ημέρα, επειδή τον πίεζε. Κατόπιν αυτή τη φανέρωσε στον λαό της.+ 18 Την έβδομη λοιπόν ημέρα, προτού δύσει ο ήλιος,* οι άντρες της πόλης τού είπαν:
«Τι είναι γλυκύτερο από το μέλι,
και τι είναι ισχυρότερο από το λιοντάρι;»+
Αυτός τους απάντησε:
«Αν δεν οργώνατε με τη νεαρή αγελάδα μου,+
δεν θα λύνατε το αίνιγμά μου».
19 Τότε το πνεύμα του Ιεχωβά τού έδωσε δύναμη,+ και κατέβηκε στην Ασκαλών,+ σκότωσε 30 άντρες, πήρε τα ρούχα τους και έδωσε τις αλλαξιές σε εκείνους που είχαν πει την απάντηση στο αίνιγμα.+ Έπειτα, εξοργισμένος, ανέβηκε πάλι στο σπίτι του πατέρα του.
20 Κατόπιν έδωσαν τη γυναίκα του Σαμψών+ σε έναν από τους γαμήλιους συνοδούς του που τον είχαν συντροφεύσει.+
15 Λίγο αργότερα, στις ημέρες του θερισμού του σιταριού, ο Σαμψών πήγε να επισκεφτεί τη γυναίκα του φέρνοντας ένα κατσικάκι. Είπε λοιπόν: «Θέλω να πάω στη γυναίκα μου, στο υπνοδωμάτιο».* Αλλά ο πατέρας της δεν τον άφησε να μπει. 2 Του είπε: «Σκέφτηκα ότι σίγουρα τη μισείς.+ Γι’ αυτό, την έδωσα στον γαμήλιο συνοδό σου.+ Δεν είναι η νεότερη αδελφή της πιο όμορφη από αυτήν; Πάρε εκείνη, σε παρακαλώ, στη θέση της». 3 Ωστόσο, ο Σαμψών τούς είπε: «Αυτή τη φορά οι Φιλισταίοι δεν μπορούν να με κατηγορήσουν για το κακό που θα τους κάνω».
4 Ο Σαμψών λοιπόν πήγε και έπιασε 300 αλεπούδες. Μετά πήρε πυρσούς, γύρισε τις αλεπούδες ουρά με ουρά και έβαλε έναν πυρσό ανάμεσα στις δύο ουρές. 5 Κατόπιν έβαλε φωτιά στους πυρσούς και άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στους αγρούς των Φιλισταίων με τα αθέριστα σιτηρά. Έβαλε φωτιά στα πάντα, από δεμάτια μέχρι αθέριστα σιτηρά, καθώς και στα αμπέλια και στους ελαιώνες.
6 Οι Φιλισταίοι ρωτούσαν: «Ποιος το έκανε αυτό;» Τους είπαν λοιπόν: «Ο Σαμψών, ο γαμπρός του Θιμνίτη, επειδή εκείνος πήρε τη γυναίκα του και την έδωσε στον γαμήλιο συνοδό του».+ Τότε οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και έκαψαν αυτήν και τον πατέρα της με φωτιά.+ 7 Έπειτα ο Σαμψών τούς είπε: «Με αυτά που κάνετε, δεν θα σταματήσω μέχρι να σας εκδικηθώ».+ 8 Και σκότωσε τον έναν μετά τον άλλον* με μεγάλη σφαγή. Μετά κατέβηκε και κατοίκησε σε μια σπηλιά* του βράχου Ητάμ.
9 Αργότερα οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στον Ιούδα και περιφέρονταν στη Λεχί.+ 10 Τότε οι άντρες του Ιούδα είπαν: «Γιατί ανεβήκατε εναντίον μας;» Εκείνοι απάντησαν: «Ανεβήκαμε να πιάσουμε* τον Σαμψών, για να του κάνουμε ό,τι μας έκανε». 11 Έτσι λοιπόν, 3.000 άντρες του Ιούδα κατέβηκαν στη σπηλιά* του βράχου Ητάμ και είπαν στον Σαμψών: «Δεν ξέρεις ότι μας κυβερνούν οι Φιλισταίοι;+ Γιατί μας το έκανες αυτό;» Εκείνος τους απάντησε: «Τους έκανα ό,τι μου έκαναν». 12 Αυτοί όμως του είπαν: «Ήρθαμε να σε πιάσουμε* και να σε παραδώσουμε στους Φιλισταίους». Τότε ο Σαμψών αποκρίθηκε: «Ορκιστείτε μου ότι εσείς δεν θα μου επιτεθείτε». 13 Αυτοί του είπαν: «Όχι! Μόνο θα σε δέσουμε και θα σε παραδώσουμε σε εκείνους, αλλά δεν θα σε θανατώσουμε».
Τον έδεσαν λοιπόν με δύο καινούρια σχοινιά και τον ανέβασαν από τον βράχο. 14 Όταν έφτασε στη Λεχί, οι Φιλισταίοι φώναξαν θριαμβευτικά μόλις τον συνάντησαν. Τότε το πνεύμα του Ιεχωβά τού έδωσε δύναμη,+ και τα σχοινιά στους βραχίονές του έγιναν σαν λινές κλωστές καμένες από φωτιά, και τα δεσμά του έλιωσαν και έπεσαν από τα χέρια του.+ 15 Και βρήκε ένα νωπό σαγόνι αρσενικού γαϊδουριού, άπλωσε το χέρι του, το πήρε και σκότωσε με αυτό 1.000 άντρες.+ 16 Κατόπιν ο Σαμψών είπε:
«Με σαγόνι γαϊδουριού—ένας σωρός, δύο σωροί!
Με σαγόνι γαϊδουριού σκότωσα 1.000 άντρες».+
17 Αφού τα είπε αυτά, πέταξε το σαγόνι και ονόμασε εκείνον τον τόπο Ραμάθ-λεχί.*+ 18 Κατόπιν δίψασε πολύ και επικαλέστηκε τον Ιεχωβά και είπε: «Εσύ έδωσες αυτή τη μεγάλη σωτηρία στο χέρι του υπηρέτη σου. Να πεθάνω τώρα από δίψα και να πέσω στα χέρια των απερίτμητων;» 19 Ο Θεός λοιπόν έσκισε στα δύο ένα κοίλωμα που υπήρχε στη Λεχί, και έτρεξε νερό από αυτό.+ Όταν ο Σαμψών ήπιε, το πνεύμα του* επέστρεψε και εκείνος αναζωογονήθηκε. Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνον τον τόπο Εν-ακκορέ,* ο οποίος βρίσκεται στη Λεχί μέχρι αυτή την ημέρα.
20 Και έκρινε τον Ισραήλ στις ημέρες των Φιλισταίων 20 χρόνια.+
16 Κάποτε ο Σαμψών πήγε στη Γάζα και είδε εκεί μια πόρνη και πήγε σε αυτήν. 2 Και είπαν στους Γαζίτες: «Ο Σαμψών έχει έρθει εδώ». Έτσι λοιπόν, τον περικύκλωσαν και τον παραμόνευαν όλη τη νύχτα στην πύλη της πόλης. Έκαναν ησυχία ολόκληρη τη νύχτα, λέγοντας μεταξύ τους: «Μόλις ξημερώσει, θα τον σκοτώσουμε».
3 Ωστόσο, ο Σαμψών έμεινε πλαγιασμένος εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα. Κατόπιν σηκώθηκε τα μεσάνυχτα και έπιασε τις πόρτες της πύλης της πόλης και τους δύο παραστάτες και τα έβγαλε μαζί με την αμπάρα. Τα έβαλε στους ώμους του και τα ανέβασε στην κορυφή του βουνού που βρίσκεται απέναντι από τη Χεβρών.
4 Έπειτα από αυτό, ερωτεύτηκε μια γυναίκα στην κοιλάδα* Σωρήκ, η οποία λεγόταν Δαλιδά.+ 5 Οι άρχοντες των Φιλισταίων την πλησίασαν λοιπόν και είπαν: «Ξεγέλασέ τον*+ και μάθε τι του δίνει τόσο μεγάλη δύναμη και πώς μπορούμε να τον καταβάλουμε, να τον δέσουμε και να τον δαμάσουμε. Σε αντάλλαγμα θα σου δώσουμε 1.100 κομμάτια ασήμι ο καθένας».
6 Αργότερα η Δαλιδά είπε στον Σαμψών: «Πες μου, σε παρακαλώ, από πού προέρχεται η μεγάλη σου δύναμη και με τι μπορούν να σε δέσουν και να σε δαμάσουν;» 7 Ο Σαμψών τής είπε: «Αν με δέσουν με εφτά νωπές χορδές τόξου* που δεν έχουν ξεραθεί, θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος». 8 Γι’ αυτό, οι άρχοντες των Φιλισταίων τής έφεραν εφτά νωπές χορδές τόξου που δεν είχαν ξεραθεί, και εκείνη τον έδεσε με αυτές. 9 Στο μεταξύ, έστησαν ενέδρα στο εσωτερικό δωμάτιο, και εκείνη του φώναξε: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» Τότε αυτός έκοψε τις χορδές του τόξου, όσο εύκολα διαλύεται ένα νήμα από λινάρι* όταν έρχεται σε επαφή με τη φωτιά.+ Το μυστικό της δύναμής του δεν έγινε γνωστό.
10 Έπειτα η Δαλιδά είπε στον Σαμψών: «Με κορόιδεψες και μου είπες ψέματα. Τώρα, πες μου, σε παρακαλώ, με τι μπορούν να σε δέσουν». 11 Αυτός της είπε: «Αν με δέσουν με καινούρια σχοινιά που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε καμιά δουλειά, θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος». 12 Έτσι λοιπόν, η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε με αυτά και φώναξε: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» (Στο μεταξύ, αυτοί που ενέδρευαν περίμεναν στο εσωτερικό δωμάτιο.) Τότε εκείνος τα έκοψε σαν κλωστές και τα πέταξε από τους βραχίονές του.+
13 Έπειτα η Δαλιδά είπε στον Σαμψών: «Μέχρι τώρα με κοροϊδεύεις και μου λες ψέματα.+ Πες μου με τι μπορούν να σε δέσουν». Τότε της είπε: «Αν υφάνεις τις εφτά κοτσίδες του κεφαλιού μου με το νήμα του στημονιού». 14 Αυτή λοιπόν τις στερέωσε με έναν πάσσαλο και του φώναξε: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» Και εκείνος ξύπνησε και έβγαλε τον πάσσαλο του αργαλειού και το νήμα του στημονιού.
15 Τότε του είπε: «Πώς μπορείς να λες: “Σε αγαπώ”,+ αφού δεν μου ανοίγεις την καρδιά σου; Τρεις φορές μέχρι τώρα με κορόιδεψες και δεν μου είπες ποια είναι η πηγή της μεγάλης σου δύναμης».+ 16 Επειδή του γκρίνιαζε κάθε ημέρα και τον πίεζε, αυτός* απηύδησε μέχρι θανάτου.+ 17 Τελικά της άνοιξε την καρδιά του, λέγοντας: «Ξυράφι δεν έχει αγγίξει ποτέ το κεφάλι μου, επειδή εγώ είμαι ναζηραίος του Θεού από τη γέννησή μου.*+ Αν μου ξυρίσουν το κεφάλι, η δύναμή μου θα με εγκαταλείψει και θα γίνω αδύναμος όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι».
18 Όταν η Δαλιδά είδε ότι της είχε ανοίξει την καρδιά του, κάλεσε αμέσως τους άρχοντες των Φιλισταίων,+ λέγοντας: «Ανεβείτε αυτή τη φορά, γιατί μου άνοιξε την καρδιά του». Έτσι λοιπόν, οι άρχοντες των Φιλισταίων ανέβηκαν προς αυτήν φέρνοντας μαζί τους τα χρήματα. 19 Εκείνη τον κοίμισε στα γόνατά της· κατόπιν φώναξε τον άνθρωπο και τον έβαλε να ξυρίσει τις εφτά κοτσίδες του κεφαλιού του. Ύστερα από αυτό, άρχισε να τον έχει υπό τον έλεγχό της, διότι η δύναμή του τον εγκατέλειπε. 20 Φώναξε λοιπόν: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» Εκείνος ξύπνησε και είπε: «Θα βγω όπως τις άλλες φορές,+ θα τιναχτώ και θα απελευθερωθώ». Αλλά δεν ήξερε ότι ο Ιεχωβά τον είχε εγκαταλείψει. 21 Έτσι λοιπόν, οι Φιλισταίοι τον έπιασαν και του έβγαλαν τα μάτια. Έπειτα τον κατέβασαν στη Γάζα όπου τον έδεσαν με δύο χάλκινα δεσμά, και έγινε αλεστής σιτηρών στη φυλακή. 22 Αλλά τα μαλλιά του άρχισαν να μακραίνουν ξανά αφότου του τα ξύρισαν.+
23 Οι άρχοντες των Φιλισταίων συγκεντρώθηκαν για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στον Δαγών+ τον θεό τους και για να γιορτάσουν, διότι έλεγαν: «Ο θεός μας έδωσε στο χέρι μας τον Σαμψών, τον εχθρό μας!» 24 Όταν ο λαός τον είδε, δόξασε τον θεό του και είπε: «Ο θεός μας έδωσε στο χέρι μας τον εχθρό μας, αυτόν που ερήμωσε τη γη μας+ και σκότωσε τόσο πολλούς από εμάς».+
25 Επειδή η καρδιά τους ήταν χαρούμενη, είπαν: «Φωνάξτε τον Σαμψών να μας διασκεδάσει». Φώναξαν λοιπόν τον Σαμψών από τη φυλακή για να τους κάνει να γελάσουν· τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στους στύλους. 26 Τότε ο Σαμψών είπε στο αγόρι που τον κρατούσε από το χέρι: «Άφησέ με να ψηλαφήσω τους στύλους που κρατούν τον οίκο* ώστε να στηριχτώ πάνω τους». 27 (Παρεμπιπτόντως, ο οίκος ήταν γεμάτος άντρες και γυναίκες. Όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων ήταν εκεί, και πάνω στην ταράτσα βρίσκονταν περίπου 3.000 άντρες και γυναίκες που κοίταζαν ενόσω ο Σαμψών τούς διασκέδαζε.)
28 Ο Σαμψών+ λοιπόν φώναξε προς τον Ιεχωβά: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, θυμήσου με, σε παρακαλώ, και ενίσχυσέ με,+ σε παρακαλώ, μόνο αυτή τη φορά, Θεέ, ώστε να εκδικηθώ τους Φιλισταίους για το ένα από τα δυο μου μάτια».+
29 Τότε ο Σαμψών έπιασε τους δύο μεσαίους στύλους που κρατούσαν τον οίκο και στηρίχτηκε πάνω τους, στον έναν με το δεξί του χέρι και στον άλλον με το αριστερό. 30 Έπειτα ο Σαμψών φώναξε: «Ας πεθάνω* μαζί με τους Φιλισταίους». Κατόπιν έσπρωξε με όλη του τη δύναμη, και ο οίκος έπεσε πάνω στους άρχοντες και σε όλο τον λαό που βρισκόταν μέσα.+ Με αυτόν τον τρόπο, σκότωσε περισσότερους κατά τον θάνατό του από όσους είχε σκοτώσει στη διάρκεια της ζωής του.+
31 Αργότερα κατέβηκαν οι αδελφοί του και όλη η οικογένεια του πατέρα του για να τον πάρουν. Τον ανέβασαν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Ζορά+ και στην Εσθαόλ, στο μνήμα του Μανωέ+ του πατέρα του. Είχε κρίνει τον Ισραήλ 20 χρόνια.+
17 Υπήρχε κάποιος άνθρωπος από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ+ που λεγόταν Μιχαίας. 2 Αυτός είπε στη μητέρα του: «Τα 1.100 κομμάτια ασήμι που σου πήραν και σχετικά με τα οποία είπες μια κατάρα μπροστά μου—να! το ασήμι το έχω εγώ. Εγώ το πήρα». Τότε η μητέρα του είπε: «Ας ευλογεί ο Ιεχωβά τον γιο μου». 3 Και εκείνος επέστρεψε τα 1.100 κομμάτια ασήμι στη μητέρα του, αλλά αυτή είπε: «Οπωσδήποτε θα αγιάσω το ασήμι για τον Ιεχωβά, ώστε να φτιάξει με αυτό ο γιος μου γλυπτή εικόνα και χυτό άγαλμα.*+ Τώρα σου το επιστρέφω».
4 Αφού αυτός επέστρεψε το ασήμι στη μητέρα του, εκείνη πήρε 200 κομμάτια ασήμι και τα έδωσε στον αργυροχόο. Εκείνος έφτιαξε μια γλυπτή εικόνα και ένα χυτό άγαλμα·* και αυτά τοποθετήθηκαν στο σπίτι του Μιχαία. 5 Αυτός ο άνθρωπος, ο Μιχαίας, είχε έναν οίκο θεών, και έφτιαξε ένα εφόδ+ και θεραφίμ,*+ και διόρισε έναν* από τους γιους του ώστε να υπηρετεί ως ιερέας για αυτόν.+ 6 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Ο καθένας έκανε ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του.*+
7 Και υπήρχε κάποιος νεαρός από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα που ήταν από την οικογένεια του Ιούδα. Αυτός ήταν Λευίτης+ ο οποίος κατοικούσε εκεί κάποιο διάστημα. 8 Και έφυγε από τη Βηθλεέμ του Ιούδα για να βρει τόπο να κατοικήσει. Καθώς ταξίδευε, έφτασε στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, στο σπίτι του Μιχαία.+ 9 Τότε ο Μιχαίας τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι Λευίτης από τη Βηθλεέμ του Ιούδα και ψάχνω να βρω τόπο να κατοικήσω». 10 Ο Μιχαίας λοιπόν του είπε: «Να μείνεις με εμένα και να υπηρετείς ως πατέρας* και ιερέας για εμένα. Εγώ θα σου δίνω 10 κομμάτια ασήμι τον χρόνο και μια αλλαξιά ρούχα και την τροφή σου». Και ο Λευίτης μπήκε μέσα. 11 Έτσι λοιπόν, ο Λευίτης συμφώνησε να μείνει μαζί του, και αυτός ο νεαρός έγινε όπως ένας από τους γιους του. 12 Επιπλέον, ο Μιχαίας διόρισε τον* Λευίτη ώστε να υπηρετεί ως ιερέας για αυτόν,+ και εκείνος κατοικούσε στο σπίτι του Μιχαία. 13 Τότε ο Μιχαίας είπε: «Τώρα ξέρω ότι ο Ιεχωβά θα είναι καλός προς εμένα, εφόσον ο Λευίτης έγινε ιερέας μου».
18 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Η φυλή των Δανιτών+ αναζητούσε κληρονομιά στην οποία να κατοικήσει, επειδή μέχρι τότε δεν είχαν λάβει κληρονομιά ανάμεσα στις φυλές του Ισραήλ.+
2 Οι Δανίτες έστειλαν πέντε άντρες από την οικογένειά τους, ικανούς άντρες από τη Ζορά και την Εσθαόλ,+ για να κατασκοπεύσουν τον τόπο και να τον εξερευνήσουν. Τους είπαν: «Πηγαίνετε, εξερευνήστε τον τόπο». Όταν εκείνοι έφτασαν στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, στο σπίτι του Μιχαία,+ διανυκτέρευσαν εκεί. 3 Ενώ βρίσκονταν κοντά στο σπίτι του Μιχαία, αναγνώρισαν τη φωνή* του νεαρού Λευίτη. Γι’ αυτό, τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Ποιος σε έφερε εδώ; Τι κάνεις σε αυτόν τον τόπο; Τι σε κρατάει εδώ;» 4 Εκείνος τους απάντησε: «Έτσι και έτσι έκανε ο Μιχαίας για εμένα, και με μίσθωσε ώστε να υπηρετώ ως ιερέας για αυτόν».+ 5 Τότε του είπαν: «Ρώτησε, σε παρακαλούμε, τον Θεό αν θα έχουμε επιτυχία στο ταξίδι μας». 6 Ο ιερέας τούς είπε: «Πηγαίνετε με ειρήνη. Ο Ιεχωβά είναι μαζί σας στο ταξίδι σας».
7 Οι πέντε άντρες λοιπόν προχώρησαν και έφτασαν στη Λαΐς.+ Είδαν ότι ο λαός εκεί ζούσε όπως οι Σιδώνιοι, χωρίς να εξαρτάται από άλλους. Ήταν ήσυχοι και ξένοιαστοι,+ και δεν τους ταλαιπωρούσε κανένας δυνάστης κατακτητής σε εκείνον τον τόπο. Βρίσκονταν μακριά από τους Σιδωνίους και δεν είχαν δοσοληψίες με κανέναν άλλον.
8 Όταν επέστρεψαν στους αδελφούς τους στη Ζορά και στην Εσθαόλ,+ οι αδελφοί τους τούς ρώτησαν: «Πώς τα πήγατε;» 9 Εκείνοι απάντησαν: «Ας ανεβούμε εναντίον τους, επειδή είδαμε ότι ο τόπος είναι πολύ καλός. Γιατί διστάζετε; Μην καθυστερείτε! Πηγαίνετε και πάρτε στην κατοχή σας τον τόπο. 10 Όταν φτάσετε, θα βρείτε έναν ξένοιαστο λαό,+ και ο τόπος είναι ευρύχωρος. Ο Θεός έδωσε στο χέρι σας αυτό το μέρος, από το οποίο δεν λείπει τίποτα απολύτως».+
11 Τότε 600 άντρες από την οικογένεια των Δανιτών οπλισμένοι για μάχη ξεκίνησαν από τη Ζορά και την Εσθαόλ.+ 12 Ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στην Κιριάθ-ιαρίμ+ του Ιούδα. Γι’ αυτό εκείνος ο τόπος, ο οποίος βρίσκεται δυτικά της Κιριάθ-ιαρίμ, ονομάζεται Μαχανέ-δαν*+ μέχρι αυτή την ημέρα. 13 Από εκεί πήγαν στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ και έφτασαν στο σπίτι του Μιχαία.+
14 Τότε οι πέντε άντρες που είχαν πάει να κατασκοπεύσουν τη γη της Λαΐς+ είπαν στους αδελφούς τους: «Το ξέρετε ότι σε αυτά τα σπίτια υπάρχουν ένα εφόδ, θεραφίμ,* μια γλυπτή εικόνα και ένα χυτό άγαλμα;*+ Σκεφτείτε τι πρέπει να κάνετε». 15 Σταμάτησαν λοιπόν εκεί και πήγαν στο σπίτι του νεαρού Λευίτη,+ στο σπίτι του Μιχαία, και τον ρωτούσαν πώς περνούσε. 16 Στο μεταξύ οι 600 άντρες από τον Δαν,+ οι οποίοι ήταν οπλισμένοι για μάχη, στέκονταν στην είσοδο της πύλης. 17 Οι πέντε άντρες που είχαν πάει να κατασκοπεύσουν τον τόπο+ μπήκαν μέσα για να πάρουν τη γλυπτή εικόνα, το εφόδ,+ τα θεραφίμ*+ και τη χυτή εικόνα.*+ (Ο ιερέας+ στεκόταν στην είσοδο της πύλης με τους 600 άντρες που ήταν οπλισμένοι για μάχη.) 18 Μπήκαν στο σπίτι του Μιχαία και πήραν τη γλυπτή εικόνα, το εφόδ, τα θεραφίμ* και τη χυτή εικόνα.* Ο ιερέας τούς ρώτησε: «Τι κάνετε εκεί;» 19 Εκείνοι όμως του είπαν: «Σώπα. Μη λες τίποτα* και έλα μαζί μας ώστε να είσαι πατέρας* και ιερέας για εμάς. Τι είναι καλύτερο—να είσαι ιερέας για τον οίκο ενός ανθρώπου+ ή να γίνεις ιερέας για μια φυλή και οικογένεια στον Ισραήλ;»+ 20 Ο ιερέας ικανοποιήθηκε και πήρε το εφόδ, τα θεραφίμ* και τη γλυπτή εικόνα+ και έφυγε με τον λαό.
21 Κατόπιν ξεκίνησαν να φύγουν, βάζοντας τα παιδιά, τα ζωντανά και τα πολύτιμα πράγματα μπροστά τους. 22 Αφού είχαν απομακρυνθεί κάπως από το σπίτι του Μιχαία, οι άντρες που ζούσαν στα κοντινά σπίτια συγκεντρώθηκαν και πρόφτασαν τους Δανίτες. 23 Όταν φώναξαν στους Δανίτες, εκείνοι γύρισαν προς το μέρος τους και είπαν στον Μιχαία: «Τι συμβαίνει; Γιατί συγκεντρωθήκατε;» 24 Εκείνος είπε: «Πήρατε τους θεούς μου που έφτιαξα, και φύγατε παίρνοντας και τον ιερέα. Και εμένα τι μου απέμεινε; Πώς με ρωτάτε λοιπόν: “Τι σου συμβαίνει;”» 25 Οι Δανίτες απάντησαν: «Μην υψώνεις τη φωνή σου σε εμάς, για να μη σας επιτεθούν οργισμένοι άνθρωποι* και χάσεις τη ζωή* σου εσύ και το σπιτικό σου». 26 Οι Δανίτες λοιπόν συνέχισαν τον δρόμο τους· και ο Μιχαίας, βλέποντας ότι ήταν ισχυρότεροι από αυτόν, στράφηκε πίσω και γύρισε στο σπίτι του.
27 Αφού εκείνοι πήραν αυτά που είχε φτιάξει ο Μιχαίας, καθώς και τον ιερέα του, πήγαν στη Λαΐς,+ σε έναν λαό ήσυχο και ξένοιαστο.+ Τους σκότωσαν με το σπαθί, και έκαψαν την πόλη με φωτιά. 28 Δεν υπήρχε κανείς για να τη σώσει, γιατί ήταν μακριά από τη Σιδώνα, και αυτοί δεν είχαν δοσοληψίες με κανέναν άλλον. Η πόλη βρισκόταν στην κοιλάδα που ανήκε στη Βαιθ-ρεώβ.+ Κατόπιν εκείνοι την ξανάχτισαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν. 29 Επιπλέον, ονόμασαν την πόλη Δαν,+ από το όνομα του πατέρα τους, του Δαν, γιου του Ισραήλ.+ Αλλά το προηγούμενο όνομά της ήταν Λαΐς.+ 30 Έπειτα οι Δανίτες έστησαν για τον εαυτό τους τη γλυπτή εικόνα,+ και ο Ιωνάθαν,+ ο γιος του Γηρσώμ,+ γιου του Μωυσή, καθώς και οι γιοι του έγιναν ιερείς για τη φυλή των Δανιτών μέχρι την ημέρα που οι κάτοικοι του τόπου πήγαν εξορία. 31 Και έστησαν τη γλυπτή εικόνα την οποία είχε φτιάξει ο Μιχαίας, και αυτή παρέμεινε εκεί όλες τις ημέρες που ο οίκος του αληθινού Θεού βρισκόταν στη Σηλώ.+
19 Εκείνες τις ημέρες, κατά τις οποίες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ,+ κάποιος Λευίτης που ζούσε τότε σε ένα απομακρυσμένο μέρος της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ+ πήρε για σύζυγό του μια παλλακίδα από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα. 2 Η παλλακίδα του όμως του ήταν άπιστη, και τον εγκατέλειψε και πήγε στο σπίτι του πατέρα της στη Βηθλεέμ του Ιούδα. Έμεινε εκεί τέσσερις μήνες. 3 Κατόπιν ο σύζυγός της πήγε να τη βρει για να την πείσει να γυρίσει πίσω, και είχε μαζί του τον υπηρέτη του και δύο γαϊδούρια. Εκείνη λοιπόν τον έβαλε στο σπίτι του πατέρα της, ο οποίος χάρηκε που τον είδε. 4 Ο πεθερός του λοιπόν, ο πατέρας της κοπέλας, τον έπεισε να μείνει μαζί του τρεις ημέρες· και έτρωγαν και έπιναν, και διανυκτέρευε εκεί.
5 Την τέταρτη ημέρα, όταν ξύπνησαν νωρίς το πρωί για να φύγουν, ο πατέρας της κοπέλας είπε στον γαμπρό του: «Φάε κάτι να πάρεις δυνάμεις,* και έπειτα φεύγετε». 6 Κάθισαν λοιπόν και έφαγαν και ήπιαν και οι δύο μαζί· μετά ο πατέρας της κοπέλας είπε στον άνθρωπο: «Σε παρακαλώ, μείνε εδώ τη νύχτα για να περάσεις καλά».* 7 Όταν ο άνθρωπος σηκώθηκε να φύγει, ο πεθερός του συνέχισε να τον παρακαλεί, ώστε πάλι έμεινε τη νύχτα εκεί.
8 Νωρίς το πρωί την πέμπτη ημέρα σηκώθηκε να φύγει, αλλά ο πατέρας της κοπέλας είπε: «Σε παρακαλώ, φάε κάτι να πάρεις δυνάμεις».* Και καθυστέρησαν μέχρι που η ημέρα κόντευε να τελειώσει, και έτρωγαν και οι δύο. 9 Όταν ο άνθρωπος σηκώθηκε να φύγει μαζί με την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του, ο πεθερός του, ο πατέρας της κοπέλας, του είπε: «Δες! Κοντεύει να βραδιάσει. Σε παρακαλώ, μείνετε τη νύχτα. Η ημέρα τελειώνει. Μείνε εδώ τη νύχτα για να περάσεις καλά. Αύριο μπορείτε να σηκωθείτε νωρίς για το ταξίδι σας και να πας στο σπίτι* σου». 10 Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν θέλησε να μείνει και άλλη νύχτα, γι’ αυτό σηκώθηκε και πήγε ως την Ιεβούς, δηλαδή την Ιερουσαλήμ.+ Είχε μαζί του τα δύο σαμαρωμένα γαϊδούρια, την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του.
11 Όταν πλησίαζαν στην Ιεβούς, το φως της ημέρας είχε σχεδόν σβήσει. Ο υπηρέτης λοιπόν είπε στον κύριό του: «Να σταματήσουμε σε αυτή την πόλη των Ιεβουσαίων και να διανυκτερεύσουμε εδώ;» 12 Ο κύριός του όμως του είπε: «Να μη σταματήσουμε σε πόλη αλλοεθνών οι οποίοι δεν είναι Ισραηλίτες. Θα προχωρήσουμε ως τη Γαβαά».+ 13 Ύστερα είπε στον υπηρέτη του: «Έλα, ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη Γαβαά ή στη Ραμά+ και ας διανυκτερεύσουμε σε έναν από αυτούς τους τόπους». 14 Συνέχισαν λοιπόν τον δρόμο τους και πλησίασαν στη Γαβαά, η οποία είναι του Βενιαμίν, την ώρα που ο ήλιος άρχιζε να δύει.
15 Σταμάτησαν λοιπόν και πήγαν στη Γαβαά για να μείνουν εκεί τη νύχτα. Όταν μπήκαν, κάθισαν στην πλατεία της πόλης, αλλά κανείς δεν τους έπαιρνε στο σπίτι του για να διανυκτερεύσουν εκεί.+ 16 Τελικά, το βράδυ ήρθε ένας ηλικιωμένος από την εργασία του στον αγρό. Ήταν από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ+ και ζούσε κάποιο διάστημα στη Γαβαά· οι κάτοικοι όμως της πόλης ήταν Βενιαμινίτες.+ 17 Όταν είδε τον ταξιδιώτη στην πλατεία της πόλης, ο ηλικιωμένος ρώτησε: «Πού πηγαίνεις και από πού έρχεσαι;» 18 Εκείνος απάντησε: «Ερχόμαστε από τη Βηθλεέμ του Ιούδα και πηγαίνουμε σε ένα απομακρυσμένο μέρος της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ, από όπου κατάγομαι. Είχα πάει στη Βηθλεέμ του Ιούδα,+ και τώρα πηγαίνω στον οίκο του Ιεχωβά,* αλλά κανείς δεν με παίρνει στο σπίτι του. 19 Έχουμε αρκετό άχυρο και ζωοτροφή για τα γαϊδούρια μας,+ και ψωμί+ και κρασί για εμένα, τη γυναίκα και τον υπηρέτη μας. Δεν μας λείπει τίποτα». 20 Ωστόσο, ο ηλικιωμένος είπε: «Καλώς ήρθες!* Άφησέ με να φροντίσω για οτιδήποτε χρειάζεσαι. Μόνο μη μείνεις τη νύχτα στην πλατεία». 21 Τότε τον έφερε στο σπίτι του και έδωσε ζωοτροφή στα γαϊδούρια. Κατόπιν έπλυναν τα πόδια τους και έφαγαν και ήπιαν.
22 Ενώ αυτοί διασκέδαζαν, κάποιοι άχρηστοι άντρες της πόλης περικύκλωσαν το σπίτι, χτυπούσαν δυνατά την πόρτα και έλεγαν στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του σπιτιού: «Βγάλε έξω τον άνθρωπο που μπήκε στο σπίτι σου για να κάνουμε σεξ μαζί του».+ 23 Τότε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού βγήκε έξω και τους είπε: «Όχι, αδελφοί μου, μην κάνετε τίποτα κακό. Σας παρακαλώ! Ο άνθρωπος είναι φιλοξενούμενος στο σπίτι μου. Μην κάνετε αυτή την αισχρή πράξη. 24 Ορίστε η παρθένα κόρη μου και η παλλακίδα του ανθρώπου. Να τις φέρω έξω, και εσείς ταπεινώστε τες αν επιμένετε.*+ Δεν πρέπει όμως να κάνετε αυτή την αισχρή πράξη σε αυτόν τον άνθρωπο».
25 Αλλά οι άντρες αρνούνταν να τον ακούσουν. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος έπιασε την παλλακίδα του+ και τους την έφερε έξω. Εκείνοι τη βίαζαν και την κακοποιούσαν όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί. Όταν χάραξε η αυγή, την άφησαν να φύγει. 26 Νωρίς το πρωί, η γυναίκα ήρθε και σωριάστηκε στην είσοδο του σπιτιού του ανθρώπου όπου βρισκόταν ο κύριός της και έμεινε εκεί ώσπου έφεξε. 27 Όταν ο κύριός της σηκώθηκε το πρωί και άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού για να βγει έξω και να συνεχίσει το ταξίδι του, είδε τη γυναίκα, την παλλακίδα του, πεσμένη στην είσοδο του σπιτιού με τα χέρια της πάνω στο κατώφλι. 28 Της είπε λοιπόν: «Σήκω να φύγουμε». Αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε την έβαλε πάνω στο γαϊδούρι και ξεκίνησε για το σπίτι του.
29 Όταν έφτασε στο σπίτι του, πήρε το μαχαίρι της σφαγής και έπιασε την παλλακίδα του, τη διαμέλισε σε 12 κομμάτια και έστειλε ένα κομμάτι σε κάθε περιοχή του Ισραήλ. 30 Όσοι το έβλεπαν έλεγαν: «Τέτοιο πράγμα δεν έχει γίνει ούτε έχουμε δει από την ημέρα που οι Ισραηλίτες ανέβηκαν από τη γη της Αιγύπτου μέχρι σήμερα. Σκεφτείτε το,* συζητήστε το+ και πείτε μας τι να κάνουμε».
20 Βγήκαν λοιπόν όλοι οι Ισραηλίτες από τη Δαν+ μέχρι τη Βηρ-σαβεέ και από τη γη της Γαλαάδ,+ και σύσσωμη* η σύναξη συγκεντρώθηκε ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά.+ 2 Και οι αρχηγοί του λαού και όλων των φυλών του Ισραήλ πήραν τη θέση τους στη συγκέντρωση του λαού του Θεού—400.000 πεζοί στρατιώτες οπλισμένοι με σπαθιά.+
3 Οι Βενιαμινίτες άκουσαν ότι οι άντρες του Ισραήλ είχαν ανεβεί στη Μισπά.
Κατόπιν οι άντρες του Ισραήλ είπαν: «Πείτε μας, πώς συνέβη αυτό το φρικτό πράγμα;»+ 4 Τότε ο Λευίτης,+ ο σύζυγος της δολοφονημένης γυναίκας, απάντησε: «Πήγα στη Γαβαά+ του Βενιαμίν με την παλλακίδα μου για να διανυκτερεύσουμε. 5 Και οι κάτοικοι* της Γαβαά ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και περικύκλωσαν το σπίτι τη νύχτα. Είχαν σκοπό να με σκοτώσουν, αλλά τελικά βίασαν την παλλακίδα μου, και πέθανε.+ 6 Γι’ αυτό, πήρα το πτώμα της, το τεμάχισα και έστειλα τα κομμάτια σε κάθε περιοχή της κληρονομιάς του Ισραήλ,+ επειδή είχαν κάνει μια αισχρή και επαίσχυντη πράξη στον Ισραήλ. 7 Εσείς λοιπόν, όλος ο λαός του Ισραήλ, πείτε τη γνώμη σας και αποφασίστε+ τι πρέπει να γίνει».
8 Τότε όλος ο λαός σηκώθηκε σύσσωμος* και είπε: «Κανείς μας δεν θα πάει στη σκηνή του ούτε θα επιστρέψει στο σπίτι του. 9 Να τι θα κάνουμε στη Γαβαά: Θα ανεβούμε εναντίον της με κλήρο.+ 10 Θα πάρουμε 10 άντρες στους 100 από όλες τις φυλές του Ισραήλ, και 100 στους 1.000 και 1.000 στους 10.000. Αυτοί θα συγκεντρώσουν προμήθειες για τον στρατό ώστε να αναλάβει δράση εναντίον της Γαβαά του Βενιαμίν, εξαιτίας της αισχρής πράξης που έκαναν στον Ισραήλ». 11 Έτσι λοιπόν, όλοι οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν σύσσωμοι* εναντίον της πόλης ως σύμμαχοι.
12 Έπειτα οι φυλές του Ισραήλ έστειλαν άντρες σε όλα τα μέλη της φυλής του Βενιαμίν, λέγοντας: «Τι είναι αυτό το φρικτό πράγμα που συνέβη ανάμεσά σας; 13 Παραδώστε τώρα τους άχρηστους άντρες από τη Γαβαά,+ για να τους θανατώσουμε και να εξαφανίσουμε το κακό από τον Ισραήλ».+ Αλλά οι Βενιαμινίτες αρνήθηκαν να ακούσουν τους αδελφούς τους, τους Ισραηλίτες.
14 Τότε Βενιαμινίτες από διάφορες πόλεις συνάχθηκαν στη Γαβαά για να βγουν να πολεμήσουν εναντίον των αντρών του Ισραήλ. 15 Εκείνη την ημέρα, οι Βενιαμινίτες συγκέντρωσαν από τις πόλεις τους 26.000 άντρες οπλισμένους με σπαθιά, εκτός από τους 700 επίλεκτους άντρες της Γαβαά. 16 Σε αυτό το στράτευμα υπήρχαν 700 επίλεκτοι άντρες που ήταν αριστερόχειρες. Ο καθένας τους σφεντόνιζε πέτρες χωρίς να αστοχεί ούτε κατά μία τρίχα.
17 Οι άντρες του Ισραήλ, εκτός από τον Βενιαμίν, συγκέντρωσαν 400.000 άντρες οπλισμένους με σπαθιά,+ που ο καθένας τους ήταν έμπειρος πολεμιστής. 18 Αυτοί σηκώθηκαν και ανέβηκαν στη Βαιθήλ για να ρωτήσουν τον Θεό.+ Τότε ο λαός του Ισραήλ είπε: «Ποιος από εμάς πρέπει να ηγηθεί στη μάχη εναντίον των Βενιαμινιτών;» Ο Ιεχωβά απάντησε: «Ο Ιούδας πρέπει να ηγηθεί».
19 Έπειτα από αυτό, οι Ισραηλίτες σηκώθηκαν το πρωί και στρατοπέδευσαν εναντίον της Γαβαά.
20 Βγήκαν λοιπόν οι άντρες του Ισραήλ να πολεμήσουν εναντίον του Βενιαμίν και παρατάχθηκαν εναντίον τους στη Γαβαά. 21 Και οι Βενιαμινίτες βγήκαν από τη Γαβαά και εκείνη την ημέρα σκότωσαν 22.000 άντρες του Ισραήλ. 22 Ωστόσο, ο στρατός των αντρών του Ισραήλ έδειξε θάρρος και παρατάχθηκε πάλι στον ίδιο τόπο όπως την πρώτη ημέρα. 23 Κατόπιν οι Ισραηλίτες ανέβηκαν και έκλαψαν ενώπιον του Ιεχωβά μέχρι το βράδυ και ρώτησαν τον Ιεχωβά: «Να βγούμε πάλι για μάχη εναντίον των αδελφών μας, του λαού του Βενιαμίν;»+ Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Ανεβείτε εναντίον τους».
24 Οι Ισραηλίτες λοιπόν πλησίασαν τους Βενιαμινίτες τη δεύτερη ημέρα. 25 Ο δε Βενιαμίν βγήκε από τη Γαβαά να τους αντιμετωπίσει τη δεύτερη ημέρα και σκότωσε άλλους 18.000 Ισραηλίτες,+ που ήταν όλοι τους οπλισμένοι με σπαθιά. 26 Τότε όλοι οι άντρες του Ισραήλ ανέβηκαν στη Βαιθήλ. Έκλαψαν και κάθισαν εκεί ενώπιον του Ιεχωβά+ και νήστεψαν+ εκείνη την ημέρα μέχρι το βράδυ και πρόσφεραν ολοκαυτώματα+ και προσφορές συμμετοχής+ ενώπιον του Ιεχωβά. 27 Έπειτα ρώτησαν τον Ιεχωβά,+ επειδή η κιβωτός της διαθήκης του αληθινού Θεού βρισκόταν τότε εκεί. 28 Ο Φινεές,+ ο γιος του Ελεάζαρ, γιου του Ααρών, διακονούσε* ενώπιόν της εκείνες τις ημέρες. Ρώτησαν λοιπόν: «Να βγούμε και πάλι να πολεμήσουμε εναντίον των αδελφών μας, των αντρών του Βενιαμίν, ή να σταματήσουμε;»+ Ο Ιεχωβά απάντησε: «Ανεβείτε, επειδή αύριο θα τους δώσω στο χέρι σας». 29 Τότε ο Ισραήλ έβαλε άντρες να ενεδρεύουν+ ολόγυρα από τη Γαβαά.
30 Οι Ισραηλίτες ανέβηκαν εναντίον των Βενιαμινιτών την τρίτη ημέρα και παρατάχθηκαν εναντίον της Γαβαά όπως τις άλλες φορές.+ 31 Όταν οι Βενιαμινίτες βγήκαν να αντιμετωπίσουν τον στρατό, παρασύρθηκαν και απομακρύνθηκαν από την πόλη.+ Τότε, όπως τις άλλες φορές, άρχισαν να επιτίθενται και να σκοτώνουν μερικούς στους μεγάλους δρόμους, ο ένας από τους οποίους ανεβαίνει προς τη Βαιθήλ και ο άλλος προς τη Γαβαά, αφήνοντας περίπου 30 άντρες του Ισραήλ νεκρούς στον αγρό.+ 32 Οι Βενιαμινίτες λοιπόν είπαν: «Τους νικάμε όπως προηγουμένως».+ Αλλά οι Ισραηλίτες είπαν: «Θα οπισθοχωρήσουμε και θα τους απομακρύνουμε από την πόλη προς τους μεγάλους δρόμους». 33 Και όλοι οι άντρες του Ισραήλ σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και παρατάχθηκαν στη Βάαλ-θάμαρ, ενώ οι Ισραηλίτες που ενέδρευαν εξόρμησαν από τις θέσεις τους στα περίχωρα της Γαβαά. 34 Έτσι λοιπόν, 10.000 επίλεκτοι άντρες από όλο τον Ισραήλ ήρθαν μπροστά στη Γαβαά, και η μάχη ήταν σκληρή. Αλλά οι Βενιαμινίτες δεν ήξεραν ότι τους περίμενε συμφορά.
35 Ο Ιεχωβά συνέτριψε τον Βενιαμίν+ μπροστά στον Ισραήλ, και εκείνη την ημέρα οι Ισραηλίτες σκότωσαν 25.100 άντρες του Βενιαμίν, που ήταν όλοι τους οπλισμένοι με σπαθιά.+
36 Ωστόσο, οι Βενιαμινίτες νόμισαν ότι οι άντρες του Ισραήλ θα νικιούνταν όταν τους είδαν να οπισθοχωρούν,+ αλλά εκείνοι οπισθοχώρησαν επειδή βασίζονταν στην ενέδρα που είχαν στήσει εναντίον της Γαβαά.+ 37 Εκείνοι που ενέδρευαν έκαναν γρήγορα έφοδο στη Γαβαά. Αμέσως μετά ξεχύθηκαν σε όλη την πόλη και την αφάνισαν με το σπαθί.
38 Οι άντρες του Ισραήλ είχαν πει σε εκείνους που ενέδρευαν να υψώσουν σήμα καπνού μέσα από την πόλη.
39 Όταν οι Ισραηλίτες έκαναν πίσω στη διάρκεια της μάχης, οι άντρες του Βενιαμίν επιτέθηκαν και σκότωσαν περίπου 30 άντρες του Ισραήλ+ και είπαν: «Σίγουρα τους νικάμε και πάλι, όπως στην προηγούμενη μάχη».+ 40 Αλλά το σήμα άρχισε να υψώνεται από την πόλη ως στήλη καπνού. Όταν οι άντρες του Βενιαμίν κοίταξαν πίσω, είδαν να υψώνονται φλόγες από ολόκληρη την πόλη προς τον ουρανό. 41 Τότε οι άντρες του Ισραήλ έκαναν μεταβολή, οι δε άντρες του Βενιαμίν τρομοκρατήθηκαν, γιατί είδαν ότι τους είχε βρει συμφορά. 42 Γι’ αυτό, οπισθοχώρησαν μπροστά στους άντρες του Ισραήλ πηγαίνοντας προς την έρημο, αλλά η μάχη τούς ακολουθούσε· οι άντρες που βγήκαν από την πόλη άρχισαν να τους σκοτώνουν και αυτοί. 43 Περικύκλωσαν τους Βενιαμινίτες και τους καταδίωξαν αμείλικτα. Τους ποδοπάτησαν ακριβώς μπροστά στη Γαβαά προς τα ανατολικά. 44 Τελικά έπεσαν 18.000 άντρες του Βενιαμίν, όλοι τους κραταιοί πολεμιστές.+
45 Οι άντρες του Βενιαμίν τράπηκαν σε φυγή προς την έρημο, προς τον βράχο Ριμμών,+ και οι Ισραηλίτες σκότωσαν* 5.000 από αυτούς στους μεγάλους δρόμους. Εξακολούθησαν να τους καταδιώκουν μέχρι τη Γιδώμ, σκοτώνοντας άλλους 2.000 άντρες. 46 Όλοι όσοι έπεσαν από τον Βενιαμίν εκείνη την ημέρα έφτασαν τους 25.000 άντρες οπλισμένους με σπαθιά,+ που ήταν όλοι τους κραταιοί πολεμιστές. 47 Αλλά 600 οπισθοχώρησαν προς την έρημο, προς τον βράχο Ριμμών, και έμειναν στον βράχο Ριμμών τέσσερις μήνες.
48 Και οι άντρες του Ισραήλ γύρισαν και επιτέθηκαν στους Βενιαμινίτες και σκότωσαν με το σπαθί όσους ήταν στις πόλεις, από ανθρώπους μέχρι ζώα, όλους όσους απέμεναν. Επίσης, έκαψαν με φωτιά όλες τις πόλεις που βρέθηκαν στον δρόμο τους.
21 Οι άντρες δε του Ισραήλ είχαν κάνει στη Μισπά+ τον εξής όρκο: «Ούτε ένας από εμάς δεν θα δώσει την κόρη του σε Βενιαμινίτη για σύζυγο».+ 2 Ο λαός λοιπόν πήγε στη Βαιθήλ+ και κάθισε εκεί ενώπιον του αληθινού Θεού μέχρι το βράδυ, κραυγάζοντας και κλαίγοντας πικρά. 3 Και έλεγαν: «Γιατί, Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, συνέβη αυτό το πράγμα στον Ισραήλ; Γιατί να εκλείψει σήμερα μια φυλή από τον Ισραήλ;» 4 Την επόμενη ημέρα, ο λαός σηκώθηκε νωρίς και έχτισε ένα θυσιαστήριο εκεί για να προσφέρει ολοκαυτώματα και προσφορές συμμετοχής.+
5 Κατόπιν ο λαός του Ισραήλ είπε: «Ποιος από όλες τις φυλές του Ισραήλ δεν ανέβηκε στη σύναξη ενώπιον του Ιεχωβά;» Επειδή είχαν πάρει μεγάλο όρκο ότι όποιος δεν είχε ανεβεί ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά οπωσδήποτε θα θανατωνόταν. 6 Έτσι λοιπόν, ο λαός του Ισραήλ λυπήθηκε για αυτό που είχε συμβεί στον Βενιαμίν τον αδελφό τους. Και είπαν: «Σήμερα κόπηκε μια φυλή από τον Ισραήλ. 7 Πώς θα βρούμε συζύγους για εκείνους που απέμειναν, τώρα που ορκιστήκαμε στον Ιεχωβά+ να μην τους δώσουμε καμιά από τις κόρες μας για σύζυγο;»+
8 Και ρώτησαν: «Ποιος από τις φυλές του Ισραήλ δεν ανέβηκε ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά;»+ Και διαπιστώθηκε ότι κανείς από την Ιαβείς-γαλαάδ δεν είχε έρθει στο στρατόπεδο όπου έγινε η συγκέντρωση. 9 Όταν ο λαός μετρήθηκε, είδαν ότι κανείς από τους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ δεν ήταν εκεί. 10 Γι’ αυτό, η σύναξη έστειλε εκεί 12.000 από τους πιο κραταιούς άντρες με τη διαταγή: «Πηγαίνετε και σκοτώστε τους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ με το σπαθί, ακόμη και τις γυναίκες και τα παιδιά.+ 11 Να τι πρέπει να κάνετε: Κάθε αρσενικό και κάθε γυναίκα που είχε σεξουαλικές σχέσεις με άντρα πρέπει να τους αφιερώσετε στην καταστροφή». 12 Ανάμεσα στους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ, εκείνοι βρήκαν 400 κοπέλες παρθένες, που δεν είχαν ποτέ σεξουαλικές σχέσεις με άντρα. Τις έφεραν λοιπόν στο στρατόπεδο στη Σηλώ,+ η οποία βρίσκεται στη γη Χαναάν.
13 Ύστερα όλη η σύναξη έστειλε μήνυμα στους Βενιαμινίτες στον βράχο Ριμμών+ και τους πρότεινε ειρήνη. 14 Τότε ο Βενιαμίν γύρισε πίσω. Εκείνοι τους έδωσαν τις γυναίκες που είχαν αφήσει ζωντανές από τις γυναίκες της Ιαβείς-γαλαάδ,+ αλλά δεν βρήκαν αρκετές για αυτούς. 15 Και ο λαός λυπήθηκε για αυτό που είχε συμβεί στον Βενιαμίν,+ καθώς ο Ιεχωβά είχε προκαλέσει διαίρεση ανάμεσα στις φυλές του Ισραήλ. 16 Οι πρεσβύτεροι της σύναξης είπαν: «Πώς θα βρούμε συζύγους για τους υπόλοιπους άντρες, εφόσον όλες οι γυναίκες στον Βενιαμίν αφανίστηκαν;» 17 Και απάντησαν: «Πρέπει να υπάρξει κληρονομιά για όσους επέζησαν από τον Βενιαμίν, ώστε να μην εξαλειφθεί μια φυλή από τον Ισραήλ. 18 Εμείς όμως δεν επιτρέπεται να τους δώσουμε συζύγους από τις κόρες μας, επειδή ο λαός του Ισραήλ ορκίστηκε: “Καταραμένος όποιος δώσει σύζυγο στον Βενιαμίν”».+
19 Τότε είπαν: «Κάθε χρόνο γίνεται μια γιορτή του Ιεχωβά στη Σηλώ,+ η οποία βρίσκεται βόρεια της Βαιθήλ και ανατολικά του μεγάλου δρόμου που ανεβαίνει από τη Βαιθήλ στη Συχέμ και νότια της Λεβωνά». 20 Διέταξαν λοιπόν τους άντρες του Βενιαμίν: «Πηγαίνετε και παραμονεύστε στα αμπέλια. 21 Και όταν δείτε τις κοπέλες* της Σηλώ να βγαίνουν και να χορεύουν κυκλικούς χορούς, ας βγει ο καθένας σας από τα αμπέλια, ας αρπάξει μια σύζυγο από τις κοπέλες της Σηλώ και μετά επιστρέψτε στη γη του Βενιαμίν. 22 Και αν οι πατέρες τους ή οι αδελφοί τους έρθουν να διαμαρτυρηθούν εναντίον μας, εμείς θα τους πούμε: “Σας παρακαλούμε, δείξτε κατανόηση, επειδή δεν μπορέσαμε να βρούμε σύζυγο για τον καθέναν τους κάνοντας πόλεμο,+ και εσείς δεν θα μπορούσατε να τους δώσετε σύζυγο χωρίς να γίνετε ένοχοι”».+
23 Αυτό ακριβώς έκαναν οι άντρες του Βενιαμίν, και πήρε ο καθένας σύζυγο από τις γυναίκες που χόρευαν. Μετά επέστρεψαν στην κληρονομιά τους και ανοικοδόμησαν τις πόλεις τους+ και εγκαταστάθηκαν σε αυτές.
24 Και οι Ισραηλίτες διασκορπίστηκαν τότε από εκεί, πηγαίνοντας ο καθένας στη φυλή του και στην οικογένειά του, και έφυγαν από εκεί, πηγαίνοντας ο καθένας στην κληρονομιά του.
25 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Ο καθένας έκανε ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του.*
Κυριολεκτικά «γιοι του Ισραήλ».
Ή αλλιώς «Έχω δώσει».
Κυριολεκτικά «στον κλήρο μου».
Ή πιθανώς «χτύπησε τα χέρια της ενόσω ήταν πάνω στο γαϊδούρι».
Ή αλλιώς «στη Νεγκέμπ».
Σημαίνει «λεκάνες νερού».
Δηλαδή την Ιεριχώ.
Σημαίνει «αφιέρωση στην καταστροφή».
Κυριολεκτικά «σιδερένια άρματα».
Κυριολεκτικά «θα σου δείξουμε όσια αγάπη».
Ή αλλιώς «γύρω».
Κυριολεκτικά «το χέρι».
Κυριολεκτικά «έγινε βαρύ».
Σημαίνει «αυτοί που κλαίνε».
Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.
Ή αλλιώς «λάτρεψαν».
Ή αλλιώς «μεταμελούνταν».
Ή αλλιώς «την είσοδο της Αιμάθ».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «Αράμ-ναχαραΐμ».
Κυριολεκτικά «Αράμ».
Ή αλλιώς «ειρήνη».
Δηλαδή την Ιεριχώ.
Ίσως έναν μικρό πήχη, μήκους περίπου 38 εκ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή πιθανώς «στα λατομεία».
Ή αλλιώς «το κάθισμά του».
Ή πιθανώς «από το άνοιγμα για τον εξαερισμό».
Κυριολεκτικά «σκεπάζει τα πόδια του».
Κυριολεκτικά «στη γη».
Ή πιθανώς «τα λατομεία».
Ή αλλιώς «ειρήνη».
Ή αλλιώς «Αρωσέθ-χα-γκογίμ».
Κυριολεκτικά «αυτός».
Κυριολεκτικά «σιδερένια άρματα».
Ή αλλιώς «και να παρατάξεις τους άντρες σου στο».
Ή αλλιώς «στην κοιλάδα του χειμάρρου».
Κυριολεκτικά «σιδερένια άρματα».
Ή αλλιώς «στην κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «Λόγω των πολεμιστών με τα λυτά μαλλιά».
Ή αλλιώς «Θα παίξω μουσική».
Ή πιθανώς «συνταράχτηκαν».
Ή αλλιώς «Χάθηκαν οι».
Ή πιθανώς «όσοι χειρίζονται σύνεργα γραφέα».
Ή αλλιώς «στις αποβάθρες».
Ή αλλιώς «καταφρόνησε την ψυχή του».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «πρόσφερε ανθόγαλο».
Κυριολεκτικά «μια μήτρα, δυο μήτρες».
Ή αλλιώς «ειρήνη».
Ή πιθανώς «υπόγειους χώρους αποθήκευσης».
Κυριολεκτικά «το σπίτι».
Κυριολεκτικά «δεν ακούσατε τη φωνή μου».
Κυριολεκτικά «χιλιάδα μου». Επρόκειτο για ομάδα 1.000 ατόμων. Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους διαιρούνταν οι φυλές του Ισραήλ.
Περίπου 22 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «Ειρήνη σε εσένα».
Σημαίνει «ο Ιεχωβά είναι ειρήνη».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Σημαίνει «ας κάνει νομική υπεράσπιση (ας αντιδικήσει) ο Βάαλ».
Ή αλλιώς «διέσχισαν τον ποταμό».
Κυριολεκτικά «έντυσε τον».
Δηλαδή μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου· ποκάρι, πόκος.
Κυριολεκτικά «τα χέρια σου θα γίνουν ισχυρά».
Περίπου από τις 10:00 μ.μ. μέχρι περίπου τις 2:00 π.μ.
Κυριολεκτικά «είπε αυτά τα λόγια».
Κυριολεκτικά «ηρέμησε το πνεύμα τους, που ήταν εναντίον του».
Κυριολεκτικά «με ειρήνη».
Ή αλλιώς «γιατί κατά τον άντρα και η δύναμή του».
Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «ειρήνη».
Κυριολεκτικά «απέκτησε 70 γιους που βγήκαν από τον μηρό του».
Ή αλλιώς «όσια αγάπη».
Κυριολεκτικά «την οικογένεια του οίκου του πατέρα της μητέρας του».
Ή πιθανώς «κτηματίες».
Ή αλλιώς «εξ αίματος συγγενής σας».
Κυριολεκτικά «η καρδιά τους έκλινε προς».
Ή αλλιώς «ναό».
Ή αλλιώς «την παραγωγικότητά μου».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «έκανε τον άρχοντα στον».
Κυριολεκτικά «έστειλε κακό πνεύμα».
Ή αλλιώς «με πανουργία».
Ή αλλιώς «κάνε σε εκείνον ό,τι περνάει από το χέρι σου».
Ή αλλιώς «στο οχυρό».
Ή αλλιώς «ναού».
Ή αλλιώς «Συρίας».
Ή αλλιώς «η ψυχή του έχασε την υπομονή της εξαιτίας των δεινών».
Κυριολεκτικά «εκείνος που ακούει».
Κυριολεκτικά «Τι υπάρχει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα;»
Ή αλλιώς «γύρω».
Κυριολεκτικά «με ειρήνη».
Κυριολεκτικά «Με έριξες πολύ χαμηλά».
Ή αλλιώς «να κλάψω με τις φίλες μου επειδή δεν θα παντρευτώ ποτέ».
Ή αλλιώς «η εξής διάταξη».
Ή πιθανώς «πέρασαν προς τα βόρεια».
Ή αλλιώς «έβαλα την ψυχή μου στο χέρι μου».
Κυριολεκτικά «από τη μήτρα».
Κυριολεκτικά «από τη μήτρα».
Κυριολεκτικά «μια γυναίκα από τις κόρες των Φιλισταίων».
Κυριολεκτικά «είναι κατάλληλη στα μάτια μου».
Ή αλλιώς «χαιτοφόρο νεαρό λιοντάρι».
Ή πιθανώς «προτού μπει στο εσωτερικό δωμάτιο».
Ή αλλιώς «στο εσωτερικό δωμάτιο».
Κυριολεκτικά «τους πάταξε πόδι πάνω σε μηρό».
Ή αλλιώς «σχισμή».
Ή αλλιώς «να δέσουμε».
Ή αλλιώς «σχισμή».
Ή αλλιώς «να σε δέσουμε».
Σημαίνει «υψηλός τόπος του σαγονιού».
Ή αλλιώς «η δύναμή του».
Σημαίνει «πηγή εκείνου που καλεί».
Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «Πείσε τον».
Ή αλλιώς «νωπούς τένοντες».
Ή αλλιώς «στουπί».
Ή αλλιώς «η ψυχή του».
Κυριολεκτικά «από τη μήτρα της μητέρας μου».
Ή αλλιώς «ναό».
Ή αλλιώς «Ας πεθάνει η ψυχή μου».
Ή αλλιώς «μεταλλικό άγαλμα».
Ή αλλιώς «μεταλλικό άγαλμα».
Ή αλλιώς «εφέστιους θεούς· είδωλα».
Κυριολεκτικά «γέμισε το χέρι ενός».
Ή αλλιώς «ό,τι θεωρούσε σωστό».
Ή αλλιώς «σύμβουλος».
Κυριολεκτικά «γέμισε το χέρι του».
Ή αλλιώς «την προφορά».
Σημαίνει «στρατόπεδο του Δαν».
Ή αλλιώς «εφέστιοι θεοί· είδωλα».
Ή αλλιώς «μεταλλικό άγαλμα».
Ή αλλιώς «τους εφέστιους θεούς· τα είδωλα».
Ή αλλιώς «το μεταλλικό άγαλμα».
Ή αλλιώς «τους εφέστιους θεούς· τα είδωλα».
Ή αλλιώς «το μεταλλικό άγαλμα».
Κυριολεκτικά «Βάλε το χέρι σου πάνω στο στόμα σου».
Ή αλλιώς «σύμβουλος».
Ή αλλιώς «τους εφέστιους θεούς· τα είδωλα».
Ή αλλιώς «άνθρωποι που έχουν πικρία στην ψυχή».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «να στηρίξεις την καρδιά σου».
Ή αλλιώς «και ας ευθυμήσει η καρδιά σου».
Ή αλλιώς «να στηρίξεις την καρδιά σου».
Κυριολεκτικά «στη σκηνή».
Ή πιθανώς «και υπηρετώ στον οίκο του Ιεχωβά».
Κυριολεκτικά «Ειρήνη σε εσένα!»
Ή αλλιώς «κακοποιήστε τες και κάντε τους ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σας».
Ή αλλιώς «Προσηλώστε την καρδιά σας σε αυτό».
Κυριολεκτικά «σαν ένας άνθρωπος».
Ή πιθανώς «κτηματίες».
Κυριολεκτικά «σαν ένας άνθρωπος».
Κυριολεκτικά «σαν ένας άνθρωπος».
Κυριολεκτικά «στεκόταν».
Κυριολεκτικά «σταχυολόγησαν».
Κυριολεκτικά «τις κόρες».
Ή αλλιώς «ό,τι θεωρούσε σωστό».