Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στη Δομινικανή Δημοκρατία
Μια Διακοπή—Και Κατόπιν Περισσότερα Σύννεφα
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972 συνέχεια)
Την 16ην Ιουνίου 1954 ο Τρουχίλιο υπέγραψε ένα κονκορδάτο με την Ρώμη υποσχόμενος ειδικά προνόμια για τον Ρωμαιοκαθολικό κλήρο. Το 1955 έγινε «Πατήρ της Νέας Πατρίδος» και η Έκθεσις Ειρήνης και Συναδελφότητος του Ελευθέρου Κόσμου εωρτάσθηκε στην Πόλι Τρουχίλιο. Σ’ αυτόν τον «ελεύθερο κόσμο» η απαγόρευσις συνεχιζόταν επί πέντε έτη. Καθώς το Βιβλίον του Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά του 1956 ανέφερε, οι περισσότεροι από τους διαγγελείς ποτέ δεν είδαν ένα πρωτότυπο του περιοδικού Η Σκοπιά ούτε ένα Πληροφορητή (τώρα Διακονία της Βασιλείας). Πολλοί ποτέ δεν προσέφεραν έντυπο ύλη από θύρα σε θύρα. Ο μέσος διαγγελεύς ποτέ του δεν παρευρέθηκε σε μια δημοσία συνάθροισι ή σε μια συνέλευσι. Δεν έψαλε ούτε εγνώρισε τους ύμνους της Βασιλείας, είχαν όμως το πνεύμα του Ιεχωβά και αυτό ήταν και είναι το μυστικό της δυνάμεώς των.
Ο Ραϋμόνδος Φρανζ, ένας ιεραπόστολος του Πουέρτο Ρίκο, παρεκλήθη τώρα να επιδώση μια αίτησι προσωπικώς στον Δικτάτορα Τρουχίλιο, παρακαλώντας τον να άρη την απαγόρευσι. Οι αδελφοί τον συμβούλευσαν ότι ο καλύτερος τρόπος να έλθη σε συνάφεια με τον Τρουχίλιο ήταν να στείλη ένα τηλεγράφημα ζητώντας μια συνέντευξι. «Ευσεβάστως ζητώ το προνόμιο μιας βραχείας συνεντεύξεως με την Εξοχότητά Σας. Ένας Αμερικανός εκπαιδευτής σε περιοδεία 7.000 μιλίων. Έχω πληροφορίαν μεγάλης σπουδαιότητος για σας και για την χώραν σας.» Αυτό ήταν το κείμενο του τηλεγραφήματος που εστάλη και ιδού η έκθεσις του Αδ. Φρανζ σχετικά με το τι συνέβη:
«Την επόμενη ημέρα ένα τηλεφωνικό άγγελμα στο ξενοδοχείο με πληροφορούσε να είμαι στο Εθνικό Ανάκτορο στις οκτώ το πρωί. Το πρωί εκείνο πήγα στις πύλες του ανακτόρου και, αφού περίμενα λίγο καθ’ ον χρόνον επαίζετο ο Εθνικός Ύμνος, με όλους τους κυβερνητικούς επισήμους ισταμένους στους πολλούς εξώστες του Ανακτόρου, μου επέτρεψαν να μπω μέσα στο ανάκτορο.
»Αφού με έθεσαν σε διάφορα δωμάτια να κάθωμαι μόνος μου επί μια περίπου ώρα, και κατόπιν αφού είχα βραχεία συνδιάλεξι με ένα Δομινικανό στρατηγό, ωδηγήθηκα κάτω μέσω ενός διαδρόμου και ενός δωματίου όπου στέκονταν τέσσερες αξιωματικοί σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Εκεί στεκόταν ο δικτάτωρ κοντά σ’ ένα μεγάλο γραφείο. Δεν περίμενα να τον συναντήσω τόσο εύκολα.
»Αφού ανταλλάξαμε χαιρετισμούς και έκαμα μερικά ευνοϊκά σχόλια για τη χώρα, εξήγησα ισπανιστί την αποστολή μου: Αντιπροσωπεύω μια διεθνή οργάνωσι και έχω μια αίτησι να του παρουσιάσω. Πρώτα του έδωσα μια εισαγωγική επιστολή, και κατόπιν του ενεχείρισα την αίτησι. Ο Τρουχίλιο δεν είπε τίποτε ύστερ’ από τον αρχικό χαιρετισμό, δίνοντας έτσι την εντύπωσι ότι ήταν νευρικός λόγω του ότι δεν ήξευρε τι να περιμένη. Άρχισε να διαβάζη την αίτησι αλλά γρήγορα σταμάτησε και απλώς με προσέβλεψε. Του είπα τότε ότι ήταν η επιθυμία της Εταιρίας μας να του εκφράσω τη λύπη μας ότι η δική μας ήταν η μόνη θρησκευτική οργάνωσις που ήταν απαγορευμένη στη χώρα του και ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν γνωστοί παγκοσμίως ως ειρηνικοί, ευγενικοί, σκληραγωγημένοι πολίται. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε το όνομα ‘Μάρτυρες του Ιεχωβά’ και προφανώς δεν είχε δη ακόμη το όνομα στην αίτησι. Τώρα ‘ανατινάχθηκε,’ λέγοντας ότι οι Μάρτυρες αρνούνται στρατιωτική υπηρεσία, ούτε χαιρετούν το εθνικόν έμβλημα. Του απήντησα ότι η αίτησις εξηγεί το γιατί, και ότι δεν αναμιγνύονται πολιτικά ελατήρια, μόνο θρησκευτικά ζητήματα και η συνείδησις. Ύστερ’ από λίγη ακόμη συνδιάλεξι, σηκώθηκε, δείχνοντας ότι ετελείωσε η συνέντευξις. Προς έκπληξί μου μού έτεινε το χέρι του. Το έσφιξα, βεβαιώνοντάς τον ότι θα ήμουν πρόθυμος να απαντήσω σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις μπορούσε να έχη αφού θα εδιάβαζε την αίτησί μου, και έφυγα.»
Το 1956 ήρθη η απαγόρευσις. Φαινόταν σχεδόν πάρα πολύ καλό για να το πιστεύση κανείς. Έγινε επίσκεψις στον Υπουργό των Θρησκευμάτων ο οποίος εβεβαίωσε τους αδελφούς, «Ναι, είσθε ελεύθεροι, απολύτως ελεύθεροι ν’ ασκήτε τη θρησκεία σας όπως και πρώτα.» Ένας αδελφός ξεσκόνισε τη τσάντα που είχε τα βιβλία του, τη γέμισε με μια Γραφή και άλλα βιβλία και, με το έγγραφο στο ένα χέρι, πήδηξε στο ποδήλατό του και διέτρεχε το χωριό που κατοικούσε, λέγοντας, «Το έργον των μαρτύρων του Ιεχωβά είναι ελεύθερο, το έργον είναι ελεύθερο!» Η γυναίκα του έτρεξε έξω από την οπίσθια πόρτα φωνάζοντας τα ίδια στους γείτονας. Υπήρχε μεγάλη χαρά.
Άρχισε αμέσως η αναδιοργάνωσις. Εντοπίσθησαν Αίθουσες Βασιλείας, έγιναν πάλι χάρτες τομέων και φάκελλοι εκκλησίας. Εστάλησαν παραγγελίες για έντυπο ύλη και περιοδικά, και όλα αυτά ελήφθησαν χωρίς δυσκολία. Πριν από την απαγόρευσι 261 διαγγελείς έκαμναν έκθεσι. Όταν σηκώθηκε η απαγόρευσις τον Αύγουστο 522 και τον Νοέμβριο 612 έστειλαν έκθεσι!
Επτά σχεδόν μήνες ύστερ’ από την άρσι της απαγορεύσεως, τα περιοδικά έπαυσαν να έρχωνται και κύρια άρθρα άρχισαν να εμφανίζωνται στις εφημερίδες που έλεγαν ότι οι Μάρτυρες είναι «Κομμουνισταί.» Ο υπηρέτης του τμήματος, Ρόυ Μπραντ, πήγε να δη τον διευθυντή του ταχυδρομείου για τα περιοδικά και την κατάστασι. Ο άνθρωπος αυτός, ένας συνταγματάρχης, τον ερώτησε να μάθη τις δοξασίες των μαρτύρων του Ιεχωβά, ιδιαίτερα ποιοι είναι οι «άρχοντες» που θα κυβερνήσουν στη Νέα Διάταξι. Συνεζητήθησαν οι ευλογίες της Βασιλείας πάνω από μια ώρα. Ο συνταγματάρχης είπε ότι είχε ένα δωμάτιο γεμάτο από περιοδικά αλλ’ είχε διαταγές από τον Τρουχίλιο να μη τα παραδώση. Απεστάλησαν στο τμήμα του Πουέρτο Ρίκο με έξοδα της Δομινικανής κυβερνήσεως.
Την 30ήν Ιουνίου 1957, ο Ιησουίτης ιερεύς Βάσκεζ Σανζ, σε μια ραδιοφώνησι, έδειξε καθαρά τη στάσι της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με τις ανανεωθείσες ενέργειες του λαού του Ιεχωβά. Εκάλεσε τους μάρτυρες του Ιεχωβά Κομμουνιστάς, μισητάς πάσης τάξεως, και έκαμε άλλες ψευδείς κατηγορίες. Όλα αυτά επανελήφθησαν στο δημόσιο τύπο. Παρόμοια άρθρα συνεχίζονταν καθημερινώς. Ο Ρωμαιοκαθολικός ιερεύς Ρομπλς Τολεδάνο είπε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν ένας καρκινώδης όγκος και έπρεπε να εκριζωθή από τη Δομινικανή Δημοκρατία. Στις 3 Ιουλίου, Ελ Καρίμπε (μια τοπική εφημερίδα), κάτω από τον τίτλο «Μάρτυρες της Μόσχας,» έλεγε, «Απ’ αυτή την ουσία των δογματικών αρχών των οι μάρτυρες του Ιεχωβά μοιάζουν σαν μια πανούργος πρωτοπορεία του κομμουνισμού.» Την 8ην Ιουλίου, η ίδια εφημερίς έλεγε, «Δεν υπάρχει η ελαχίστη αμφιβολία ότι το Ιεχωβιστικό κίνημα είναι μια επικίνδυνη προώθησις ετοιμάζοντας την οδόν για μια κομμουνιστική συμφορά.» Οι επιθέσεις συνεχίσθηκαν. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά εχαρακτηρίσθηκαν παραβάται του νόμου, υβρισταί της σημαίας και του εθνικού ύμνου, και εξέσπασε ένα κύμα τρομεράς καταδιώξεως.
(έπεται συνέχεια)