Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στις Βρεττανικές Νήσους
(Από το Βιβλίον του Έτους 1973—συνέχεια)
ΜΕ το τέλος «των καιρών των εθνών» το 1914, ήλθε η αρχή του τέλους της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, η οποία τότε ήταν στο κορύφωμα της δυνάμεώς της. Άπληστοι έμποροι άρχισαν να γδέρνουν τον λαό. Τα μαγαζιά αισθάνθηκαν έλλειψι τροφίμων. Οι τράπεζες εδάνειζαν χρήματα με υψηλό τόκο 10 τοις εκατό. Στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο στρατός της Βρεττανίας αποτελούνταν μόνο από εθελοντάς. Και παρά το γεγονός ότι η εκκλησία εβοήθησε σθεναρά στην εκστρατεία στρατολογήσεως, υπήρχε ακόμη μια μεγάλη έλλειψις εθελοντών. Ως εκ τούτου εισήχθη η υποχρεωτική στρατολογία. Αυτό έφερε σε εξοχότητα ένα άλλο όμιλο, τους ευσυνείδητους αντιρρησίας.
Εγκατεστάθησαν δικαστήρια για να εξετάζουν κάθε περίπτωσι ευσυνείδητου αντιρρησία, και ήταν καθήκον του δικαστηρίου να προσδιορίση την ειλικρίνεια του ενδιαφερομένου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και 40 Σπουδασταί της Γραφής εφυλακίσθησαν επειδή η αντίρρησίς των στην στρατιωτική υπηρεσία δεν εκρίθη από τα δικαστήρια ότι ήταν ευσυνείδητη. Γι’ αυτό ο Διεθνής Σύλλογος των Σπουδαστών της Γραφής εκυκλοφόρησε μια αίτησι η οποία τελικά υπεγράφη από 5.000 άτομα. Διεμαρτύρετο για τις φυλακίσεις και εστάλη με μια επιστολή στον υπουργό της Μεγάλης Βρεττανίας.
Την 17ην Ιουλίου 1916, μια δοκιμαστική διαδικασία έλαβε χώραν στο Δικαστήριο του Δικαστικού Επάρχου, στο Εδιμβούργον. Ο Ι. Φ. Σκοτ, ο οποίος ως το 1971 είναι ακόμη ολοχρόνιος διάκονος στη Σκωτία, τον καιρό εκείνο κατηγορήθηκε ότι «είχε θεωρηθή ως στρατεύσιμος και ότι μετεφέρθη στην Εφεδρεία» αλλ’ «απέτυχε να παρουσιασθή» όταν εκλήθη. Αυτός απηλλάχθη. Οκτώ όμως από τους ενσυνείδητους αντιρρησίας μεταξύ των Σπουδαστών της Γραφής εστάλησαν στη Γαλλία, και η είδησις ήλθε ότι κατεδικάσθηκαν να τουφεκισθούν. Όταν εστάθησαν στη γραμμή και αντιμετώπισαν το εκτελεστικό απόσπασμα, η καταδίκη μετετράπη από τον Στρατηγό Σερ Δ. Χάιγκ σε δέκα ετών ποινική δουλεία. Οι οκτώ επεστράφησαν στην Αγγλία για να εκτίσουν τον καιρό των στη φυλακή της Ντάρμουθ. Ως τον Σεπτέμβριο του 1916, 264 αδελφοί έκαμαν αίτησι για απαλλαγή. Η αίτησις πέντε αδελφών απ’ αυτούς, έγινε δεκτή, 154 διωρίσθησαν σε έργο εθνικής σπουδαιότητος, 23 σ’ ένα μη μάχιμο σώμα και 82 παρεδόθησαν στους στρατιωτικούς.
Μερικοί αδελφοί υπεβλήθησαν σε στρατιωτική αγριότητα. Π.χ., ο Φρανκ Πλατ υπήρξε θύμα σαδισμού εκ μέρους των αξιωματικών. Ετέθη σε απομονωτικό περιορισμό. Τον ανάγκασαν να σηκώνη ένα βάρος 30 πάουντς στον εκτεταμένον βραχίονά του και επανειλημμένως στον ήχο μιας σφυρίκτας να το θέτη επί του εδάφους, να το σηκώνη πάλι και να το επαναλαμβάνη μέχρις ότου θα έπιπτε επί του εδάφους εξηντλημένος. Επειδή έπιπτε εξηντλημένος και δεν μπορούσε να σηκωθή κατεδικάζετο άλλες 18 ημέρες στο ίδιο βασανιστικό μαρτύριο. ‘Όταν αυτό ετελείωνε,’ επειδή ήταν ακόμη ζωντανός, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο πολλές φορές και κατόπιν τον έδεναν κάθε μέρα από τους ώμους, τα χέρια και τα πόδια σε μια δοκό μέσα σε μια μικρή αποθήκη από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ με μια ώρα ανάπαυσι όταν του εδίδετο λίγο κρύο ρύζι και νερό. Ο επιλοχίας ερχόταν να τον βλέπη κάθε μέρα και τον ρωτούσε: «Έλαβες αρκετά ήδη;» Πολλές φορές ο κυβερνήτης της φυλακής τον επισκεπτόταν και ρωτούσε: «Αναπαύεσαι καλά;» Κατόπιν ο Πλατ μεταφέρθηκε στη «Μαύρη Τρύπα Της Χάβρης,» όπου οι φυλακισμένοι εδένονταν και εκτυπώντο, κάποτε μέχρι θανάτου. Μια εφημερίδα του Λονδίνου έμαθε και έγραψε για το επεισόδιο της «Μαύρης Τρύπας,» και ως αποτέλεσμα, ο κυβερνήτης και ο επιλοχίας και οι άλλοι αξιωματικοί υπ’ αυτόν απελύθησαν από την φυλακή.
Μερικοί οι οποίοι ήσαν θεμελιωμένοι στην αλήθεια προτού εκραγή ο πόλεμος απολύτως αρνούνταν να έχουν οποιοδήποτε μέρος στον πόλεμο ή σε οποιοδήποτε έργο που συσχετιζόταν με αυτόν. Αυτοί απλώς εφυλακίσθησαν. Ο Πράις Χιούζ, ο οποίος αργότερα έγινε επίσκοπος τμήματος στη Βρεττανία, ήταν μεταξύ αυτών. Μαζί με άλλους φυλακισμένους, εστάλη να εργασθή στην οικοδομή ενός υδροφράγματος στη Γουέηλς. Εκεί συνήντησε ένα συνδέσμιο, τον Έδγαρ Κλέη. Έκαμαν μαζί έργον σκαπανικό και αργότερα εργάσθηκαν στο Μπέθελ μαζί με τον Φρανκ Πλατ, και οι τρεις εξακολουθούν να εργάζονται ευτυχισμένα ως το 1973.
ΚΡΙΣΙΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΙ
Η ανάγκη της περικόψεως των εξόδων, οι συνθήκες που εχειροτέρευαν στη Βρεττανία και τα αποτελέσματα της επιστρατεύσεως όλα μαζί είχαν ως αποτέλεσμα να περιορισθή η πρόοδος του έργου της βασιλείας. Επίσης προβλήματα προσωπικά και οργανωτικά είχαν το αποτέλεσμά τους. Στις πρώτες εκδόσεις της Σκοπιάς της Σιών ο Ρώσσελ υπέδειξε από τις Γραφές ότι πρώτιστη πηγή θλίψεως θα ερχόταν από τους κεχρισμένους, από εκείνους που υπεστήριξαν την διάδοσι της αληθείας και κατόπιν απεστάτησαν. Οι εκκλησίες τώρα επλησίαζαν τον καιρό οπότε η διαφωνία αυτή θα κρυσταλλοποιούνταν και θα κατευθυνόταν αποτελεσματικά αλλά δεν θα είχε επιτυχία.—Πράξ. 20:29, 30· Ματθ. 13:36-41.
Στις ημέρες εκείνες οι εκκλησίες κυβερνώνταν από πρεσβυτέρους βοηθούμενους από διακόνους, που όλοι εκλέγονταν τοπικώς κάθε χρόνο. Συνήθως περνούσαν αρκετές συναθροίσεις για να τελειώση η διαδικασία αυτή της εκλογής. Τον Οκτώβριο του 1916, οι πρεσβύτεροι της Σκηνής του Λονδίνου υπέγραψαν και έστειλαν στον Ρώσσελ μια επιστολή εκθέτοντας προβλήματα που επηρέαζαν τον οργανισμό της εκκλησίας και τις μεθόδους μελέτης που χρησιμοποιούνταν. Παρεκάλεσαν τον Ρώσσελ να εκφράση τις απόψεις του επί των προβλημάτων αυτών και διαφορών.
Ο Ρώσσελ όμως δεν είχε την ευκαιρία να εκφράση τις απόψεις του επί των προβλημάτων αυτών. Την 31 Οκτωβρίου του 1916 απέθανε επάνω στο τραίνο καθ’ ον χρόνον περιώδευε τις Ην. Πολιτείες δίδοντας διαλέξεις. Στη κατάστασι αυτή που ήταν γεμάτη από εντάσεις και δυσκολίες, ο θάνατός του επρόσθεσε ένα ακόμη πρόβλημα για τους αδελφούς. Ο θάνατος του Ρώσσελ ελύπησε όλους τους αδελφούς. Τον εκτιμούσαν πάρα πολύ. Σε πολλούς η απώλειά του επίσης εσήμαινε την απώλεια συντονιστικής κατευθύνσεως στην οργάνωσι του λαού του Θεού. Σε άλλους, όμως, αυτή η απώλεια επρομήθευσε την ευκαιρία να προάγουν τα δικά των σχέδια.
Την 7η Νοεμβρίου 1916, ένα τηλεγράφημα από τα γραφεία του Μπρούκλυν ειδοποίησε το γραφείον του Λονδίνου ότι ο Αδ. Π. Σ. Λ. Τζώνσον επρόκειτο να επισκεφθή την Βρεττανία. Ο σκοπός της επισκέψεώς του ήταν να εξετάση τις δυσκολίες των. Η πραγματική του δύναμις στη Βρεττανία δεν θα ήταν μεγαλύτερα από οποιονδήποτε άλλο Πίλγκριμ αδελφό σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε. Έκαμε μια περιοδεία στη Βρεττανία δίδοντας την δημοσία ομιλία «Οι Πεπτωκότες Ήρωες της Βρεττανίας—Παρηγοριά στους Αποστερηθέντας.» Συνέστησε στις εκκλησίες να εγκαταστήσουν «Σχολές Προφητών» για να εκπαιδευθούν αδελφοί στο δημόσιο κήρυγμα. Επειδή υποστηρίχθηκε από εφημερίδες που φαίνονταν ότι του έδιναν πληρεξούσιες δυνάμεις, έκαμε μεγάλη εντύπωσι στις εκκλησίες. Με το νέο αυτό αποκτηθέν ιστορικό βάθος επέστρεψε στο Λονδίνο, και εκεί γρήγορα έγιναν εμφανείς οι πραγματικές του φιλοδοξίες.