Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(συνεχίζεται η αφήγησις του Αδ. Κ. Φράνκε)
ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ «ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ»
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ πολυγραφούσαν και διένειμαν Τη Σκοπιά σε πολλές διάφορες τοποθεσίες σ’ όλη τη Γερμανία. Στο Αμβούργο, π.χ., ο Χέλμουτ Μπρέμπακ εξακολουθούσε να εφοδιάζη τους αδελφούς στη Σλέσγουιγκ-Χόλσταϊν και στο Αμβούργον με αντίτυπα τα οποία αυτός και η σύζυγός του έκαμναν την νύχτα. Η Αδ. Μπρέμπακ αφηγείται την επόμενη πείρα από τις πολλές που αυτή και ο σύζυγός της είχαν:
«Από ανθρώπινη άποψι δεν θα ήταν πρόβλημα να βρεθούν οι συσκευασμένες Σκοπιές και ολόκληρος ο εξαρτισμός που χρησιμοποιούσαμε για να τις κάνωμε. Επειδή το σπίτι μας ήταν από εκείνα που διέμεναν πολλές οικογένειες, περιλαμβανομένων και δυο αστυνομικών, δεν ήταν μέρος για να κρύψη κανείς κάτι, ειδικώς έχοντας υπ’ όψει το γεγονός ότι τα αναγκαία υλικά—χαρτί, πολυγράφος, γραφομηχανή και μελάνη, ως και υλικά συσκευασίας—όλα ήσαν μεγάλα. Μη γνωρίζοντας πώς να κρύψωμε τα πράγματα αυτά από τα μάτια εκείνων που δεν έπρεπε να τα ιδούν—τα χρειαζόμεθα κάθε δυο εβδομάδες—απεφασίσαμε να τα στρυμώξωμε μέσα στο κελάρι πατατών, που στεκόταν στο μέσον του υπογείου και στο οποίο μπορούσε να μπη οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος του σπιτιού. Κάθε φορά που τελειώναμε Τη Σκοπιά, επιμελώς βάζαμε το κάθε τι πίσω στο κελάρι αυτό, το σκεπάζαμε με άδειους σάκκους και έπειτα συσσωρεύαμε από πάνω ως τη οροφή άδεια τοματοκιβώτια, ελπίζοντας ότι, αν τα πράγματα εχειροτέρευαν, εκείνοι που θα προσπαθούσαν να βρουν κάτι είτε θ’ απετύγχαναν να το βρουν ή θα ήσαν πολύ αδιάφοροι και οκνηροί να θέλουν να μετακινήσουν όλα από τη κορυφή του κελαριού των πατατών. Εμπιστευόμεθα στον Ιεχωβά· δεν υπήρχε τίποτε άλλο που μπορούσαμε να κάμωμε.
»Ο αστυνομικός μ’ ερώτησε αν είχαμε απηγορευμένη έντυπο ύλη στο σπίτι. Για ν’ αποφύγω να ψευσθώ, είπα: ‘Σε παρακαλώ ψάξε μόνος σου.’ Έψαξαν το διαμέρισμα, ανοίγοντας την πόρτα του ντουλαπιού με τέτοιο τρόπο που δεν είδαν τη γραφομηχανή, την οποία είχαμε ξεχάσει να κρύψωμε μέσα στο κελάρι και την οποία θα ανεγνώριζαν ότι ήταν η μηχανή που χρειαζόταν για το γράψιμο Της Σκοπιάς. Αλλ’ ο Ιεχωβά τους τύφλωσε. Αφού δεν βρήκαν τίποτε μέσα στο διαμέρισμα, ρώτησαν αν μπορούσαν να ψάξουν το υπόγειο. Τώρα αισθάνθηκα ότι η ανακάλυψις όλων των υλικών και των αρχείων ήταν αναπόφευκτη. Προσπάθησα να κρύψω το φόβο μου απ’ αυτούς μολονότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατώτερα. Για να κάμη τα ζητήματα χειρότερα, μια βαλίτσα γεμάτη με πολυγραφημένες Σκοπιές, την οποία ο σύζυγός μου θα έπαιρνε στο ταξίδι του την άλλη μέρα, στεκόταν ακριβώς πίσω από το κελάρι. Αλλά τι συνέβη; Οι τρεις αστυνομικοί, να έχετε υπ’ όψιν, στέκονταν στο μέσον του δωματίου, ακριβώς όπου στεκόταν το κελάρι με τη βαλίτσα γεμάτη Σκοπιές από πίσω. Αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν την είδε· ήταν σαν να είχαν κτυπηθή από αορασία. Κανείς απ’ αυτούς δεν κατέβαλε προσπάθειες ακόμη και να κυττάξη τι ήταν μέσα στη βαλίτσα. Τελικά ένας από τους αστυνομικούς ρώτησε για το ανώγειό μας· εκεί βρήκαν μερικές παλαιές δημοσιεύσεις, οι οποίες φάνηκε ότι τους ικανοποίησαν, και έτσι έφυγαν. Αλλά τα σπουδαιότερα πράγματα, χάρις στον Ιεχωβά και τους αγγέλους του, διέμειναν κρυμμένα από τα μάτια τους.»
Πολλές παρόμοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να εκτεθούν που δείχνουν την καθοδηγία του Ιεχωβά στο να διατηρηθούν οι πολυγραφικές αυτές εργασίες ανέπαφες για μεγάλες χρονικές περιόδους προμηθεύοντας έτσι τον λαό του με έντυπο ύλη.
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΡΓΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
Δεν συμμετέσχον όλοι οι συνδεόμενοι μαζί μας στη δραστηριότητα του κηρύγματος. Τουναντίον, σε μερικές εκκλησίες μόνον οι μισοί το έπρατταν. Π.χ., στη Δρέσδη, κάποτε η εκκλησία είχε φθάσει ένα ανώτατο όριο 1.200 ευαγγελιζομένων, αλλ’ ύστερ’ από την απαγόρευσι ο αριθμός αυτός έπεσε στους 500. Εντούτοις, πιθανόν να υπήρχαν τουλάχιστον δέκα χιλιάδες σ’ όλη τη Γερμανία που είχαν διακηρύξει ότι ήσαν πρόθυμοι να κηρύττουν άσχετα από τον κίνδυνο που περιλαμβανόταν.
Πρώτα οι περισσότεροι εργάζονταν μόνο με τη Γραφή, και παλαιότερα βιβλία και βιβλιάρια που είχαν διασωθή από τα νύχια της Γκεστάπο διετίθεντο σε επανεπισκέψεις. Άλλοι έκαναν κάρτες μαρτυρίας. Ακόμη άλλοι έγραφαν επιστολές σε άτομα που γνώριζαν, επωφελούμενοι κάποιας ειδικής ευκαιρίας. Η από θύρα-σε-θύρα δραστηριότης εξακολούθησε, καίτοι περιλαμβάνονταν μεγάλοι κίνδυνοι. Κάθε φορά που κάποιος άνοιγε την πόρτα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος της ΣΑ ή της ΣΣ. Αφού κτυπούσαν μια πόρτα, οι διαγγελείς γενικά άφηναν την επόμενη και πήγαιναν σε άλλο οίκημα ή, σε περίπτωσι που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, ακόμη σ’ ένα άλλο δρόμο.
Τουλάχιστον επί δυο έτη ήταν δυνατόν σχεδόν παντού στη Γερμανία—σε μερικά μέρη ακόμη περισσότερο—να κηρύττωμε από σπίτι σε σπίτι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν δυνατόν μόνον λόγω της ειδικής προστασίας του Ιεχωβά.
Οι λίγες ποσότητες εντύπου ύλης που ήσαν διαθέσιμες γρήγορα εξηντλήθησαν. Έτσι προσπαθήσαμε αν ήταν δυνατόν να προμηθευθούμε έντυπο ύλη από χώρες του εξωτερικού. Ο Έρνστ Γουίσνερ από το Μπρεσλάου μάς κάνει γνωστές μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες πώς γινόταν αυτό:
«Έντυπος ύλη μάς εστέλλετο από την Ελβετία μέσω Τσεχοσλοβακίας. Εναποθηκεύετο στα σύνορα με εξωτερικούς και κατόπιν την έφερναν πάνω από τα Όρη Ρίσεν στη Γερμανία. Το έργο, που γινόταν από μια ομάδα ωρίμων, προθύμων αδελφών ήταν πολύ επικίνδυνο και εξαιρετικά κουραστικό. Διασχίζαμε τα σύνορα τα μεσάνυχτα. Οι αδελφοί ήσαν καλά οργανωμένοι και ήσαν εξαρτισμένοι με μεγάλους γυλιούς. Ταξίδευαν δυο φορές την εβδομάδα, αν και εκτός απ’ αυτό έπρεπε να είναι στις εργασίες τους κάθε μέρα. Τον χειμώνα μεταχειρίζονταν έλκυθρα και χιονοπέδιλα. Ήξεραν κάθε ατραπό και πάροδο, είχαν καλά φλας, κυάλια και παπούτσια πεζοπορείας. Ο υπέρτατος νόμος ήταν να είναι επιφυλακτικοί. Όταν έφθαναν στα Γερμανικά σύνορα κατά τα μεσάνυχτα ακόμη και όταν τα περνούσαν κανείς δεν τολμούσε να πη ένα λόγο επί πολύ καιρό. Δυο αδελφοί προεπορεύονταν και, όταν συναντούσαν κάποιον, αμέσως έκαναν σημείον με τα φλας τους. Αυτό ήταν σημείον για τους αδελφούς με τους βαρείς γυλιούς που ακολουθούσαν σε απόστασι 100 περίπου μέτρων να κρύβουν στους θάμνους κατά μήκος του δρόμου μέχρις ότου οι δυο αδελφοί που προεπορεύονταν επέστρεφαν και έδιναν ένα ωρισμένο σύνθημα, το οποίον άλλαζαν κάθε εβδομάδα.
»Αυτό μπορούσε να συμβή πολλές φορές σε μια νύχτα. Όταν ο δρόμος ήταν ελεύθερος πάλιν, οι αδελφοί πήγαιναν σ’ ένα ωρισμένο σπίτι σ’ ένα χωριό στη Γερμανική πλευρά όπου τα βιβλία ετίθεντο σε μικρά πακέτα την ίδια εκείνη νύχτα ή ενωρίς το πρωί, έγραφαν επάνω τις διευθύνσεις, και κατόπιν τα έπαιρναν με το ποδήλατο στο ταχυδρομείο της Χίρσμπεργκ ή σε άλλα πλησίον χωριά. Οι αδελφοί σε όλη τη Γερμανία έτσι ελάμβαναν την έντυπο ύλη των. . . . Η ομάς αυτή των αδελφών, ζηλωταί και ασυνήθως επιδέξιοι, μπόρεσαν να φέρουν μια μεγάλη ποσότητα εντύπου ύλης μέσα στη Γερμανία σε περίοδο δύο ετών χωρίς να συλληφθούν, και έτσι ενίσχυαν πολλούς σε όλη τη χώρα.» Παρόμοιες διευθετήσεις χρησιμοποιήθησαν επίσης στα σύνορα της Γαλλίας, Σάαρ, Ελβετίας και Ολλανδίας.