Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
Η ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΤΑ δημόσια κηρύγματα παρευρίσκονταν αρκετοί κατάσκοποι. Μια φορά οι αδελφοί δεν ήσαν βέβαιοι για κάποιον που φορούσε πολιτικά. Προτού αρχίση η ομιλία ο επίσκοπος περιοχής τον επλησίασε και τον ρώτησε. ‘Συγγνώμην, κύριε αστυνομικέ, μπορείτε να μου πήτε τι ώρα ακριβώς είναι;’ Μου είπε, και επειδή δεν είχε εκπλαγή που τον εκάλεσα αστυνομικό εγνωρίζαμε ότι ήταν αστυνομικός με πολιτικά.
Η εχθρότης των επισήμων Γερμανών και Ρώσων Κομμουνιστών εξακολουθούσε ν’ αυξάνη. Δεν μας έδιναν άδεια να παρευρισκώμεθα στις συνελεύσεις. Τα ειδικά τραίνα που θα μετέφεραν τους αδελφούς στη συνέλευσι του Βερολίνου ακυρώθησαν. Παρ’ όλα αυτά, οι παρευρεθέντες στη συνέλευσι ήσαν 16.000, και στη δημοσία ομιλία 33.000. Οι πονηρές έφοδοι και προσπάθειες του εχθρού έτειναν να δοθή μια γιγαντιαία μαρτυρία εναντίον των. Το βράδυ του Σαββάτου ο επίσκοπος του τμήματος, Έρικ Φροστ, ανέγνωσε μια απόφασι στις χιλιάδες που είχαν συναθροισθή, η οποία το ίδιο βράδυ δόθηκε δια μέσου του Αμερικανικού ραδιοφωνικού σταθμού του Βερολίνου. Ο Αδ. Φροστ περιέγραψε την θαρραλέα στάσι των ως εξής: «Είναι ο Μπολσεβικισμός καλύτερος από άλλα συστήματα; Μήπως οι Κομμουνισταί πιστεύουν ότι πρέπει να τελειώσουν ό,τι ο Χίτλερ άρχισε; Όπως δεν φοβηθήκαμε τους Ναζιστάς έτσι ούτε και τους Κομμουνιστάς θα φοβηθούμε!»
Η απόφασις που υιοθετήθηκε στη περιφερειακή συνέλευσι του Βερολίνου περιελάμβανε μια δυνατή διαμαρτυρία εναντίον των μη δημοκρατικών και αντισυνταγματικών απαγορεύσεων και των περιορισμών των θρησκευτικών συναθροίσεων στη Σαξονία και την κατάσχεσι των αιθουσών. Η απόφασις αυτή εστάλη με μια επιστολή που την συνώδευε, την 3η Αυγούστου, στη ανωτάτη Σοβιετική στρατιωτική διεύθυνσι της Γερμανίας στο Βερολίνον. Αντίτυπα επίσης εστάλησαν σε 4.176 εξόχους δημοσίους επισήμους ή σ’ εκείνους που είχαν να κάμουν με τις ημερήσιες εφημερίδες, σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, σε πρακτορεία εφημερίδων, τόσο στο Βερολίνον όσο και στη Δυτική και Ανατολική Γερμανία. Έτσι η προσοχή όλων επεστήθη στην εκστρατεία των Κομμουνιστών και στην σταθερότητα των αληθινών Χριστιανών.
Η καταδίωξις των μαρτύρων του Ιεχωβά εξακολούθησε να χειροτερεύη. Η θρησκευτική ελευθερία περιωρίζετο επί μάλλον και μάλλον. Απαγορεύσεις εκδίδονταν εναντίον των μελετών της Γραφής, αστυνομικοί σταματούσαν συναθροίσεις, αδελφοί απελύοντο από της δημοτικές εργασίες των εξ αιτίας της θρησκείας των. Μια αίτησις που συνηγορούσε για μια εγγύησι αληθινής θρησκευτικής ελευθερίας παρουσιάσθηκε στη κυβέρνησι της Γερμανικής Δημοκρατίας στις 18 Φεβρουαρίου του 1950. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματούν περισσότερες θρησκευτικές συναθροίσεις, να κατάσχουν την έντυπο ύλη και να συλλαμβάνουν διαφόρους σημαίνοντας αδελφούς. Στις 27 Ιουνίου 1950 άλλη μια αίτησις από τους μάρτυρας του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία εστάλη στην κυβέρνησι απευθυνόμενη στον Προεδρεύοντα Υπουργό Όττο Γκρότεγολ. Τότε η σκληρά χείρα του Κομμουνισμού εκτύπησε δυνατά.
Το πρωί της 30ής Αυγούστου 1950 Κομμουνιστικές αστυνομικές δυνάμεις υπό την αρχηγία δύο Ρώσων αξιωματούχων κατέλαβαν εξ εφόδου το Μπέθελ στο Μαγδεμβούργον. Συνέλαβαν όλους τους αδελφούς εξαιρέσει ενός, τον οποίον διώρισαν ως «επιμελητήν.» Αναφορές από αδελφές του Μπέθελ που ήσαν αυτόπται μάρτυρες περιγράφουν τι συνέβη το πρωί εκείνο της 30ής Αυγούστου: «Στις 5:00 το πρωί κτύπησε το σύνθημα του συναγερμού. Ντύθηκα γρήγορα. . . . Καθώς άνοιξα την πόρτα να τρέξω κάτω, αντιμετώπισα δυο αστυνομικούς και μου είπαν να μείνω στο δωμάτιό μου. Έπειτα ένας απ’ αυτούς μπήκε και μου είπε ν’ ανοίξω την καρνταρόμπα. Αρνήθηκα μέχρις ότου μου έδειξε την ταυτότητά του. Έψαξαν λεπτομερώς τα πάντα . . .» Πώς μπήκε η αστυνομία στο Μπέθελ; Μια άλλη αδελφή μας λέγει: «Κύτταξα έξω από το παράθυρο και παρετήρησα ένα αστυνομικό ν’ αναρριχάται πάνω στην πύλη. Άλλοι ήσαν ήδη μέσα. Ο φύλακας της νυκτός αρνήθηκε ν’ ανοίξη την πύλη σ’ αυτούς. Υπελόγισα ότι ήσαν 25 ως 30 αστυνομικοί και κανείς απ’ αυτούς με τη στολή του.»
Η Αδελφή Μπέντερ, η οποία υπηρετούσε στο Μπέθελ του Μαγδεμβούργου τον καιρό εκείνο ακόμη υπηρετεί πιστά στο Μπέθελ του Βισμπάντεν, αναφέρει την πείρα της: «Στις 30 Αύγουστου 1950, μεταξύ 4 και 5 το πρωί η Ανατολική Γερμανική αστυνομία ήλθε στο Μπέθελ. Όλοι έπρεπε να μείνουν στα δωμάτιά τους, αλλά στις 10 π.μ. βγήκα κρυφά από το Μπέθελ απαρατήρητα από την αστυνομία με το να κατεβώ από τη σκάλα της πυρκαϊάς. Μολονότι είδα αστυνόμους στο δρόμο, βγήκα έξω από την γειτονική ιδιοκτησία και πήγα στο σπίτι ενός αδελφού όπου φυλάττονταν μερικά από τα έγγραφα της Εταιρίας. Τα πήρα και ένας αδελφός με ωδήγησε με αυτοκίνητο στο Βερολίνο.» Έτσι σώθηκαν μερικά από τα αρχεία.
Κατέσχον όλην την έντυπο ύλη και την πήραν μαζί με το φορτηγό αυτοκίνητο της Εταιρίας. Το ίδιο έγινε και με τα τρόφιμα που ήσαν αποθηκευμένα στο μαγειρείο. . . .»
Ένα κύμα καταδιώξεως άρχισε. Όταν ήλθαν να συλλάβουν ένα αδελφό, η αστυνομία χαιρετίστηκε από αυτόν ντυμένο με τα ριγωτά «ενδύματα του ονάγρου» που του είχαν επιβάλει οι Ναζί να φορή στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως! Δίκες που ήσαν σαν κωμωδία ελάμβαναν χώραν και άλλη μια φορά το έργον των μαρτύρων του Ιεχωβά άρχισε να διεξάγεται συγκεκαλυμμένα.
Ο Λόθαρ Γουάγκνερ ήταν ένας αδελφός που είχε καταδικασθή σε πολυχρόνιο φυλάκισι το 1950. Περιγράφει ζωηρά πώς μπόρεσε να διακρατήση την ακεραιότητά του στα επτά χρόνια της απομονωτικής φυλακίσεώς του:
«Στις 30 Αυγούστου 1950 συνελήφθηκα στο Πλάου, και την 4η Οκτωβρίου 1950 καταδικάσθηκα σε 15 χρόνια σ’ ένα σωφρονιστήριο του Βερολίνου. Λόγω της ανησυχίας στην Ουγγαρία το 1956 η καταδίκη μειώθηκε σε δέκα χρόνια.
«Τα δέκα αυτά χρόνια τα δαπάνησα στο σωφρονιστήριο του Βρανδεμβούργου. Εκεί με απέλυσαν την 3η Οκτωβρίου 1960.
«Κατά την διάρκεια του καιρού αυτού δαπάνησα επτά έτη σε απομονωτικό περιορισμό. Στα πρώτα τρία χρόνια η μόνη επαφή που είχα με τον έξω κόσμο ήταν μια επιστολή από 15 γραμμές, τις οποίες μου επέτρεπαν να γράφω και να λαμβάνω κάθε μήνα, κι αυτό εξαρτάτο από του αν τα περιεχόμενα είχαν εγκριθή από την αστυνομία. Μέχρι του 1958 το έργον εθεωρείτο ένα προνόμιο—γι’ αυτό δεν μου επετρέπετο να εργάζωμαι. Από το 1958 εθεωρείτο τιμωρία—τότε έπρεπε να εργάζομαι.