Ο Θεός Αμείβει τους Ειλικρινείς Εκζητητάς
«Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»—Εβρ. 11:6.
1. Τι είναι ουσιώδες για μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, και πώς αυτό εκδηλώνεται;
ΕΙΣΘΕ ένας πατέρας, ή μια μητέρα, ή ίσως μέλος μιας οικογενείας και ζήτε μαζί με τους γονείς σας; Σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν συμφωνείτε ότι μια ζωτική ανάγκη για ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή είναι το να μπορήτε να εκφράζεσθε ελεύθερα ακριβώς όταν αισθάνεσθε την ανάγκη ή την επιθυμία; Συμβαίνει συχνά κάτω από τις παρούσες συνθήκες αυτές οι ανάγκες και επιθυμίες να μη μπορούν να βρουν μια κανονική και κατάλληλη διέξοδο και καταπνίγονται. Αλλά εξακολουθούν να παραμένουν εκεί και δεν καταστέλλονται εύκολα, αλλά βρίσκουν διέξοδο ίσως μέσω αγωγών οι οποίοι είναι επιβλαβείς. Γίνονται σαφώς έκδηλες από την αρχή της παιδικής ηλικίας. Το μικρό φωνάζει για να προκαλέση συμπάθεια και προσοχή για τα πιο μικρά πράγματα. Αν κάτι του αρέση, θέλει να το δείξη σε κάποιον ο οποίος θ’ ανταποκριθή με κατανόησι. Ποιος δεν έχει ιδεί κάποιο μικρό παιδί να παθαίνη ένα μικρό ατύχημα ενώ παίζει έξω από το σπίτι, κατόπιν σιωπηλά να συγκρατή τον πόνο του, τρέχοντας να βρη τη μητέρα του, και τότε μόνο να θεωρή ότι μπορεί ν’ αφήση να ξεσπάσουν τα αισθήματα του;
2. Ποιες ιδιότητες και ικανότητες δίνουν ώθησι στην ισχυρή επιθυμία του ανθρώπου να επικοινωνή;
2 Ναι, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα και τη σφοδρή επιθυμία να επικοινωνή, να συμμερίζεται με άλλους τα πράγματα που τον αφορούν και τον ενδιαφέρουν. Ειλικρινά ζητεί να εκφρασθή, έχει μια λογικευομένη και ερευνητική διάνοια, να λάβη βοήθεια όταν βρίσκεται σε ανάγκη, ή για να έχη τη χαρά να βοηθήση κάποιον άλλο που βρίσκεται σε ανάγκη. Μπορούμε άραγε ν’ ανακαλύψωμε την αιτία αυτής της ισχυρής επιθυμίας; Πράγματι μπορούμε. Ο άνθρωπος έχει μια λογικευμένη και ερευνητική διάνοια. Μπορεί να εξερευνά, ν’ ανακαλύπτη και να διοργανώνη. Έχει οξεία αίσθησι του ορθού και του εσφαλμένου. Μπορεί να εκλέγη και να σχηματίζη κρίσεις. Μπορεί να ερευνά για την κατανόησι των πραγμάτων και μπορεί να οικοδομή βαθιά εκτίμησι για πράγματα και πρόσωπα. Λογικώς έπεται ότι αυτός ο ίδιος επιθυμεί να τον κατανοούν και να τον εκτιμούν οι άλλοι. Έχει την ικανότητα ν’ αγαπά και έχει μια έντονη επιθυμία να είναι αυτή η αγάπη αμοιβαία, πράγμα που καταλήγει σε αισθήματα υψίστης ικανοποιήσεως και ενθαρρύνσεως όταν εκπληρώνεται μια αμοιβαία αγάπη. Δεν είναι αυτή και η δική σας πείρα; Αυτές οι θαυμάσιες ιδιότητες υπάρχουν για να εκδηλώνωνται και φυσικά απαιτείται να εκφράζωνται, πράγμα που εμπνέει την ανάγκη της επικοινωνίας.
3. (α) Ποιος άλλος παράγων περιλαμβάνεται; (β) Πώς φαίνεται ότι και οι δύο παράγοντες είναι σπουδαίοι απ’ αυτή την παιδική ηλικία κι έπειτα;
3 Η επιθυμία, όμως, αυτή φέρει υπό εξέτασιν έναν άλλον σπουδαίον παράγοντα, την σχέσι. Αυτά τα δύο συνδέονται στενά, και το καθένα εξαρτάται από το άλλο. Δεν μπορείτε ν’ απολαμβάνετε πλήρη και ελευθέρα επικοινωνία, αν δεν διατηρούνται καλές σχέσεις. Εξ άλλου, δεν μπορείτε να εποικοδομήσετε καλές σχέσεις αν δεν μάθετε πώς να επικοινωνήτε. Και τα δύο είναι ανάγκη ν’ αναπτύσσωνται προσεκτικά, και για απόδειξι αναφερόμεθα και πάλι στα παιδιά. Αυτά έχουν μια φυσική επιθυμία να εκφράζωνται και το πράττουν αυθόρμητα, και θεωρούν ως δεδομένη την στοργική προσοχή που τους παρέχεται, την καλή σχέσι. Αλλά πολύ νωρίς, αν έχουν κατάλληλα εκπαιδευθή, διδάσκονται ν’ αντιλαμβάνωνται ότι ούτε και η μητέρα των δεν πρόκειται ν’ απαντά αμέσως σε κάθε φωνή των. Μαθαίνουν ότι υπάρχουν στιγμές που οφείλουν να παραμένουν ήσυχα. Ασκούνται στο να εκτιμούν ότι οι καλές σχέσεις μπορούν να χαλάσουν από μια κακή διαγωγή. Καθώς μεγαλώνουν, μαθαίνουν ότι σε κάθε μορφή της ζωής οι δύο παράγοντες της επικοινωνίας και των σχέσεων παίζουν ένα ζωτικό μέρος, είτε αυτό συμβαίνει στο σχολείο, είτε στη διαμόρφωσι φιλικών σχέσεων, ειδικά με πρόσωπα του αντιθέτου φύλου, ή όταν βγαίνουν στον κόσμο για εργασίες ή για τέρψι. Ναι, αυτοί οι δύο παράγοντες συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην ευτυχία και την επιτυχία ενός στη ζωή. Δεν πρέπει ποτέ να παύσωμε να μαθαίνωμε πώς να βελτιωνώμεθα σ’ αυτούς τους δύο παράγοντας κι έτσι να προάγωμε και να προστατεύωμε τα κάλλιστα συμφέροντά μας στη ζωή.
ΕΝΑ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
4. Είναι φρόνιμο να περιορίζη ένας την άσκησι αυτών των παραγόντων στις ανθρώπινες επαφές;
4 Μπορούμε ν’ ανυψώσωμε αυτή τη συζήτησι σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο; Πολλοί ικανοποιούνται με το να περιορίσουν την εξέτασι αυτών των παραγόντων στις ανθρώπινες επαφές, αλλά είναι ορθό ή λογικό αυτό; Μήπως στερούμεθα έτσι ένα ακόμη πιο βαθύ αίσθημα ικανοποιήσεως, με οφέλη πιο διαρκή και ασφαλή; Ασφαλώς η κατοχή αυτών των καλών ιδιοτήτων και ικανοτήτων που ανεφέρθησαν ήδη είναι μια καταφανής απόδειξις ότι ο άνθρωπος δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας τυφλής και απροσώπου δυνάμεως, αλλά είναι προϊόν μιας υψίστης Διανοίας, ενός νοήμονος Σχεδιαστού και Δημιουργού, ο οποίος κατέχει αυτός ο ίδιος αυτές τις ίδιες ιδιότητες σε υπέρτατο βαθμό. Επί πλέον, ο άνθρωπος δεν είναι ένα ρομπότ, που κυβερνάται από ένστικτο, αλλά είναι ελεύθερος να χρησιμοποιή ή να καταχράται αυτών των δώρων όπως αυτός προτιμά. Στην εποχή μας λέγονται πολλά, τόσο από άτομα όσο και από έθνη, σχετικά με το ν’ αφήνωνται μόνα να ζουν τη ζωή των και ν’ απεργάζωνται μόνα το μέλλον των. Πράγματι, προτιμούν ν’ αγνοούν την ύπαρξι ενός Δημιουργού, ο οποίος έχει συγκεκριμένο σκοπό γι’ αυτή τη γη και για τον άνθρωπο που βρίσκεται επάνω σ’ αυτήν. Αλλά είναι ορθό ή λογικό να βλέπη ένας τα πράγματα μ’ αυτό τον τρόπο και ν’ ακολουθή μια τέτοια πορεία;
5. Η κατοχή καλών ιδιοτήτων ποια ερωτήματα εγείρει;
5 Πιστεύομε ότι έχομε ήδη δώσει αρκετά στοιχεία για να δείξωμε πόσο φρόνιμο είναι να μη ακολουθή ένας την οδό του κόσμου ούτε να επηρεάζεται από το πνεύμα του. Αν ένας συμφωνή σ’ αυτό και η ύπαρξις ενός Δημιουργού θεωρήται αυτονόητη, δεν είναι λογικό ως επόμενο βήμα να ερευνηθή αν Αυτός έχη δώσει στον άνθρωπο αποκάλυψι του εαυτού του και του σκοπού του; Η κατοχή μιας λογικευομένης και ερευνητικής διανοίας, με την ικανότητα ασκήσεως πίστεως και αγάπης και αφοσιώσεως—ασφαλώς αυτά τα καλά δώρα αποδεικνύουν ότι ο Δοτήρ έδωσε στον άνθρωπο την υψίστη μορφή εκφράσεως αυτών των ιδιοτήτων και ότι αμείβει εκείνους που τον εκζητούν ειλικρινά. Αφού έχομε ιδεί πόσο σπουδαία είναι αυτά τα πράγματα στις ανθρώπινες επαφές, ας ιδούμε αν οι ίδιες απόψεις του ζητήματος που περιλαμβάνονται αληθεύουν και όταν ανυψώνουμε τη συζήτησι σε υψηλότερο επίπεδο, με πολύ πιο ανταποδοτικά συμπεράσματα.
6. Πώς μόνο μπορούν να ικανοποιηθούν πραγματικά οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας, και πώς αυτό κατέστη δυνατόν;
6 Εφόσον η επικοινωνία και η σχέσις παίζουν ζωτικό μέρος μεταξύ μας ως ανθρώπων, ασφαλώς είναι ακόμη πιο ζωτικές μεταξύ του Δημιουργού και ημών. Αν και τα παιδιά ακόμη έχουν συνείδησι των αναγκών των σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι πολύ φυσικό να αισθανώμεθα την ανάγκη και την επιθυμία ν’ απολαμβάνωμε καλή σχέσι κι επικοινωνία με τον Δημιουργό μας ως τέκνα του, γένος του; Η ικανοποίησις αυτών των επιθυμιών εξαρτάται φυσικά, πλήρως από τον Δημιουργό. Αυτός μόνο μπορεί να το καταστήση αυτό δυνατόν, και τι χαρά είναι να μπορή ένας να πη ότι το έχει κάμει αυτό ακριβώς! Ναι, αυτός έχει ασφαλώς αποκαλύψει τον εαυτό του και ανοίξει την οδό για να μπορούμε εμείς να έλθωμε σ’ επαφή μ’ αυτόν μέσω προσευχής. Πώς αυτό; Πρωτίστως μέσω του γραπτού Λόγου του, της Αγίας Γραφής, και, όπως εξηγεί η ιδία η Γραφή, επίσης μέσω ενός ζώντος Λόγου, του αγαπητού του Υιού, Ιησού Χριστού, στον οποίον δίδεται ο τίτλος, «Ο Λόγος του Θεού.»—Αποκάλ. 19:13· Ιωάν. 1:1.
7. Ποια ενθάρρυνσις δίδεται σ’ εκείνους που εκζητούν τον Θεό;
7 Στον γραπτό Λόγο βρίσκομε καλή υποστήριξι για το ανωτέρω επιχείρημα. Όταν ο απόστολος Παύλος ωμιλούσε στους Αθηναίους, οι οποίοι ήσαν ‘κατά πάντα ως δεισιδαιμονέστεροι’ [Κείμενον] και των οποίων έβλεπε την «πόλιν γέμουσαν ειδώλων,» έλαβε την ευκαιρία να παράσχη εξηγήσεις για τον Δημιουργό. Είπε ότι αυτός ήταν ο «Θεός όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ.» Επεβεβαίωσε ότι αποτελούσε ευχαρίστησι για τον Δημιουργό οι άνθρωποι «να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν καθώς και τινές των ποιητών σας είπον, ‘Διότι και γένος είμεθα τούτου’.»—Πράξ. 17:16, 22-28.
8. Για να πλησιάσωμε τον Θεό με ευπρόσδεκτο τρόπο, ποιου είδους πληροφορίας έχομε ανάγκη;
8 Μ’ αυτή την ενθάρρυνσι προχωρούμε να εξετάσουμε αν η Αγία Γραφή παρέχη συγκεκριμένη πληροφορία για την καθοδήγησί μας όσον αφορά την επικοινωνία και τη σχέσι ώστε να μπορέσωμε πραγματικά ν’ ανεύρωμε τον Θεό και να μάθωμε να προσευχώμεθα σ’ αυτόν με τρόπο ευπρόσδεκτο. Μολονότι, όπως τα παιδιά, έχομε συχνά μεγαλύτερη συναίσθησι της ανάγκης να κρατήσωμε ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας, εν τούτοις το ζήτημα της σχέσεως είναι πράγματι πολύ πιο σπουδαίο. Έτσι θα εξετάσωμε αυτό πρώτα. Μας λέγει η Γραφή ποια είναι τα αναγκαία αρχικά βήματα για να μπορέσωμε να βρούμε εύνοια ενώπιον του Θεού και να τον ευαρεστήσωμε;
ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
9. (α) Πώς ο Λόγος του Θεού τονίζει την πρώτη απαίτησι; (β) Γιατί είναι λογικό να πιστεύωμε στην ύπαρξι ενός προσωπικού Δημιουργού, και σε ποιες ερωτήσεις οδηγεί αυτό;
9 Πρώτη απαίτησις είναι η πίστις. Ο Παύλος το καθιστά αυτό σαφές όταν λέγη στους Εβραίους ότι «χωρίς . . . πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» (Εβρ. 11:6) Σε μια έντιμη, ερευνητική διάνοια, δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να πιστεύση στην ύπαρξι του Θεού, μολονότι αυτός, μαζί με τις ιδιότητές του, είναι αόρατος στον άνθρωπο. Αυτό οφείλεται στο ότι, όπως ο Παύλος ισχυρίζεται σε άλλο μέρος, «ό,τι δύναται να γνωρισθή περί Θεού, είναι φανερόν . . . Επειδή τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου νοούμενα δια των ποιημάτων η τε αΐδιος αυτού δύναμις και η θειότης, ώστε αυτοί [οι άνθρωποι οι οποίοι θέλουν ν’ αγνοούν τον Θεό και να καταπνίγουν την αλήθεια] είναι αναπολόγητοι.» Εξαιτίας της αυξανομένης γνώσεώς μας όσον αφορά την απεριόριστη ενέργεια η οποία διαποτίζει το διάστημα, που λειτουργεί κάτω από νόμους οι οποίοι ανάγονται σε μια κεντρική πηγή και έλεγχο, μπορούμε εύκολα να συμφωνήσωμε μ’ αυτό. Εν τούτοις, ποια βεβαίωσι έχομε ότι ο Θεός είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν,» και πώς αυτό μας βοηθεί στο ζήτημα της σχέσεως;—Ρωμ. 1:18-20.
10. Ποια ήταν η βάσις του Αβραάμ για πίστι, που τονίζει ποια περαιτέρω υποχρέωσι;
10 Εδώ και πάλι το Βιβλικό υπόμνημα μας βοηθεί. Απ’ αυτή την αρχή, στη Γένεσι, κεφάλαιον 15, μας λέγει για ένα άνθρωπο ο οποίος εξεζήτησε τον Θεό, ο οποίος ήσκησε πίστι σ’ αυτόν, και στον οποίον εδόθη υπόσχεσις μεγάλης αμοιβής. (Γεν. 15:1, 6) Το όνομα του ήταν Άβραμ, και αργότερα άλλαξε σε Αβραάμ. Πώς αυτός έφθασε εν πρώτοις να έχη πίστι στον Ιεχωβά ως τον αληθινό Θεό; Αυτό είναι σπουδαίο, διότι τονίζει μια δεύτερη απαίτησι. Ο Αβραάμ ήταν εξοικειωμένος με το γραπτό υπόμνημα που έφθασε σ’ αυτόν μέσω των προπατόρων του, Νώε και Σημ, και που αργότερα απετέλεσε το πρώτο μέρος της Πεντατεύχου, που τώρα περιλαμβάνει τα εναρκτήρια κεφάλαια της Γενέσεως. Αυτή η αξιόπιστη πληροφορία έδωσε στον Αβραάμ επίγνωσι και αυτό προμηθεύει την ουσιώδη βάσι για αληθινή πίστι. Προς όφελός μας, καθώς και για να βοηθηθούμε να θέσωμε τον εαυτό μας στη θέσι του Αβραάμ και για να εκτιμήσωμε καλύτερα το καλό παράδειγμά του, θα ρίξωμε μια ματιά σε μερικά από τα πράγματα εκείνα που έχουν καταγραφή πρώτα.
11. Πώς το υπόμνημα της δημιουργίας του ανθρώπου δίνει αξιόλογη πληροφορία;
11 Προς υποστήριξιν του προηγουμένου επιχειρήματός μας, σαφώς αναφέρεται ότι ο άνθρωπος είχε δημιουργηθή κατ’ εικόνα Θεού, και είχε προικισθή με ιδιότητες και ικανότητες που τον καθιστούσαν ικανό να κατακυριεύση τη γη και να έχη τα πάντα σε υποταγή. Ήταν σε στενή επικοινωνία με τον Δημιουργό του και είχε την ευλογία Του, απολαμβάνοντας αγαθή σχέσι μ’ Αυτόν. Όχι μόνο εγνώριζε την ‘δύναμιν και την θειότητα’ του Δημιουργού του, αλλά είχε άφθονη απόδειξι των πολλών στοργικών προμηθειών του, το δε κορυφαίο δώρο ήταν μια ιδεώδης σύντροφος και βοηθός, που συνεπλήρωνε την ευτυχία του και διάνοιγε ακόμη περαιτέρω λεωφόρους θελκτικής επικοινωνίας και σχέσεως.—Γεν. 1:26-31· 2:18-23.
12. Τι προέκυψε από την ανυπακοή του ανθρώπου, και πώς τονίζεται έτσι μια τρίτη απαίτησις;
12 Εν τούτοις, πρώτα η γυναίκα και κατόπιν ο άνδρας, επειδή δεν ήσαν «ρομπότ,» εχρησιμοποίησαν την ελευθερία των εκλογής σε μια πορεία εκουσίας ανυπακοής στην εκπεφρασμένη εντολή του Ιεχωβά. Ήθελαν να ζήσουν με τον δικό των τρόπο την ζωή των και να διαμορφώσουν αυτοί το μέλλον των. Με ποιο αποτέλεσμα; Μεταξύ άλλων, η σχέσις και η επικοινωνία των με τον Δημιουργό των, καθώς και μεταξύ αλλήλων, είχαν υποστή μεγάλη βλάβη. «Εκρύφθησαν . . . από προσώπου Ιεχωβά του Θεού,» και, όταν ερωτήθηκαν, ο άνδρας προσπάθησε ν’ αποδώση την ευθύνη στον Θεό και στη γυναίκα, λέγοντας: «Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον.» (Γεν. 3:8, 12, ΜΝΚ) Εδώ μπορούμε να διδαχθούμε ένα πάρα πολύ σπουδαίο μάθημα, όπως χωρίς αμφιβολία εδιδάχθη ο Αβραάμ. Ο Αδάμ και η Εύα εγνώριζαν ότι ώφειλαν στον Ιεχωβά τη ζωή καθώς και κάθε καλό πράγμα που απελάμβαναν. Στη διάρκεια του χρόνου που το εκτιμούσαν αυτό και παρέμεναν υποτακτικοί στον Δημιουργό των με πνεύμα αφοσιώσεως και αφιερώσεως, απελάμβαναν τις ευλογίες μιας καλής σχέσεως και επικοινωνίας μ’ αυτόν. Αλλά μόλις έχασαν αυτό το πνεύμα και ανέλαβαν τα πράγματα στα δικά των χέρια, έχασαν αμέσως αυτές τις ευλογίες. Αυτό αλήθευε τότε και αληθεύει και τώρα. Έτσι μπορούμε να εκτιμήσωμε μια τρίτη ζωτική απαίτησι, η οποία πρέπει να συνοδεύη την πίστι και την επίγνωσι, δηλαδή, την απαίτησι της ολοψύχου αφοσιώσεως στον Ιεχωβά,
13. Με ποιον τρόπο φαίνεται ότι συνδέονται στενά οι ανωτέρω απαιτήσεις;
13 Αυτές οι τρεις απαιτήσεις συνδέονται στενά μεταξύ των. Η πίστις δεν είναι απλώς μια διανοητική συγκατάθεσις ή πεποίθησις σε κάτι αόρατο, δεν είναι κάτι όπως λένε τυφλή πίστις. Αντιθέτως, είναι η βεβαιωμένη πεποίθησις πραγμάτων, τα οποία, μολονότι αόρατα, έχουν ωστόσο τη σφραγίδα της αληθείας και της πραγματικότητος. Αυτό υπονοεί την ανάγκη ακριβούς γνώσεως ως βάσεως για μια τέτοια πίστι. Ο Παύλος προσδιώρισε την πίστι ως ‘βεβαίωσιν πραγμάτων μη βλεπομένων.’ Η μεγίστη αόρατη πραγματικότης είναι ο Ιεχωβά. «Τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερώς» και αποδεικνύονται από τα πράγματα που έχουν δημιουργηθή. Ο Λόγος Του, η Αγία Γραφή, φέρει την σφραγίδα της αληθείας, όπως είπε ο Ιησούς: «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια.» Μια τέτοια πίστις, ή βεβαιωμένη πεποίθησις, είναι ένα σθεναρό, ζων πράγμα, και κατ’ ανάγκην φέρει καρπό σύμφωνα με τη βάσι του της ακριβούς γνώσεως και κατανοήσεως που έχει αποκτηθή από τον Λόγο του Θεού.. Ο κάτοχος αυτής της πίστεως είναι πεπεισμένος ότι ο Θεός είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Αυτό είναι εκείνο που σημαίνει αφιέρωσις, επιθυμία και αποφασιστικότης να εκζητή ένας συνεχώς τον Ιεχωβά, να βρίσκη ευχαρίστησι στην εκτέλεσι του θελήματός του όπως αναγράφεται στον Λόγο του. Αυτή ήταν η στάσις του ιδίου του Ιησού, όπως είχε αναγραφή προφητικώς γι’ αυτόν: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου [ο λόγος σου] είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.»—Εβρ. 11:1, 6· Ρωμ. 1:20· Ιωάν. 17:17· Ψαλμ. 40:8.
14. Πώς έδωσε ο Ιεχωβά στην Εδέμ μια ισχυρή βάσι για πίστι και ελπίδα;
14 Υπάρχει και κάτι άλλο, όμως, που διδάχθηκε ο Αβραάμ απ’ αυτό το πρώτο υπόμνημα το οποίο ηύξησε πολύ την πίστι του στην υπόσχεσι μιας αμοιβής, καθώς και τη στοργική αφοσίωσί του προς Εκείνον ο οποίος έδωσε την υπόσχεσι αυτή. Και η δική σας η πίστις και η αφοσίωσις μπορεί ν’ αυξήση, επίσης. Όταν απήγγειλε κρίσι στην Εδέμ ύστερ’ από την εκδήλωσι εκουσίας ανυπακοής, ο Ιεχωβά, την ίδια στιγμή, ακριβώς, όπως θα λέγαμε, εξέφρασε μια αξιοσημείωτη προφητεία. Μ’ ένα αινιγματικό τρόπο, εξέφρασε μια υπόσχεσι η οποία περιελάμβανε την βεβαία ελπίδα μιας αμοιβής. Αυτή προέλεγε εχθρότητα μεταξύ του σπέρματος του όφεως και του σπέρματος της γυναικός, μολονότι δεν προσδιώρισε την ταυτότητά της. Ο Θεός είπε τότε: «Αυτό [το σπέρμα της γυναικός] θέλει σου συντρίψει [σου του όφεως] την κεφαλήν,» πράγμα που υπονοεί τη συντριβή με μια ήττα και θάνατο εκείνου, ο οποίος εχρησιμοποίησε τον όφι, δηλαδή, του Σατανά ή Διαβόλου.—Γεν. 3:15· Βλέπε επίσης το εδάφιον Ιωάννης 8:44.
15. Πίστις και αφοσίωσις στον Ιεχωβά ανοίγουν το δρόμο για ποιες ευλογίες και αμοιβές;
15 Αυτό θα κατενοείτο ως μια μεγάλη αμοιβή για το πιστό σπέρμα της γυναικός. Θα έδινε επίσης ελπίδα απελευθερώσεως από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου, που είχε προκύψει από εκείνη την αρχική ανταρσία, γι’ αυτούς οι οποίοι ήσκησαν πίστι και αφοσίωσι στον Ιεχωβά. Ο πρώτος αυτού του είδους ήταν ο Άβελ, ο πρώτος από μια μακρά σειρά ανδρών και γυναικών πίστεως που αναγράφονται στην προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαιον 11. Ο Αβραάμ αναφέρεται εκεί, όπου η αμοιβή γι’ αυτόν και τους άλλους περιγράφεται ως μια μόνιμη θέσις στην ομοία με πόλι διευθέτησι του Θεού, απολαμβάνοντας τις ευλογίες τής πλήρως αποκαταστημένης σχέσεως και επικοινωνίας μ’ αυτόν σε τελειότητα. Στην πραγματικότητα, λόγω της πίστεώς των, απήλαυσαν αυτές τις ευλογίες σε μεγάλο βαθμό αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες στην εποχή των, όταν ήσαν ακόμη ατελείς. Όπως θα ιδούμε αργότερα, ο Παύλος δείχνει σ’ αυτή την ιδία επιστολή ότι όμοιες ευλογίες μπορούν ν’ απολαύσουν άνδρες και γυναίκες της εποχής μας σ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.—Εβρ. 11:8-10, 16.
16. Ποια ειδική αμοιβή είχε δοθή στον Αβραάμ λόγω της πίστεως και της αφοσιώσεώς του;
16 Ομιλώντας για τον Αβραάμ, το υπόμνημα στα εδάφια Γένεσις 22:1-18 δείχνει ότι ο Ιεχωβά ευηρεστήθη να του δώση μια πολύ ειδική αμοιβή. Αφού πέρασε μια σοβαρή δοκιμή της πίστεως και της αφοσιώσεώς του, ως το σημείο τού να είναι πρόθυμος, αν παρίστατο ανάγκη, να προσφέρη τον αγαπητό του υιό Ισαάκ ως θυσία, τότε ο Ιεχωβά απεκάλυψε ότι το σπέρμα, που είχε υποσχεθή στην Εδέμ θα ήρχετο μέσω της γενεαλογικής γραμμής του Αβραάμ, και ότι «εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.» Όπως είχε ειπεί ο Ιεχωβά προηγουμένως στον Αβραάμ: «Ο μισθός σου θέλει είσθαι πολύς σφόδρα.»—Γεν. 22:18· 15:1.
ΕΚΖΗΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
17. Υπάρχει απόδειξις γενικής επιθυμίας να μπορή να επικαλήται ένας τον Θεό, όταν βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη;
17 Μολονότι έχομε εξετάσει τα πρωταρχικά βήματα που οδηγούν σε καλές σχέσεις με τον Ιεχωβά, εξακολουθεί να παραμένη το ερώτημα του πώς θα εγκαθιδρύσουμε και θα κρατήσωμε ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας μαζί του. Αυτό μπορεί να είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, μολονότι η επιθυμία φαίνεται να είναι σχεδόν ενστικτώδης μέσα μας. Σκληροί άνθρωποι, δεδηλωμένοι άθεοι, είναι γνωστό ότι επεκαλέσθησαν τον Θεό όταν ευρέθησαν σε κατάστασι απελπισίας ή σε κίνδυνο. Ακόμη και ο Κάιν, ο πρώτος φονεύς, έκραξε προς τον Ιεχωβά: «Η αμαρτία μου είναι μεγαλητέρα παρ’ ώστε να συγχωρηθή,» διότι εν πρώτοις, όπως είπε, «από του προσώπου σου θέλω κρυφθή.» Ομοίως η Εύα, μολονότι καταδικασμένη, διακαώς ποθούσε ν’ αναμίξη τον Ιεχωβά στη γέννησι των τέκνων της, λέγοντας: «Απέκτησα άνθρωπον δια του Ιεχωβά,» και πάλι αργότερα: «Έδωκεν εις εμέ ο Θεός άλλο σπέρμα αντί του Άβελ.»—Γέν. 4:1, 13, 14, 25, ΜΝΚ.
18. Ποια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν το μέρος που παίζει η προσευχή σε πλείστες θρησκευτικές ιερουργίες;
18 Ως περαιτέρω απόδειξις του πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η βαθιά ριζωμένη επιθυμία, μήπως δεν αληθεύει ότι σε πλείστες θρησκείες, αν όχι σε όλες, οι προσευχές κατέχουν εξέχουσα θέσι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις λειτουργίες των; Αλλά δεν αληθεύει, επίσης, γενικά ότι, είτε ένας ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός ή κάτι άλλο, η έμφασις τίθεται στους καθιερωμένους τρόπους και τον τοπικισμό, που ποικίλλουν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και θρησκευτικές εποχές, όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα; Αυτό περιλαμβάνει τις προσευχές των, οι οποίες συχνά ψάλλονται ή απαγγέλλονται μ’ ένα μονότονο τόνο από ένα προσευχητάριο. Σε πάρα πολλούς, ειδικά μέσα στον «Χριστιανικό κόσμο,» οι οποίοι από την παιδική, ηλικία δεν εγνώρισαν ποτέ κάποιο άλλο είδος θρησκευτικής ιερολογίας, αυτό δεν δέχεται αμφισβήτησι. Σ’ εκείνους που είναι συνηθισμένοι σ’ αυτό, τους προσφέρει μια συγκινησιακή ικανοποίησι. Το κάθε τι έχει σχεδιασθή γι’ αυτόν τον σκοπό, ακόμη και το κτίριο και η μουσική και τα ενδύματα, με την προσθήκη συχνά κάποιου, μυστικισμού, που όλα μαζί δημιουργούν μια ατμόσφαιρα εξάρσεως και γαλήνης. Αισθάνονται ότι έχουν έλθει σ’ επαφή με ιερά πράγματα, μ’ ένα άλλο κόσμο.
19, 20. Συμβαίνει αυτό συχνά στις ατομικές προσευχές, και σε ποια κατάλληλα ερωτήματα οδηγεί αυτό;
19 Όσον αφορά τις ατομικές προσευχές, μήπως αυτές δεν φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, εφόσον εκείνοι που προσεύχονται έχουν διδαχθή αυτό τον τρόπο από την παιδική των ηλικία; Το μικρό παιδί διδάσκεται ένα καθωρισμένο τύπο λέξεων ως προσευχή την ώρα του γεύματος, ή όταν πηγαίνη να κοιμηθή. Η ιδία μέθοδος συχνά υιοθετείται από τους ενηλίκους, οι οποίοι διαβάζουν από κάποιο βιβλίο, ή αποστηθίζουν, μετρώντας ίσως συγχρόνως τις χάνδρες ενός κομβολογίου ή χρησιμοποιώντας κάποιο άλλο τοπικισμό όπως τον τροχό των προσευχών.
20 Αυτό, ειδικά όταν διεξάγεται από το άτομο, γίνεται συχνά με όλη την ειλικρίνεια, αλλά είναι πράγματι προσευχή με την πραγματική σημασία της λέξεως; Πιθανόν αυτό να δίνη ένα αίσθημα ικανοποιήσεως στο άτομο, αλλά ευαρεστεί τον Θεό; Λέγει μήπως αυτός ότι θα εισακούση και θ’ απαντήση σε κάθε τύπο προσευχής, εφ’ όσον αυτή είναι ειλικρινής; Μήπως αφήνει σε μας να κρίνωμε τι είναι ευπρόσδεκτο σ’ αυτό το ζήτημα; Συλλογικώς, έχει οποιαδήποτε θρησκευτική οργάνωσις, οσονδήποτε μεγάλη και αρχαία, το δικαίωμα ν’ αποφασίζη σε τέτοια ζητήματα με δική της εξουσία, και να στηρίζεται ισχυρά στην παράδοσι, όπως συμβαίνει συχνά;
21. Πώς η νεωτέρα γενεά βλέπει συχνά την παράδοσι και το έθιμο και σε ποια συμπεράσματα μπορεί να καταλήξη ένας;
21 Αναφέραμε μόλις προ ολίγου ότι τύποι και εκφράσεις λατρείας γίνονται συχνά δεκτά χωρίς αμφισβήτησι. Αλλά δεν είναι ένα χαρακτηριστικό σημείο της εποχής μας να μη θεωρή ένας τίποτε αναμφισβήτητο, αλλά να λαμβάνη αντιθέτως μια πολύ κριτική στάσι; Η νεωτέρα γενεά δεν έχει τάσι να θεωρή οτιδήποτε ως δεδομένο. Πολλοί δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να δείξουν σεβασμό σε τίποτε, εκτός από τα υλικά πράγματα, όπως η πρόοδος στα ανθρώπινα κατορθώματα, ή σε κάποιον πολιτικό ή στρατιωτικό ήρωα. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι, τόσο εντός όσο και εκτός των θρησκευτικών κύκλων, μπορεί να λεχθή χωρίς αμφιβολία ότι πλείστοι άνθρωποι έχουν λησμονήσει πώς να προσεύχωνται, εκτός εκείνων οι οποίοι ασκούν ένα τυπικισμό και νομίζουν ότι προσεύχονται με τη χρήσι κομβολογίων ή ψαλμωδιών.
22, 23. (α) Πού μπορούμε ν’ αποβλέπωμε μ’ εμπιστοσύνη για καθοδήγησι σχετικά με την προσευχή; (β) Στην εκζήτησι του Θεού, ποια ερώτησις εγείρεται;
22 Εν τούτοις, πιστεύομε ότι υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι, οι οποίοι, αν βοηθηθούν με τον ορθό τρόπο, θα είναι πολύ ευτυχείς να μάθουν πώς να προσεύχωνται με την βεβαιότητα ότι οι προσευχές των ήσαν ευπρόσδεκτες στον μεγάλο Δημιουργό. Όπως ανεφέρθη, αυτό ούτε μπορεί να καθορισθή βάσει της ανθρωπίνης εξουσίας, ούτε μπορεί ν’ αφεθή στα αισθήματα και τις συγκινήσεις ενός. Το να μάθη ένας πώς να προσεύχεται δεν είναι ζήτημα εκμαθήσεως λέξεων. Αντιθέτως, ακολουθώντας την γραμμή που έχομε λάβει ήδη, θα στραφούμε στον Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, με βεβαία προσδοκία. Έχομε διαπιστώσει ότι αυτή δίνει βοηθητική πληροφορία όσον αφορά τ’ αναγκαία βήματα για να πλησιάσωμε τον Θεό ευπρόσδεκτα. Ιδιαιτέρως, διαπιστώνομε ότι η προς Εβραίους επιστολή δίνει πρακτική συμβουλή και οδηγία σ’ αυτό το ζήτημα. Θα ενθυμήσθε ότι στο ενδέκατο κεφάλαιο παραθέτει ένα μακρόν κατάλογο ανδρών πίστεως οι οποίοι απήλαυσαν την εύνοια και την ευλογία του Θεού. Όλοι αυτοί επίστευαν ότι ο Θεός «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»—Εβρ. 11:6.
23 Εν τούτοις, ο Παύλος δείχνει σ’ αυτή την ίδια επιστολή, όχι μόνο γι’ αυτούς τους άνδρας πίστεως, αλλά για όλους εμάς οι οποίοι είμεθα αφιερωμένοι στον Θεό, ότι οφείλομε να εκζητούμε επιπρόσθετα και κάτι άλλο. Πράγματι, αυτό είναι απαραίτητο αν πρόκειται να επιτύχωμε την εξασφάλισι ευνοίας από τον Θεό. Τι είναι αυτό;
ΕΚΖΗΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
24. Πώς ομιλεί ο Παύλος για την πόλι που πρέπει να εκζητούμε και καθορίζει την ταυτότητά της;
24 Στο εδάφιο Εβραίους 13:14 ο Παύλος υπενθυμίζει σ’ εκείνους στους οποίους γράφει ότι «δεν έχομεν εδώ πόλιν διαμένουσαν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν.» Ποια είναι αυτή η πόλις την οποία οφείλομε να επιζητούμε; Εν πρώτοις, σχετικά με τον Αβραάμ, ο Παύλος λέγει ότι «δια πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην . . . Διότι περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.» Σχετικά με τον Αβραάμ και τον γυιό του Ισαάκ και τον εγγονό του Ιακώβ, ο Παύλος ομοίως λέγει ότι ‘ούτοι . . . ωμολόγησαν ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης,’ δηλαδή, εγκατέλειψαν τη θέσι των στο παλαιό σύστημα πραγμάτων, στη γη των Χαλδαίων, και δεν κατείχαν γη στη Χαναάν. Αντιθέτως, ο Παύλος λέγει, «επιθυμούσι καλητέραν, τουτέστιν επουράνιον [μολονότι, παρακαλείσθε να σημειώσητε, δεν ζητούσαν τόπο στον ουρανό] δια τούτο ο Θεός δεν επαισχύνεται αυτούς, να λέγηται Θεός αυτών διότι ητοίμασε δι’ αυτούς πόλιν.» Αργότερα, ο Παύλος καθορίζει σαφώς την ταυτότητα της πόλεως. Αφού αναφέρει πώς ο κατά σάρκα Ισραήλ επλησίασε στο Όρος Σινά κάτω από την ηγεσία του Μωυσέως, λέγει κατόπιν, σε αντίθεσι, προς τους αληθινούς Χριστιανούς που αποτελούν τον πνευματικό Ισραήλ: «Αλλά προσήλθετε εις όρος Σιών, και εις πόλιν Θεού ζώντος, την επουράνιον Ιερουσαλήμ.»—Εβρ. 11:9, 10, 13-16· 12:18-22.
25. Τίνος κατάλληλο σύμβολο είναι μία πόλις, και πώς καθορίζεται περαιτέρω η ταυτότης της πόλεως του Θεού;
25 Μια πόλις χρησιμοποιείται στις Γραφές ως κατάλληλο σύμβολο μιας κοινότητος ανθρώπων που ζουν ως μια σφικτά συνδεδεμένη οργάνωσις κάτω από ένα κεντρικό έλεγχο. Στον Ιωάννη είχε δοθή όρασις αυτής της ‘πόλεως της αγίας, της νέας Ιερουσαλήμ,’ και η σύνθεσίς της γίνεται σαφής στο βιβλίον της Αποκαλύψεως. Ο Ιωάννης την βλέπει και την περιγράφει «ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην δια τον άνδρα αυτής,» και κατόπιν ακούει ένα άγγελο να καθορίζη την ταυτότητα εκείνων που συμμετέχουν ως «την νύμφην, του Αρνίου την γυναίκα,» που αναφέρεται στον Χριστόν Ιησού και την τάξι της νύμφης του, την αληθινή εκκλησία, ή την Χριστιανική εκκλησία.—Αποκάλ. 21:2, 9· βλέπε, επίσης, εδάφια Αποκάλυψις 14:1, 4.
26, 27. (α) Πώς η εικών της πόλεως του Θεού ευρίσκει εκπλήρωσι στην εποχή μας; (β) Ποιοι συνεργάζονται στενά μ’ αυτούς οι όποιοι έχουν ουράνιο πολίτευμα; (γ) Σε ποιου ερωτήματος την απάντησι αποβλέπομε;
26 Βλέπετε τη δύναμι αυτής της εικόνος της πόλεως του Θεού; Στην εικόνα, ή τον τόπο, η κατά γράμμα, επίγειος πόλις Ιερουσαλήμ, κειμένη επί του Όρους Σιών, ήταν η αγαπητή πρωτεύουσα όλης της χώρας του αρχαίου κατά σάρκα Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, μόνο λίγοι Ισραηλίται μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι ήσαν πολίται αυτής της Ιερουσαλήμ. Ομοίως στην εκπλήρωσι, ο Χριστός Ιησούς και η αληθινή εκκλησία μαζί του στον ουρανό, αποτελούν την πρωτεύουσα οργάνωσι που κυβερνά επάνω σ’ όλο το επίγειο βασίλειο του Θεού, αυτή δε η διευθέτησις παράγει «νέους ουρανούς και νέαν γην.» (2 Πέτρ. 3:13) Σ’ αυτή την εποχή του τέλους του παλαιού συστήματος πραγμάτων, οι πραγματικά αφιερωμένοι Χριστιανοί με ουρανία ελπίδα και πολίτευμα έχουν ήδη αποκατασταθή σε μια στενά συνδεδεμένη ενότητα. (Φιλιππησ. 3:20) Στενά συνδεδεμένοι μαζί των είναι ένας ‘πολύς όχλος’ αφιερωμένων ανδρών και γυναικών μ’ ελπίδα ζωής στη γη ως υπήκοοι της βασιλείας του Θεού. Αυτοί «λατρεύουσιν αυτόν [τον Θεόν] ημέραν και νύκτα εν τω ναώ αυτού,» σε συνεργασία με το υπόλοιπο εκείνων που αποτελούν τον πνευματικό οίκο ή ναό του Θεού. (Αποκάλ. 7:15· Εφεσ. 2:19-22) Με το ίδιο πνεύμα που είχαν ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, αυτοί οι αφιερωμένοι άνδρες και γυναίκες της εποχής μας οφείλουν να εγκαταλείψουν το παλαιό σύστημα πραγμάτων. Ειδικά πρέπει να φύγουν από αυτή την πονηρή συμβολική πόλι, τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, την παγκόσμιο αυτοκρατορία της ψευδούς θρησκείας. Αντιθέτως, ως απόδειξι μιας ζώσης πίστεως, οφείλουν να εκζητούν την πόλιν του Θεού, την ομοία με πόλι διευθέτησι, όπως είναι σαφώς έκδηλη μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά.
27 Ωστόσο, πιθανόν να ρωτήσετε, πώς η ανεύρεσις της πόλεως του Θεού θα με βοηθήση στις προσευχές μου; Αποβλέπομε στο να συζητήσωμε αυτό το ερώτημα στο επόμενο άρθρο.
[Εικόνα στη σελίδα 684]
Ο Αβραάμ έδειξε την πίστι του με την προθυμία του να προσφέρη τον γυιό του. «Τώρα εγνώρισα,» είπε ο Ιεχωβά, «ότι συ φοβείσαι τον Θεόν,» και Αυτός έδωσε στον Αβραάμ μια πολύ ειδική αμοιβή