Ο Ιεχωβά Ενισχύει Εκείνους που Αποδεικνύονται Πιστοί
Αφήγησις υπό του Γκρέσαμ Κβαζεζιράχ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ σε μια μικρή πόλι που ονομαζόταν Νκέου στην Αφρικανική χώρα που τότε λεγόταν Βρεττανική Κεντρική Αφρική, αργότερα ωνομάσθηκε Νυασαλάνδη και τώρα Μαλάουι. Καταγραφή γεννήσεως δεν απαιτούσε τον καιρό εκείνο ο νόμος, αλλά πιστεύω ότι γεννήθηκα περίπου το 1896. Την εποχή εκείνη Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων είχαν εισαγάγει τη Γραφή σε μας τους Αφρικανούς που διψούσαμε. Επειδή είχα μάθει στο σχολείο να διαβάζω και να μιλώ Αγγλικά, ήμουν για κάμποσο καιρό ένας αχόρταγος αναγνώστης του Λόγου του Θεού, της Γραφής.
Όταν τελείωνε η εκπαίδευσίς μου στο σχολείο, ο πρεσβύτερός μας στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία μάς έδωσε την ευκαιρία να θέσωμε ερωτήσεις σχετικά με τη Γραφή. Για πολύν καιρό επιθυμούσα να κατανοήσω τη σημασία των εδαφίων της Αποκαλύψεως 17:1-5, σχετικά με το μυστήριο της ‘Βαβυλώνος της Μεγάλης.’ Ζήτησα απ’ αυτόν να εξηγήση αυτά τα εδάφια της Γραφής.
Μιλώντας μάλλον απότομα, μου απήντησε: «Δεν είναι τώρα καιρός για να ερμηνευθή αυτό το εδάφιο από ανθρώπους, αλλά θα περιμένωμε ως την δευτέρα έλευσι του Ιησού και αυτός θα μας εξηγήση τη σημασία του.» Η διάνοιά μου δεν είχε ικανοποιηθή· σκέφθηκα ότι κάποιος, κάπου, πρέπει να γνωρίζη την εξήγησι.
Αργότερα βρήκα εργασία στο Γενικό Νοσοκομείο της Πρωτευούσης Ζόμπα. Όταν εργαζόμουν εκεί μια μέρα δέχθηκα την πρόσκλησι για μια θρησκευτική συνάθροισι από ανθρώπους οι οποίοι, χρησιμοποιούσαν τον όρο «Σκοπιά.» Αυτή η συνάθροισις επρόκειτο να φέρη μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
Όταν συναντήθηκα μαζί τους άκουσα την ομιλία που είχε τον τίτλο «Ο Θεός Αγιάζει την Οργάνωσί Του,» στην οποία εδίδετο εξήγησις της Αποκαλύψεως. Η προσοχή μου αιχμαλωτίσθηκε καθώς σκέφθηκα τον Πρεσβυτεριανό πρεσβύτερο που δεν ήταν σε θέσι ν’ απαντήση στην ερώτησί μου σχετικά με τη «Βαβυλώνα τη Μεγάλη.»
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΔΟΚΙΜΗ ΠΙΣΤΟΤΗΤΟΣ
Μου είχαν κάμει τόση εντύπωσι οι αλήθειες που είχα μάθει από τον Λόγο του Θεού, ώστε απεφάσισα να εγκαταλείψω την εργασία μου στο νοσοκομείο και να επιστρέψω σπίτι μου για να εργασθώ μ’ αυτή την οργάνωσι, εφόσον ένας όμιλος απ’ αυτούς εργαζόταν εκεί κοντά. Όταν βρήκα τους επισκόπους του ομίλου, τους παρεκάλεσα να μου προμηθεύσουν τους επτά τόμους των Γραφικών Μελετών που είχε εκδόσει η Εταιρία Σκοπιά. Όταν διάβασα τους τόμους, ζήτησα από τους επισκόπους ή ‘πάστορας,’ όπως ονομάζονταν τότε, να με βαπτίσουν.
Μου είπαν ότι εφόσον ήμουν διδάσκαλος στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, θα ήταν σκόπιμο να πάμε πρώτα στον περιφερειακό διοικητή (τον εκπρόσωπο της τοπικής κυβερνήσεως για τις υποθέσεις των ιθαγενών κάτω από το Βρεττανικό αποικιακό καθεστώς) στη γειτονική πόλι και να εξηγήσωμε το ζήτημα, για να μη δημιουργήσουν ζήτημα οι Πρεσβυτεριανοί. Επισκεφθήκαμε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, και βαπτίσθηκα τον Ιανουάριο του 1925.
Όταν η είδησις έφθασε στον κληρικό της προηγουμένης Πρεσβυτεριανής εκκλησίας μου, προειδοποίησε όλους τους πρώην συντρόφους μου λέγοντάς τους ότι θα προσπαθούσα να προσηλυτίσω και άλλα μέλη της εκκλησίας του. Ήταν μια δοκιμασία για μένα όταν με οδήγησαν στον κυβερνητικό επίτροπο ακριβώς εκείνον τον οποίο είχαμε επισκεφθή πριν βαπτισθώ, με την κατηγορία ότι προσπαθούσα να «διδάξω στους ανθρώπους ότι η Αμερική θα κάμη πόλεμο και σ’ αυτόν θα θανατωθούν όλοι οι φύλαρχοι και οι κυβερνητικοί επίτροποι, επίσης, και ότι αυτοί [οι Αμερικανοί] θα πάρουν τις θέσεις τους.»
Ο κυβερνητικός περιφερειακός επίτροπος με είχε υπό κράτησιν ένα μήνα και παρέπεμψε την υπόθεσι στον επαρχιακό επίτροπο, έναν ανώτερο κυβερνητικό εκπρόσωπο. Έτσι το βάπτισμά μου ωδήγησε σε μια δοκιμή της πιστότητος. Θα παρέμενα πιστός στον Ιεχωβά και στην οργάνωσί του, ή θα εγκατέλειπα από φόβο την πίστι μου λόγω της πιέσεως των κληρικών. Απεφάσισα να παραμείνω πιστός.
Ο κυβερνητικός επίτροπος εν τω μεταξύ πήγε στην γενέτειρά μου Νκέου για να ερευνήση την υπόθεσι και να δικάση. Διεπίστωσε ότι οι κατηγορίες των κληρικών ήσαν αβάσιμες, και ότι οφείλοντο σε ζηλοτυπία. Είπε στον περιφερειακό επίτροπο ότι ερεύνησε τις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά και δεν βρήκε ούτε μια σελίδα για να στηρίξη την κατηγορία. Έτσι μ’ άφησαν ελεύθερο, ενισχυμένο και αποφασισμένο να συνεχίσω το έργο του Ιεχωβά.
ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Ύστερ’ από λίγον καιρό, έφυγα από την γενέτειρά μου και βρήκα εργασία στους σιδηροδρόμους της Νυασαλάνδης και με έστειλαν στη Μοζαμβίκη. Το 1933, έλαβα μια επιστολή από τον Ευρωπαίο εκπρόσωπο της Εταιρίας Σκοπιά, Ρ. Α. ΜακΛάκι, ο οποίος ερχόταν στη Μαλάουι για ν’ ανοίξη μια αποθήκη εντύπων για το έργο της Εταιρίας. Όταν διάβασα αυτό το νέο, άφησα αμέσως το επάγγελμά μου ως τηλεγραφητού στη Μοζαμβίκη και έσπευσα να τον συναντήσω. Σύντομα με διώρισαν ολοχρόνιο κήρυκα του Λόγου του Θεού και με απέστειλαν στον πρώτο διορισμό μου στο Κιρατζουλού. Εδώ η διακονία μου ευλογήθηκε με μοναδικό τρόπο από τον Ιεχωβά, και ύστερ’ από έξη μήνες πήγα σ’ ένα νέο διορισμό, αφήνοντας πίσω μου πολλούς διαγγελείς του ευαγγελίου ως πυρήνα μιας ισχυρής εκκλησίας.
Στον επόμενο διορισμό του στο Μανγκότσι στο νοτιώτερο άκρο της Λίμνης Μαλάουι, ήλθε μαζί μου κι’ ένας άλλος ολοχρόνιος κήρυξ, ο Αδελφός Κουπέκα. Επειδή η μεταφορά ήταν δύσκολη την εποχή εκείνη, έπρεπε να μεταφέρωμε τα χαρτοκιβώτια των εντύπων στο κεφάλι μας από την Ζόμπα ως το Μανγκότσι, ένα ταξίδι περίπου εκατό μιλίων. Το φορτίο μας γινόταν ολοένα και πιο ελαφρό επειδή διαθέταμε τα περισσότερα έντυπα καθ’ οδόν. Σ’ αυτή την εδαφική περιοχή ήταν γενικά δύσκολο να μιλήση κανείς στους ανθρώπους λόγω της Μουσουλμανικής θρησκείας των. Ήσαν ριζωμένοι στην παράδοσι και στην προκατάληψι. Στη διάρκεια της τετράμηνης παραμονής μας εκεί είχαμε μόνο έναν ενδιαφερόμενο με τον οποίον μπορούσαμε να συναναστρεφώμεθα.
Η Εταιρία έκρινε σκόπιμο να μας δώση ένα νέο διορισμό. Αυτή τη φορά πήγαμε στο Λιλονκβέ, όπου υπήρχε τότε μια εκκλησία, αλλ’ υπήρχαν πολλά ενδιαφερόμενα άτομα. Γνωρίζαμε ότι το ταξίδι από το Μανγκότσι ήταν μακρύ, 177 μίλια. Αυτό όμως δεν μας ανησύχησε πολύ, διότι η χαρά της ολοχρονίου διακονίας μάς έδινε δύναμι και φθάσαμε εκεί ύστερ’ από βάδισμα πέντε ημερών. Ο νέος τομεύς μας απεδείχθη ότι άξιζε αυτή την προσπάθεια, διότι οι άνθρωποι ήσαν κουρασμένοι από τις κοσμικές συνήθειες και τις ψευδείς θρησκευτικές παραδόσεις. Έτσι δέχονταν τις αλήθειες του Λόγου του Θεού, που θα τους ελευθέρωναν απ’ αυτό το ζυγό. Σύντομα, Μάρτυρες και ενδιαφερόμενα άτομα συναθροίζονταν σε είκοσι δύο μέρη στην περιοχή εκείνη.
Το τέλος του υπηρεσιακού έτους 1935 βρήκε το άγγελμα της Βασιλείας να γίνεται ευπρόσδεκτο σε πιο μεγάλη έκτασι του τομέως μας, ο οποίος τώρα περιελάμβανε τη γειτονική πόλι Ντόβα. Η δράσις μας και πάλι ευλογήθηκε από τον Ιεχωβά ως τον βαθμό που ύστερ’ από λίγους μόνο μήνες οι ευαγγελιζόμενοι τ’ αγαθά νέα να συναθροίζωνται σε τέσσερα επί πλέον μέρη.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935, με διώρισαν σε μια άλλη θέσι υπηρεσίας, του περιφερειακού διευθυντού υπηρεσίας ή περιφερειακού υπηρέτου όπως μας ωνόμαζαν ύστερ’ από τον Ιούλιο του 1936. Σ’ αυτόν το νέο διορισμό ταξίδευσα σ’ όλη τη βορεία επαρχία της χώρας κι’ επισκεπτόμουν Χριστιανούς αδελφούς μου για να τους βοηθώ στη διακονία τους και να δίνω Γραφικές ομιλίες. Στην αρχή ήμουν νευρικός, με την σκέψι του πόσο μεγάλη ήταν η ευθύνη μου και διερωτόμουν αν θα μπορούσα να την εκπληρώσω. Διεπίστωσα όμως, ότι ο Ιεχωβά μού έδωσε δύναμι για να κάμω το θέλημά του, εφόσον στηριζόμουν σ’ αυτόν,
ΔΙΑΚΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΦΥΛΑΡΧΟΥΣ
Μέρος του διορισμού μου στο βόρειο τμήμα της χώρας ήταν να επισκεφθώ τους τοπικούς φυλάρχους, οι οποίοι είχαν απαγορεύσει το έργο μας στην περιοχή τους, με τη συγκατάθεσι του κυβερνήτου. Γι’ αυτόν το σκοπό, η Εταιρία Σκοπιά με είχε εφοδιάσει με μια συστατική επιστολή προς όλους τους αρχηγούς με τα ονόματά των παρατεθειμένα σ’ αυτήν. Για να εξηγήσω σ’ αυτούς το έργο μας και να βοηθήσω στη διάδοσι του αγγέλματος της Βασιλείας, η Εταιρία είχε διευθετήσει να δώσω μια ομιλία με θέμα «Οι Ημέρες του Νώε,» όπου αυτό ήταν δυνατόν.
Στο πρώτο χωριό που επεσκέφθηκα, ο αρχηγός διάβασε τη συστατική επιστολή και αμέσως εκάλεσε όλους τους υπηκόους του μαζί με τους θρησκευτικούς ηγέτας της περιοχής του και άλλα εξέχοντα πρόσωπα. Αυτός ενήργησε ως εισηγητής για τη συνάθροισι εκείνη, ανήγγειλε το θέμα της ομιλίας μου και ζήτησε από το ακροατήριο ν’ ακούση προσεκτικά ως το τέλος, οπότε θα τους εδίδετο η ευκαιρία να υποβάλουν ερωτήσεις. Δεν υπήρχαν ερωτήσεις όταν τελείωσα την ομιλία, κι’ έτσι ο αρχηγός είπε: «Εφόσον παραμένετε σιωπηλοί δεν υπάρχει λόγος να σταματήσωμε τους Μάρτυρας από το να κηρύττουν σ’ αυτή την περιοχή μου.»
Ένας από τους συμβούλους του σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Μάλιστα, εξοχώτατε αρχηγέ, αυτός ο νέος είπε την αλήθεια, την οποία δεν μπορεί ν’ αρνηθή κανείς, και γι’ αυτό κανένας δεν φαίνεται να έχη κάποιο λόγο εναντιώσεως στα σημεία που μόλις ακούσαμε.»
Έτσι ο αρχηγός απήντησε: «Εγώ ανοίγω την περιοχή μου για τους Μάρτυρας ώστε να μπορούν να κηρύττουν εδώ, και αν κάποιος εναντιωθή σ’ αυτούς θα καταβάλη πρόστιμο.»
Ενισχύθηκα βλέποντας ότι το πνεύμα του Ιεχωβά με υπεστήριζε να κάνω το έργο του. Μολονότι ο δικαστικός υπάλληλος του αρχηγού προσπάθησε να μου κάμη μάγια και να με απειλήση ότι θα πέθαινα εκείνο το ίδιο βράδυ, διότι προσπάθησα να πείσω τον αρχηγό να επιδοκιμάση το κήρυγμά μου, κανένα κακό δεν μου συνέβη παρά την επικίνδυνη συνάντησι, που είχα εκείνο το βράδυ μ’ ένα μαύρο μάμπα, ένα δηλητηριώδες φίδι.
Σιγά-σιγά ολόκληρη η βόρεια επαρχία είχε ανοίξει για το έργο της μαρτυρίας, καθώς οι αρχηγοί κατανοούσαν σαφέστερα το κήρυγμά μας. Είμαι ευγνώμων που ο Ιεχωβά με χρησιμοποίησε για ν’ ανοίξη το έργο, και με συγκίνησι έβλεπα τους πιο δυνατούς να ενθαρρύνωνται, τους πιο ασθενείς να ενισχύωνται και τις εκκλησίες ν’ αυξάνουν σε αριθμό.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Ύστερ’ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε οργανωθή καλύτερα για επέκτασι. Οι περιοχές των μαρτύρων του Ιεχωβά είχαν οργανωθή το 1946 με συνελεύσεις κάθε έξη μήνες. Το 1946 διωρίσθηκα επίσκοπος περιφερείας των μαρτύρων του Ιεχωβά, και υπήρξε προνόμιό μου να καλύπτω ολόκληρη τη χώρα με το να επισκέπτωμαι επισκόπους περιοχής και συνελεύσεις περιοχής.
Εξετίμησα πολύ τη συναναστροφή των ιεραποστόλων που είχαν έλθει από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ, και οι οποίοι άρχισαν να καταφθάνουν στο τέλος του 1948. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν ενωθή μαζί μου στο έργο περιφερείας, και αργότερα, όταν εγώ έγινα επίσκοπος περιοχής τον Μάρτιο του 1957, ωφελήθηκα πολύ από την πείρα τους, την βοηθητική συμβουλή και το παράδειγμά τους.
Τον Ιούλιο του 1960, όταν ήμουν εξήντα τεσσάρων περίπου ετών, η Εταιρία με διακριτικότητα λόγω των προχωρημένων ετών μου, με διώρισε ειδικό σκαπανέα διάκονο. Από τότε παρέστην μάρτυς συνεχούς επεκτάσεως του έργου της Βασιλείας στη Μαλάουι καθώς οι διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού έφθασαν από 14.000 σε 23.000 και πλέον. Είδα επίσης δύο περιόδους εντατικού διωγμού, το 1964 και το 1967, και θαύμασα πώς ο Ιεχωβά μάς ενίσχυσε για να μπορούμε να υπομένωμε.
Εγώ προσωπικά είχα πολλές συναντήσεις με φανατικά μέλη πολιτικών κομμάτων που απειλούσαν τη ζωή μου. Μόλις ένας όμιλος απ’ αυτούς είχε φύγει, από το σπίτι μου, έστειλαν κάποιον μ’ ένα μαχαίρι τον οποίον ώρκισαν να με σκοτώση. Όταν έφθασε στο σπίτι μου, μόλις είχα αρχίσει να ξυρίζωμαι. Του έδωσα ένα κάθισμα να καθίση. Κρυφά έβγαλε το μαχαίρι του, αλλ’ εγώ τον είδα καθώς γύρισα πίσω. Άρχισε να τρέμη όταν διεπίστωσε ότι τον είδα. Τον ρώτησα: «Μήπως ήλθες για να με σκοτώσης;»
Είπε ότι τον είχαν στείλει για να με σκοτώση, και ωνόμασε τρία άτομα που τον είχαν στείλει. «Λένε ότι είσαι υπεύθυνος διότι οι άνθρωποι δεν αγοράζουν δελτία [ του πολιτικού κόμματος ]. Γι’ αυτό μ’ έστειλαν να σε σκοτώσω,» είπε. «Να εδώ είμαι,» του είπα. Αλλά φοβισμένα απήντησε: «Όχι.» Κατόπι και οι δυο μας βγήκαμε έξω από το σπίτι και πήγαμε σπίτι του. Οι τρεις άνδρες που είχε κατονομάσει εξακολουθούσαν ακόμη να με παρενοχλούν και ν’ απειλούν τη ζωή μου, αλλά πριν περάση πολύς καιρός ο αρχηγός τους εστάλη στη φυλακή για ενέργειες που εστρέφοντο εναντίον της κυβερνήσεως.
Εδώ στη Μαλάουι είχαμε υποστή δοκιμασίες σαν αυτές που είχαν υποστή Χριστιανοί αδελφοί μας σε άλλες χώρες κάτω από τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον Στάλιν και άλλους. Αλλά είμεθα ευγνώμονες στην οργάνωσι του Ιεχωβά που μας είχε προετοιμάσει γι’ αυτές τις πύρινες δοκιμασίες με συμβουλή μέσω των εκδόσεων της Εταιρίας. Η εκτόπισις των ιεραποστόλων από τη χώρα και το κλείσιμο του Γραφείου τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά το 1967 μας ετόνισε ότι το παρόν πονηρό σύστημα πραγμάτων πλησιάζει ολοένα περισσότερο στο τέλος του και ότι σύντομα πρόκειται να εκλείψη.
Όταν αναπολώ τα σαράντα περίπου χρόνια της ολοχρονίου υπηρεσίας μου, είμαι ευτυχής διότι παρέμεινα στην οργάνωσι του Ιεχωβά. Από την οργάνωσι του Ιεχωβά έλαβα απαντήσεις σε πολλές Γραφικές ερωτήσεις μου, περιλαμβανομένης και της ερωτήσεως σχετικά με την ταυτότητα της μυστηριώδους «Βαβυλώνος της Μεγάλης.» Πόσο ευγνώμων είμαι για το βιβλίο της Εταιρίας Σκοπιά «Έπεσε η Βαβυλών η Μεγάλη!» Η Βασιλεία του Θεού Κυβερνά!, το οποίο παρουσιάζει άφθονες αποδείξεις ότι η μυστηριώδης Βαβυλών η Μεγάλη δεν είναι άλλη από την παγκόσμια αυτοκρατορία της ψευδούς θρησκείας! Πόσο ευγνώμων είμαι για τα προνόμια που είχαν δοθή σ’ εμένα να βοηθήσω ανθρώπους να φύγουν από τη ‘Βαβυλώνα τη Μεγάλη’ προτού είναι πολύ αργά!—Αποκάλ. 18:4.
Είμαι επίσης ευγνώμων για την ενίσχυσι που έλαβα από τον Ιεχωβά για να συνεχίσω όλ’ αυτά τα πολλά χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου είδα ότι οι διώκται του λαού του Ιεχωβά δεν επέτυχαν· πράγματι, μερικοί από τους διώκτας ταπεινώθηκαν κι’ έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Γι’ αυτό, μαζί με τους πιστούς Χριστιανούς αδελφούς μας στη Μαλάουι, αποβλέπω μ’ εμπιστοσύνη στο μέλλον, γνωρίζοντας ότι ο Ιεχωβά θα μας ενισχύση γι’ αυτά που μας περιμένουν εφόσον εμείς είμεθα πιστοί.