Ήμεθα Ενθουσιώδεις Ξιφομάχοι
ΣΕ ηλικία δεκατριών ετών είδα ένα κινηματογραφικό έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου Δουμά «Οι Τρεις Σωματοφύλακες.» Με γοήτευσε η τέχνη της ξιφομαχίας, καθώς επίσης και η αμοιβαία φιλία εκείνων των τριών ανδρών, των οποίων το έμβλημα ήταν «ένας για όλους και όλοι για ένα.»
Εκείνο τον καιρό πήγαινα σ’ ένα σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως σε μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης, και έγινα μέλος ενός ομίλου ξιφομαχίας. Ήμουν γοητευμένος και κατέβαλα τις καλύτερες προσπάθειές μου για να μάθω την τεχνική. Επειδή είχα καλούς βαθμούς στο σχολείο, οι γονείς μου δεν έφεραν αντίρρησι σ’ αυτή τη νέα ιδιοτροπία μου.
Τελικά, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, γράφθηκα στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσω νομικά. Αλλά το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βρω τον όμιλο ξιφομαχίας του Πανεπιστημίου, όπου υπήρχαν θαυμάσιοι προπονητές. Σ’ αυτό τον όμιλο ανήκαν και αγόρια και κορίτσια.
Ένα απ’ αυτά τα κορίτσια, η Μαίρη, είλκυσε την προσοχή μου. Έδειχνε ασυνήθη επιδεξιότητα και γνώριζε πώς να κάνη τον αντίπαλό της ν’ ανταποκριθή στο δικό της στυλ και πώς να διατηρή απόλυτο έλεγχο της καταστάσεως. Απέβλεπα σε μια μονομαχία μαζί της αντιλαμβανόμενος πλήρως όλα τα ύπουλα κόλπα της ξιφομαχίας που χρησιμοποιούσε.
Με τον καιρό, τρεις από μας στη λέσχη γίναμε πολύ στενοί σύντροφοι. Ήταν ο Τζων ο οποίος μελετούσε φυσικές επιστήμες, και ο Πωλ, ο οποίος μελετούσε μαθηματικά και φυσική. Και οι δύο ήσαν πλήρως αφοσιωμένοι στην ξιφομαχία, μολονότι ενασχολούντο με το σπορ αυτό ένα μικρό, σχετικά, χρονικό διάστημα.
Και οι τρεις μας δαπανούσαμε μέρος των διακοπών μας μαζί σε γραφικά βουνά. Και εκεί γεννήθηκε η φιλία μας. Σύντομα ανακαλύψαμε ότι συμπληρώναμε ο ένας τον άλλο πολύ καλά. Ο Τζων είχε έναν αυθόρμητο και, μερικές φορές, αχαλιναγώγητο ενθουσιασμό, τον οποίο ο Πωλ προσπαθούσε να περιορίση με τις σταθερές γνώμες του. Και οι τρεις μας, ο ίδιος αριθμός όπως και στο μυθιστόρημα του Δουμά, γίναμε καλοί ξιφομάχοι και αχώριστοι φίλοι.
Στη διάρκεια των διακοπών μας κάναμε σχέδια για την επόμενη περίοδο ξιφομαχίας. Αφιερώναμε σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο μας στη σωματική και ψυχολογική προετοιμασία για τους αγώνες, που τόσο πολύ μας άρεσαν.
Αλλά υπήρχε, επίσης, και η Μαίρη. Στην πραγματικότητα, μας ξεπερνούσε σε δεξιοτεχνία στην ξιφομαχία και κομψότητα. Προεξείχε σε πολλούς σπουδαίους αγώνες. Κι έτσι, με τον καιρό, απολαμβάναμε κι οι τέσσερις μια μοναδική σχέσι.
ΜΙΑ ΑΠΕΙΛΗ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ
Όταν έγινα είκοσι δύο ετών, λάβαμε μέρος σε μια περιοδεία χιονοδρομίας που είχε διευθετηθή από τον όμιλό μας ξιφομαχίας. Εκεί ήταν που η Μαίρη μας εξέπληξε, λέγοντάς μας μερικές αλλαγές που θα επηρέαζαν όλο τον κόσμο και ανέφερε κάτι από την Αγία Γραφή—το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Και οι τρεις μας ανταποκριθήκαμε αρνητικά. Εγώ απλώς είπα: «Υπάρχουν ωρισμένες αξίες στον κόσμο που εγώ δεν πρόκειται να εγκαταλείψω εξ αιτίας αμφισβητήσιμης προφητείας.»
Ένα μήνα αργότερα, η Μαίρη ήλθε στον όμιλο ξιφομαχίας και φαινόταν πολύ αλλαγμένη. Μέχρι τότε, γνωριζόμαστε επί δυόμισυ περίπου χρόνια. Πήρε τη στολή ξιφομαχίας της, είπε αντίο και έφυγε. Για να πούμε το λιγώτερο, συγκλονισθήκαμε, γιατί φαινόταν ότι έφευγε για πάντα. Της τηλεφωνήσαμε και ρωτήσαμε αν θα μπορούσαμε να την επισκεφθούμε εκείνο το βράδυ. Συμφώνησε.
Εκείνο το βράδυ συναντηθήκαμε μ’ ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο—με κάποιαν που δεν είχαμε δει ποτέ προηγουμένως. Η Μαίρη, που μπορούσε πάντοτε να επιφέρη δυναμικά κτυπήματα με το ξίφος της, ν’ αποκρούη αμέσως τις επιθέσεις και να μετέχη στα γέλια μας, τώρα είχε ίχνη από δάκρυα στο πρόσωπό της. Αλλά συγχρόνως φαινόταν ότι είχε εμπιστοσύνη. Άνοιξε τη Γραφή της και διάβασε με σοβαρή φωνή: «Και θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.»—Ησ. 2:4.
Όταν τελείωσε, μας κοίταξε και στα μάτια της υπήρχε ένα μεγάλο ερωτηματικό. Νομίζω ότι περίμενε την επιδοκιμασία μας, όταν είπε: «Θέλω να υπηρετήσω τον Ιεχωβά, τον Θεόν μας, και να ζήσω σε αρμονία με τις αρχές της Αγίας Γραφής. Δεν θέλω πια να μαθαίνω πώς να πολεμώ και η ξιφασκία είναι ένα πολεμικό άθλημα.»
Αισθάνθηκα συντετριμμένος, διότι πίστευα ότι τα όνειρά μου για τη φιλία των σωματοφυλάκων είχαν καταρρεύσει. Αργότερα, είπα στον Τζων με τον οποίον είχα μια πιο ιδιαίτερη σχέσι, ότι με κάθε θυσία πρέπει να φέρωμε τη Μαίρη πίσω στην σχολή ξιφομαχίας.
«Και, ασφαλώς,» συμφώνησε ο Τζων «αλλά, πώς; Βέβαια δεν συμφωνώ με την απόφασι της Μαίρης,» είπε, «αλλά θαυμάζω αυτή την απόφασι. Χρειάζεται αρκετό θάρρος για να πάρης μια τέτοια απόφασι.»
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ Ν’ΑΛΛΑΞΩΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ
Για να κάνω τη Μαίρη ν’ αλλάξη την απόφασί της, δανείσθηκα μια Αγία Γραφή και άρχισα να τη διαβάζω. Ανεκάλυψα αυτό που έψαχνα στο Άσμα Ασμάτων, κεφάλαιο τρίτο και εδάφια επτά και οκτώ, όπου λέγει: «ιδού, η κλίνη του Σολομώντος· εξήκοντα δυνατοί άνδρες είναι περί αυτήν, εκ των δυνατών του Ισραήλ· πάντες ούτοι κρατούσι ρομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, έκαστος έχει την ρομφαίαν αυτού επί τον μηρόν αυτού δια νυκτερινούς φόβους.»
Αυτή η ανακάλυψις με ενθουσίασε. Δεν μπόρεσα παρά να πω δυνατά: «Έτσι, η Γραφή όχι μόνο δεν καταδικάζει τη χρήσι όπλων, αλλά με άμεσο τρόπο μάς παροτρύνει να τα χρησιμοποιούμε!» Έγραψα στη Μαίρη για την ανακάλυψί μου. Μετά από λίγο καιρό έλαβα την απάντησί της. Μου τόνιζε ότι στις αρχαίες μέρες, πριν από την έλευσι του Χριστού, οι δούλοι του Θεού ήσαν εξουσιοδοτημένοι μερικές φορές να πολεμούν με κατά γράμμα όπλα, αλλά τα όπλα των αληθινών Χριστιανών είναι εντελώς διαφορετικά. Στην επιστολή της μου εξηγούσε τα εξής:
«Ρόμπερτ, οι δούλοι του Θεού αποτελούν ένα ειδικό στράτευμα, έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε. Και γι’ αυτό είναι ωπλισμένοι. Η πανοπλία των δούλων του Θεού μοιάζει με την πανοπλία των Ρωμαίων λεγεωναρίων και περιγράφεται από τον απόστολο Παύλο στην επιστολή του προς Εφεσίους [6:14-17]: ‘Σταθήτε λοιπόν περιεζωσμένοι την οσφύν σας με αλήθειαν και ενδεδυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης και έχοντες υποδεδημένονς τους πόδας με την ετοιμασίαν του ευαγγελίου της ειρήνης· επί πάσι δε αναλάβετε την ασπίδα της πίστεως, δια της οποίας θέλετε δυνηθή να σβέσητε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα· και λάβετε την περικεφαλαίαν της σωτηρίας και την μάχαιραν του πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού.’»
«Ακόμη και αυτή η πανοπλία,» συνέχιζε, «δεν είναι επαρκής. Πρέπει να μάθωμε να ζούμε σύμφωνα με τις αρχές που εκτίθενται στον Λόγο του Θεού. Μόνο τότε θα είμαστε σαν εκείνο τον άνθρωπο, για τον οποίο ο Ιησούς λέγει στο κατά Ματθαίον [7:24-27]: ‘Πας λοιπόν όστις ακούει τους λόγους μου τούτους και κάμνει αυτούς, θέλω ομοιώσει αυτόν με άνδρα φρόνιμον, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν· Και κατέβη η βροχή, και ήλθον οι ποταμοί, και έπνευσαν οι άνεμοι, και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην, και δεν έπεσε διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί την πέτραν. Και πας ο ακούων τους λόγους μου τούτους και μη κάμνων αυτούς θέλει ομοιωθή με άνδρα μωρόν, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον· και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην, και έπεσε, και ήτο η πτώσις αυτής μεγάλη.’»
Ωστόσο, απ’ αυτά που έγραψε η Μαίρη, δεν έβλεπα καμμιά εύλογη αιτία για την οποία να εγκαταλείψω την ξιφομαχία. Και ο Πωλ, επίσης, έκανε ό,τι μπορούσε για να πείση τη Μαίρη ν’ αλλάξη την απόφασί της. Άρχισε μάλιστα να μελετά τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν φοβόμαστε μήπως επηρεασθή, επειδή γνωρίζαμε την καθαρά υλιστική του άποψι.
Συγχρόνως, συνεχίζαμε να ξιφασκούμε. Στην πραγματικότητα, αυτό το έκανα παραμελώντας τις νομικές μου σπουδές. Ο Πωλ με ενεθάρρυνε να μελετώ περισσότερο. Δεν έδωσα προσοχή στη συμβουλή του, αλλά επειδή αρνήθηκα να την ακολουθήσω τιμωρήθηκα, με το ν’ αναγκασθώ να επαναλάβω ένα ολόκληρο έτος τις σπουδές μου. Ο Πωλ εξ άλλου, είχε θαυμάσιους βαθμούς, και εξ αιτίας τούτου, η στάσις μου προς αυτόν έγινε ακόμη πιο ψυχρή. Όταν παραπονέθηκα στον Τζων, μου είπε ότι ο Πωλ, ανόμοια μ’ εμάς, είχε πάρει στα σοβαρά τις σπουδές του.
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΙΡΗ
Επειδή είχαμε να δούμε τη Μαίρη τρεις μήνες, ο Τζων κι εγώ, αποφασίσαμε να την επισκεφθούμε. Άκουσε με ανυπομονησία τα νέα από τη σχολή ξιφασκίας και μετά αναστέναξε: «Τι κρίμα που δεν βλέπομε ο ένας τον άλλο με τον τρόπο που συνηθίζαμε. Τι θα λέγατε αν συναντιόμαστε τακτικά και διαβάζαμε κάτι ωραίο μαζί—ίσως κάτι από την Αγία Γραφή; Ξέρω ότι σας αρέσει η δραματική ανάγνωσις.» Συμφωνήσαμε.
Αρχίσαμε να διαβάζωμε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, αλλά δεν παραμείναμε μόνο στη δραματική ανάγνωσι. Συζητούσαμε, επίσης, την έννοια αυτών που διαβάζαμε. Κάποτε αναρωτήθηκα δυνατά για την ευθύνη του ανθρώπου προς τον Θεό της Αγίας Γραφής. Ο Τζων με διέκοψε: «Άκουσε, Ρόμπερτ, από πού έλαβε ο Ιησούς την ηθική του δύναμι που τον κατέστησε ικανό να συγχωρή εκείνους που τον είχαν βλάψει τόσο πολύ;»
Αυτή ήταν μια ερώτησις στην οποία δεν μπορούσα να δώσω απάντησι, αλλά αντιλαμβανόμουν ότι η απάντησις θα είχε να κάνη με τη σχέσι του Ιησού με τον Θεό. Επειδή θέλαμε να μάθωμε την πραγματική απάντησι σ’ αυτά τα θρησκευτικά ερωτήματα, αρχίσαμε να μελετούμε την Αγία Γραφή μ’ ένα Μάρτυρα του Ιεχωβά, τον οποίο μας σύστησε η Μαίρη. Το Βιβλικό βοήθημα που χρησιμοποιούσαμε είχε τον τίτλο, «Η Αλήθεια Που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή.»
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΙΣ ΣΕ ΣΟΒΑΡΗ ΜΕΛΕΤΗ
Με έξαψι λέγαμε στον Πωλ τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγαμε στη μελέτη μας. Ο Πωλ μάς εξηγούσε τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει εκείνος, ως αποτέλεσμα της συγκρίσεως της Αγίας Γραφής με τα μαθηματικά και τη φυσική. Συχνά συζητούσε με τον Τζων τον βαθμό στον οποίο η Βίβλος συμφωνεί με τη βιολογία.
Κάποτε, οι φίλοι μου συζητούσαν με έξαψι το πρόβλημα του αν η Γραφή διαψεύδη ή δεν διαψεύδη την ύπαρξι του βροντοσαύρου. Η λογομαχία προχώρησε τόσο πολύ, ώστε απεφάσισαν να σταματήσουν τις Γραφικές μελέτες τους. Αυτό με εξέπληξε κι έτσι προσπάθησα να δώσω τέρμα στη συζήτησί τους, λέγοντας: «Κοιτάξτε, νομίζω ότι σ’ αυτή την περίπτωσι το πιο σπουδαίο δεν είναι το επιστημονικό, αλλά το ηθικό ζήτημα. Και ώσπου να καταλάβω το πρόβλημα της ευθύνης σαφώς, εγώ θα συνεχίσω τη μελέτη μου.»
Έτσι πέτυχα να θέσω τέρμα στην οξεία συζήτησί τους τόσο, που απεφάσισαν κι εκείνοι να συνεχίσουν τη μελέτη τους. Τώρα ήταν ο Τζων εκείνος που σκέφθηκε ότι δαπανούσαμε πάρα πολύ χρόνο στην ξιφασκία και διευθέτησε τα πράγματα έτσι ώστε η Γραφική μελέτη να γίνεται μετά την ξιφασκία. Δεν μου άρεσε αυτό πάρα πολύ, επειδή εσήμαινε ότι θα σταματούσαμε την ξιφασκία δύο ώρες νωρίτερα από ό,τι προηγουμένως.
Λίγο καιρό πριν, μια τέτοια απόφασις θα ήταν απίστευτη, αλλά τώρα ελκυόμεθα όλο και περισσότερο στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Στην πραγματικότητα, μας απασχολούσε τόσο πολύ, ώστε σημειώναμε με χρωματιστά μολύβια εκείνα τα εδάφια στην Γραφή που μας άρεσαν περισσότερο. Και επειδή μας άρεσαν όλα τα εδάφια που μας εξηγούσαν, η Γραφή μας σύντομα έγινε πολύχρωμη!
Θ’ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΗΝ ΞΙΦΑΣΚΙΑ;
Ελάμβανα σιγά σιγά μια απάντησι στο ερώτημά μου σχετικά με την ευθύνη μου προς τον Θεό. Η Μαίρη με βοήθησε πολύ σ’ αυτό κι έτσι, μετά από πέντε περίπου μήνες, της εμπιστεύθηκα ότι σκεφτόμουν σοβαρά ν’ αφιερωθώ στον Ιεχωβά, αλλά ότι θα ήθελα να περιμένω τον Πωλ και τον Τζων.
«Κοίταξε, Ρόμπερτ,» απήντησε η Μαίρη, «συνέχισα να ξιφασκώ για να έχω την ευκαιρία να μιλώ σ’ όλους σας, αλλά κανείς από σας δεν με πήρε στα σοβαρά μέχρις ότου έφυγα. Και τότε όλοι σας ξαφνικά αρχίσατε ν’ αναρωτιέσθε γιατί το είχα κάνει αυτό-και σήμερα μελετάτε όλοι την Αγία Γραφή.» Αυτή η συζήτησις μαζί της συνέβαλε πολύ στο να επισπεύσω την απόφασί μου να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά.
Τώρα αντιμετώπιζα το ίδιο πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει και η Μαίρη: Έπρεπε να σταματήσω κι εγώ την ξιφασκία; Σκεφτόμουν ξανά και ξανά τα λόγια της Αγίας Γραφής που είχα ακούσει για πρώτη φορά πριν από δεκαέξη περίπου μήνες: «Και θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.»—Ησ. 2:4.
Μπροστά από τα μάτια μου πέρασαν τα δέκα χρόνια που ξιφασκούσα. Το ξύπνημα νωρίς το πρωί, οι προπονητές, η πίκρα της ήττας και, πρόσφατα οι επιτυχίες μου, και η ευκαιρία να προχωρήσω ακόμη περισσότερο σ’ αυτό το σπορ. Αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Μαίρη είχε δίκιο. Και κατάλαβα τα δάκρυά της πλήρως, διότι τώρα και τα δικά μου μάτια ήσαν γεμάτα δάκρυα. Ωστόσο, είχα συγχρόνως την ίδια εμπιστοσύνη που είχε κι εκείνη.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ Ο ΤΖΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΩΛ;
Ο Τζων κι ο Πωλ εξεπλάγησαν πολύ με την απόφασί μου. Αλλά φαντασθήτε την ευχαρίστησί μου όταν κι αυτοί, επίσης, αποφάσισαν να θέσουν στην άκρη τα χαλύβδινα ξίφη και, μαζί μ’ εμένα, να σταματήσουν να ξιφασκούν. Ο Τζων κι ο Πωλ παρακολουθούσαν τις Χριστιανικές μας συναθροίσεις, αλλά δεν ησθάνοντο τότε την ανάγκη ν’ αφιερώσουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά και να συμβολίσουν αυτή την αφιέρωσι με το εν ύδατι βάπτισμα.
Ένα έτος μετά το βάπτισμά μου, συναντηθήκαμε πάλι και οι τέσσερις. Τι ευτυχισμένη επανασύνδεσις ήταν—όλοι μας τώρα ήμεθα αφιερωμένοι Χριστιανοί! Στο παρελθόν ήμαστε ενθουσιώδεις ξιφομάχοι, γεμάτοι αποφασιστικότητα και φιλοδοξίες. Αλλά όταν γνωρίσαμε το θέλημα του Θεού, βάλαμε στην άκρη τα χαλύβδινα ξίφη μας και πήραμε τη μάχαιρα του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού.—Εφεσ. 6:17.
Είχαμε αντιληφθή ότι, «ο λόγος του Θεού είναι ζων και ενεργός και κοπτερώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν, και διέρχεται μέχρι διαιρέσεως ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και διερευνά τους διαλογισμούς και τας εννοίας της καρδίας.» (Εβρ. 4:12) Είναι καλό να πολεμά κανείς μ’ αυτή την πνευματική μάχαιρα για την τιμή και τη δόξα του Ιεχωβά Θεού και αυτό αποτελεί τώρα τη μεγαλύτερη επιθυμία μας και τη συνεχή προσπάθειά μας.—Από συνεργάτη.