ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • yb84 σ. 113-256
  • Ιταλία

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Ιταλία
  • Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1984
  • Υπότιτλοι
  • ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
  • ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
  • Η ΑΡΧΗ
  • ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
  • ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
  • Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ
  • «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ»
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
  • ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
  • Η ΓΕΜΑΤΗ ΖΗΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΩΝ
  • 1925—Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
  • ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΛΑΤΤΩΝΕΤΑΙ
  • ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΠΝΙΓΕΤΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ
  • Ο ΟΜΙΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΤΟΛΑ ΠΕΛΙΝΑ
  • Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΟ ΡΟΖΕΤΟ ΝΤΕΛΙ ΑΜΠΡΟΥΖΙ
  • Ο ΟΜΙΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΛΟ
  • Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΗ ΦΑΕΝΤΣΑ
  • Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΗ ΖΟΡΤΕΑ
  • ΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΣΙΛΒΑΝΟ, ΠΙΑΝΕΛΛΑ ΚΑΙ ΣΠΟΛΤΟΡΕ
  • ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ—ΑΣΤΡΑΠΗ
  • Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ
  • Η ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
  • ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
  • ΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ ΞΕΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΙ
  • ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
  • ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
  • ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
  • ΑΔΕΛΦΕΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
  • ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
  • Η ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ
  • ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ
  • ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
  • ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
  • ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
  • Η ΔΡΑΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ
  • ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΒΑΝΟΤΣΙ
  • Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΦΡΕΝΤΙΑΝΕΛΛΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
  • Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΤΗΣ ΤΣΕΡΙΝΙΟΛΑ
  • ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
  • ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ
  • ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
  • ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
  • ΠΕΙΡΕΣ ΣΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ
  • ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
  • Ο ΚΛΗΡΟΣ ΥΠΟΚΙΝΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΑΣΑΡΙΕΣ
  • ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ
  • ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ
  • Η ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ
  • ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΑΧΗ
  • ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗ!
  • ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟΥ
  • Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
  • ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ ΤΟ 1957
  • ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
  • ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΑΝ ΜΑΡΙΝΟ
  • ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ
  • Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΑΙΩΝΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ»
  • ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
  • ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ ΥΠΟΚΙΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΟΟΔΟ
  • Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ»
  • ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ
  • ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΠΕΘΕΛ
  • Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΘΕΙΑ ΝΙΚΗ»
  • Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΣΤΟ ΛΑΟ ΤΟΥ
  • ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΣΤΟ ΜΠΕΘΕΛ
  • ΕΡΓΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
  • Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΝΟΜΙΚΑ
  • ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ «ΑΙΜΑ»
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΣ
  • Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΠΙΣΤΙΣ»
  • ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ: ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
  • ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΑΝΑΓΚΗΣ
  • ΤΟ ΜΠΕΘΕΛ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ
  • ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΝΤΥΠΩΝ ΣΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
  • ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1984
yb84 σ. 113-256

Ιταλία

Η Ιταλία συχνά περιγράφεται σαν η «όμορφη μπότα» επειδή το σχήμα της μοιάζει κάπως σαν μια μπότα του 18ου αιώνα με την Απουλία στη φτέρνα, την Καλαβρία στα δάχτυλα και τις Άλπεις γύρω από την κορυφή της γάμπας. Η Ιταλία λοιπόν είναι μια μακριά χερσόνησος που απλώνεται μέσα στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το όνομά της προέρχεται από την ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι στο νότιο τμήμα της χερσονήσου—Ιταλία, που σύμφωνα με το μύθο, σημαίνει «χώρα των βοδιών» ή «βοσκότοπος». Η γοητευτική φύση της Ιταλικής υπαίθρου είναι πολύ γνωστή: πεδιάδες, βουνά, λίμνες, ακρογιαλιές, ελαιώνες, αμπελώνες και λοφοπλαγιές πλούσια φυτευμένες με κυπαρισσόδεντρα. Η Ιταλία έχει επίσης και δύο μεγάλα νησιά, τη Σικελία και τη Σαρδηνία.

Ο πληθυσμός των 57 σχεδόν εκατομμυρίων είναι κατ’ εξοχήν Καθολικός, αν και η συμμετοχή στις εκκλησιαστικές δραστηριότητες είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Πώς πρωτορίζωσε εδώ η αληθινή Χριστιανοσύνη μόνο για να σβήσει αργότερα; Πότε και πώς άρχισε σ’ αυτή τη χώρα το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά;

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Το έτος 59 μ.Χ. ένας στρατιωτικός αξιωματούχος οδηγούσε μερικούς φυλακισμένους, ανάμεσα στους οποίους κι έναν μεσόκοπο άντρα, σ’ ένα κοπιαστικό και επικίνδυνο ταξίδι. Ύστερα από θαυματουργική διάσωση από ένα ναυάγιο, αποβιβάστηκαν στη Μάλτα, ένα νησί νότια της Ιταλίας και κατάφεραν να ξαναρχίσουν το ταξίδι τους τρεις μήνες αργότερα. Το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκαν ονομαζόταν «Γιοι του Δία» (Διόσκουροι), προς τιμή των δίδυμων γιων του Δία, που υποτίθεται ότι προστάτευαν τους ναυτικούς από τον κίνδυνο. Ωστόσο, ένας από τους φυλακισμένους δεν ήταν λάτρης των Ελληνο-Ρωμαϊκών θεών. Ήταν μαθητής του Ιησού Χριστού και λεγόταν Παύλος. Το ταξίδι τούς έφερε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου έμειναν για τρεις μέρες και ύστερα ανηφόρισαν περνώντας τον Πορθμό της Μεσσήνης με μια στάση στο Ρήγιο. Λίγο αργότερα αποβιβάστηκαν στους Ποτιόλους, κοντά στη Νεάπολη, όπου οι ντόπιοι πνευματικοί αδελφοί τους παρακάλεσαν να μείνουν για λίγο. Ύστερα από άλλες εφτά μέρες, ξεκίνησαν για τη Ρώμη, ακολουθώντας την Αππία Οδό, το μεγαλύτερο στρατιωτικό-εμπορικό οδικό δίκτυο της αυτοκρατορίας. Τα νέα για την επικείμενη άφιξη του Παύλου έφτασαν στην εκκλησία της Ρώμης και οι αδελφοί στοργικά πήγαν να τον προϋπαντήσουν στον Άππιο Φόρο και στις Τρεις Ταβέρνες, απ’ όπου συνόδευσαν τους ταξιδιώτες ως το τέλος του ταξιδιού τους.—Πράξεις 27:1-28:16.

Ο Παύλος είχε τόσο καλή άποψη για τους Χριστιανούς της Ρώμης, που τούς είχε γράψει νωρίτερα λέγοντας: «Η πίστις σας κηρύττεται εν όλω τω κόσμω.—Ρωμ. 1:8.

Ωστόσο, αφού η αληθινή Χριστιανοσύνη ευημέρησε για λίγο, μετά καταβροχθίστηκε από την αποστασία, την άφιξη της οποίας είχε προείπει ο Ιησούς Χριστός. (Ματθ. 13:26-30, 36-43) Η κοσμική εξουσία που απόκτησαν οι θρησκευτικοί ηγέτες εξακολούθησε να αυξάνει, ώσπου, στον καιρό του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τα θρησκευτικά και πολιτικά στοιχεία συνενώθηκαν. Αυτό οδήγησε στην εγκαθίδρυση του Καθολικισμού με την παπωσύνη του.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η επιρροή της λεγόμενης Μεταρρύθμισης ελάχιστα έγινε αισθητή στην Ιταλία, και το πνευματικό σκοτάδι που κρεμόταν πάνω από τους κατοίκους της χερσονήσου εξακολούθησε να βασιλεύει. Υπήρξαν μερικά άτομα που προσπάθησαν να αποκτήσουν αληθινή γνώση του Λόγου του Θεού, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στο εξωτερικό όπου μπορούσαν να μοιράζονται τη νεοαποκτημένη τους γνώση των Γραφών με άλλους. Όσοι παρέμειναν στην Ιταλία φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση.

Το 1870 οι Παπικές Πολιτείες, μεγάλες εκτάσεις γης όπου η Καθολική Εκκλησία είχε πολιτική εξουσία, παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο της Ιταλίας, εκτός από μια μικρή περιοχή που κατέχει ακόμη η πόλη του Βατικανού. Υπήρχαν τώρα καλές προοπτικές για μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία στη χώρα. Ωστόσο, αυτές οι ελπίδες διαλύθηκαν πολύ σύντομα μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπενίτο Μουσσολίνι το 1922. Το 1929 ο Μουσσολίνι υπέγραψε ένα κονκορδάτο με την Καθολική Εκκλησία, που παραχωρούσε ειδικά προνόμια στην Εκκλησία και στον κλήρο και άνοιγε το δρόμο για μια νέα εποχή καταπίεσης. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ρωτήσουμε, πώς ξεκίνησε το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην σύγχρονη Ιταλία;

Η ΑΡΧΗ

Η αναγέννηση της αληθινής Χριστιανοσύνης πηγαίνει πίσω στο τέλος του περασμένου αιώνα σε μια μικρή πόλη που λέγεται Πινερόλο, 38 χιλιόμετρα (24 μίλια) από το Τουρίνο του Πεδεμόντιου. Το Πινερόλο βρίσκεται σε μια από τις γραφικές κοιλάδες των Κουτιανών Άλπεων που είναι γνωστές ως «Ουαλδενσιανές Κοιλάδες». Οφείλουν το όνομά τους στους οπαδούς του Πέτρου Ουάλντο, ενός εμπόρου της Λυών που εκτιμούσε πολλές Βιβλικές αλήθειες.

Το 1891 ένας Αμερικανός ταξιδιώτης σταμάτησε στο Πινερόλο, στη διάρκεια της πρώτης σειράς των επισκέψεών του στην Ευρώπη. Ήταν ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ, ο πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά. Εκεί στο Πινερόλο συνάντησε τον καθηγητή Ντανιέλε Ριβουάρ, έναν Ουαλδενσιανό που δίδασκε γλώσσες στο Ουαλδενσιανό μορφωτικό κέντρο Τόρρε Πελίτσε. Αν και ο καθηγητής Ριβουάρ ποτέ δεν έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά, έδειξε όμως μεγάλο ενδιαφέρον στη διάδοση του Βιβλικού αγγέλματος όπως εξηγείται στις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά.

Πέρασαν λίγα χρόνια και στο μεταξύ, η Φάννυ Λούλι, μια Ουαλδενσιανή από το Σαν Τζερμάνο Τσιζόνε, κοντά στο Πινερόλο, πήρε από συγγενείς στην Αμερική ένα βιβλίο με τίτλο «Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων». Το 1903 είχε καταλάβει ότι τα περιεχόμενα του βιβλίου ήταν η αλήθεια κι έκανε συναθροίσεις με ένα μικρό όμιλο ατόμων στο σπίτι της.

Επίσης, γύρω στο 1903 ο καθηγητής Ριβουάρ μετάφρασε το βιβλίο Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων στα Ιταλικά. Το 1904 τύπωσε το βιβλίο στην Τιπογκράφια Σοτσιάλε με δικά του έξοδα. Αυτό έγινε πριν η Ιταλική έκδοση του βιβλίου κυκλοφορήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην έκδοσή του τού 1904, ο καθηγητής Ριβουάρ έγραψε την ακόλουθη σημείωση στους αναγνώστες του: «Θέτουμε την πρώτη Ιταλική έκδοση κάτω από την προστασία του Κυρίου. Είθε να την ευλογήσει ώστε, παρά τις ατέλειές της, να μπορέσει να συμβάλει για να μεγαλυνθεί το αγιότατο όνομά του και να ενθαρρύνει τα Ιταλόφωνα παιδιά του σε μεγαλύτερη αφοσίωση.» Ο Ιεχωβά πράγματι ευλόγησε τα αποτελέσματα της διανομής αυτού του βιβλίου.

Ο καθηγητής Ριβουάρ επίσης άρχισε να μεταφράζει το περιοδικό Σκοπιά της Σιών και Κήρυξ της του Χριστού Παρουσίας στα Ιταλικά. Κυκλοφορούσε κάθε τρίμηνο το 1903 και τυπωνόταν στο Πινερόλο. Είναι ενδιαφέρον ότι το περιοδικό διανεμόταν κανονικά μέσω των κυριοτέρων πρακτορείων εφημερίδων στα πιο σημαντικά επαρχιακά κέντρα.

Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η Κλάρα Τσέρουλλι Λάνταρετ και ο Τζιοζουέ Βιττόριο Πασκέττο γνώρισαν επίσης την αλήθεια και ο Ρεμίτζιο Κουμινέττι προστέθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Αυτοί όλοι είναι άτομα για τα οποία θα ακούμε καθώς ξετυλίγεται η ιστορία μας.

ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η πρώτη εκκλησία των σύγχρονων δούλων του Ιεχωβά στην Ιταλία σχηματίστηκε το 1908. Οι συναθροίσεις διεξάγονταν κάθε Πέμπτη βράδι στο Πινερόλο, στην Πιάτσα Μοντεμπέλλο 7, στο σπίτι της αδελφής Τσέρουλλι και κάθε Κυριακή απόγευμα στο Γκοντίνι κοντά στο Σαν Τζερμάνο Τσιζόνε, στης αδελφής Λούλι.

Όταν ο αδελφός Ρώσσελ ξαναγύρισε στην Ιταλία το 1912 για να επισκεφθεί τη μοναδική εκκλησία που υπήρχε, παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις 40 περίπου άτομα. Εκείνο τον καιρό ήταν κάτω από την επίβλεψη του γραφείου του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά της Ελβετίας κι αυτή η διευθέτηση συνεχίστηκε μέχρι το 1945. Η αδελφή Τσέρουλλι που μιλούσε Αγγλικά και Γαλλικά όπως και Ιταλικά, εκπροσωπούσε το τμήμα της Ελβετίας στην Ιταλία.

ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μικρός όμιλος των Ιταλών αδελφών πέρασε μια περίοδο δοκιμασίας και καθαρισμού, όπως συνέβη και σ’ άλλα μέρη του κόσμου. Το 1914 μερικοί Σπουδαστές της Γραφής, όπως ονομάζονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, περίμεναν να «αρπαχθούν εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα» και πίστευαν ότι το επίγειο έργο τους κηρύγματος είχε φτάσει στο τέλος. (1 Θεσ. 4:17) Μια αφήγηση που διασώζεται λέει: «Μια μέρα, μερικοί από αυτούς πήγαν σ’ ένα απομονωμένο μέρος για να περιμένουν να συμβεί το γεγονός. Ωστόσο, όταν δεν έγινε τίποτα, αναγκάστηκαν να γυρίσουν σπίτι πολύ σκυθρωποί. Σαν αποτέλεσμα, μερικοί από αυτούς έφυγαν από την πίστη.»

Περίπου 15 άτομα παρέμειναν πιστά και συνέχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις, και να μελετούν τις εκδόσεις της Εταιρίας. Σχολιάζοντας εκείνη την εποχή, ο αδελφός Ρεμίτζιο Κουμινέττι είπε: «Αντί για το αναμενόμενο στέμμα της δόξας, λάβαμε ένα γερό ζευγάρι μπότες για να συνεχίσουμε το έργο του κηρύγματος.»

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ

Η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο τον Μάιο του 1915, αποτέλεσε την αρχή μιας πολύ δύσκολης εποχής για ένα μέλος της εκκλησίας, τον αδελφό Ρεμίτζιο Κουμινέττι. Όταν κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία, αποφάσισε να κρατήσει ουδετερότητα. (Ησ. 2:4· Ιωάν. 15:19) Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει από δίκη στο στρατοδικείο της Αλεσσάντρια. Η αδελφή Κλάρα Τσέρουλλι παρακολούθησε τη δίκη κι έστειλε λεπτομερή αναφορά γι’ αυτήν στον αδελφό Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, επειδή ήξερε ότι ενδιαφερόταν πάντοτε για ό,τι συνέβαινε στον Ιταλικό αγρό. Το γράμμα της με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 1916, είναι μια αυθεντική αφήγηση αυτών που συνέβηκαν:

«Αγαπητέ μου αδελφέ εν Χριστώ

«Πιστεύω πως έπρεπε να γράψω χωρίς καθυστέρηση για να σού πω τα καλά νέα για το πώς ο αγαπητός μας αδελφός Ρεμίτζιο Κουμινέττι, πήρε σταθερή στάση για την πίστη κι έδωσε μια καλή μαρτυρία στη διάρκεια της δίκης του στην Αλεσσάντρια.

«Η αδελφή Φάννυ Λούλι κι εγώ είχαμε το μεγάλο προνόμιο να παρακολουθήσουμε τη δίκη και να εποικοδομηθούμε από την θαρραλέα ομολογία της σταθερής πίστης του αδελφού μας.

«Ο Δικαστής επανειλημμένα προσπάθησε να παγιδεύσει τον αδελφό μας να παραδεχτεί μερικά πράγματα αλλά ο Ρεμίτζιο δεν τα ‘χασε ποτέ. Σου γράφω εδώ μερικά απ’ όσα ειπώθηκαν στη δίκη:

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Σε προειδοποιώ ότι δικάζεσαι ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με μια σοβαρή κατηγορία κι ωστόσο εσύ φαίνεσαι να το νομίζεις αστείο!’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Δεν μπορώ ν’ αλλάζω την έκφραση του προσώπου μου. Η χαρά που αισθάνομαι στην καρδιά μου πρέπει να αντανακλάται στο πρόσωπο μου.’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Γιατί αρνείσαι να φορέσεις τη στρατιωτική στολή και να υπηρετήσεις για την υπεράσπιση της πατρίδας σου;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Βρίσκομαι εδώ μπροστά στο Δικαστήριο λόγω της άρνησής μου να φορέσω τη στρατιωτική στολή, αυτό είναι όλο. Δεν κατηγορούμαι για τίποτα άλλο. Πιστεύω ότι είναι ανάρμοστο για ένα γιο του Θεού να φορέσει μια στολή που είναι υπέρ του μίσους και του πολέμου! Για τον ίδιο λόγο αρνούμαι να φορέσω ένα περιβραχιόνιο και να εργαστώ σ’ ένα εργοστάσιο που παίρνει μέρος στην πολεμική προσπάθεια. Προτιμώ να χαρακτηριστώ σαν ένας από τους γιους του Θεού με το να ενεργώ ειρηνικά προς τον πλησίον μου.’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Παραδέχεσαι ότι έμεινες με τα εσώρουχά σου όταν ήσουν στη φυλακή στο Κούνεο;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Μάλιστα, Εξοχώτατε, είναι αλήθεια. Τρεις φορές εξαναγκάστηκα να βάλω τη στολή και τρεις φορές την έβγαλα πάλι. Η συνείδησή μου επαναστατεί στην ιδέα ότι θα βλάψω τον πλησίον μου. Είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για το καλό των άλλων αλλά ποτέ δεν θα σηκώσω ούτε δάχτυλο να βλάψω το συνάνθρωπό μου, επειδή ο Θεός, μέσω του αγίου του πνεύματος, μάς εκπαιδεύει να αγαπούμε και όχι να μισούμε τον πλησίον μας.’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Τι είδους εκπαίδευση έλαβες;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Αυτό έχει μικρή σημασία. Έχω μελετήσει τη Βίβλο!’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Απάντησε στις ερωτήσεις που σού κάνω. Πόσο καιρό πήγες στο σχολείο;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Τρία χρόνια, αλλά επαναλαμβάνω ότι αυτό έχει μικρή σημασία σε σύγκριση με την εκπαίδευσή μου στο σχολείο του Χριστού!’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Είναι κρίμα που ήρθες σε επαφή με ορισμένους ανθρώπους [έδειξε την αδελφή Λούλι κι εμένα] που σε οδήγησαν σε λάθος δρόμο. [Αποδοκιμαστικά] Πόσο καιρό μελέτησες αυτό το βιβλίο που λες βίβλο;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Έξι χρόνια και η μόνη μου στενοχώρια είναι ότι δεν άρχισα νωρίτερα!’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Ποιος σού διδάσκει αυτή τη νέα θρησκεία;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Ο ίδιος ο Θεός διδάσκει τούς δικούς του. Πιο ώριμοι σπουδαστές με βοήθησαν να καταλάβω τις Βιβλικές αλήθειες, αλλά μόνο ο Θεός μπορεί να ανοίξει τα μάτια της κατανόησής μας.’

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ‘Κατανοείς τη σοβαρότητα της ανυπακοής σου; Είναι η απόφασή σου αρκετά ισχυρή για να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες;’

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΟΥΜΙΝΕΤΤΙ: ‘Ναι, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω ό,τι κι αν συμβεί. Ακόμη κι αν καταδικαστώ σε θάνατο, ποτέ δεν θα παραβώ την υπόσχεση που έδωσα να υπηρετώ τον Θεό στο πλήρες.’

«Μετά απ’ αυτό, ο Δημόσιος Κατήγορος ζήτησε καταδίκη τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών για τον αδελφό Κουμινέττι κι ύστερα ήταν η σειρά της Υπεράσπισης να μιλήσει.

«Ο δικηγόρος σηκώθηκε κι έδωσε μια θαυμάσια μαρτυρία για τη στάση του αδελφού μας, λέγοντας ότι, αντί να καταδικαστεί σε φυλάκιση, ένας τέτοιος άνθρωπος έπρεπε να θαυμάζεται για το θάρρος του και την πιστότητά του στον Θεό του. Τονίστηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήθελε να παραβιάσει τη συνείδησή του πηγαίνοντας εναντίον της Βιβλικής εντολής να μη σκοτώσει. Ενεργούσε με υπακοή προς το Θείο Νόμο.

«Στη συνέχεια οι δικαστές αποσύρθηκαν για πέντε λεπτά και ύστερα επέστρεψαν στην αίθουσα για να διαβάσουν την καταδίκη. ‘Ο Ρεμίτζιο Κουμινέττι καταδικάζεται σε τρία χρόνια και δύο μήνες φυλάκιση για προδοσία εναντίον του Βασιλέως και των νόμων της χώρας.’

«Ο αδελφός μας τούς ευχαρίστησε μ’ ένα ακτινοβόλο χαμόγελο στο πρόσωπό του!

«Ύστερα ο Δικαστής τον ρώτησε αν είχε τίποτ’ άλλο να πει.

«Ο Ρεμίτζιο απάντησε, ‘θα είχα πάρα πολλά να πω για την αγάπη του Θεού και το θαυμαστό του σκοπό για το ανθρώπινο γένος.’

«Σ’ αυτό ο δικαστής τον διέκοψε με οργή, ‘έχουμε ήδη ακούσει αρκετά γι’ αυτό το θέμα. Επαναλαμβάνω την ερώτηση. Έχεις τίποτ’ άλλο να πεις σχετικά με την ποινή;’

«‘Όχι’, απάντησε ο αδελφός μας με ξαναμμένο πρόσωπο, ‘Επαναλαμβάνω ότι είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για το καλό των άλλων αλλά δεν θα σηκώσω ούτε ένα δάχτυλο να βλάψω το συνάνθρωπό μου!’

«Αυτό ήταν το τέλος της δίκης.

«Η αδελφή Φάννυ Λούλι κι εγώ είχαμε το προνόμιο να μιλήσουμε στον αγαπητό μας αδελφό. Όλοι τον θαύμαζαν. Ακόμη και οι δικαστές έμειναν έκπληκτοι από την ταπεινή του στάση συνδυασμένη με το θάρρος των γιων του φωτός στην άρνησή τους να προσκυνήσουν μπροστά στις επίγειες δυνάμεις. Προσκυνούν μόνο τον Θεό καθώς προσεύχονται σ’ αυτόν για το πνεύμα του και την αλήθεια.»

«Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ»

Αυτά που ακολούθησαν μετά τη δίκη είναι μια άλλη ιστορία. Ήταν τόσο σημαντικά ώστε χρόνια αργότερα τα αφηγήθηκε και πάλι το περιοδικό L’ Incontro στο τεύχος του τού Ιουλίου-Αυγούστου 1952. Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι από το άρθρο με τίτλο «Η Οδύσσεια ενός Αντιρρησία Συνείδησης στη Διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου»:

«Αυτός ο Μάρτυρας ήταν ο Ρεμίτζιο Κουμινέττι, που γεννήθηκε στο Πόρτε ντι Πινερόλο το 1890. . ..

«Ωστόσο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος το εργοστάσιο μηχανών [το RIV του Βιλλάρ Περόζα] συμπεριλήφθηκε στις πολεμικές προσπάθειες και οι εργάτες διατάχθηκαν να φορούν περιβραχιόνια και να θεωρούν τον εαυτό τους κάτω από στρατιωτική διοίκηση. Ο Κουμινέττι θα μπορούσε να το είχε δεχτεί αυτό και να παραμείνει πολίτης. Αν το είχε κάνει αυτό, θα γλύτωνε από τις δίκες που πέρασε αργότερα. Σαν ειδικευμένος εργάτης θα μπορούσε να έχει συνεχή στρατιωτική αναβολή, αλλά αυτός αμέσως σκέφτηκε, ‘Αφού αφιέρωσα τη ζωή μου στον Θεό, μπορώ να συνεχίσω να κάνω το θέλημά του και, συγχρόνως, να συμβάλω στις πολεμικές προσπάθειες; Έστω και έμμεσα, θα έπρεπε να απειθήσω στις εντολές «Μη φονεύσεις,» και, «Αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου;» Δεν είναι οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί οι ‘πλησίον’ μου όπως ακριβώς οι Γάλλοι, οι Άγγλοι και οι Ρώσοι;’ Σ’ αυτόν τον έντιμο άνθρωπο η απάντηση ήταν ολοφάνερη και σαφέστατη. . . .

«Όταν οι συνομήλικοί του κλήθηκαν για στρατιωτική υπηρεσία αυτός προσκολλήθηκε στις πεποιθήσεις του και αρνήθηκε να πάει στο στρατό. Σαν αποτέλεσμα, συνελήφθη και δικάστηκε από το στρατοδικείο της Αλεσσάντρια. Καταδικάστηκε σε τριάμισι χρόνια φυλάκιση [για την ακρίβεια τρία χρόνια και δύο μήνες] και στάλθηκε στη στρατιωτική φυλακή της Γκαέτα. . . Ωστόσο, οι στρατιωτικές αρχές σκέφτηκαν ότι ήταν άδικο να περνά τον καιρό του ήσυχα στη φυλακή ενώ οι συμπατριώτες του διακινδύνευαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης!. . . Αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη φυλακή και να τον στείλουν στη στρατιωτική διοίκηση όπου θα αναγκαζόταν να γίνει στρατιώτης και να πολεμήσει για τη χώρα του. . . όταν βρέθηκα εκεί, αρνήθηκε να φορέσει τη στολή και τον άφησαν στο προαύλιο με το πουκάμισό του.

«Αφού πέρασε λίγο καιρό σ’ αυτή την κατάσταση μέσα στο γενικό χλευασμό των συντρόφων του, ξανασκέφτηκε το ζήτημα κι αποφάσισε ότι το να φορέσει ορισμένα ρούχα δεν θα τον έκανε και στρατιώτη. Σκέφτηκε ότι κανείς δεν μπορούσε να θεωρηθεί στρατιώτης ή να υποστεί στρατιωτική εκπαίδευση αν δεν κολλούσε τα άστρα στη ζακέτα του. Έτσι φόρεσε τη στολή χωρίς τα άστρα και κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τον κάνει να τα καρφιτσώσει στο κολάρο του. Τον έστειλαν πίσω στη φυλακή κι από εκεί μεταφέρθηκε σε σωφρονιστήριο επειδή οι αρχές συμπέραναν ότι πρέπει να είναι τρελός. Επειδή ήταν τόσο λογικός όσο κι οποιοσδήποτε άλλος, ο διευθυντής του ιδρύματος δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει τρελό και τον έστειλε στο σύνταγμά του για μια ακόμη φορά. Μπροστά στη σταθερή του άρνηση να φορέσει τα στρατιωτικά άστρα ή να κάνει κάποιο είδος στρατιωτικής υπηρεσίας ξαναβρέθηκε στη φυλακή πριν περάσει πολύς καιρός. Έτσι πέρασαν μερικοί μήνες ανάμεσα στη φυλακή και στο σωφρονιστικό ίδρυμα.

«Τελικά τον ξανάστειλαν στο σύνταγμά του, κι αυτή τη φορά κάποιος ταγματάρχης αποφάσισε να κάμψει την αντίστασή του μια για πάντα. Μια μέρα, κάτω από την απειλή τού όπλου του τον διέταξε να πάρει τα όπλα του και να πάει στα χαρακώματα. Ο Κουμινέττι. . . ήξερε ότι αυτός ο ταγματάρχης είχε ήδη σκοτώσει μερικούς στρατιώτες για πολύ πιο ασήμαντες αιτίες . . . έτσι ήταν σίγουρος ότι η ώρα του είχε έρθει. Παρ’ όλ’ αυτά, ήρεμα αρνήθηκε να αγγίξει τα όπλα. Τότε ο ταγματάρχης είπε σε δύο άλλους στρατιώτες να του ετοιμάσουν το σάκο, να τον βάλουν στην πλάτη του και να στερεώσουν μια φυσιγγιοθήκη, ξιφολόγχη και λοιπά γύρω από τη μέση του. Αφού τον έντυσε μ’ αυτό τον τρόπο ο ταγματάρχης τον απείλησε πάλι με το ρεβόλβερ του και τον διέταξε να πάει στις γραμμές. Επειδή ο Κουμινέττι δεν κουνήθηκε, διέταξε δύο στρατιώτες να τον πάρουν σηκωτό με τη βία ως τα χαρακώματα. Σ’ αυτό το σημείο, καθώς τον έπαιρναν, ο Κουμινέττι παρατήρησε. ‘Καημένη Ιταλία! Αν οι στρατιώτες της πρέπει να μεταφέρονται στα χαρακώματα με τη βία, πώς θα μπορέσει ποτέ να κερδίσει τον πόλεμο;’ Αυτή η παρατήρηση έκανε ακόμη και τον άγριο και αδιάλλακτο ταγματάρχη να καμφθεί και διέταξε να βγάλουν από τον Κουμινέττι τον στρατιωτικό οπλισμό και να τον στείλουν πίσω στη φυλακή.

«Λίγο αργότερα, τον αναζήτησε ο συνταγματάρχης του συντάγματος. Αυτός ο αξιωματικός είχε αποφασίσει να συζητήσει με καλοσύνη μαζί του για να τον κάνει να βάλει τα στρατιωτικά του άστρα. Τον κάλεσε στο γραφείο του και του έδωσε κάθε διαβεβαίωση ότι αν υπάκουε στις διαταγές δεν θα υποχρεωνόταν ποτέ να αγγίξει όπλο και θα γίνονταν διευθετήσεις να υπηρετήσει πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Ο Κουμινέττι παραδέχτηκε αργότερα. . . ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη δοκιμασία που είχε περάσει μέχρι τότε. Κάποια στιγμή, βλέποντας την ταπεινή και γεμάτη σεβασμό στάση του, ο συνταγματάρχης νόμισε ότι είχε κερδίσει τη μάχη και είπε σε πατρικό τόνο, ‘Καημενούλη μου, πώς μπορείς να πολεμήσεις εναντίον της τρομερής δύναμης ενός ολόκληρου στρατού εντελώς μόνος σου; Θα καταποντιζόσουν. Τώρα θα σού καρφιτσώσω τα άστρα σου και συ θα τα φοράς χωρίς να επαναστατείς πια. Το κάνω αυτό για το καλό σου και ορκίζομαι ότι δεν θα χρειαστεί να πυροβολήσεις ανθρώπους και ότι οι ιδέες σου θα είναι απόλυτα σεβαστές’.

«Ο Κουμινέττι απάντησε πολύ απλά, ‘Συνταγματάρχα, αν προσπαθήσεις να καρφιτσώσεις τα άστρα στη στολή μου θα σε αφήσω, αλλά μόλις βγω έξω θα τα ξαναβγάλω!’ Αντιμέτωπος μ’ αυτή την άκαμπτη απόφαση, ο συνταγματάρχης δεν επέμεινε πια και τον εγκατέλειψε στην τύχη του.

«Για την πίστη του αυτός ο απλός, ταπεινός άντρας πέρασε πέντε φορές από δίκη. Φυλακίστηκε στη Ρετζίνα Κοέλι, στη Ρώμη, στη Πιατσέντζα και Γκαέτα, και στο σωφρονιστήριο της Ρέτζιο Εμίλια.»

Τελικά, αφού πέρασε κι άλλους μήνες στη φυλακή, ο αδελφός Κουμινέττι μεταφέρθηκε στο μέτωπο για να υπηρετήσει σαν τραυματιοφορέας. Το περιοδικό γράφει:

«Μια μέρα, ενώ υπηρετούσε στις πρώτες γραμμές, άκουσε ότι ένας τραυματισμένος αξιωματικός ήταν πεσμένος στα χαρακώματα και δεν είχε τη δύναμη να γυρίσει πίσω στις γραμμές. Κανείς δεν ήθελε να βγει να τον πάρει. Ο Κουμινέττι αμέσως προσφέρθηκε γι’ αυτή την επικίνδυνη αποστολή και κατάφερε να φέρει πίσω τον αξιωματικό ασφαλή μολονότι αυτό του κόστισε ένα τραύμα στο πόδι.»

Γι’ αυτή την πράξη του απονεμήθηκε ασημένιο μετάλλιο υπηρεσίας, «αλλά αρνήθηκε το παράσημο με την αιτιολογία ότι είχε ενεργήσει από αγάπη για τον πλησίον του κι όχι με την ιδέα να κερδίσει ένα μετάλλιο.»

Η ετυμηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του από το στρατοδικείο της Αλεσσάντρια στις 18 Αυγούστου 1916, είναι καταχωρημένη με αριθμό 10419 στα Αρχεία του Στρατοδικείου στο Τουρίνο. Ο αδελφός Κουμινέττι ήταν αναμφίβολα, ο πρώτος Ιταλός Μάρτυς που πήρε στάση για Χριστιανική ουδετερότητα και πιθανόν ο πρώτος αντιρρησίας συνείδησης της σύγχρονης Ιταλίας.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

Ο πόλεμος τελείωσε, αφήνοντας το θάνατο και τα ερείπια σ’ ολόκληρη τη χερσόνησο. Μολονότι το έργο εξακολούθησε να βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη του Ελβετικού τμήματος, μετά το 1919 ιδρύθηκε στην Ιταλία ένα γραφείο. Αυτό έγινε στο Πινερόλο σ’ ένα σπίτι που νοικιάστηκε στη Βία Σίλβιο Πέλλικο αριθ. 11.

Το 1922 ο αδελφός Ρεμίτζιο Κουμινέττι αντικατέστησε την αδελφή Τσέρουλλι σαν εκπρόσωπος της Εταιρίας στην Ιταλία. Δεν θεωρούνταν πια κατάλληλο να υπηρετεί μια γυναίκα σ’ αυτή τη θέση ευθύνης όταν μπορούσε να το κάνει ένας άντρας που είχε δώσει παραπάνω από αρκετή απόδειξη της ακεραιότητάς του. Η αδελφή Τσέρουλλι όμως προσβλήθηκε απ’ αυτή την αλλαγή κι εγκατέλειψε την αλήθεια.

Μετά τον πόλεμο, το μεταφραστικό έργο των εκδόσεων της Εταιρίας Σκοπιά το ανάλαβε ο Καθηγητής Γκιουζέππε Μπανκέττι. Ήταν ένας Ουαλδενσιανός πάστορας, αλλά είχε μελετήσει την αλήθεια κι εκτιμούσε την αξία της. Είχε ακόμη προσπαθήσει να περιλάβει ορισμένες διδασκαλίες στη δική του θρησκεία κηρύττοντάς τες από τον άμβωνα, αλλά χωρίς επιτυχία. Ωστόσο άφησε τους σπόρους της αλήθειας σε διάφορα μέρη της χώρας. Γύρω στο 1913 βρισκόταν στην Τσερινιόλα, στην επαρχία της Φότζια, όπου η Εταιρία συνήθιζε να του στέλνει έντυπα τακτικά. Αυτές οι αποστολές συνέχισαν να φτάνουν στην ντόπια Ουαλδενσιανή εκκλησία ακόμη και μετά το θάνατό του κι αργότερα σχηματίστηκε ένας όμιλος Σπουδαστών της Γραφής από άτομα που διάβαζαν τα έντυπα.

Εκτός από τη Σκοπιά, ο Καθηγητής Μπανκέττι μετάφρασε τα βιβλία η Κιθάρα του Θεού και Απελευθέρωση, καθώς και αρκετά βιβλιάρια. Κι αυτός, όπως και ο καθηγητής Ριβουάρ, δεν παραιτήθηκε ποτέ εντελώς από την Ουαλδενσιανή Εκκλησία, μολονότι πίστευε τις εξηγήσεις της Εταιρίας Σκοπιά για τη Γραφή και διέδιδε το άγγελμα.

Όταν ο καθηγητής Μπανκέττι πέθανε το 1926, οι μεταφράσεις γίνονταν για ένα διάστημα από κάποια κυρία Κούρτιαλ, που μετάφρασε το βιβλίο Δημιουργία. Το 1928 όμως, το έργο ανατέθηκε σ’ ένα αφιερωμένο άτομο, τον αδελφό Τζιοζουέ Βιττόριο Πασκέττο, που έκανε το έργο μεταφράσεων μέχρι τη μέρα της σύλληψής του από τη Φασιστική αστυνομία, στις 7 Νοεμβρίου 1939. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου μετάφρασε τα βιβλία Κυβέρνησις, Καταλλαγή, Ζωή, Προφητεία, Φως (2 τόμοι), Διεκδίκησις (3 τόμοι), Προετοιμασία, Διαφύλαξη, Ιεχωβά, Πλούτη, Εχθροί και Σωτηρία. Αυτές οι εκδόσεις ήταν αληθινά ‘τροφή στον κατάλληλο καιρό’ για το λαό του Θεού. (Ματθ. 24:45) Μια απ’ αυτές μάλιστα το βιβλίο Εχθροί, προκάλεσε ένα τρομακτικό κύμα διωγμού που σάρωσε τον μικρό όμιλο των αδελφών, λόγω της καθαρής στάσης σχετικά με το ζήτημα της ουδετερότητας.

Όταν ο αδελφός Πασκέττο αποφυλακίστηκε στις 23 Αύγουστου 1943, συνέχισε το έργο μαζί με άλλους μεταφραστές μέχρι που τέλειωσε την επίγεια πορεία του το 1956.

ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Τώρα ας ξαναγυρίσουμε πίσω στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο μετά το 1918, ο αδελφός Μαρτσέλλο Μαρτινέλλι που είχε γνωρίσει την αλήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, γύρισε στην Ιταλία. Η καταγωγή του ήταν από τη Βαλτελλίνα, μια από τις όμορφες κοιλάδες των Ρετικών Άλπεων που καταλήγουν στη λίμνη Κόμο και κάλυψε την περιοχή του αρκετές φορές με το άγγελμα της Βασιλείας. Το 1923 έγινε βιβλιοπώλης ή ολοχρόνιος κήρυκας της Βασιλείας και συνεργάστηκε με τον αδελφό Κουμινέττι στην περιοχή του Πινερόλο. Ο αδελφός Μαρτινέλλι ήταν πολύ αγαπητός για την καλοσύνη του που τον υποκινούσε να γράφει στοργικά γράμματα στους λίγους διασκορπισμένους αδελφούς σε περιόδους έντονου διωγμού. Συνέχισε το έργο κηρύγματος μέχρι το 1960, οπότε τελείωσε την επίγεια διακονία του. Στην επαρχία του Σόντριο όπου έκανε το έργο του Κυρίου, σχηματίστηκε ένας μικρός όμιλος Σπουδαστών της Γραφής.

Στα χρόνια μεταξύ του 1920 και 1935, γύρισαν στην Ιταλία κι άλλοι μετανάστες που είχαν δεχτεί την αλήθεια στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στους τόπους όπου ξαναεγκαταστάθηκαν έκαναν με ζήλο το κήρυγμα και βρήκαν πολλά πρόθυμα αυτιά. Έτσι σχηματίστηκαν κι άλλοι όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής.

Το 1923 το τμήμα της Ελβετίας κάλεσε τρεις βιβλιοπώλες που εργάζονταν στο Ιταλόφωνο καντόνι Τιτσίνο της Ελβετίας, να μεταφερθούν στην Ιταλία. Ήταν ο Ιγκνάτζιο Πρόττι και οι δύο αδελφές του Αντέλε και Αλμπίνα. Τον άλλο χρόνο άρχισε να συνεργάζεται μαζί τους μια άλλη βιβλιοπώλισσα, η αδελφή Έμμα Χοτζ.

Η ΓΕΜΑΤΗ ΖΗΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΩΝ

Η δραστηριότητα αυτών των ζηλωτών βιβλιοπωλών είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη. Οι τρεις αδελφές εργάζονταν σε μια περιοχή και οι αδελφοί, ο Ιγκνάτζιο Πρόττι και ο Μαρτσέλλο Μαρτινέλλι σε μια άλλη. Από το 1923 μέχρι το 1927 κάλυψαν διάφορα μέρη του Πιεμόντε και μέρος της Λομβαρδίας. Η αδελφή Αντέλε Πρόττι που αργότερα παντρεύτηκε τον αδελφό Μπρούν από την Ελβετία, έγραψε πριν από πολλά χρόνια:

«Το 1924, τυπώθηκαν στο Πινερόλο 20.000 αντίτυπα του βιβλιαρίου Επιθυμητή Κυβέρνησις. Είχαμε λάβει επίσης από τη Βέρνη 100.000 αντίτυπα του φυλλαδίου Οι Εκκλησιαστικοί Καταγγέλλονται. Αυτό το φυλλάδιο περιείχε την καταγγελία που διαβάστηκε το 1924 στη Συνέλευση του Κολόμπους Οχάιο, και κατάγγελλε έντονα τον κλήρο. Μοιράστηκε σ’ όλες τις μεγάλες Ιταλικές πόλεις».

Μια έκθεση στη Σκοπιά της 1 Οκτωβρίου 1925, έλεγε τα εξής για την εκστρατεία: «Οι Ιταλοί αδελφοί μας μοίρασαν 100.000 αντίτυπα της ‘Καταγγελίας’· και φρόντισαν ιδιαίτερα να λάβουν από ένα αντίτυπο ο πάπας και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι του Βατικανού.»

Μπορούμε να φανταστούμε τη συγκίνηση αυτών των βιβλιοπωλών καθώς μοίραζαν αυτό το καυστικό άγγελμα. Η αδελφή Μπρούν συνεχίζει:

«Ο αδελφός Κουμινέττι, η αδελφή Χοτζ κι εγώ μοιράσαμε 10.000 αντίτυπα της ‘Καταγγελίας’ στη Γένοβα σε μια μόνο μέρα. Εκατό χιλιάδες αντίτυπα του φυλλαδίου «Μαρτυρία προς τους Κυβερνήτες του Κόσμου» στάλθηκαν από την Ελβετία, αλλά τα περισσότερα από αυτά κατασχέθηκαν από τις αρχές. Σχεδόν κάθε τρεις μήνες συνηθίζαμε να πηγαίνουμε να επισκεφθούμε τους αδελφούς μας στο σαν Τζερμάνο Τσιζόνε για να εποικοδομηθούμε πνευματικά στις συναθροίσεις. Είναι δύσκολο να εκφράσω τη νοσταλγία μας, την έντονη επιθυμία μας, να συναθροιζόμαστε για λίγο με τους αδελφούς.

«Μια φορά, είχα εργαστεί όλη τη μέρα σ’ ένα χωριό, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη χαρά καθώς ξεκίνησα για να γυρίσω σπίτι από το μοναδικό δρόμο που περνούσε μέσα από ένα δάσος. Καθώς πήγαινα γεμάτη χαρούμενες σκέψεις αντιλήφτηκα ξαφνικά έναν νεαρό άντρα με ποδήλατο που βάδιζε στο πλάι μου. Δεν ανησύχησα καθόλου κι άρχισα να του κάνω μαρτυρία για τη Βασιλεία της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Χρειαστήκαμε περίπου δύο ώρες να διανύσουμε την απόσταση ως την Αλεσσάντρια. Προς το τέλος του ταξιδιού μας ο νέος μού είπε:

«‘Σινιορίνα, νομίζω ότι πρέπει να σας πω ότι με εμποδίσατε από το να κάνω ένα τρομερό έγκλημα. Όταν σας πρόφτασα είχα σκοπό να σας κάνω κακό. Αν αντιστεκόσαστε, μπορεί ακόμη και να σας σκότωνα. Αλλά όταν είδα το γελαστό σας πρόσωπο και τη γεμάτη εμπιστοσύνη, αθώα έκφρασή σας, κατάλαβα ότι δεν είχα τη δύναμη να καταχραστώ την εμπιστοσύνη σας. Έπειτα αρχίσατε να μου μιλάτε γι’ αυτά τα θαυμάσια πράγματα που δεν είχα ποτέ ακούσει προηγουμένως. Αυτές οι δύο ώρες ήταν αρκετές ν’ αλλάξουν την άποψή μου για τη ζωή και τώρα βλέπω πόσο άθλιο πλάσμα ήμουν. Θα ήθελα ν’ αλλάξω τον τρόπο της ζωής μου. Παρακαλώ δώστε μου ό,τι έχετε για να διαβάσω γι’ αυτά τα πράγματα.’

«Του έδωσα όλα τα έντυπα που είχαν μείνει στη τσάντα μου και μου τα πλήρωσε. Ύστερα έσφιξε το χέρι μου και με αποχαιρέτησε. Κι εκείνη τη φορά, όπως κι άλλες, είχα προστατευτεί μ’ ένα αληθινά θαυμαστό τρόπο.»

Η αδελφή Μπρούν έμεινε πιστή ως το θάνατό της στη Ζυρίχη το 1976, ύστερα από 50 χρόνια αφοσιωμένης υπηρεσίας. Ο αδελφός της Ιγκνάτζιο, ένας από τους πέντε βιβλιοπώλες, έγραψε το 1970:

«Ούτε καν μετρούσαμε τις ώρες που δαπανούσαμε στην υπηρεσία. Απλώς εργαζόμαστε από το πρωί ως το βράδι. Συχνά μάς συνελάμβαναν και ύστερα από λίγο μάς άφηναν ελεύθερους. Στο Γκαλλαράτε (κοντά στο Βαρέζε) ο αδελφός Μαρτινέλλι κι εγώ φυλακιστήκαμε με ψεύτικες κατηγορίες που μηχανεύτηκε ο κλήρος. Μας επέτρεπαν να βγαίνουμε στην αυλή της φυλακής μια ώρα κάθε μέρα κι αυτό μάς έδινε την ευκαιρία να κάνουμε μαρτυρία σε άλλους φυλακισμένους. Συχνά μάς περικύκλωναν ομάδες ακροατών κι ακόμη κοντοστέκονταν και φρουροί. Μια μέρα ήρθε και ο διευθυντής της φυλακής. Όταν οι φυλακισμένοι έμαθαν ότι θα αποφυλακιζόμαστε, μάς αγκάλιασαν και μάς ευχαρίστησαν εγκάρδια. Και μεις όμως ήμαστε πολύ συγκινημένοι και ευχαριστήσαμε τον Θεό που μάς έδωσε την ευκαιρία να φτάσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους.»

«Μια μέρα,» συνεχίζει ο αδελφός Πρόττι, «καθώς πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, πρόσεξα ότι με ακολουθούσε ένας άντρας. Λίγο αργότερα, με σταμάτησε όπως έβγαινα από ένα σπίτι, λέγοντας ότι ήταν όργανο της Ασφάλειας. Ζήτησε να δει την ταυτότητά μου και ρώτησε τι έκανα. Με την ιδέα να του παρουσιάσω το βιβλιάριο πάνω στο ίδιο θέμα, απάντησα, ‘Διαφημίζω την έλευση μιας επιθυμητής κυβέρνησης’. Τότε ο αστυνομικός προσβλήθηκε και απάντησε ότι υπήρχε ήδη μια επιθυμητή κυβέρνηση—προφανώς αναφερόταν στο Φασιστικό καθεστώς. Εξήγησα: ‘Η κυβέρνηση που εννοείτε είναι μόνο προσωρινή. Αυτή που αναγγέλλω εγώ θα κρατήσει για πάντα.’ Έπειτα έβγαλα τη Γραφή μου και του έδωσα να διαβάσει το Δανιήλ 2:44 και 7:14. Έπρεπε να βλέπατε πόσο προσεχτικά διάβασε αυτά τα δύο εδάφια. Μου ξανάδωσε τη Γραφή και αντί να με συλλάβει όπως περίμενα, με άφησε να φύγω. Ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά τα χρόνια, ακόμη αναρωτιέμαι αν αυτός ο αστυνομικός θυμήθηκε τη συζήτησή μας όταν έπεσε το Φασιστικό καθεστώς.»

Ο αδελφός Πρόττι παράμεινε πιστός στην υπηρεσία της Βασιλείας ως το τέλος. Πέθανε στη Βασιλεία το 1977 σε ηλικία 80 ετών.

1925—Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Το έργο εξακολούθησε να απλώνεται παρά τις πολλές δυσκολίες και η πρώτη συνέλευση έγινε στο Πινερόλο από τις 23 ως τις 26 Απριλίου 1925. Επειδή ο αδελφός Α. Χ. Μακμίλλαν από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας έκανε μια σειρά επισκέψεων στο εξωτερικό, μπόρεσε να παραβρεθεί. Η συνέλευση έγινε σε μια μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου Κορόνα Γκρόσσα.

Θα ήταν αστείο να περιμένουμε από τις φασιστικές αρχές να δώσουν άδεια γι’ αυτή τη συνέλευση. Έτσι οι αδελφοί παρουσίασαν τη συνάθροιση σαν γιορτή γάμου. Στη διάρκεια της συνέλευσης ο αδελφός Ρεμίτζιο Κουμινέττι παντρεύτηκε την αδελφή Αλμπίνα Πρόττι, μια από τις Ελβετίδες βιβλιοπώλισσες. Σ’ αυτή την ιστορική συνέλευση παραβρέθηκαν 70, και 10 απ’ αυτούς βαφτίστηκαν.

«Οι μέρες μας ήταν γεμάτες ευλογίες, χαρά και ευτυχία» γράφει η αδελφή Μπρούν, που παρακολούθησε τη συνέλευση. Και προσθέτει: «Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου έφερε τους άλλους φιλοξενούμενους και πελάτες στην αίθουσα λέγοντας: ‘Ελάτε όλοι να δείτε, έχουμε κάτω από τη στέγη μας την αρχέγονη εκκλησία!’ Όλα ήταν καλά οργανωμένα και καταφέρναμε να καθαρίζουμε το πάτωμα και να τακτοποιούμε τις καρέκλες σε δευτερόλεπτα. Στο τέλος τα βγάζαμε από την αίθουσα πάλι και αφήναμε τα πάντα σε τάξη. Ήμαστε όλοι ευτυχισμένοι και πρόθυμοι να βοηθήσουμε. Ήταν μεγάλη μαρτυρία.»

Ωστόσο, σ’ αυτή την πρώτη συνέλευση δημιουργήθηκε ένα παράξενο πρόβλημα. «Αν και ήμαστε πολύ διαφορετικοί από πολλές απόψεις, κατορθώσαμε να τα πάμε καλά. Ωστόσο, δεν μπορέσαμε να συμφωνήσουμε στον τρόπο που ψέλναμε τους ύμνους. Οι αδελφοί από το βορρά έψελναν με ζωηρό ρυθμό, ενώ οι ντόπιοι έψελναν αργά και με τέτοιο αίσθημα που ήταν κρίμα να τους κάνουμε ν’ αλλάξουν. Έτσι ο προεδρεύων αδελφός αποφάσισε να λένε τους ύμνους πρώτα οι αδελφοί από τη νότια Ιταλία κι ύστερα οι αδελφοί από τη βόρεια.»

ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΛΑΤΤΩΝΕΤΑΙ

Το έργο του κηρύγματος ήταν πολύ ελπιδοφόρο. Η έκθεση που δημοσιεύθηκε στη Σκοπιά της 1ης Δεκεμβρίου 1924, (στα Αγγλικά), σχολίαζε: «Τρεις βιβλιοπώλες έχουν εφοδιαστεί με ποδήλατα και ταξιδεύουν σ’ ολόκληρη τη χώρα μοιράζοντας έντυπα και πουλώντας βιβλία. Έχουμε μεγάλες ελπίδες για πλατιά εξάπλωση της αλήθειας στην Ιταλία στο κοντινό μέλλον.»

Λίγο καιρό προηγουμένως, ο αδελφός Κουμινέττι είχε κληρονομήσει 10.000 λιρέττες, αρκετά μεγάλο ποσό για εκείνες τις μέρες. Έτσι μπορούσε να αφιερώνει όλο το χρόνο του στη μαρτυρία και να ενθαρρύνει τους αδελφούς, κάνοντάς τους επισκέψεις στις περιοχές τους. Η Σκοπιά της 1ης Μαΐου 1925, (στα Ιταλικά) είχε μια «Έκθεση Περιοδείας ανά την Ιταλία» που την ετοίμασαν οι αδελφοί Κουμινέττι και Μαρτινέλλι στο τέλος του 1924. Είχαν ταξιδέψει γύρω στα 5.000 χιλιόμετρα (3.000 μίλια) για να επισκεφθούν αδελφούς σε απομονωμένες περιοχές και ενδιαφερόμενα άτομα σε διάφορες περιοχές από τη Λομβαρδία ως τη Σικελία. Η έκθεση αναφέρει ότι στο Πόρτο Σαντ’ Ελπίντιο (κεντρική Ιταλία) είχαν γίνει αιτήσεις για να δοθεί άδεια για τη χρήση μιας Αίθουσας για μια ομιλία και, μολονότι οι αρχές ‘αναμασούσαν’ το ζήτημα για ένα διάστημα, στο τέλος αναγκάστηκαν να μάς δώσουν άδεια εξαιτίας της επιμονής μας. . . Τη μέρα της ομιλίας, περισσότερα από 200 άτομα ήρθαν ν’ ακούσουν ότι ‘Η Επιστροφή των Νεκρών είναι Κοντά.’» Ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη επιτυχία.

Έπειτα, για διάφορους λόγους το έργο άρχισε σιγά-σιγά να μαραίνεται. Ανάμεσα στο 1926 και 1927 τρεις από τους βιβλιοπώλες χρειάστηκε να γυρίσουν στην Ελβετία για λόγους υγείας κι άλλους λόγους. Η κύρια αιτία της μείωσης του έργου ωστόσο ήταν το κονκορδάτο που υπογράφτηκε το 1929 ανάμεσα στην Καθολική Εκκλησία και στο Φασιστικό καθεστώς, πού παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια στην Εκκλησία. Αυτή ήταν η αρχή μόνο μιας θλιβερής περιόδου θρησκευτικής καταπίεσης.

Εδώ κι εκεί εξακολούθησαν να καίνε λίγες εστίες αλήθειας. Σε μερικά μέρη υπήρχαν μικρές ομάδες αδελφών ή μεμονωμένα άτομα και ήταν δύσκολο να επικοινωνήσεις μαζί τους και να τούς κρατήσεις ενωμένους. Ήταν μάλλον σαν αναμμένα κάρβουνα κρυμμένα κάτω από τις στάχτες με κίνδυνο να σβήσουν τελείως. Και πράγματι, μερικοί έσβησαν. Σ’ ένα από τα γράμματά του ο αδελφός Κουμινέττι περιγράφει την κατάσταση ως εξής:

«Θα θέλαμε να κάνουμε πολύ περισσότερα, αλλά είμαστε κάτω από όλο και πιο στενή παρακολούθηση. . . επεμβαίνουν στα πάντα. Παίρναμε τον Χρυσούν Αιώνα (τώρα Ξύπνα!) μέχρι τον Μάρτιο κι ύστερα σταμάτησε να ‘ρχεται. Το Μπρούκλυν μας πληροφόρησε ότι έστειλαν μερικά πακέτα με τα τελευταία βιβλία και βιβλιάρια, αλλά δεν πήραμε τίποτα. Όλο και λιγότερα αντίτυπα της Σκοπιάς φτάνουν στον προορισμό τους και όσοι από τους αδελφούς δείχνουν ζήλο συλλαμβάνονται από τον εχθρό. . . άλλοι απειλούνται με εξορία σ’ άλλο μέρος της χώρας και με κάθε είδους κακομεταχείριση».

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΠΝΙΓΕΤΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ

Δεν θα ‘ταν πολύ δύσκολο για τον κλήρο, που υποστηριζόταν από τους φασιστικούς οπαδούς του, να θέσει κάτω από έλεγχο τη δράση μερικών δεκάδων ανθρώπων αν δεν αλήθευε ότι «η χειρ του Κυρίου δεν εσμικρύνθη, ώστε να μη δύναται να σώση, ουδέ το ωτίον αυτού εβάρυνεν, ώστε να μη δύναται να ακούση». (Ησ. 59:1) Δεν άφησε τους πιστούς του να συντριβούν.

Εδώ κι εκεί, μικροί όμιλοι διαγγελέων της Βασιλείας κατάφεραν να επιζήσουν. Και μόνο το γεγονός ότι ήρθαν σε ύπαρξη και εγκαρτέρησαν δείχνει ότι ο Ιεχωβά τούς προστάτευε με την ισχυρή ενεργό του δύναμη.

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΤΟΛΑ ΠΕΛΙΝΑ

Τα καλά νέα της Βασιλείας έφτασαν πρώτα στην Πρατόλα Πελίνα, στην επαρχία της Ακουίλα, το 1919, από ένα μετανάστη που είχε γνωρίσει την αλήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτός ο αδελφός, ο Βιτσέντσο Πιτζοφερράτο, παράμεινε πιστός στην ουράνια κλήση μέχρι το θάνατό του το 1951. Εργαζόταν σαν πλανόδιος πωλητής φρούτων στις γειτονικές πόλεις Σαλμόνα, Ραϊάνο και Πόπολι, όπου έφτανε με το κάρο του καταφορτωμένο με φρούτα κι έντυπα για διανομή. Μ’ αυτό τον τρόπο μοιράζονταν Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων, Η Κιθάρα του Θεού κι άλλα βιβλία και σύντομα άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω του ένας μικρός όμιλος ενδιαφερόμενων ατόμων.

Το 1924, καθώς τέλειωνε τη διανομή του φυλλαδίου Η Επιστροφή των Νεκρών Επίκειται κοντά στο νεκροταφείο του Πόπολι (Πεσκάρα) ένας ιερέας που συνοδευόταν από νεαρούς Φασίστες τον διέκοψε και τον έσυρε στο Αστυνομικό Τμήμα για ανάκριση. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, ο μαρεσιάλλο (αστυνομικός διοικητής) είχε πολύ καλή στάση απέναντι στο άγγελμα. Φώναξε όλους τους καραμπινιέρους (αστυνομικούς) στο τμήμα να έρθουν και ν’ ακούσουν τον αδελφό κι έτσι δόθηκε έξοχη μαρτυρία και διανεμήθηκαν έντυπα. Για να είναι σίγουρος ότι ο αδελφός Πιτζοφερράτο δεν θα είχε άλλες φασαρίες από τους Φασίστες, ο μαρεσιάλλο έβαλε δύο αστυνομικούς να τον συνοδέψουν μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό.

Το 1925, όταν έγινε η συνέλευση στο Πινερόλο, ο αδελφός Πιτζοφερράτο παρακολούθησε με τη σύζυγό του και μ’ ένα ενδιαφερόμενο άτομο που έγινε τελικά αδελφός. Εκείνο τον καιρό υπήρχε ήδη ένας όμιλος 30 περίπου ατόμων που συναθροίζονταν στο σπίτι του και αργότερα, όταν μια οικογένεια έχτισε ένα καινούργιο σπίτι, παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο για να χρησιμοποιηθεί σαν Αίθουσα Βασιλείας.

Το 1939 ο κλήρος κατόρθωσε να ξεσηκώσει φασαρίες με τις αρχές, και οι αδελφοί βρέθηκαν σε σοβαρές δυσκολίες. Τα έντυπα κατασχέθηκαν και οι συναθροίσεις απαγορεύτηκαν. Ο αδελφός Πιτζοφερράτο συνελήφθη και δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο της Ρώμης και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Λίγο αργότερα απολύθηκε από τη φυλακή για λόγους υγείας κι αμέσως άρχισε να διαδίδει τα «καλά νέα» ξανά, παρά τον κίνδυνο μιας νέας σύλληψης. Έτσι ο τοπικός όμιλος των αδελφών ποτέ δεν καταπνίγηκε εντελώς.

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΟ ΡΟΖΕΤΟ ΝΤΕΛΙ ΑΜΠΡΟΥΖΙ

Το Ροζέτο ντέλι Αμπρούζι είναι ένα χωριό παραλιακό, στην επαρχία του Τέραμο. Οι ντόπιοι άκουσαν πρώτα την αλήθεια από μια αδελφή που λεγόταν Κατερίνα Ντι Μάρκο. Η Κατερίνα Ντι Μάρκο είχε γεννηθεί στο Ροζέτο και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ήρθε σε επαφή με την αλήθεια στη Φιλαδέλφεια το 1921. Βαφτίστηκε ένα χρόνο αργότερα και γύρισε στο Ροζέτο ντέλι Αμπρούζι το 1925. Τι έκανε όταν γύρισε; Η Αδελφή Αφηγείται:

«Μόλις έφτασα άρχισα να μιλώ σε άλλους για την πίστη. Ακόμη συνήθιζα να μοιράζω φυλλάδια και βιβλιάρια στην παραλία κοντά στις καμπίνες των λουομένων. Κάποιος ντόπιος διάβασε ένα από αυτά τα βιβλιάρια και αναφώνησε, ‘Α! Αυτή πρέπει να είναι η νέα θρησκεία που έφερε η Κατερίνα μαζί της από την Αμερική.’ Ζήτησε να διαβάσει όλα τα έντυπα που είχα. Όταν τα διάβασε πείστηκε ότι αυτή ήταν η αλήθεια.» Ήταν ο πρώτος κι αργότερα ακολούθησαν άλλα ειλικρινή άτομα. Ο αδελφός ΝτεΤσέκκα κάποτε χαρακτήρισε την Αδελφή Ντι Μάρκο σαν «πραγματικό ξίφος» στραμμένο εναντίον των θρησκευτικών εχθρών. Μολονότι ασθενική, αυτή η 85ετής αδελφή εξακολουθεί ακόμη να κρατά την ακεραιότητά της και να είναι προσκολλημένη στην ελπίδα της.

Ο Ντομένικο Τσιμορόσι, ο πρώτος που ήρθε στην αλήθεια σαν αποτέλεσμα του κηρύγματός της, υπηρέτησε σαν τακτικός σκαπανέας ώσπου πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του, έγραψε την ακόλουθη αφήγηση για το πώς άρχισε το έργο στην περιοχή:

«Άρχισα να μιλάω για την αλήθεια στον αδελφό μου, στον πατέρα μου, στα ξαδέρφια και στους συναδέλφους. Τελικά, γύρω στους πέντε με οχτώ από μας διαβάζαμε το μοναδικό μικρό βιβλιάριο που είχα, Παρηγορία δια τους Λαούς, και εξετάζαμε τα εδάφια από τις Γραφές μας. Αποφασίσαμε να πάμε και να επισκεφτούμε την Κατερίνα Ντι Μάρκο, την κυρία που είχε έρθει από την Αμερική. Αμέσως είδαμε πόσο λογικές ήταν οι εξηγήσεις που μάς έδωσε κι αρχίσαμε να συναθροιζόμαστε στο σπίτι της. Αν και πολύ σύντομα οι Φασίστες προσπάθησαν να μάς ανακαλύψουν, με τη βοήθεια του Ιεχωβά κατορθώναμε να κρατάμε τους τόπους των συναθροίσεών μας μυστικούς.»

Η θρησκευτική μισαλλοδοξία δεν άργησε να γίνει αισθητή σ’ αυτή τη μικρή ομάδα των ειλικρινών ατόμων. «Ο παπάς της ενορίας μού έκανε μήνυση γιατί μοίραζα το φυλλάδιο Οι Εκκλησιαστικοί Καταγγέλλονται», αναφέρει η Κατερίνα Ντι Μάρκο. «Αθωώθηκα αλλά τα βάσανά μου δεν τέλειωσαν. Αργότερα με συνέλαβαν για πρώτη φορά γιατί δεν πήγα να ακούσω μια ομιλία του Ντούτσε [αρχηγός, ο Μουσσολίνι]. Ο δικαστής με ρώτησε γιατί δεν πήγα. Απάντησα αναφέροντας το τρίτο κεφάλαιο του Δανιήλ για τους τρεις Εβραίους που αρνήθηκαν να προσκυνήσουν μπροστά στη χρυσή εικόνα. Με δίκασαν σε πέντε χρόνια εκτόπισης σε άλλο μέρος της Ιταλίας.»

Ο Βιττόριο Τσιμορόσι, γιος του Ντομένικο, θυμάται ότι τα έντυπα συχνά κατάσχονταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο μερικά αντίτυπα της Σκοπιάς και μερικών άλλων εκδόσεων έφταναν στον προορισμό τους. Λέει: «Ο αδελφός ΝτεΤσέκκα συχνά έγραφε στον πατέρα μου και σ’ άλλους ενδιαφερομένους και τους έστελνε πνευματική τροφή. Συχνά χρησιμοποιούσε συγκαλυμμένες φράσεις για να μη μάς βάλει σε κίνδυνο. Μια φορά έγραψε, ‘Αν δεν έχετε «εχθρούς» θα τους βρείτε στη Μοντόνε.’ Ακολουθώντας την υπόδειξη ο αδελφός Γκουερίνο Καστρονά πήγε στο χωριό Μοντόνε όπου βρήκε έναν άντρα που είχε το βιβλίο Εχθροί κι άλλα έντυπα.»

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΛΟ

«Ποτέ δεν θα μπορέσω να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά αρκετά για το πολύτιμο δώρο που είχα να είμαι θεοφοβούμενος από τη νιότη μου.» Αυτά τα λόγια γράφτηκαν από τον Τζιρολάμο Σμπαλτσιέρο, έναν αδελφό που έμεινε πιστός ως το θάνατό του το 1962. Η προσωπική του ιστορία είναι στενά συνδεμένη μ’ εκείνη ενός ομίλου Μαρτύρων που επρόκειτο να γίνει με τον καιρό μια ανθηρή εκκλησία.

Ο αδελφός Σμπαλτσιέρο ήταν αρχικά ένας θερμός Καθολικός. Συνήθιζε να φοράει γύρω από τη γυμνή του μέση ένα σχοινί με κόμπους, με το οποίο αυτομαστιγωνόταν και ταπείνωνε τη σάρκα του σαν τιμωρία για τις αμαρτίες του. Συνήθιζε να προσεύχεται συχνά, γονατίζοντας πάνω σε χαλικάκια για να μπορεί να προσφέρει τα παθήματά του στον Θεό. Επίσης έπαιρνε μέρος σε μεγάλα ταξίδια για προσκύνημα με τα πόδια και μια φορά κάλυψε απόσταση 50 χιλιομέτρων (30 μιλίων). Το 1924 ο Τζιρολάμο άκουσε το άγγελμα της Βασιλείας για πρώτη φορά από ένα άτομο που είχε έρθει σε επαφή με Μάρτυρες στην Αμερική. Ποια ήταν η αντίδρασή του; Ο αφοσιωμένος ξυλουργός από το Μαλό, ένα χωριουδάκι κοντά στη Βιτσέντζα στο Βενέτο, γράφει:

«Εργαζόμουν τη μέρα και διάβαζα τις Γραφές τη νύχτα. Ο εργοδότης μου μού είχε δώσει μια Γραφή επειδή δεν την ήθελε και μολονότι δεν καταλάβαινα και πολλά από αυτά που διάβαζα, εντυπωσιάστηκα πολύ με την αφήγηση για τη μάχη του Αρμαγεδδώνα κι αμέσως άρχισα να μιλάω σε άλλους γι’ αυτά. Έγραψα στον αδελφό Κουμινέττι, που υπηρετούσε στο Πινερόλο, και τα γράμματά του ήταν μεγάλη βοήθεια για μένα. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς καμιά προσωπική βοήθεια, χρειάστηκα οχτώ χρόνια για να κατανοήσω εντελώς την αλήθεια. Όταν την κατανόησα, σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία και να μεταλαβαίνω, όπως έκανα κάθε πρωί στη ζωή μου μέχρι τότε».

Ο διωγμός δεν άργησε να φτάσει. «Για να μελετήσουμε τη Γραφή», συνεχίζει, «συνηθίζαμε να κρυβόμαστε πίσω από θάμνους σε απομονωμένα μέρη. Μια φορά, γιορτάσαμε ακόμη και την Ανάμνηση σε μια σπηλιά. Κι άλλοι ενδιαφέρθηκαν για το άγγελμα και ενώθηκαν μαζί μου. Ένα Κυριακάτικο απόγευμα πέντε από μάς συναθροιστήκαμε σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι για να μελετήσουμε τις Γραφές. Ύστερα από λίγο κατέφτασε ο παπάς του χωριού και μας εξύβρισε λέγοντας ότι ήμαστε πολύ αγράμματοι για να καταλάβουμε τη Βίβλο. Πρόσθεσε ότι μόνο οι παπάδες είχαν τη δύναμη να σώζουν ψυχές.»

Ύστερα από μια έντονη συζήτηση, κατά την οποία ο παπάς δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει σε καμιά από τις ερωτήσεις που του έγιναν, έστειλε να φωνάξουν την αστυνομία. Ωστόσο ο μαρεσιάλλο (διοικητής) ήξερε τον αδελφό και ήξερε επίσης ότι όλοι στην περιοχή τον σέβονταν πολύ για την καλοσύνη του κι έτσι δεν έκανε τίποτα.

«Ύστερα από λίγο», συνεχίζει την αφήγηση ο αδελφός Σμπαλτσιέρο, «η Εταιρία αποφάσισε να κάνει μια εκστρατεία με το βιβλιάριο Βασιλεία, η Ελπίδα του Κόσμου. Ξεκίνησα με το ποδήλατό μου για την Πάντοβα με 165 βιβλιάρια, αλλά στο δρόμο με σταμάτησε η αστυνομία με συνέλαβε κι ετοιμάστηκε μια δικογραφία για να μ’ εκτοπίσουν σ’ άλλο μέρος της Ιταλίας. Ευτυχώς, οι αρχές του τόπου μου έμαθαν γι’ αυτό και επέμβηκαν για χάρη μου. Τελικά μπόρεσαν να με ελευθερώσουν και να με στείλουν με συνοδεία ξανά στο σπίτι μου. Όταν φτάσαμε πίσω στην κεντρική πλατεία μού είπαν: ‘Αρκετά δεν πέρασες;’ Εγώ απάντησα: ‘Καθόλου, Νιώθω πιο αποφασισμένος παρά ποτέ.’ Όταν τ’ άκουσαν αυτό, κοίταζαν ο ένας τον άλλο με έκπληξη.»

Ο Γκιουζέππε Σμπαλτσιέρο, γιος του Τζιρολάμο, αναφέρει: «Μια μέρα, είπα στον πατέρα μου, ‘Πώς θα μπορέσουμε ν’ αντισταθούμε στους χιλιάδες ισχυρούς που μάς εναντιώνονται και να δώσουμε μαρτυρία;’ Απάντησε : ‘Μη φοβάσαι γιε μου γιατί το έργο δεν είναι ‘εξ ανθρώπων αλλά εκ Θεού’.’»—Παράβαλε Πράξεις 5:33-40.

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΗ ΦΑΕΝΤΣΑ

Θυμάστε τον Ιγκνάτζιο Πρόττι, τον βιβλιοπώλη που ήρθε στην Ιταλία από την Ελβετία το 1923; Το 1924 είχε την ευκαιρία να δώσει μαρτυρία στο Μαρράντι, ένα μικρό χωριό περιτριγυρισμένο από βουνά και δάση από καστανιές, στο οποίο και είχε γεννηθεί. Οι σπόροι της αλήθειας έπεσαν πάνω σε ‘καλη γη’ και μερικά άτομα δέχτηκαν το άγγελμα. (Ματθ. 13:8) Αυτοί με τη σειρά τους μοιράστηκαν την αλήθεια με άλλους.

Μερικά χρόνια αργότερα, στη Σάρνα της Φαέντσα, κοντά στο Μαρράντι, ένας γεωργός με τ’ όνομα Ντομένικο Ταρόνι πήρε μερικά έντυπα. Πρόθυμα δέχτηκε τα «καλά νέα». Το 1927 έγινε συνδρομητής στη Σκοπιά αλλά μόνο λίγα τεύχη έφτασαν. Προφανώς μερικά απ’ αυτά διέφυγαν την προσοχή των αρχών κατά τύχη, και άλλα έφτασαν με πλάγιο τρόπο. Ο αδελφός Ταρόνι ήταν ένας από τους πρώτους μάρτυρες του Ιεχωβά στη γόνιμη περιοχή της Ρομανίας. Μια από τις πρώτες του επαφές ήταν με τον Βιντσέντζο Αρτούζι, που έγινε ένας πιστός αδελφός κι αργότερα υπηρέτησε σαν πρεσβύτερος σε μια από τις τρεις εκκλησίες της Φαέντσα μέχρι το θάνατό του το 1981. Με τη σειρά του ο Βιντσέντζο μπόρεσε να φέρει την αλήθεια σε άλλους, μεταξύ των οποίων ο Εμίλιο Μπαμπίνι κι ο αδελφός του Αντόνιο. Και οι δύο έμειναν πιστοί στον Ιεχωβά μέχρι που πέθαναν.

Αυτοί οι ζηλωτές αδελφοί συναθροίζονταν σε ιδιωτικά σπίτια. Μόλις το ανακάλυπτε αυτό ο κλήρος, τους καταδίωκε. Μερικοί συμβιβάστηκαν, αλλά άλλοι κράτησαν την ακεραιότητά τους. Οι εννιά αδελφοί που υπήρχαν ακόμη το 1939 σ’ αυτή την περιοχή ήταν υπεραρκετοί για ν’ αρχίσουν τη μεγάλη δράση της μεταπολεμικής περιόδου.

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΣΤΗ ΖΟΡΤΕΑ

Το 1931 και 1932 γύρισαν από το εξωτερικό δύο μετανάστες με την αλήθεια στις καρδιές τους. Ήταν ο Ναρκίζο Στέφανον που ήρθε από το Βέλγιο κι ο Αλμπίνο Μπαττίστι που γύρισε από τη Γαλλία. Άρχισαν αμέσως να κηρύττουν—ο πρώτος στη Ζορτέα, ένα μικρό χωριό με μερικές εκατοντάδες κατοίκους που είναι κουρνιασμένο χίλια μέτρα (3.300 πόδια) πάνω σε μια βουνοπλαγιά, κι ο δεύτερος που είχε ακούσει την αλήθεια από Πολωνούς αδελφούς, στο Καλλιάνο, που είναι 15 χιλιόμετρα (10 μίλια) από το Τρεντ.

Πριν να επιστρέψει στην Ιταλία, ο Ναρκίζο Στέφανον μόλις που πρόλαβε να γραφτεί συνδρομητής στη Σκοπιά και να διαβάσει μερικά άλλα έντυπα της Εταιρίας. Όταν επέστρεψε στη Ζορτέα, εξακολούθησε να πηγαίνει στην εκκλησία για λίγο διάστημα, κι εκεί ακριβώς, στην εκκλησία έδωσε και την πρώτη του μαρτυρία. Μια μέρα στη λειτουργία ο παπάς της ενορίας έκανε μια ομιλία που εξηγούσε μέρη του ευαγγελίου κι ο Ναρκίζο διαφώνησε δημόσια με όσα είπε, και χρησιμοποίησε την έκδοση Ντιοντάτι της Γραφής για να δείξει ότι αυτά που είπε ο παπάς ήταν εσφαλμένα.

Το εκκλησίασμα διχάστηκε σε δύο αντίθετα μέρη, που το ένα υποστήριζε τον Στέφανον και το άλλο τον παπά. Με τον καιρό όμως, σαν αποτέλεσμα της επιρροής του παπά, ο πρώτος όμιλος σιγά σιγά διαλύθηκε και μόνο μερικά άτομα δέχτηκαν πραγματικά το άγγελμα της Βασιλείας. Ο Ναρκίζο Στέφανον άφησε την Καθολική εκκλησία μια για πάντα και τον ακολούθησαν και άλλοι στη μελέτη των εντύπων του ‘πιστού και συνετού δούλου’. (Ματθαίος 24:45-47, Μετάφραση Νέου Κόσμου). Συνήθιζαν να συναθροίζονται σε αχυρώνες, σταύλους και οπουδήποτε αλλού μπορούσαν να ξεφύγουν την παρακολούθηση του κλήρου και των Φασιστών. Εκείνο τον καιρό το καθεστώς κυνηγούσε τους αληθινούς Χριστιανούς ανελέητα.

Ένα από τα άτομα με ‘ανοιχτά αυτιά’ ήταν ο Φρανσέσκο Ζορτέα. Το επίθετό του και το όνομα τού χωριού ήταν ίδια. Όταν πρωτάκουσε την αλήθεια το 1933, ήταν 25 ετών κι από τότε κι έπειτα συνέχισε να εκδηλώνει την αδάμαστη πίστη του στον Ιεχωβά ως το θάνατό του το 1977.

Σε μια έκθεση για τη Χριστιανική του διακονία ο αδελφός Ζορτέα έγραψε:

«Μας κατασκόπευαν, μάς παρακολουθούσαν και μάς είχαν κάτω από έλεγχο σε τέτοιο βαθμό που έπρεπε να κρυβόμαστε όταν θέλαμε να συμβουλευτούμε τις Γραφές. Είχα πολλές προσωπικές εμπειρίες τέτοιου είδους, που όλες χρησίμευσαν στο να ενισχύσουν την πίστη μου αντί να την εξασθενήσουν. Τον Απρίλιο του 1934 πήγαινα με τα πόδια στο Φοντζάζο (Μπελλούνο), γύρω στα 20 χιλιόμετρα [12 μίλια] από το σπίτι μου, για να δώσω εκεί μαρτυρία. Καθώς πήγαινα από σπίτι σε σπίτι με το άγγελμα της Βασιλείας, με σταμάτησαν οι καραμπινιέροι και με πήγαν στον αστυνομικό σταθμό. Εκεί με ανάκριναν, μου πήραν τα έντυπά μου και με πέταξαν σ’ ένα κελί μέχρι το άλλο πρωί.

«Αργότερα, τον Ιούνιο του 1935, με ειδοποίησαν να πάω στον αστυνομικό σταθμό για μια επείγουσα επίσημη πληροφορία. Όταν έφτασα έχει ‘ο μαρεσιάλλο’ μού είπε ‘κύριε Ζορτέα, πρέπει να σας πληροφορήσουμε ότι η περίπτωσή σας έχει αναφερθεί στην «πρετούρα» (τοπικό δικαστήριο) και ζητούν από σας μια δήλωση που να διευκρινίζει σε τι είδους δραστηριότητα επιδίδεστε.’ Τούς είπα ότι ‘ήμουν διαγγελέας της Βασιλείας του Θεού’ στους ανθρώπους.

«Λίγο αργότερα, το μήνα Αύγουστο, με ειδοποίησαν πάλι επειγόντως να πάω στην αστυνομία. Αυτή τη φορά μου είπαν ότι η «πρετούρα» στο Τρεντ δεν ήταν ικανοποιημένη με την πρώτη μου δήλωση. Ήθελαν άλλη που να εξηγεί τι εννοούσα με τη φράση ‘διαγγελέας της Βασιλείας του Θεού.’ Τούς εξήγησα λοιπόν τη Βιβλική έννοια αυτής της έκφρασης σε αρμονία με τα λόγια, ‘Ελθέτω η Βασιλεία σου’ από την προσευχή του Κυρίου. Φαίνεται ότι είχαν νομίσει τη Βασιλεία πολιτική κυβέρνηση!»—Ματθ. 6:9, 10.

Ωστόσο, οι πραγματικές δυσκολίες αυτού του αδελφού δεν είχαν έρθει ακόμη. Τον Οκτώβριο του 1935, η Ιταλία κήρυξε πόλεμο στην Αιθιοπία κι όταν ο αδελφός Ζορτέα κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία, αποφάσισε να κρατήσει ακεραιότητα. Γράφει: «Αρνήθηκα να βάλω τη στολή και να πολεμήσω κατά του συνανθρώπου μου.» Σαν αποτέλεσμα, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια εξορία σ’ άλλο μέρος της Ιταλίας. Οι αδελφοί Στέφανον και Μπαττίστι είχαν την ίδια τύχη.

Στην εξορία, στο Μούρο Λουκάνο, στην επαρχία της Ποτέντζα, ο αδελφός Ζορτέα συνέχισε το κήρυγμα. Γράφει: «Μόλις έφτασα, ήρθα σε επαφή με τον αδελφό Ρεμίτζιο Κουμινέττι, και ζήτησα έντυπα για να μπορώ να κηρύττω. Λίγο αργότερα πήρα ένα πακέτο βιβλιάρια και άρχισα να τα μοιράζω με προσοχή. Χρησιμοποιούσα διάφορους τρόπους. Μερικά τα έδινα προσωπικά· άλλα τα άφηνα σε παγκάκια στους δρόμους ή σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα.»

Χάρη σε μια αμνηστία της κυβέρνησης μπόρεσε να επιστρέψει στη Ζορτέα το 1937 εγκαίρως για να γίνει μάρτυς σ’ ένα ακόμη επεισόδιο θρησκευτικής μισαλλοδοξίας που εξαπέλυσε ο κλήρος στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είχε πεθάνει μια ντόπια αδελφή και ο παπάς δεν επέτρεπε να ταφεί στο ενοριακό κοιμητήριο με το πρόσχημα ότι αν το επέτρεπε θα βεβήλωνε άγιο έδαφος. Πέρασαν τρεις μέρες και η κατάσταση εξακολουθούσε να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Τότε ο ενοριακός παπάς της Ζορτέα και του γειτονικού χωριού Πράντε είχαν μια συνάντηση με το γραμματέα του συμβουλίου και τον ποντέστα (το δήμαρχο των Φασιστών). Αυτά που έγιναν στη συνέχεια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παρμένα από κάποια αφήγηση για τους πρώτους Χριστιανούς. Ο αδελφός Ζορτέα γράφει:

«Μόνο το μεσημέρι της τρίτης μέρας μάς είπαν ότι η κηδεία θα γινόταν αμέσως και ότι η νεκρή έπρεπε να ενταφιαστεί στο Πράντε όπου το συμβούλιο είχε ένα κομμάτι γης στο κοιμητήριο. Ξεκινήσαμε. Ήμαστε τέσσερις και μάς ακολουθούσαν τα μέλη της οικογένειας της αδελφής κι άλλα ενδιαφερόμενα άτομα. Μάς συνόδευε ένας αξιωματούχος από το δημοτικό συμβούλιο κι ένας συνοδός της αστυνομίας. Στο δρόμο ο κόσμος μάς αντιμετώπιζε με γέλια, σφυρίγματα αποδοκιμασίας και χλευασμούς κι όταν φτάσαμε στο Πράντε βρήκαμε ένα πλήθος να περιμένει για να δει το τελικό μέρος της κωμωδίας, που θα ήταν και το πιο ενδιαφέρον.

«Είχαν αποφασίσει ότι δεν μπορούσαμε να μπούμε στο κοιμητήριο από την πύλη γιατί ήταν ‘ευλογημένη’. Έπρεπε λοιπόν να ανεβάσουμε το φέρετρο πάνω από τον τοίχο με δύο σκάλες, μια μέσα από το κοιμητήριο και μια απ’ έξω. Ο κόσμος είχε έρθει για ν’ απολαύσει το θέαμα καθώς θ’ ανεβάζαμε το φέρετρο πάνω από τον τοίχο. Εκείνη τη στιγμή επενέβηκε ο αξιωματούχος του συμβουλίου για να ρωτήσει ποιος ήταν υπεύθυνος για όλη αυτή τη διευθέτηση. Του είπαμε ότι η απόφαση είχε παρθεί από τον ντόπιο παπά. Τότε ο αξιωματούχος απάντησε ότι ο δήμαρχος είχε δώσει διαταγές να περάσει η κηδεία από την πύλη, πράγμα που μάς επέτρεψαν να κάνουμε.»

ΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΣΙΛΒΑΝΟ, ΠΙΑΝΕΛΛΑ ΚΑΙ ΣΠΟΛΤΟΡΕ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, γύρισε στο Σπολτόρε στην περιοχή του Αμπρούτζι ο Λουίτζ ντ’ Άντζελο. Είχε μάθει μερικά για την αλήθεια στη Γαλλία και όταν γύρισε έδειξε Χριστιανική αγάπη για τους συγγενείς του, τους φίλους και τους γείτονες με το να μοιραστεί μαζί τους όσα ήξερε. Αδελφοί που τον θυμούνται ακόμη λένε τα εξής:

«Ήταν πολύ δραστήριος και γεμάτος ζήλο. Συχνά ταξίδευε πολλά χιλιόμετρα για να επισκεφθεί μεμονωμένους αδελφούς, παρά τις πολλές δυσκολίες που υπήρχαν σ’ αυτά τα ταξίδια. Εκείνες τις μέρες τα ποδήλατα ήταν το πιο κοινό μέσο για μεταφορά και είναι ενθαρρυντικό για μάς σήμερα να θυμόμαστε ένα από τα πιο μακρινά του ταξίδια όταν κάλυψε με ποδήλατο 600 σχεδόν χιλιόμετρα [375 μίλια] συνολικά πάνω από τα Απέννινα για να επισκεφτεί έναν αδελφό που ζούσε στο Αβελλίνο. Πριν ξεκινήσει, πήγε και βρήκε ένα γερό ραβδί για να το δέσει στο ποδήλατό του, σε περίπτωση που θα συναντούσε λύκους καθώς θα ταξίδευε πάνω στα βουνά. Έβαλε επίσης ένα μαξιλάρι πάνω στο κάθισμα και ξεκίνησε γεμάτος ενθουσιασμό, με τη φλογερή επιθυμία να εποικοδομήσει έναν άλλον αδελφό με τη Χριστιανική συναναστροφή που ήταν τόσο απαραίτητη για όλους μας. Η διακονία του δεν κράτησε πολύ γιατί το 1936 αρρώστησε και πέθανε.»

Οι σπόροι όμως που φύτεψε αυτός ο αδελφός, δεν πέθαναν. Μάλλον, αυτοί οι σπόροι βλάστησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ο οποίος είναι ο «αυξάνων». (1 Κορ. 3:7) Έτσι από έναν μοναδικό Μάρτυρα, σχηματίστηκαν όμιλοι ευαγγελιζομένων στις πόλεις Μοντεσιλβάνο, Πιανέλλα και Σπολτόρε, στην επαρχία της Πεσκάρα. Κι αυτοί οι αδελφοί έπρεπε να ‘σηκώσουν το σταυρό τους’ και να υποστούν διωγμό σαν ακόλουθοι του Ιησού Χριστού.—Λουκ. 9:23.

Μια από τις οικογένειες του Μοντεσιλβάνο που δέχτηκαν το άγγελμα της Βασιλείας, ήταν η οικογένεια Ντι Τσένσο. Απαλλάχτηκαν από τις θρησκευτικές τους εικόνες και λίγο αργότερα το σπίτι τους έγινε τόπος συναθροίσεων για εκείνους που ήθελαν να μελετούν τις Άγιες Γραφές. Και τι συνέβη μετά; Η αδελφή Μαριαντονία Ντι Τσένσο, που βαδίζει ακόμη πιστά στο δρόμο της αλήθειας, αναφέρει:

«Πολύ σύντομα άρχισε να μάς εναντιώνεται ο κλήρος. Οργάνωσαν μια εντυπωσιακή πομπή όπου πήρε μέρος όλο το χωριό. Βάδιζαν αργά γύρω από το σπίτι μας κι ύστερα έβαλαν ένα σταυρό πάνω στο έδαφος κι άρχισαν να φωνάζουν: ‘Προτεστάντες βγείτε έξω! Επιστρέψτε στην εκκλησία!’ Είχαμε γίνει δημόσιο θέαμα. Ήμαστε μόνοι μπροστά σ’ αυτό το διωγμό και μόνο ο Ιεχωβά μπορούσε να μάς στηρίξει και να μάς δώσει την απαραίτητη δύναμη για να κρατήσουμε την αλήθεια και να προχωρήσουμε.»

Ο Τζεράρντο Ντι Φελίτσε, ένα άλλο μέλος του ομίλου στο Μοντεσιλβάνο, δοκιμάστηκε πολλές φορές ως προς την πίστη του. Μια φορά, ενώ έκανε μια Γραφική μελέτη στο σπίτι του, μια ομάδα φανατικών Φασιστών, υποκινούμενοι από τον κλήρο, όρμησαν στο σπίτι και τον χτύπησαν, αφήνοντάς τον αναίσθητο στο πάτωμα.

Αργότερα κράτησε την ουδετερότητά του με σταθερότητα και θάρρος. Γράφει: «Πρώτα μ’ έστειλαν στο Μπάρι στο στρατιωτικό νοσοκομείο κι ύστερα σε ψυχιατρείο στο Μπισέλιε [όπου τον απάλλαξαν με την αιτιολογία ότι ήταν ‘παρανοϊκός’]. Μια μέρα μ’ έπιασε μια καλόγρια να διαβάζω τη Γραφή κάτω από το μαξιλάρι μου. Μου την πήρε λέγοντάς μου ότι ήταν ένα βιβλίο γεμάτο δηλητήριο.»

Ο αδελφός Φραντζέσκο Ντι Τζιαμπάολο, ωρολογοποιός από το Μοντεσιλβάνο, αφηγείται: «Ήμουν απασχολημένος με τη δουλειά μου όταν μια συμμορία από οχλοκράτες, υποκινούμενοι από τον παπά, άρχισαν να πετούν μεγάλα κομμάτια λάσπης στο κτίριο που έμενα. Οι γείτονές μου κι άλλοι νοικάρηδες έτρεξαν αμέσως έξω φωνάζοντας, ‘Δεν είμαστε Προτεστάντες!’ Αυτοί χτύπησαν ενώ εγώ δεν έπαθα τίποτα.»

ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ—ΑΣΤΡΑΠΗ

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα πίσω στο έτος 1932. Ο αδελφός Μάρτιν Χάρμπεκ, ο Ελβετός επίσκοπος τμήματος, σκέφτηκε ότι το έργο στην Ιταλία θα προχωρούσε καλύτερα αν τα γραφεία ήταν σε μια πιο κεντρική περιοχή μιας μεγάλης πόλης, αντί στο Πινερόλο. Εκείνο λοιπόν το χρόνο άρχισε να λειτουργεί ένα γραφείο στο Μιλάνο. Ο αδελφός Κουμινέττι σκέφτηκε ότι δεν θαταν φρόνιμο γι’ αυτόν να μετακινηθεί σ’ άλλη πόλη εκείνο τον καιρό του σκληρού διωγμού κι έτσι παρέμεινε στο Πινερόλο και συνέχισε να έχει επαφή με τους αδελφούς με διάφορους πλάγιους τρόπους.

Το νέο γραφείο εγκαταστάθηκε στην Κόρσο ντι Πόρτα Νουόβα, αριθμός 19. Ήταν ένα ευπρεπές διαμέρισμα χωρισμένο σε καλοεπιπλωμένα γραφεία. Η αδελφή Μαρία Πιτζάτο διορίστηκε να εργάζεται εκεί σαν γραμματέας του αδελφού Χάρμπεκ.

Είναι ενδιαφέρον το πώς η αδελφή Πιτζάτο έμαθε την αλήθεια. Ίσως να θυμάστε ότι στις αρχές του αιώνα η Σκοπιά μοιραζόταν από τα μεγάλα πρακτορεία εφημερίδων στις κύριες επαρχιακές πόλεις. Ανάμεσα στα έτη 1903 και 1904, η μητέρα της Μαρίας Πιτζάτο αγόρασε μερικά τεύχη από ένα από τα μεγαλύτερα πρακτορεία εφημερίδων στην Πιάτσα Βιττόριο Εμανουέλε στην πόλη Βιτσέντζα. Μόνο ύστερα από πολλά χρόνια, το 1915, η Μαρία Πιτζάτο ξαναδιάβασε αυτά τα περιοδικά με μεγαλύτερη προσοχή. Αυτή τη φορά το ενδιαφέρον της διεγέρθηκε και αποφάσισε να γράψει στο Πινερόλο. Η τότε αδελφή Κλάρα Τσέρουλλι τής απάντησε και τής έστειλε μερικά έντυπα. Κι έτσι η Μαρία Πιτζάτο άρχισε να εκτιμά την αληθινή ζωοπάροχη γνώση.

Το νέο γραφείο στο Μιλάνο δηλώθηκε στο τοπικό Εμπορικό Επιμελητήριο με την ονομασία «Σοτσιετά Σκοπιά», μια εταιρία για εκτύπωση και διανομή Γραφικών βιβλίων και φυλλαδίων. Υπεύθυνος ήταν ο αδελφός Χάρμπεκ. Ανοίχτηκε λογαριασμός στο ταχυδρομείο και νοικιάστηκε μια ταχυδρομική θυρίδα. Όλα ήταν έτοιμα και υπήρχε η πεποίθηση ότι εκτεταμένη δράση μπορούσε να εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Το έργο θα άρχιζε με μια εκστρατεία με το βιβλιάριο Βασιλεία, η Ελπίδα του Κόσμου. Θα γινόταν πολύ γρήγορα ώστε να αιφνιδιαστεί η φοβερή O.V.R.A. (η μυστική αστυνομία που ασχολούνταν με την αντί-Φασιστική δράση). Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολύ λίγοι Ιταλοί αδελφοί μόλις λίγοι παραπάνω από 50. Έτσι το γραφείο της Βέρνης διευθέτησε να κάνουν το έργο διανομής 20 Ελβετοί αδελφοί ώστε να μην μπουν σε δυσκολίες οι ντόπιοι αδελφοί. Καθένας από τους Ελβετούς ευαγγελιζόμενους πήγε και σε διαφορετική πόλη στη βόρεια και κεντρική Ιταλία, μέχρι κάτω στη Φλωρεντία, για να μοιράσουν το βιβλιάριο από πόρτα σε πόρτα, στους δρόμους και στις δημόσιες πλατείες.

Ένα αντίτυπο του βιβλιαρίου στάλθηκε επίσης δωρεάν ταχυδρομικώς σ’ όλους τους εκπαιδευτικούς και τους διανοούμενους στην επαρχία του Μιλάνου. Εκείνο τον καιρό ο νόμος απαγόρευε την εισαγωγή εντύπων από το εξωτερικό. Έτσι το βιβλιάριο τυπώθηκε από την Αρκετιπογκράφια στο Μιλάνο. Τρία αντίτυπα υποβλήθηκαν στο Γραφείο Τύπου της πρεφεττούρα (αστυνομική διεύθυνση) για να δοθεί η απαραίτητη άδεια, που πράγματι δόθηκε.

Πώς θα αντιδρούσαν οι πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές σ’ αυτή τη θεοκρατική επιδρομή; Όλα ήταν έτοιμα αρκετές μέρες πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία, που είχε οριστεί λίγες μέρες πριν από τις 19 Μαρτίου, την Ημέρα του Αγ. Ιωσήφ στο Καθολικό εορτολόγιο. Σχετικά μ’ αυτή την ειδική εκστρατεία, η αδελφή Αντέλε Μπρούν, μια από τους 20 Ελβετούς Μάρτυρες που πήραν μέρος, γράφει:

«Εμένα μ’ έστειλαν στο Τουρίνο. Εκεί με περίμενε ο αδελφός Μπος από τη Βέρνη. Μου είχε ήδη βρει ένα δωμάτιο, και 10.000 αντίτυπα του βιβλιαρίου σε πακέτα είχαν αποθηκευτεί σε μια τοπική αποθήκη. Ο αδελφός μού είπε να έρθω σε επαφή με τους ντόπιους εφημεριδοπώλες και να τούς ζητήσω να με βοηθήσουν στη διανομή επειδή το έργο έπρεπε να γίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αυτό κι έκανα. Τότε ο αδελφός έφυγε κι εγώ έμεινα μόνη μου.

«Ήρθα σε επαφή με 12 συνολικά εφημεριδοπώλες και συμφωνήσαμε ότι θα έπαιρναν 20 λιρέττες ο καθένας για να μοιράσουν το βιβλιάριο μέσα στη μέρα. Ανάθεσα στον πιο έμπειρο από αυτούς να κατευθύνει την όλη προσπάθεια και του υποσχέθηκα 10 επιπλέον λιρέττες αν οργάνωνε τα πράγματα καλά. Ανάθεσα επίσης σε τέσσερις εφημεριδοπώλες να ενεργούν σαν κέντρα ανεφοδιασμού απ’ όπου θα μπορούσαν οι άλλοι να πάρουν βιβλιάρια ανάλογα με τις ανάγκες. Η επιχείρηση είχε μεγάλη επιτυχία. Τα βιβλιάρια μοιράστηκαν παντού, ακόμη και σε εστιατόρια και γραφεία.

«Τότε, προς το μεσημέρι, ο ιδιοκτήτης της αποθήκης όπου είχαμε αποθηκεύσει τα βιβλία ήρθε και μου είπε ότι θα ήταν κλειστά την επόμενη, Ημέρα του Αγίου Ιωσήφ. Τι θάκανα; Αν περίμενα ώσπου να περάσει η γιορτή, θα έδινα καιρό στους κληρικούς να κατάσχουν τα έντυπα.

«Γύρω στις τρεις η ώρα το απόγευμα οι 12 εφημεριδοπώλες άρχισαν να επιστρέφουν ο ένας μετά τον άλλο. Ήταν πολύ κουρασμένοι και ήθελαν να πάνε σπίτια τους επειδή δεν είχαν βρει χρόνο να φάνε τίποτα. Αντί να τους στείλω σπίτι, βγήκα και αγόρασα μερικά φαγώσιμα και φάγαμε όλοι μαζί. Ύστερα έκανα τη πρόταση: ‘Αν τελειώσετε το έργο μέχρι το βράδι θα σας δώσω 10 ακόμη λιρέττες’. Συμφώνησαν να συνεχίσουν και ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα για ξεκούραση έφυγαν για να εργαστούν πάλι. Μέχρι το βράδι είχαν μοιράσει όλα τα βιβλιάρια.»

Αφού πήρε μέρος στην εκστρατεία στην πόλη Νοβάρα η αδελφή Μπρούν έπρεπε να φύγει, θυμάται: «Πήρα το τρένο για το Μιλάνο όπου είχαν κατασχεθεί 200.000 αντίτυπα του βιβλιαρίου κι έφυγα την ίδια νύχτα για την Ελβετία όπου ο σύζυγός μου περίμενε ανήσυχος το γυρισμό μου. Το έργο είχε γίνει τόσο γρήγορα και αιφνιδιαστικά ώστε κανένας από τους 20 αδελφούς δεν συνελήφθη.»

Υπολογίστηκε ότι παρά τις ποσότητες των εντύπων που κατασχέθηκαν, είχαν μοιραστεί περίπου 300.000 βιβλιάρια!

Η αντίδραση δεν άργησε να εκδηλωθεί. «Δύο μόνο ή τρεις μέρες μετά την εκστρατεία,» αφηγείται η αδελφή Πιτζάτο, «οι εφημερίδες, και ιδιαίτερα αυτές που επηρεάζονταν από τον κλήρο, άρχισαν να επιτίθενται με μανία εναντίον μας. Το γραφείο στην Κόρσο ντι Πόρτα Νουόβα κατακλύστηκε από ερωτήσεις και απ’ όλη την Ιταλία κατέφθαναν γράμματα ζητώντας βιβλία ή διευκρινίσεις.

«Εκείνη την ώρα έφτασαν στο γραφείο και δύο αστυνομικοί και διέταξαν τον αδελφό Χάρμπεκ και μένα να εμφανιστούμε αμέσως στο γραφείο τύπου στην Κουεστούρα [αρχηγείο της αστυνομίας]. Εκεί, ύστερα από πολλές ερωτήσεις, διέταξαν τον αδελφό Χάρμπεκ να κλείσει το γραφείο. Συμφωνήθηκε ότι μπορούσαμε να πάρουμε πίσω τα κατασχεμένα βιβλιάρια με τον όρο να τα στείλουμε στην Ελβετία. Μάς εξήγησαν ότι έπαιρναν αυτά τα μέτρα για να προστατέψουν το κύρος και την αξιοπρέπεια της Καθολικής Εκκλησίας, σε αρμονία με τη Συνθήκη του Λατεράνου.»

Το κλείσιμο του γραφείου στο Μιλάνο, λίγους μόνο μήνες μετά το άνοιγμά του, άφησε τον αδελφό Κουμινέττι μόνο να συνεχίσει την υπομονητική και με διάφορους τρόπους επικοινωνία του με τους αδελφούς. Τούς έστελνε κάπου-κάπου κομμάτια από έντυπα ή προσωπικά γράμματα και όταν ήταν δυνατόν έκανε επισκέψεις για να τούς ενθαρρύνει στο έργο του Κυρίου.

Το 1935 ο αδελφός Κουμινέττι μετακόμισε από το Πινερόλο στο Τουρίνο, στη Βία Μποργκόνε 18, όπου συνέχισε τη συγκαλυμμένη δραστηριότητά του. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που ο αδελφός Κουμινέττι πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1939 ύστερα από μια εγχείρηση. Έδινε μαρτυρία στους γιατρούς και στις νοσοκόμες ως το τέλος και μολονότι κόντευε τα 50 χρόνια, ο θάνατός του πιθανόν τον γλύτωσε από μια δεύτερη «οδύσσεια» στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλοι Μάρτυρες θα είχαν το προνόμιο να εκδηλώσουν ακεραιότητα στον Ιεχωβά στη διάρκεια αυτού καιρού τού μεγάλου διωγμού.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ

Η κήρυξη πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Αιθιοπίας το 1935 και η απόφασή της να μπει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1940, συνέβαλε στην ένταση του διωγμού κατά των λίγων Μαρτύρων της χώρας. Καθώς περνούσε ο καιρός ήταν όλο και πιο δύσκολο για τους αδελφούς να κρατούν την ακεραιότητά τους.

Το γραφείο της Ελβετίας έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να έχει επαφή με τους κήρυκες της Βασιλείας και το 1939 ανάθεσε στην αδελφή Μπρούν να επισκεφθεί τους αδελφούς στη βόρεια και κεντρική Ιταλία. Οι επισκέψεις της έγιναν μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων. Μερικοί αδελφοί θυμούνται ακόμη την ευχαρίστηση και την ενθάρρυνση που πήραν από αυτές τις εποικοδομητικές επισκέψεις. Όταν γύρισε στην Ελβετία η αδελφή Μπρούν έμαθε από τη χήρα αδελφή της Αλμπίνα ότι η αστυνομία ήταν διαρκώς στα ίχνη της.

Μολονότι οι ευαγγελιζόμενοι ήταν ελάχιστοι και πολύ διασκορπισμένοι, είχε οργανωθεί συγκαλυμμένο κήρυγμα, ιδιαίτερα από τον αδελφό Μαρτινέλλι. Τα έντυπα έμπαιναν στη χώρα με άτομα που εργάζονταν στην Ελβετία. Γύριζαν στο σπίτι το βράδι φέρνοντας μαζί τους τα καλοκρυμμένα έντυπα.

Επίσης ο αδελφός Χάρμπεκ, είχε μια κρυφή συνάντηση με την αδελφή Πιτζάτο για να την ενθαρρύνει να έρθει σε επαφή με αδελφούς που είχαν χάσει την επικοινωνία με την οργάνωση μετά το θάνατο του αδελφού Κουμινέττι. Το γραφείο της Βέρνης τής έδωσε περίπου 50 διευθύνσεις. Το απόθεμα των εντύπων είχε αποθηκευτεί στο Μιλάνο στο σπίτι μιας υποτιθέμενης ενδιαφερόμενης, κόρη μιας Χριστιανής αδελφής που είχε πεθάνει. Ωστόσο αυτή η γυναίκα πρέπει με κάποιον τρόπο να συνεργαζόταν με την αστυνομία. Η αδελφή Πιτζάτο λέει:

«Αυτή η νέα φάση του έργου είχε πολύ σύντομη διάρκεια. Τον Σεπτέμβριο του 1939 αρχίσαμε να στέλνουμε πακέτα που δεν ξεπερνούσαν τα τρία κιλά [6,6 λίβρες] σε βάρος γιατί, σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς του ταχυδρομείου, δεν ήταν υποχρεωτικό να αναγράφεται η διεύθυνση του αποστολέα σε πακέτα αυτού του μεγέθους. Εγώ συνήθιζα να πακετάρω τα έντυπα το βράδι και για να μην κινώ υποψίες, ταχυδρομούσα τα πακέτα σε διαφορετικά ταχυδρομικά γραφεία το πρωί καθώς πήγαινα στη δουλειά μου.»

Ωστόσο, κάτι συνέβη που άναψε τη σπίθα του διωγμού κατά των Μαρτύρων. Δυστυχώς, στις 28 Οκτωβρίου 1939, ένας ταχυδρομικός υπάλληλος στο Μοντεσιλβάνο άνοιξε ένα απ’ αυτά τα πακέτα, που περιείχε αρκετά βιβλιάρια και το βιβλίο Εχθροί. Το περιεχόμενο παραδόθηκε αμέσως στην αστυνομία και η έρευνα που ακολούθησε σύντομα αποκάλυψε από πού προερχόταν το πακέτο, μολονότι δεν είχε επάνω το όνομα του αποστολέα. Τα έντυπα απευθύνονταν στην αδελφή Μαριαντονία Ντι Τσένσο που συνελήφθη την άλλη μέρα. Αργότερα, την 1 Νοεμβρίου, μέλη της O.V.R.A., της Φασιστικής αστυνομίας έκαναν μια επίσκεψη στην αδελφή Πιτζάτο. Η ίδια αφηγείται:

«Πολύ πρωί η αστυνομία όρμησε στο σπίτι μου στη Βία Βιντσέντζο Μόντι, στο Μιλάνο. Ήταν έξι-εφτά αστυνομικοί και ένας κομμισσάριο [αξιωματικός της αστυνομίας]. Όρμησαν στο δωμάτιο κι απότομα με διάταξαν να σηκώσω ψηλά τα χέρια σαν να ήμουν επικίνδυνος ληστής. Σύντομα βρήκαν το εγκληματικό υλικό—μια Γραφή και Γραφικά έντυπα!»

Η O.V.R.A. βρήκε τις διευθύνσεις μερικών αδελφών στο διαμέρισμα της αδελφής Πιτζάτο και η αστυνομία έκανε επιδρομές στα σπίτια τους. Από τον Οκτώβριο μέχρι τις αρχές του Δεκεμβρίου περίπου 300 άτομα ανακρίθηκαν από την αστυνομία, αν και πολλοί από αυτούς ήταν μόνο συνδρομητές στη Σκοπιά ή είχαν έντυπα της Εταιρίας στην κατοχή τους. Περίπου 120 με 140 αδελφοί και αδελφές συνελήφθησαν και δικάστηκαν. Από αυτούς οι 26 δικάστηκαν από το ειδικό Δικαστήριο σαν κακοποιοί.

Ο Γκουερίνο Ντ’ Άντζελο, ένας απ’ αυτούς, αφηγείται τι συνέβη όταν τον συλλάβανε: «Έσπερνα καλαμπόκι για μια οικογένεια αδελφών που οι άντρες ήταν ήδη στη φυλακή. Μόνο οι γέροι και τα παιδιά είχαν μείνει στο σπίτι. Η αστυνομία έφτασε και με διέταξε ν’ αφήσω τ’ αυλάκια με τους σπόρους όπως ήταν. Ύστερα μ’ έσυραν στη φυλακή όπου με χτύπησαν άσχημα.»

Ο Βιντσέντζο Αρτούζι αφηγείται: «Στις 15 Νοεμβρίου του 1939, καθώς πήγαινα στη δουλειά, βρήκα δύο αστυνομικούς να με περιμένουν στο κάτω μέρος της σκάλας. Με ρώτησαν αν ήμουν ο κ. Αρτούζι. Όταν τους επεβεβαίωσα την ταυτότητά μου, με ανάγκασαν να πάω μέσα στο σπίτι και να περιμένω ενώ αυτοί έψαχναν παντού. Αναποδογύρισαν τα πάντα και τράβηξαν έξω τα συρτάρια για να βρουν αποδείξεις εναντίον μου. Τελικά κατόρθωσαν να βρουν αυτό που έψαχναν—τη Γραφή και το βιβλίο Εχθροί. Με πήραν μαζί τους χωρίς να μ’ αφήσουν να χαιρετίσω ακόμη και τα παιδιά μου. Με πήγαν σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο αστυνομικούς όπου με ανάκριναν τρεις ώρες.»

Η αδελφή Αμπίνα Κουμινέττι, που μόλις είχε χάσει το σύζυγό της συνελήφθη και δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο. Η ίδια γράφει:

«Με συνέλαβαν και με πήγαν στη φυλακή με αυτοκίνητο. Στο αυτοκίνητο εκτός από μένα ήταν δύο αστυνομικοί, ένας κομμισσάριο και ένας ανώτερος αξιωματούχος του Υπουργείου Εσωτερικών. Γέλασα καθώς μ’ έπαιρναν όταν σκέφτηκα ότι τέσσερις άντρες, από τους οποίους οι δύο ανώτεροι αξιωματούχοι, χρειάστηκαν για να συλλάβουν μια αδύναμη γυναίκα σαν κι εμένα. Δεν τους φοβόμουν· αντίθετα, πρόθυμα τους μίλησα για τη Βασιλεία του Θεού. Άρχισαν να γελούν, αλλά τούς είπα ότι δεν χλεύαζαν εμένα αλλά τις υποσχέσεις του Ιεχωβά κι αυτό δεν μπορεί να γίνει ατιμώρητα. Πρόσθεσα ότι ο σαρκασμός τους θα μεταβαλλόταν σε θλίψη. Πράγματι, και ο κομμισσάριο και ο αξιωματούχος πέθαναν στη φυλακή μετά την πτώση του Φασισμού.»

Η ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Έχουμε ήδη αναφέρει το γεγονός ότι ο διωγμός κατά των αληθινών Χριστιανών έγινε πιο σκληρός το 1935. Γιατί;

Στις 9 Απριλίου 1935, το Τμήμα Θρησκείας του Υπουργείου Εσωτερικών κυκλοφόρησε μια εγκύκλιο για τις «Ενώσεις των Πεντηκοστιανών». Εκείνο τον καιρό οι αρχές δεν είχαν προσδιορίσει ακριβώς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και νόμιζαν ότι ήταν μέρος της «Πεντηκοστιανής» κοινότητας. Η εγκύκλιος στάλθηκε στα επαρχιακά διοικητικά κέντρα, και διέταζε την άμεση διάλυση αυτών των ενώσεων των οποίων η δράση θεωρούνταν αντίθετη προς την κοινωνία μας και βλαβερή για τη σωματική και διανοητική ευημερία της φυλής μας.»

Στις 22 Αυγούστου 1989, κυκλοφόρησε μια άλλη εγκύκλιος (Νο 441/027713) σχετικά με τις «Θρησκευτικές Αιρέσεις των Πεντηκοστιανών και τις Όμοιες», που έλεγε:

«Εδώ και μερικά χρόνια έχει παρατηρηθεί στην Ιταλία η ύπαρξη ορισμένων ευαγγελικών θρησκευτικών αιρέσεων που έχουν έρθει από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Αμερική. Οι διδασκαλίες τους είναι αντίθετες σε κάθε κυβέρνηση. . .

«Οι ‘Πεντηκοστιανοί’ είναι εξαιρετικά δραστήριοι και επίμονοι προπαγανδιστές και ύστερα από τα πρόσφατα μέτρα που έχουν παρθεί εναντίον τους, προσπαθούν να συναθροίζονται μαζί όπου μπορούν, ακόμη και στο ύπαιθρο. Πολύ συχνά ωστόσο, συναθροίζονται στο σπίτι κάποιου από τους οπαδούς τους, μέρα ή νύχτα, για να ξεφύγουν από την άγρυπνη προσοχή των αρχών. . .

«Πρόσφατα, υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων που κλήθηκαν για στρατιωτική υπηρεσία και αρνήθηκαν να κάνουν σκοποβολή γιατί σαν ‘Πεντηκοστιανοί’, είναι εναντίον της χρήσεως οπλών, από πεποίθηση. . .

«Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να αντιταχθούμε σ’ αυτές τις αιρέσεις με τη μεγίστη αποφασιστικότητα. . .

«Για τον σκοπό αυτό, ζητούμε να γίνει ακριβής έρευνα για να εξακριβωθεί μήπως υπάρχουν τέτοιες ομάδες ‘Πεντηκοστιανών’, ή άλλες παρόμοιες αιρέσεις, στις διάφορες επαρχίες. Νομικά μέτρα πρέπει να ληφθούν εναντίον οποιουδήποτε βρεθεί να παίρνει μέρος σε συναθροίσεις, σε θρησκευτικές τελετές ή σε προπαγανδιστική δράση. Οδηγίες για το πώς θα ενεργήσετε σε άλλες περιπτώσεις, πρέπει να ζητηθούν από το Υπουργείο. Επίσης θα συνιστούσαμε να βρίσκονται κάτω από αυστηρή παρακολούθηση όλοι οι γνωστοί οπαδοί αυτών των αιρέσεων και με την παραμικρή υπόνοια να γίνονται τακτικά έρευνες στους ίδιους και στις κατοικίες τους για να διαπιστωθεί αν κατέχουν έντυπη ύλη για προπαγανδιστικούς σκοπούς, ή αν έρχονται σε επαφή με ομόπιστους με σκοπό τη λατρεία.

«Όλα τα βιβλιάρια που κατασχέθηκαν ως τώρα σε οπαδούς της αιρέσεως των ‘Πεντηκοστιανών’ είναι μεταφράσεις Αμερικανικών εντύπων, σχεδόν πάντοτε γραμμένα από κάποιον Ι. Φ. Ρόδερφορδ και τυπωμένα από τη ‘Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά—Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής—Μπρούκλυν, Ν.Υ., Η.Π.Α.’ . . . τα βιβλιάρια έχουν τους ακόλουθους τίτλους. . . [ακολουθεί κατάλογος των εντύπων της Σκοπιάς].

«Η εισαγωγή τέτοιων βιβλιαρίων στη χώρα, και κατά συνέπεια η κυκλοφορία τους πρέπει να προληφθεί.

«Τελικά πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η αίρεση των ‘Πεντηκοστιανών’ είναι η μόνη απόλυτα καθορισμένη, εδώ γίνεται μνεία για αιρέσεις και όχι για αίρεση, επειδή τα προαναφερθέντα βιβλιάρια δίνουν την εντύπωση ότι κι άλλες αιρέσεις ή θεωρίες έχουν ξεπηδήσει από τις διάφορες, αρχικά αναγνωρισμένες, ευαγγελικές θρησκείες. . .»

Τα μέτρα που συνιστούσε αυτή η εγκύκλιος είχαν σαν αποτέλεσμα ένα κύμα συλλήψεων που οδήγησαν σε μαζικές φυλακίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο τέλος του 1939.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Ο Δρ Πασκουάλε Αντριάνι, ο Γενικός Επιθεωρητής της Αστυνομίας του Αβετζάνο (Αμπρούτζι), έκανε μια έρευνα σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που έδινε η πιο πάνω εγκύκλιος. Στις 12 Ιανουαρίου 1940, έστειλε την αναφορά του στον Δημόσιο Κατήγορο του Ειδικού Δικαστηρίου για την Προστασία της Πολιτείας. Έστειλε επίσης ένα αντίγραφο στον αρχηγό της αστυνομίας. Το θέμα της αναφοράς του ήταν «Η Θρησκευτική Αίρεση των ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά’.» Ακολουθούν μερικά από τα κυρία σημεία:

«Με εγκύκλιο που κυκλοφόρησε τον περασμένο Αύγουστο, το Υπουργείο των Εσωτερικών έδωσε οδηγίες σχετικά με τον προσδιορισμό των μελών των αιρέσεων που επεκτείνουν τη δράση τους ως τον πολιτικό τομέα. Αυτές οι αιρέσεις συνεπώς, θα πρέπει να θεωρούνται και να έχουν την μεταχείριση των πολιτικών κινήσεων ανατρεπτικής φύσης.

«Φρονούμε ότι για να εκτελεστούν ικανοποιητικά αυτές οι διαταγές, είναι αναγκαία η περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό των διαφόρων αιρέσεων οι οποίες σε ορισμένες επαρχίες της Πολιτείας, αντιπροσωπεύονται από συμπαγείς ομάδες οπαδών. . .

«Η αίρεση [των Μαρτύρων του Ιεχωβά] είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη από πολιτική άποψη. . .

«Εν συντομία, μπορεί να ειπωθεί ότι [στο βιβλιάριο ‘Προειδοποίησις’] ‘Ο Ντούτσε’ παρομοιάζεται με τον γίγαντα Γολιάθ και ότι ‘ή μισητή τερατωδία σήμερα είναι το Ολοκληρωτικό Καθεστώς κάτω από έναν απόλυτο και αυθαίρετο δικτάτορα’ που υποστηρίζεται από την Εκκλησία της Ρώμης, ‘τη μεγάλη πόρνη.’ Αφού υπόταξε τον Ιταλικό λαό, αυτό το Καθεστώς, επιχειρεί την κατάκτηση της Αιθιοπίας ‘με κόστος τη ζωή τόσων ανθρώπων’. . .

«Ωστόσο η πιο σοβαρή πλευρά του ζητήματος εγείρεται από το σεβασμό τους προς τη Χριστιανική εντολή ‘ου φονεύσεις’ και την πεποίθησή τους ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πάρουν όπλα εναντίον του συνανθρώπου τους.

«Πιστεύουν, λοιπόν, ότι πρέπει να εξαιρεθούν από κάθε είδους στρατιωτική υπηρεσία. Οι νεαροί τους αρνούνται να δεχτούν τη στρατιωτική εκπαίδευση και αν φυλακιστούν γι’ αυτή τους τη στάση και πάλι αρνούνται να συμμετάσχουν όταν τελειώσει η ποινή τους.»

Η αναφορά μνημονεύει επίσης μια εγκύκλιο που η αδελφή Πιτζάτο συνήθιζε να στέλνει στους αδελφούς και παραθέτει μερικά αποσπάσματα απ’ αυτή. Λέει η αναφορά: «Με αυτή την εγκύκλιο τής οποίας εσωκλείουμε ένα αντίτυπο από τα πολλά που βρίσκονται στην κατοχή μας. . ., οι πιστοί ενθαρρύνονταν να μην αποστερούν τον εαυτό τους από ‘την πνευματική τροφή που είναι τόσο αναγκαία σ’ αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς’ και πληροφορούνταν ότι στο Μιλάνο υπάρχει μια αποθήκη όπου θα μπορούσαν να παραγγείλουν ‘έντυπα’ και να ανανεώσουν τις συνδρομές για το περιοδικό ‘Σκοπιά’. Οι παραλήπτες πληροφορούνταν επίσης ότι ‘λόγω των δύσκολων συνθηκών που υπάρχουν στη χώρα,’ ήταν αναγκαίο να είναι ‘πολύ φρόνιμοι’ όταν παράγγελναν έντυπα. Οι παραγγελίες θα γίνονταν μ’ έναν συμφωνημένο κώδικα στον οποίο χρησιμοποιούνταν μια ομάδα αριθμών ή γραμμάτων για να δείξουν τα ανάλογα βιβλία: ‘Εχθροί’ 1-33-1· ‘Προειδοποίηση’ 2-44-2· ‘Η Βασιλεία’ 3-55-3· ‘Σκοπιά’ W.T.»

ΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ ΞΕΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΙ

Οι αρχές κινούνταν εναντίον μας με σίγουρο τρόπο. Αλλά γιατί; Ποιος στην πραγματικότητα ήταν πίσω από το κύμα των συλλήψεων; Μιλώντας για το κλείσιμο του γραφείου στο Μιλάνο, η αναφορά για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, λέει καθαρά. «Ύστερα από λίγους μόνο μήνες η αστυνομία έκλεισε το γραφείο στο Μιλάνο λόγω του αντί-Φασιστικού ύφους των διανεμομένων βιβλίων και της αντίδρασης τού Καθολικού κλήρου.» (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.)

Η αναφορά συνεχίζει για να αναφέρει τη δράση των 26 Μαρτύρων που συνελήφθησαν σαν κυρίως υπεύθυνοι γι’ αυτή τη θρησκευτική κίνηση στην Ιταλία.

Το γεγονός ότι ο κλήρος ήταν κυρίως υπεύθυνος για την υποκίνηση προβλημάτων με τις Φασιστικές αρχές, φαίνεται ακόμη κι από τις ψεύτικες κατηγορίες που περιέχονταν σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Καθολική εφημερίδα Φίντες τον Φεβρουάριο 1939. Αυτό το άρθρο, που γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο «ιερέα και φύλακα των ψυχών,» έλεγε:

«Ο Ρόδερφορδ [ο δεύτερος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά]. . . υπονομεύει τις βασικές αρχές που στηρίζουν τα έθνη και τους λαούς. Η ιδέα του είναι να προετοιμάσει το δρόμο για μια επικείμενη παγκόσμια επανάσταση με την οποία θα ανατραπούν όλες οι θρησκείες και ιδιαίτερα η Καθολική Εκκλησία, και όλες οι κυβερνήσεις και τα βασίλεια, για να εισαχθεί ένα Ουτοπιστικό σύστημα αθεϊστικού Κομμουνισμού. . . Η κίνηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι μια έκφραση αθεϊστικού Κομμουνισμού και μια ανοιχτή επίθεση κατά της ασφάλειας της Πολιτείας.»

Οι Φασιστικές αρχές δύσκολα μπορούσαν να αγνοήσουν αυτές τις κατηγορίες από έναν κλήρο που σέβονταν πολύ. Έτσι λοιπόν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καταδιώχτηκαν και κατηγορήθηκαν ότι ‘ανατρέπουν βασίλεια και κυβερνήσεις’ κι εργάζονται για να εγκαθιδρύσουν την ‘αθεϊστική Κομμουνιστική Ουτοπία.’

ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Όταν έλαβε αυτή την αναφορά, ο Υπουργός Εσωτερικών έστειλε μια άλλη εγκύκλιο, την τελευταία, η οποία προσδιόριζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά καθαρά και τους έβαζε κάτω από απαγόρευση. Ήταν η εγκύκλιος Νο. 441/02977 της 13 Μαρτίου 1940, που αναφερόταν «στη Θρησκευτική αίρεση των ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά’ ή ‘Σπουδαστών της Βίβλου’ και άλλες θρησκευτικές αιρέσεις των οποίων οι αρχές είναι αντίθετες προς τους θεσμούς μας.» Έλεγε:

«Ύστερα από τη διανομή της υπουργικής εγκυκλίου Νο 441/027713 της 22 Αυγούστου 1939, έγινε πιο προσεχτική έρευνα στις θρησκευτικές αιρέσεις που είναι χωριστές και διακεκριμένες από τη γνωστή αίρεση των ‘Πεντηκοστιανών’ και των οποίων οι διδασκαλίες είναι αντίθετες προς το Πολιτειακό μας σύστημα.

«Απ’ αυτή την έρευνα έγινε δυνατό να διαπιστωθεί ότι η ‘Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά—Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής—Μπρούκλυν, Νέα Υόρκη—Η.Π.Α.’. . . είναι μια ανεξάρτητη ευαγγελική αίρεση, κοινώς γνωστοί σαν ‘Μάρτυρες του Ιεχωβά’ ή ‘Σπουδαστές της Γραφής.’ Η μελέτη των δηλώσεων που έκαναν πολλά από τα μέλη της όταν τούς συλλάβαμε και η έρευνα των εντύπων που βρήκαμε στην κατοχή τους μάς βοήθησαν πολύ να καθορίσουμε τα χαρακτηριστικά της αίρεσης. . .

«Ο μόνος νόμος που αναγνωρίζουν οι ‘Μάρτυρες του Ιεχωβά’ είναι ο νόμος του Θεού· ωστόσο, δέχονται την εφαρμογή του πολιτικού νόμου όταν δεν έρχεται σε σύγκρουση με το θείο νόμο. . .

«‘Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά’ διακηρύσσουν ότι και ‘Ο Ντούτσε’ και ο Φασισμός προέρχονται από τον Διάβολο και ότι ύστερα από ένα σύντομο διάστημα νίκης, αυτά τα στοιχεία πρέπει αλάνθαστα να πέσουν, όπως προλέγεται στο βιβλίο τής Αποκάλυψης. . .

«Πρέπει λοιπόν να γίνει κάθε προσπάθεια για να καταπνιγούν και οι παραμικρές εκδηλώσεις δράσης αυτής της αίρεσης. Εφόσον τροφοδοτείται με έντυπη ύλη που εκδίδει η ‘Σκοπιά’ εξουσιοδοτείσθε να λάβετε δραστικά μέτρα ώστε αυτά τα έντυπα να κατάσχονται σε κάθε ευκαιρία, ακόμη κι όταν στέλνονται με το ταχυδρομείο.»a

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Το Φασιστικό Ειδικό Δικαστήριο ιδρύθηκε ύστερα από μια απόπειρα δολοφονίας του Μουσσολίνι στη Βολωνία τον Οκτώβριο του 1926. Ήταν ένα από τα πολλά μέτρα που απέβλεπαν στην καταστολή της Αντί-Φασιστικής δράσης στη γέννησή της. Ήταν επίσημα γνωστό σαν «Το Ειδικό Δικαστήριο για την Προστασία της Πολιτείας» και λειτούργησε από το 1927 ως το 1943, και στη διάρκεια αυτής της περιόδου εξέδωσε πάνω από 5.000 αποφάσεις μεταξύ των οποίων και 42 θανατικές καταδίκες (από τις οποίες εκτελέστηκαν 31). Τα γραφεία του ήταν στο Μέγαρο της Δικαιοσύνης στη Ρώμη.

Στις 19 Απριλίου 1940, στην αυστηρή αίθουσα συνεδριάσεων του Μεγάρου της Δικαιοσύνης, οι δικαστές κάθονταν στις επιβλητικές ημικυκλικές έδρες τους κάτω από την προεδρία του φοβερού Τρινιάλι Καζανόβα. Οι κατηγορούμενοι κάθονταν στη σειρά στη μια πλευρά της αίθουσας κάτω από την επίβλεψη αρκετών καραμπινιέρων. Ήταν τέσσερις γυναίκες και είκοσι δύο άντρες, οι οποίοι (άντρες) φορούσαν και χειροπέδες. Ήταν μια επανάληψη αυτών που συνέβαιναν στους αληθινούς Χριστιανούς την εποχή της αρχαίας Ρώμης.

Η αδελφή Πιτζάτο αφηγείται: Η δίκη δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια παρωδία. Όλα έγιναν σε μια και μοναδική μέρα και οι ποινές προφανώς είχαν αποφασιστεί από πριν. Ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν ξαναθυμάμαι ένα περιστατικό που φαίνεται σχεδόν αστείο. Ήμουν η πρώτη που κάλεσε το δικαστήριο να απολογηθώ και επειδή ένιωθα νευρικότητα, πήδησα και κατευθύνθηκα με ορμή προς τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Οι καραμπινιέροι προφανώς φοβήθηκαν ότι θα έκανα κάποια βίαιη ενέργεια ή θα εκστόμιζα ένα χείμαρρο από βρισιές κι έτρεξαν πίσω μου και με κράτησαν. Ο Πρίγκηπας Τρινιάλι Καζανόβα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κιτρίνισε!

«Το δικαστήριο είχε αναθέσει την υπεράσπισή μας σε μερικούς δικηγόρους της Ρώμης. Πρέπει να πω ότι οι δικηγόροι έκαναν μια καλή υπεράσπιση και μίλησαν για μας με τέτοια θέρμη που ο πρόεδρος, με φανερό σαρκασμό, ρώτησε ένα απ’ αυτούς μήπως κατά τύχη είχε προσηλυτισθεί στη θρησκεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά!»

Οι εφτά δικηγόροι της υπεράσπισης έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά οι αδελφοί βρέθηκαν φυσικά ένοχοι. Ένας από τους δικηγόρους είχε το θάρρος να χαρακτηρίσει τους 26 Μάρτυρες «το άνθος του Ιταλικού έθνους.» Ένας άλλος ρώτησε: «Αν το Φασιστικό καθεστώς είναι τόσο ισχυρό όσο ισχυρίζεται, γιατί φοβάται αυτούς τους ανθρώπους;» Κι ένας άλλος είπε: «Αυτή η δίκη μου θυμίζει μια άλλη που έγινε πριν από 19 αιώνες, όταν ο Πιλάτος έθεσε το ερώτημα, ‘Τι είναι αλήθεια;’» Έκανε, έπειτα μια χειρονομία προς την πλευρά των αδελφών και είπε: «Αυτοί εδώ οι άνθρωποι μάς λένε την αλήθεια κι όμως εσείς θέλετε να τους στείλετε στη φυλακή· αυτοί οι καλοί άνθρωποι θα έπρεπε να απολαμβάνουν το μεγαλύτερο σεβασμό για την πίστη τους.» Ένας άλλος δικηγόρος διακήρυξε: «Μολονότι είναι 26 άνθρωποι, μιλούν σαν ένας επειδή όλοι έχουν τον ίδιο Δάσκαλο.»—Ιωάν. 18:33-38.

Οι αδελφοί ήταν θαρραλέοι και δυνατοί μπροστά στο Δικαστήριο μολονότι μερικοί απ’ αυτούς είχαν απειληθεί στην ανάκριση και φοβούνταν ότι μπορεί να καταδικάζονταν σε θάνατο. Ο αδελφός Γκουερίνο Ντ’ Άντζελο θυμάται:

«Μόνο ένας από τους 26 άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από το φόβο των ανθρώπων και συμβιβάστηκε. Υπόγραψε μια δήλωση υποταγής στο Φασιστικό Καθεστώς που διαβάστηκε από έναν από τους δικαστές. Παρ’ όλ’ αυτά είχε την ίδια ποινή. Ο δικαστής στράφηκε προς τους αδελφούς και είπε: ‘Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι καλός ούτε για μας ούτε για σας.’ Τελικά αυτό το άτομο άφησε την αλήθεια και ήταν ένας απ’ τους λίγους που δεν κράτησαν ακεραιότητα.»

Αυτοί οι αδελφοί καταδικάστηκαν σε 186 χρόνια και 10 μήνες φυλάκιση συνολικά. Οι ατομικές ποινές κυμαίνονταν από δύο μέχρι έντεκα χρόνια. Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου ήταν τελεσίδικη και δεν υπήρχε πιθανότητα έφεσης. Οι αδελφοί που καταδικάστηκαν έμειναν στη φυλακή μέχρι που έπεσε το Φασιστικό καθεστώς. Απελευθερώθηκαν, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, μετά τον Αύγουστο του 1943.

Ο τόμος με τίτλο Aula IV—Tutti i processi del Tribunale Speciale fascista (Αίθουσα Δικαστηρίου IV—Όλες οι Δίκες του Φασιστικού Ειδικού Δικαστηρίου) αναφέρει την απόφαση Αριθ. 50 της 19 Απριλίου 1940, σχετικά με τους 26 Μάρτυρες του Ιεχωβά και σχολιάζει ως εξής:

«Μια θρησκευτική κίνηση που γεννήθηκε στις Η.Π.Α. άρχισε να διαδίδεται στην Ιταλία. Οι οπαδοί της που ονομάζονταν ‘Μάρτυρες του Ιεχωβά’ υπέστησαν συνεχή διωγμό από τους Φασίστες. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να διακηρύττουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο, αρνούμενοι να πάρουν όπλα εναντίον του συνανθρώπου τους και θεωρούσαν το Φασιστικό καθεστώς ‘Σατανικό δημιούργημα’. Το μεγαλύτερο κύμα των συλλήψεων έγινε το φθινόπωρο του 1939. (Οι κυριότερες κατηγορίες: Ίδρυση συλλόγου αντίθετου προς το εθνικό συμφέρον· συμμετοχή στο σύλλογο· προπαγάνδα· προσβολή του ‘ντούτσε’ και του πάπα.)»

Μπορεί κανείς να πάρει κάποια ιδέα των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν εναντίον των αδελφών από τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην αδελφή Πιτζάτο από το Procura del Re (το γραφείο του δημόσιου κατήγορου) της Βιτσέντζα. Η αδελφή είχε καταδικαστεί με πέντε κατηγορίες: «Πέντε χρόνια φυλάκιση για συνεργία σε πολιτική συνωμοσία· ένα χρόνο φυλάκιση για προσβολή της αξιοπρέπειας και του κύρους του ‘Ντούτσε’ του Φασισμού, Αρχηγού της Κυβέρνησης· δύο χρόνια φυλάκιση για προσβολή του Ανώτατου Ποντίφικα· ένα χρόνο φυλάκιση για προσβολή της αξιοπρέπειας Αρχηγού Ξένου Κράτους (Χίτλερ) και δύο χρόνια φυλάκιση για προσβολή του κύρους του Βασιλιά και Αυτοκράτορα.»

Επειδή 13 από τους 26 κατηγορούμενους Μάρτυρες ήταν από την περιοχή του Αμπρούτζι, το βιβλίο Abruzzo, un profilo storico (Ιστορική Επισκόπηση της Περιοχής του Αμπρούτζι) του Ραφφαέλε Κολαπιέτρα (που εξέδωσε ο Ρόκκο Καράμπα), γράφει: «[Στην περιοχή του Αμπρούτζι] κανένα πολιτικό κόμμα, ούτε και οι Κομμουνιστές, δεν μπορούν να καυχηθούν ότι είχαν μια τόσο πολυάριθμη και τόσο σκληρά χτυπημένη ομάδα όσο αυτοί οι πράοι, άκακοι χωρικοί από την παραθαλάσσια περιοχή.»

ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Εκτός του ότι μάς δίνουν ένα παράδειγμα θάρρους και πίστης, οι πείρες των αδελφών που φυλακίστηκαν στα χρόνια του πολέμου, δείχνουν ότι η στοργική βοήθεια του Ιεχωβά ποτέ δεν τους εγκατέλειψε. Με ζήλο συνέχισαν να μιλούν σε άλλους για τα «καλά νέα» μέσα στη φυλακή, αλλά κι εκεί ακόμη υπέστησαν διωγμό από τον κλήρο.

Η Σαντίνα Τσιμορόζι από το Ροζέτο του Αμπρούτζι, που ήταν 25 χρόνων τον καιρό που τη συλλάβανε, λέει:

«Μας πήραν στον αστυνομικό σταθμό λέγοντας ότι ήμαστε επικίνδυνοι για το Κράτος γιατί δεν υποστηρίζαμε τον πόλεμο. Τον πατέρα μου [Ντομένικο Τσιμορόζι] τον έβαλαν σε χωριστό κελί από μένα. Τα κελιά ήταν σκοτεινά. Ο καραμπινιέρος άναψε το φακό του για να μου δείξει πού υπήρχε ένα ξύλινο κρεβάτι για να κοιμηθώ. Ύστερα με κλείδωσε. Όταν άκουσα τον ήχο της πόρτας που κλείδωνε με πλημμύρισε ένα κύμα απελπισίας και φόβου. Άρχισα να κλαίω. Γονάτισα και προσευχήθηκα στον Ιεχωβά δυνατά. Σιγά σιγά ο φόβος μου λιγόστεψε και σταμάτησα να κλαίω. Ο Ιεχωβά απάντησε στην προσευχή μου στέλνοντάς μου δύναμη και θάρρος και κατάλαβα ότι χωρίς τη βοήθειά του δεν ήμουν απολύτως τίποτα. Πέρασα τη νύχτα με προσευχή και το άλλο πρωί με μετέφεραν στη φυλακή του Τέραμο όπου μ’ έβαλαν στο ίδιο κελί με τον πατέρα μου, την Κατερίνα ντι Μάρκο και τρεις άλλους αδελφούς—συνολικά έξι.

«Κάπου κάπου μας ανάκριναν για να βρουν ποιοι ήταν οι ‘αρχηγοί’ μας. Συχνά με ρωτούσαν, ‘Είσαι ακόμη Μάρτυς του Ιεχωβά;’ και φυσικά πάντοτε απαντούσα ‘Ναι!’ Προσπάθησαν να με φοβίσουν λέγοντας ότι ποτέ πια δεν θα’ βγαινα από τη φυλακή, αλλά εγώ εμπιστευόμουν στον Ιεχωβά και στη δύναμή του να με βοηθά. Αργότερα έβαλαν έξω από την πόρτα του κελιού μου μια ‘άγια τράπεζα’. Την έβαλαν εκεί ειδικά για μένα και για μερικές εβδομάδες ο παπάς λειτουργούσε εκεί. Η πόρτα του κελιού μου έμενε ανοιχτή είτε για να βλέπουν αν ήθελα να επιστρέψω στην Καθολική Εκκλησία ή με την ελπίδα ότι θα δημιουργούσα φασαρία και θα δικαζόμουν με πιο βαριά ποινή. Εγώ όμως έμενα ήσυχη στο κελί μου σαν να μη συνέβαινε τίποτα έξω και ευχαριστούσα τον Ιεχωβά που με βοηθούσε να ενεργώ με φρονιμάδα. Αφού είδαν ότι δεν αντιδρούσα, μετά από λίγο απομάκρυναν την ‘άγια τράπεζα’ και ο παπάς δεν ξανάρθε πια.»

Ο αδελφός Ντάντε Ριόγγι που είχε γνωρίσει την αλήθεια από τον αδελφό Μαρτσέλλο Μαρτινέλλι, αφηγείται: «Στη φυλακή δεν μου επέτρεπαν να γράφω στους συγγενείς μου ή σε οποιονδήποτε άλλο. Μου πήραν τα έντυπα, τα χρήματα και το ρολόι μου. Από τον Νοέμβριο [του 1939] ως το τέλος του Φεβρουαρίου, έτρεμα από το κρύο γιατί όχι μόνο δεν υπήρχε θέρμανση στο κελί, αλλά και το παράθυρο ήταν χωρίς τζάμι. Δεν μου έδωσαν ούτε μια αλλαξιά ρούχα και σύντομα κατάντησα ένα άθλιο αποκρουστικό πλάσμα γεμάτο παράσιτα. Δύο-τρεις φορές με επισκέφθηκαν παπάδες που με διαβεβαίωσαν ότι αν γύριζα στη θρησκεία των γονιών μου θα με άφηναν ελεύθερο. Έκανα αίτηση στην κουεστούρα [γραφεία της αστυνομίας] για μια Γραφή και μου την έστειλαν. Από τότε πήρα θάρρος από το παράδειγμα πιστών αντρών που κράτησαν ακεραιότητα ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους κι ευλογήθηκαν από τον Ιεχωβά. Η προσευχή ήταν ένα ακόμη μέσον για να ενισχύω την πίστη μου στις υποσχέσεις του Ιεχωβά.»

Ο αδελφός Ντομένικο Τζιορτζίνι, ένας αδελφός που είναι πιστός στην υπηρεσία για 40 και περισσότερα χρόνια κι ακόμη υπηρετεί σαν πρεσβύτερος σε μια εκκλησία στην επαρχία του Τέραμο, αφηγείται: «Ήταν 6 Οκτωβρίου 1939. Ενώ ήμαστε στο αμπέλι και τρυγούσαμε είδα ένα φορτηγό με δύο καραμπινιέρους (αξιωματικούς) να σταματάει μπροστά στο σπίτι μου. Με πήραν στη φυλακή τού Τέραμο κι εκεί έμεινα πέντε μήνες. Ύστερα καταδικάστηκα σε τρία χρόνια εξορία στο νησί Βεντοτένε. Εκεί βρέθηκα συντροφιά με πέντε άλλους αδελφούς και γύρω στους 600 πολιτικούς κρατούμενους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και πολλές γνωστές προσωπικότητες της πολιτικής, μεταξύ των άλλων και ένας άντρας που αργότερα έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας, και είχα το προνόμιο να τους δώσω μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού. Επειδή η Φασιστική κυβέρνηση θεωρούσε πολλούς από αυτούς τους διάσημους πολιτικούς ιδιαίτερα επικίνδυνους το νησί βρισκόταν κάτω από αυστηρή παρακολούθηση. Μια βενζινάκατος περιπολούσε γύρω από το νησί μ’ ένα πολυβόλο έτοιμο να πυροβολήσει όποιον δοκίμαζε να αποδράσει.»

ΑΔΕΛΦΕΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Η αδελφή Μαριαντονία Ντι Τσένσο, που καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκιση από το Ειδικό Δικαστήριο, αφηγείται: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα λόγια του ανακριτή. Είπε: ‘Διάβασα τα έντυπά τους για να κατατοπιστώ και ανάκρινα τους 26 κατηγορούμενους. Είναι όλοι συνεπείς στο πιστεύω τους κι έτοιμοι να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για να σώσουν τους συντρόφους τους. Η κατάσταση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο νομίσαμε. Ο κλήρος έκανε πολύ φασαρία για το ζήτημα’.»

Η αδελφή Ντι Τσένσο έκανε την ποινή της στην Περούτζια. Μια άλλη αδελφή φυλακισμένη στη Περούτζια ήταν η Αλμπίνα Κουμινέττι που πέθανε πιστή στην ουράνια κλήση το 1962. Σε μια γραπτή αφήγηση διαβάζουμε: «Κάποτε μια άλλη φυλακισμένη ρώτησε την Αλμπίνα τι είχε κάνει. Η Αλμπίνα απάντησε, ‘Δεν έχω κάνει τίποτα. Είμαστε εδώ γιατί αρνούμαστε να σκοτώσουμε τον συνάνθρωπό μας.’

«‘Τι;’ ξεφώνησε η γυναίκα, ‘Είστε εδώ επειδή αρνείστε να σκοτώσετε; Ποσά χρόνια σας δίκασαν;’

«‘Έντεκα’» απάντησε η αδελφή Κουμινέττι.

«Τότε η άλλη φώναξε: ‘Ορίστε! Σας δίκασαν 11 χρόνια γιατί αρνηθήκατε να σκοτώσετε το συνάνθρωπό σας κι εμένα που σκότωσα τον άντρα μου με δίκασαν 10 χρόνια. Αυτό είναι απαράδεκτο. Ή εγώ είμαι τρελή ή αυτοί!’»

«Μια μέρα,» συνεχίζει η αφήγηση, «η Αλμπίνα είχε την ευκαιρία να δώσει μαρτυρία στο διοικητή της φυλακής παρουσία και μιας καλόγριας που είχε την επιτήρηση των φυλακισμένων.»

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

Το 1953, οπότε η αδελφή Κουμινέττι και οι άλλες τρεις αδελφές που ήταν μαζί στη φυλακή συναντήθηκαν σε μια συνέλευση, έγραψαν ένα γράμμα στο διοικητή των φυλακών της Περούτζια που στο μεταξύ είχε μετατεθεί στην Αλεσσάντρια, αλλά τελικά πήρε το γράμμα κι έστειλε αυτή τη σημαντική απάντηση με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1954:

«Αγαπητή Κυρία,

«Σας ευχαριστώ για τα καλά λόγια που λέτε για μένα στο γράμμα σας. Είχατε όλες καταδικαστεί για ένα ανύπαρκτο έγκλημα και είμαι πολύ ευτυχής που μαθαίνω ότι στην ίδια πόλη που φερθήκατε για δίκη, στη Ρώμη, είχατε την ευκαιρία να συναντηθείτε ξανά, αυτή τη φορά για να ψάλλετε αίνους στον Θεό σας Ιεχωβά στη συνέλευσή σας.

«Αν έχετε την ευκαιρία να δείτε ή ν’ αλληλογραφήσετε με τις άλλες κυρίες που υπέφεραν τόσο πολύ για τον Θεό που πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν, παρακαλώ πέστε τους δύο λόγια για μένα να με θυμηθούν. Θα σας θυμάμαι πάντοτε και θαυμάζω την πίστη σας και το δυνατό σας χαρακτήρα.

«Σας ευχαριστώ για το βιβλίο που μου στείλατε,

Δρ Αντόνιο Παολορόσσο

Διοικητής της Σωφρονιστικής Φυλακής της Αλεσσάντρια»

«Η δοκιμή της πίστεώς σας» έγραψε ο απόστολος Πέτρος είναι «πολύ τιμιωτέρα παρά το χρυσίον.» (1 Πέτρου 1:7) Οι αδελφοί που κράτησαν ακεραιότητα κάτω από διωγμό αναγνωρίζουν ότι αυτές οι δυσκολίες χρησίμευσαν για να τους ενισχύσουν.

Η ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ

Όπως και σ’ άλλες χώρες, η διακράτηση ακεραιότητας έχει χρησιμεύσει σαν προστασία για τους αδελφούς της Ιταλίας. Για παράδειγμα, ο Άλντο Φορνερόνε, ένας πιστός αδελφός 76 ετών που φυλακίστηκε και πήγε εξορία στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφηγείται την ακόλουθη πείρα:

«Αν και οι Ναζί είχαν αρχίσει να υποχωρούν, κατείχαν ακόμη την περιοχή που ζούσαμε και στη διάρκεια μιας εφόδου για αντίποινα τρεις Γερμανοί στρατιώτες όρμησαν μέσα στο σπίτι μας. Με μια ματιά ο αξιωματικός είδε μια Γραφή στο τραπέζι και έναν πίνακα στον τοίχο που παρίστανε τη σκηνή του Ησαΐα 11:6-9 μ’ ένα λύκο, αρνιά, ένα λιοντάρι, μια κατσίκα κι ένα μοσχάρι, όλα μαζί μ’ ένα παιδάκι. Ρώτησε στα Γερμανικά ‘Μπίμπελφόρσερ;’ που θα πει ‘Σπουδαστές της Γραφής;’ Του έγνεψα με το κεφάλι.

«Τότε, μιλώντας Γαλλικά, ζήτησε από τη γυναίκα μου να τους δώσει κάτι να φάνε κι έδωσε εντολή στους άντρες του να κλείσουν την πόρτα και να μείνουν μέσα στο σπίτι. Και πάλι μιλώντας Γαλλικά εξήγησε: ‘Είπα στους άντρες μου ότι εδώ είμαστε εντάξει επειδή είστε Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι μόνοι άνθρωποι που μπορούμε να εμπιστευθούμε.’ Μας είπε ακόμη ότι είχε συγγενείς στη Γερμανία που είχαν σταλθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή ήταν Μάρτυρες. Κι ενώ αυτοί οι στρατιώτες έτρωγαν, έξω ακούγονταν πυροβολισμοί, πολλά σπίτια παραδόθηκαν στη φωτιά και πολλοί πολίτες σκοτώθηκαν. Στο τέλος της εφόδου αυτοί οι στρατιώτες έφυγαν από το χωριό και ο αξιωματικός μάς αποχαιρέτησε σφίγγοντάς μας τα χέρια.

«Λίγο αργότερα ήρθε ο διοικητής της Ιταλικής αντιστασιακής ομάδας, με τους 16 άντρες του. ‘Γιατί δεν σας πήραν μαζί με τους άλλους πολίτες;’ ρώτησε. Με γνώριζε και γνώριζε επίσης το γεγονός ότι είχα πάει φυλακή και στην εξορία γιατί δεν έπαιρνα μέρος στον πόλεμο. Όλοι άκουγαν καθώς τούς έδινα μαρτυρία και πήραν το βιβλιάριο Παρηγορία δια τους Λαούς. Αφού κι αυτοί έφαγαν και ήπιαν κάτι, έφυγαν. Ο διοικητής είπε: ‘Αν όλοι ήταν σαν και σας δεν θα ήμαστε κυνηγημένοι σαν τ’ άγρια θηρία και δεν θα υπήρχαν τόσα βάσανα στον κόσμο.’ Αυτή η πείρα μ’ έκανε να εκτιμήσω περισσότερο παρά ποτέ την αξία της διακράτησης ακεραιότητας.»

ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ

Πολλοί αδελφοί που φυλακίστηκαν άφησαν στο σπίτι τις γυναίκες τους και μικρά παιδιά. Τους βοήθησε κανείς; Ο Βιντσέντζο Αρτούζι λέει:

«Όταν εξορίστηκα σε άλλο μέρος της Ιταλίας για ένα χρόνο, ήμουν πολύ στενοχωρημένος για τη γυναίκα μου και τα τρία μικρά παιδιά μου. Φοβόμουν ακόμη ότι οι κληρικοί θα επωφελούνταν από την απουσία μου για να παρασύρουν τη γυναίκα μου μακριά από την αλήθεια επειδή ήταν μόνο ενδιαφερόμενη για ένα διάστημα. Αλλά ο Ιεχωβά τους επέβλεπε και με τη βοήθεια των αδελφών που ήταν ακόμη ελεύθεροι η οικογένειά μου στηρίχτηκε υλικά και πνευματικά. Η γυναίκα μου εγκατέλειψε τελείως την Καθολική Εκκλησία λόγω των στοργικών επισκέψεων των αδελφών που ήταν και πνευματικά εποικοδομητικές.»

ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Η πτώση του Φασισμού ήρθε γύρω στο 1943 και οι περισσότεροι αδελφοί στη συνέχεια απολύθηκαν από τις φυλακές. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος μαινόταν ακόμη σ’ όλη τη χώρα κι ενώ οι Σύμμαχοι προχωρούσαν από το νότο, τα Ναζιστικά στρατεύματα υποχωρούσαν αργά προς το βορρά, αφήνοντας πίσω τους το θάνατο και την καταστροφή.

Ακόμη και στην πιο σκοτεινή περίοδο του πολέμου έγιναν προσπάθειες για επαφή με τους αδελφούς που ήταν ακόμη στα σπίτια τους και είχαν κάποια σχετική ελευθερία κινήσεων. Ο Αγκοστίνο Φοσσάτι, ένας αδελφός πιστός ως τα θάνατό του το 1980, είχε απελαθεί από την Ελβετία για την αλήθεια. Το 1940 και 1941 έκανε ό,τι μπορούσε να επικοινωνήσει με ορισμένους αδελφούς, στέλνοντάς τους διάφορα έντυπα, ακόμη και άρθρα της Σκοπιάς που μετάφραζε από τα Γαλλικά. Τον συνέλαβαν τον Ιανουάριο του 1942 και τον έστειλαν σε εξορία.

Λίγο αργότερα βρήκε καταφύγιο στην Ιταλία ο αδελφός Ναρκίζο Ρίετ. Είχε γεννηθεί στη Γερμανία από Ιταλούς γονείς από την επαρχία της Ούντινε και είχε ζήσει στο Μυλχάιμ αν ντερ Ρουρ ώσπου η Γκεστάπο ανακάλυψε τη δράση του να βάζει κρυφά τεύχη της Σκοπιάς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν έγινε φανερό ότι ήταν επικίνδυνο να παραμείνει άλλο, ένας αδελφός που εργαζόταν στους σιδηροδρόμους τον βοήθησε να πάει στη γυναίκα του που είχε πάει πρόσφατα να ζήσει στην Ιταλία στο Τζερνόμπιο της Λίμνης Κόμο, κοντά στα Ελβετικά σύνορα.

Το τμήμα της Ελβετίας ανάθεσε στον αδελφό Ρίετ το έργο να μεταφράζει τη Σκοπιά από τα Γερμανικά στα Ιταλικά κι ύστερα να προωθεί τα τεύχη στους αδελφούς. Για να είναι βέβαιο ότι η αστυνομία δεν θα τα έπιανε με το ταχυδρομείο, οι αποστολές θα γίνονταν με το χέρι στους αδελφούς που δεν ήταν πολύ μακριά στη βόρεια και κεντρική Ιταλία.

Ο αδελφός Ρίετ αγόρασε μια γραφομηχανή κι άρχισε, αμέσως να μεταφράζει τα κύρια άρθρα των περιοδικών. Τον βοηθούσε σ’ αυτό ο αδελφός Αγκοστίνο Φοσσάτι που είχε επιστρέψει ύστερα από εξορία ενός χρόνου κι αργότερα η αδελφή Μαρία Πιτζάτο όταν αποφυλακίστηκε το 1943. Τα περιοδικά έμπαιναν στην Ιταλία κρυφά. Μετά τη μετάφραση έβγαιναν αντίγραφα σε πολύγραφο και τα έπαιρνε ο αδελφός Φοσσάτι που ήταν υπεύθυνος για την παράδοσή τους. Ταξίδευε στην Πεσκάρα, Τρεντ. Σόντριο, Αόστα και Πινερόλο για να φέρει αυτή την πνευματική τροφή στους αδελφούς με συνεχή κίνδυνο να συλληφθεί και να φυλακιστεί.

Όταν ήρθε η αδελφή Πιτζάτο, οι Ναζί, με τη βοήθεια των Φασιστών υποστηρικτών τους, βρήκαν πού έμενε ο αδελφός Ρίετ και όπως αφηγείται η αδελφή Πιτζάτο: «Μια μέρα κατά το τέλος του Δεκεμβρίου περικυκλώθηκε το σπίτι του κι ένας αξιωματικός των Ες-Ες με τους άντρες του όρμησαν μέσα. Ο Ναρκίζο συνελήφθη και ήταν κάτω από την απειλή του όπλου ενώ οι στρατιώτες έψαχναν το σπίτι. Σύντομα βρήκαν το στοιχείο του εγκλήματος που έψαχναν—δύο Γραφές και μερικά γράμματα! Ο Ναρκίζο στάλθηκε ένα μακρύ ταξίδι πίσω στη Γερμανία, όπου φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Εκεί βασανίστηκε φρικτά. Για πολύ καιρό, τον κρατούσαν αλυσοδεμένο σαν σκυλί σ’ ένα χαμηλό, στενό κελί όπου ήταν υποχρεωμένος να παραμένει κουλουριασμένος μέρα-νύχτα. Ύστερα από πολλά παθήματα σε διάφορα στρατόπεδα, θανατώθηκε μαζί με άλλους άτυχους φυλακισμένους πριν καταλάβουν οι Σύμμαχοι το Βερολίνο. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.»

Η αδελφή Πιτζάτο συνέχισε το έργο που άρχισε ο αδελφός Ρίετ και όταν ο αδελφός Φοσσάτι συνελήφθη και πάλι έπρεπε και να παραδίδει την πνευματική τροφή μόνη της. Αφού έβγαζε περίπου 70 αντίγραφα για κάθε μεταφρασμένο άρθρο, τα παράδιδε προσωπικά όσο ήταν δυνατό να ταξιδεύει.

Όταν όλες οι γραμμές επικοινωνίας διακόπηκαν από τους βομβαρδισμούς, αποφάσισε να στείλει τη μετάφραση του κύριου άρθρου της Σκοπιάς της 1 Ιανουαρίου 1945 (Αγγλική έκδ.) με το ταχυδρομείο στους αδελφούς στο Καστιόνε Αντεβέννο, στην επαρχία του Σόντριο. Το άρθρο κατασχέθηκε και παραδόθηκε στην αστυνομία και η αδελφή Πιτζάτο ξαναπιάστηκε για ανάκριση για μια ακόμη φορά. Την άφησαν ωστόσο να γυρίσει σπίτι της και γρήγορα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία για να φύγει από την περιοχή για να μην μπλέξουν και άλλοι. Την ίδια εκείνη νύχτα κατάστρεψε κάθε απόδειξη της δράσης της από τον Δεκέμβριο του 1943 μέχρι τον Μάρτιο του 1945 και με τη βοήθεια φίλων έφτασε στην Ελβετία μαζί με τη χήρα του αδελφού Ρίετ.

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος όλοι οι πρόσφυγες έπρεπε να επιστρέψουν στην Ιταλία και οι δυο αδελφές γύρισαν στο Τσερνόμπιο. Το τμήμα της Ελβετίας ανάθεσε στην αδελφή Πιτζάτο το έργο να αρχίσει νέες επαφές με τους αδελφούς τώρα που ο Φασισμός είχε εξαφανιστεί και ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι αδελφοί είχαν δοκιμαστεί σοβαρά, αλλά ήταν ευγνώμονες στον Ιεχωβά και γεμάτοι ζήλο. Πολλοί λίγοι είχαν πέσει θύματα στις παγίδες του Διαβόλου. Τώρα μια μεγάλη πόρτα δράσης ήταν ολάνοιχτη μπροστά τους.—1 Κορ. 16:9.

ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Προς το τέλος του 1945, ο αδελφός Ν. Ο. Νορρ, τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά και ο γραμματέας του Μ. Τζ. Χένσελ, έκαναν μια επίσκεψη στην Ευρώπη. Το τμήμα της Ελβετίας προσκάλεσε την αδελφή Πιτζάτο να πάει στη Βέρνη για να δώσει στον αδελφό Νορρ έκθεση για τη δραστηριότητα στην Ιταλία. Σχετικά μ’ αυτή τη συνάντηση η αδελφή Πιτζάτο γράφει:

«Ο αδελφός Νορρ αντιλήφθηκε την άμεση ανάγκη να τυπώνονται στην Ιταλία βιβλιάρια ώστε να μπορεί να ξαναρχίσει το έργο κηρύγματος. Γι’ αυτό το σκοπό κι ενώ εμείς περιμέναμε έντυπα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έδωσε οδηγίες να διευθετήσουμε ώστε ορισμένα βιβλιάρια να τυπώνονται είτε στο Μιλάνο είτε στο Κόμο. Μου είπε επίσης ότι μολονότι η βοήθειά μου σ’ αυτά τα ζητήματα ήταν πολύτιμη, έπρεπε να τη θεωρώ μόνο ως προσωρινή διευθέτηση και ότι ήδη γίνονταν σχέδια να έρθει ένας αδελφός από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αναλάβει το έργο το συντομότερο δυνατό.»

Ο αδελφός Ουμπέρτο Βανότσι, ένας νεαρός που έμενε στην Ελβετία αλλά που είχε και Ιταλική υπηκοότητα, ήταν παρών στη συνάντηση εκείνη, και διορίστηκε για λίγο να επισκέπτεται μικρούς ομίλους αδελφών για να τούς ενισχύσει και να τούς εκπαιδεύσει στο δρόμο του Ιεχωβά.

Μόλις βρέθηκαν τυπογραφεία στο Κόμο, τυπώθηκαν 20.000 αντίτυπα των βιβλιαρίων Ελευθέρια στον Νέο Κόσμο και ‘Οι Πράοι θα Κληρονομήσουν τη Γη’ καθώς και 25.000 αντίτυπα του «Ευφράνθητε Έθνη» και 50.000 αντίτυπα Η Χαρά Όλων των Λαών.

Εκείνο τον καιρό το Τσερνόμπιο ήταν μια μικρή πόλη 3.000 περίπου κατοίκων και βέβαια ακατάλληλη σαν κέντρο των εργασιών ενόψει της επέκτασης που περιμέναμε. Γι’ αυτό το λόγο, την άνοιξη του 1946 ο αδελφός Νορρ έδωσε οδηγίες στους αδελφούς να βρουν ένα κατάλληλο τόπο για να στεγάσει μια μικρή οικογένεια Μπέθελ έξι ή εφτά ατόμων. Με τη βοήθεια των αδελφών του γραφείου της Βέρνης, αγοράστηκε ένα σπίτι έξι δωματίων στη Βία Βεγκέτζιο 20, στο Μιλάνο και μεταφέραμε εκεί το κέντρο της νέας μας δραστηριότητας. Όλα αυτά έγιναν τον Ιούλιο του 1946. Εκείνος ο χρόνος είδε ένα μέσο όρο από 95 ευαγγελιζόμενους της Βασιλείας με ανώτατο όριο 120, και υπήρχαν 35 μικρές εκκλησίες. Αυτή ήταν η βάση για τη μελλοντική μας επέκταση.

Τον Οκτώβριο του 1946, έφτασε από τις Ηνωμένες Πολιτείες ο αδελφός Τζωρτζ Φρεντιανέλλι. Είχε αποφοιτήσει το 1943 από την πρώτη τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς κι από τότε υπηρετούσε σαν επίσκοπος περιοχής. Τώρα είχε διοριστεί να επισκέπτεται τους αδελφούς στη μία και μοναδική μας περιοχή που άρχιζε από τις Άλπεις και έφτανε μέχρι κάτω στο νησί της Σικελίας.

Τον Ιανουάριο του 1947, έφτασαν δύο ακόμη ιεραπόστολοι, ο Τζόζεφ Ρομάνο και η γυναίκα του Άντζελα. Επειδή ο αδελφός Ρομάνο είχε διοριστεί σαν επίσκοπος τμήματος, άρχισε αμέσως να εργάζεται στο νέο Μπέθελ του Μιλάνο. Λίγους μήνες αργότερα στάλθηκε ένα ακόμη ζευγάρι απόφοιτων της Γαλαάδ. Ήταν ο Καρμέλο και η Κωστάνς Μπενάντι. Ύστερα, στις 14 Μαρτίου 1949 ήρθε η ευημερία στη χώρα με την άφιξη 28 ιεραποστόλων! Ήταν πραγματικά μια από τις προμήθειες του Ιεχωβά για να γίνει μια αρχή ενόψει της επέκτασης. Στην αρχή διορίστηκαν σε ομάδες που εργάζονταν σε πέντε πόλεις: Μιλάνο, Γένοβα, Ρώμη, Νεάπολη και Παλέρμο.

Το 1946 που τα πράγματα άρχισαν να έχουν ένα νέο ξεκίνημα ύστερα από τον πόλεμο, οι ευαγγελιζόμενοι ήταν λίγο περισσότεροι από 100 διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί σ’ όλη τη χώρα. Δεν είχαν επαφή μεταξύ τους ούτε και με την οργάνωση. Δεν γίνονταν τακτικές συναθροίσεις μολονότι οι ευαγγελιζόμενοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συναθροίζονται όπου ήταν δυνατό, σε ιδιωτικά σπίτια ακόμη και σε σταύλους. Διάβαζαν όποιο έντυπο είχαν, έβρισκαν τα εδάφια και τα σχολίαζαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Το έργο κυρίως γινόταν σε φίλους ή συγγενείς και η θεοκρατική διοργάνωση της Χριστιανικής εκκλησίας ήταν σχεδόν άγνωστη.

«Μόνο το 1944 περίπου» γράφει ο Ντομένικο Τσιμορόζι «μάθαμε ότι οι διορισμοί ευθύνης έπρεπε να αναθέτονται θεοκρατικά και όχι με κοινή ψηφοφορία. Επειδή δεν ξέραμε πώς να ενεργήσουμε, νομίζαμε ότι έπρεπε να υιοθετήσουμε τη μέθοδο που εκλέχτηκε ο Ματθίας. (Πράξ. 1:23-26) Γράψαμε τα ονόματα 10 αδελφών, που διαλέχτηκαν από τους ηλικιωμένους του ομίλου, σε κομμάτια χαρτιού και ύστερα τα διπλώσαμε και τα βάλαμε σ’ ένα δοχείο. Τότε ένα κοριτσάκι έβγαλε τα χαρτιά ένα-ένα και το πρώτο όνομα που βγήκε ήταν αυτός που θα γινόταν επίσκοπος. Εγώ εκλέχτηκα μ’ αυτόν τον τρόπο κι έτσι συνεχίσαμε μέχρι που ήρθε ο πρώτος μας επίσκοπος περιοχής.»

Οι αδελφοί εποικοδομούνταν πνευματικά με τα ελάχιστα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους και προφανώς το άγιο πνεύμα αναπλήρωνε πάρα πολύ τις ελλείψεις. Τώρα όμως είχε έρθει ο καιρός να «επιταχύνει» ο Ιεχωβά την αύξηση του λαού του.—Ησ. 60:22.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Μετά το άνοιγμα του γραφείου τμήματος στο Μιλάνο, ο αδελφός Νορρ αποφάσισε να μας επισκεφθεί για να δώσει κι άλλη ώθηση στη νεο-οργανωμένη δραστηριότητα. Σε συνδυασμό με την επίσκεψή του διευθετήθηκε μια μονοήμερη συνέλευση, που θα ήταν η πρώτη συνέλευση της μεταπολεμικής περιόδου. Όλοι οι αδελφοί και οι ενδιαφερόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία τη συνέλευση και τη συνάντηση με τους αδελφούς Νορρ και Χένσελ.

Στις 16 Μαΐου του 1947, έφτασαν όλοι στον Κινηματογράφο Τζάρα όπου θα γινόταν η συνέλευση. Το πρωινό και απογευματινό πρόγραμμα το παρακολούθησαν 239 άτομα από διάφορα μέρη της Ιταλίας, ακόμη κι από τη μακρινή Σικελία και βαφτίστηκαν 31 από τους οποίους 13 ήταν αδελφές. Είναι εκπληκτικό να βλέπουμε ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις αδελφές υπήρχαν και μερικές απ’ αυτές που είχαν καταδικαστεί από το Ειδικό Δικαστήριο και οι οποίες λόγω της ελλιπούς γνώσης των Χριστιανικών απαιτήσεων που είχαν τότε έπρεπε τώρα να βαφτιστούν. Το αποκορύφωμα του προγράμματος ήταν η δημόσια ομιλία που έγινε στις 8.30 το βράδι με θέμα «Η Χαρά Όλων των Λαών». Στην ομιλία ήταν παρόντες εφτακόσιοι.

Οι αδελφοί έπρεπε να κάνουν μεγάλες θυσίες για να πάνε σ’ αυτή τη συνέλευση, όχι μόνο γιατί ήταν πολύ φτωχοί που τα έξοδα του ταξιδιού και της διανυκτέρευσης φαίνονταν τεράστια, αλλά και γιατί οι σιδηρόδρομοι δεν λειτουργούσαν ακόμη από τα επακόλουθα του πολέμου. Η Τερέζα Ρούσσο, μια ηλικιωμένη αδελφή από την Τσερινιόλα αφηγείται:

«Εκείνο τον καιρό ήμαστε τόσο φτωχοί που δεν είχαμε χρήματα να πάμε στη συνέλευση. Πού θα βρίσκαμε; Θυμάμαι σαν νάταν χτες, ότι αρχίσαμε να μαζεύουμε τη ζάχαρή μας αντί να τη χρησιμοποιούμε. Ύστερα βρίσκαμε κάποιον τρόπο να πουλήσουμε αυτό το απόθεμα για να πληρώσουμε τα έξοδα του εισιτηρίου και της διανυκτέρευσης. Γεμίζαμε τις βαλίτσες μας με ζάχαρη και κρεμάγαμε σακούλια με ζάχαρη γύρω από τη μέση μας, σαν τους κυνηγούς που μεταφέρουν την τροφή τους μ’ αυτόν τον τρόπο. Όλοι φαινόμαστε πολύ χοντροί. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως εφτά από μάς μπορέσαμε να πάμε στο Μιλάνο και είχαμε τη χαρωπή ευκαιρία να δούμε τόσους αδελφούς εκεί.»

Μερικοί από εκείνους τους παρόντες θυμούνται ακόμη πώς αισθάνθηκαν όταν βρέθηκαν ελεύθεροι στη συνέλευση μαζί με αδελφούς που είχαν συναντήσει προηγούμενα στη φυλακή ή στην εξορία. Ο Άλντο Φορνερόνε που ήταν παρών σ’ εκείνη τη συνέλευση λέει:

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο συγκινήθηκα όταν συνάντησα και αγκάλιασα εκείνους τους αγαπητούς αδελφούς από την κεντρική και νότια Ιταλία που ήταν μαζί μου στη φυλακή ή στην εξορία. Μόνο ο Ιεχωβά ξέρει πόσο ευγνώμονες ήμαστε που μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε μαζί σε μια χώρα όπου είχε αποκατασταθεί η ελευθερία της λατρείας. Η ευγνωμοσύνη μας απευθυνόταν σ’ Αυτόν, τον μεγάλο Θεό, τον Ιεχωβά, για την επέμβασή του προς χάρη του λαού του.»

Στη διάρκεια της συνέλευσης ο αδελφός Νορρ περιέγραψε ένα πρόγραμμα για θεοκρατική επέκταση στη χώρα. Από τον μήνα Ιούνιο και μετά θα άρχιζε να εκδίδεται ένα μηνιαίο έντυπο με εκκλησιαστικές οδηγίες που λεγόταν Πληροφορητής. Ένας επίσκοπος περιοχής θα επισκεπτόταν τους ομίλους και τις εκκλησίες κάθε έξι μήνες και θα γίνονταν επίσης συνελεύσεις περιοχής.

Τον Ιούνιο του 1947 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Πληροφορητή και για μερικούς μήνες έβγαινε σε πολύγραφο. Η πρώτη έκδοση σχολίαζε το πρόγραμμα δράσης που είχε αναγγείλει ο πρόεδρος της Εταιρίας και τέλειωνε με την ακόλουθη διεγερτική προτροπή: «Λοιπόν αδελφοί ας προχωρήσουμε με την ελπίδα ότι εδώ στην Ιταλία ο αληθινός Θεός μπορεί να έχει ένα ποίμνιο αφιερωμένων ατόμων που θα ψάλλουν τους αίνους του μαζί με το λαό του από τα άλλα έθνη!»

Η ΔΡΑΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πολύ βοήθησε στην επέκταση των συμφερόντων της Βασιλείας η δραστηριότητα των περιοδευόντων επισκόπων που επισκέπτονταν τις εκκλησίες για να οικοδομήσουν τους αδελφούς, να τους διδάξουν θεοκρατικές αρχές και να τους εκπαιδεύσουν στο έργο τού κηρύγματος. Θυμάστε τον Ουμπέρτο Βανότσι που συνάντησε τον αδελφό Νορρ και την αδελφή Μαρία Πιτζάτο το 1945; Κατά τη δεκαετία του 1930 ο αδελφός Βανότσι έκανε σκαπανικό έργο στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, ως επί το πλείστον κάτω από την επιφάνεια. Μετά τη συνάντηση με τον αδελφό Νορρ, πήγε να επισκεφθεί τους αδελφούς που ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Ιταλίας, για να ξαναποκαταστήσει την επαφή μαζί τους πριν από τον ερχομό των ιεραποστόλων. Έτσι τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1946 επισκέφθηκε τους πιο μεγάλους ομίλους των αδελφών.

Ο πρώτος διορισμένος αδελφός ωστόσο, ήταν ο αδελφός Τζωρτζ Φρεντιανέλλι που άρχισε τις επισκέψεις του τον Νοέμβριο του 1946. Στο πρώτο του ταξίδι τον συνόδευε ο αδελφός Βανότσι.

Το 1947 σχηματίστηκε η δεύτερη περιοχή και αρχικά ανατέθηκε στον αδελφό Γκιουζέππε Τουμπίνι. Όταν ο αδελφός Τουμπίνι μπήκε στην υπηρεσία Μπέθελ λίγους μήνες αργότερα, πήρε τη θέση του ο αδελφός Πιέρο Γκάττι. Και οι δύο αυτοί αδελφοί είχαν γνωρίσει την αλήθεια στην Ελβετία σ’ ένα από τα πολλά στρατόπεδα προσφύγων που ήταν γεμάτα χιλιάδες Ιταλούς στρατιώτες που είχαν δραπετεύσει για να ξεφύγουν από τους Ναζί. Πολλοί άλλοι αδελφοί που είχαν μάθει την αλήθεια στο εξωτερικό γύρισαν πίσω αμέσως μετά τον πόλεμο για να φέρουν στην Ιταλία το άγγελμα της Βασιλείας. Σήμερα, 33 χρόνια αργότερα, ο αδελφός Τουμπίνι και ο αδελφός Γκάττι είναι ακόμη στην ολοχρόνια υπηρεσία, ο πρώτος στο Μπέθελ και ο δεύτερος στο έργο περιοχής.

ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΒΑΝΟΤΣΙ

Μια εξιστόρηση των ταξιδιών του αδελφού Βανότσι θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τις πολλές δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι περιοδεύοντες επίσκοποι εκείνες τις μέρες. Γράφει ο αδελφός:

«Έφυγα από το Κόμο και ύστερα από κάθε είδους περιπέτειες έφτασα τελικά στη Φότζια, στην περιοχή της Πούλια. Κοίταξα γύρω για το σταθμό, αλλά άδικα, είχε καταστραφεί τελείως από τους βομβαρδισμούς. Πήρα το τρένο για την Τσερινιόλα, όπου κατευθυνόμουν για την πρώτη μου επίσκεψη, αλλά σε κάποιο σημείο μου είπαν ότι το τρένο δεν προχωρούσε άλλο κι έπρεπε να συνεχίσω με φορτηγό. Έφτασα στον προορισμό μου στις 7 η ώρα το βράδι της άλλης μέρας, πολύ κουρασμένος και κατασκονισμένος. Παρ’ όλ’ αυτά, ένιωσα να αμείβομαι όταν στη συνάθροιση ένας αδελφός ευχαρίστησε τον Ιεχωβά στην προσευχή που ύστερα απ’ όλα αυτά τα χρόνια της αναμονής, τελικά τους επισκέφθηκε κάποιος από την οργάνωση. Οι αδελφοί έκλαιγαν στο τέλος της επίσκεψης κι εγώ ήμουν πολύ συγκινημένος.

«Ταξίδεψα σ’ ολόκληρη την Ιταλία σε δρόμους ακόμη καταστραμμένους από τα ερείπια του πολέμου, και δεν είδα ούτε μια γέφυρα όρθια. Είκοσι δύο χιλιάδες γέφυρες είχαν ανατιναχτεί κι εκείνες που ήταν κάπως διαβατές ήταν αυτές που είχαν επισκευαστεί πρόχειρα από τους Συμμάχους. Είδα εκατοντάδες καμμένες σιδηροδρομικές άμαξες και ατμομηχανές και όλες οι πόλεις είχαν υποστεί καταστροφές από τους βομβαρδισμούς.

«Έφυγα από την Τσερινιόλα στις έξι το πρωί για να επισκεφθώ τον όμιλο στην Πιετρελτσίνα, στην επαρχία του Μπενεβέντο. Έφτασα στο Μπενεβέντο στις εφτά το βράδι, αφού ταξίδεψα επί τρεις ώρες καθισμένος πάνω στη βαλίτσα μου σ’ ένα βαγόνι μεταφοράς ζώων! Όταν έφτασα στο σταθμό, περίμενα όπως είχαμε συμφωνήσει μ’ ένα τεύχος της Σκοπιάς στο χέρι μου για να με αναγνωρίσουν οι αδελφοί. Αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε. Τι θάκανα;

«Η Πιετρελτσίνα ήταν ακόμη 12 χιλιόμετρα μακριά [7 μίλια] και εκείνο τον καιρό τα βράδια δεν υπήρχε μέσον να φτάσεις εκεί. Καθώς στεκόμουν εκεί και περίμενα ένας άντρας με ένα μόνιππο αμαξάκι προσφέρθηκε να με πάρει. Ήταν 9.30 το βράδι και άρχισα να ψάχνω στο σκοτάδι για το σπίτι του αδελφού Μικέλε Καβαλλούτσο. Δεν ήταν εύκολο πράγμα, αλλά ο άγγελος του Ιεχωβά με παρακολουθούσε και δεν μ’ άφησε να απελπιστώ. Τελικά βρήκα το σπίτι και ο αδελφός Καβαλλούτσο με χαρά μου ετοίμασε φαγητό. Και πώς πεινούσα! Δεν είχα φάει τίποτα από το προηγούμενο βράδι. Ήμουν επίσης πολύ κουρασμένος και ήθελα να κοιμηθώ, αλλά ο αγαπητός αδελφός Καβαλλούτσο είχε να μου κάνει πολλές ερωτήσεις και ήθελε να μου πει από την αρχή ως το τέλος πώς γνώρισε την αλήθεια. Έτσι καθήσαμε μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Το άλλο πρωί έφτασε το τηλεγράφημα που ανάγγελλε τον ερχομό μου, αλλά εγώ είχα κερδίσει την κούρσα—είχα φτάσει πρώτος!

«Κάθε βράδι παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις γύρω στα 35 άτομα, αν και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου βαφτισμένοι αδελφοί. Έφυγα από την Πιετρελτσίνα για τη Φότζια στις 4 το πρωί. Ανέβηκα σ’ ένα κάρο που το έσερνε άλογο και το οδηγούσε ένας αδελφός και με συνόδεψε κι ο επίσκοπος, αδελφός Ντονάτο Ιαντάντζα. Μολονότι είχαμε περάσει τη δεκαετία του 1920, αυτό ήταν το πιο συνηθισμένο μέσον συγκοινωνίας μετά τον πόλεμο. Φτάσαμε στο Μπενεβέντο στις 6 το πρωί, αλλά, αλίμονο, το τρένο είχε φύγει ήδη.

«Εκείνη τη στιγμή κάποιος πρότεινε να μιλήσω με το μηχανικό του τρένου που θα πήγαινε μια ατμομηχανή μέχρι τη Φότζια. Τον βρήκα να μαλώνει με μερικούς άλλους που προσπαθούσαν επίσης να εξασφαλίσουν μια θέση. Τον άκουσα που έλεγε ότι δεν είχε χώρο για επιβάτες. Παρ’ όλ’ αυτά σκαρφαλώσαμε όλοι πάνω και ο αδελφός Ιαντάντζα μόλις που πρόλαβε να τρέξει πίσω από τη μηχανή και να μου δώσει έγκαιρα τη βαλίτσα μου. Στριμώχτηκα στο μικρό χώρο της ατμομηχανής με 10 περίπου άλλους κι εκεί μείναμε, στριμωγμένοι σαν σαρδέλλες σ’ όλο το πεντάωρο ταξίδι. Ιδρώναμε όλοι από τη ζέστη και καψαλιζόμαστε από τις σπίθες που πετάγονταν από τον ατμολέβητα. Όταν φτάσαμε κοντά στη Φότζια, ο μηχανικός σταμάτησε την ατμομηχανή στην ύπαιθρο έξω από την πόλη και κατεβήκαμε όλοι.

«Μετά απ’ αυτό επισκέφθηκα τους ομίλους στο Σπολτόρε, στην Πιανέλλα, Μοντεσιλβάνο, Ροζέτο ντέλι Αμπρούτζι και Βίλλα Βομάνο. Η τελευταία μου επίσκεψη αυτής της σειράς ήταν στη Φαέντζα, όπου 50 περίπου άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Ενθάρρυνα τους νεότερους ν’ αναλάβουν έργο σκαπανέα και στην έκθεσή μου για τον όμιλο έγραψα: ‘Ας ελπίζουμε ότι κάποια μέρα μερικοί από αυτούς τους νέους θα αποφασίσουν να ενταχθούν στις τάξεις εκείνων που έχουν το προνόμιο αυτής της υπηρεσίας.’»

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΦΡΕΝΤΙΑΝΕΛΛΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Ο αδελφός Τζωρτζ Φρεντιανέλλι, που τώρα είναι μέλος της Επιτροπής Τμήματος, θυμάται τα ακόλουθα περιστατικά από τη δράση του στην περιοχή:

«Όταν επισκεπτόμουν αδελφούς, έβρισκα συγγενείς και φίλους να με περιμένουν ανυπόμονοι ν’ ακούσουν. Ακόμη και στις επανεπισκέψεις οι άνθρωποι καλούσαν τους συγγενείς τους. Στην πραγματικότητα ο επίσκοπος περιοχής δεν έδινε μια δημόσια ομιλία κάθε εβδομάδα, αλλά μια ομιλία μερικών ωρών σε κάθε επανεπίσκεψη. Σ’ αυτές τις επισκέψεις μπορεί να παρευρίσκονταν ακόμη και 30 άτομα και μερικές φορές μαζεύονταν ακόμη περισσότεροι για ν’ ακούσουν προσεχτικά.

«Οι συνέπειες του πολέμου συχνά έκαναν τη ζωή στο έργο περιοχής δύσκολη. Οι αδελφοί, όπως και οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί, αλλά η καλοσύνη τους αναπλήρωνε τις ελλείψεις. Με όλη τους την καρδιά μοιράζονταν την τροφή που είχαν και συχνά επέμεναν να κοιμηθώ εγώ στο κρεβάτι ενώ αυτοί κοιμούνταν στο πάτωμα χωρίς σκεπάσματα γιατί ήταν πολύ φτωχοί και δεν είχαν περίσσια. Μερικές φορές κοιμόμουν σε σταύλους πάνω σε ένα σωρό από άχυρα η ξερά φύλλα καλαμποκιού.

«Μια φορά έφτασα στο σταθμό της Καλτανισσέττα της Σικελίας με το πρόσωπο μαύρο σαν του καπνοδοχοκαθαριστή από την καπνιά που έβγαζε η ατμομηχανή. Μολονότι χρειάστηκα 14 ώρες για να ταξιδέψω γύρω στα 80 με 100 χιλιόμετρα [50-60 μίλια], η διάθεσή μου έφτιαξε όταν έφτασα καθώς φανταζόμουν ένα ωραίο μπάνιο κι έναν ύπνο που δίκαια επιθυμούσα σε κάποιο ξενοδοχείο. Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Η Καλτανισσέττα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο για τη Γιορτή του Αγίου Μιχαήλ και κάθε ξενοδοχείο στην πόλη ήταν γεμάτο παπάδες και καλόγριες. Τελικά ξαναγύρισα στο σταθμό με τη σκέψη να ξαπλώσω σ’ έναν πάγκο που είχα δει στην αίθουσα αναμονής, αλλά κι αυτή η ελπίδα εξαφανίστηκε όταν βρήκα το σταθμό κλειστό μετά την άφιξη του τελευταίου τρένου. Το μόνο μέρος που βρήκα να καθήσω για να ξεκουραστώ λίγο ήταν τα σκαλιά μπροστά στο σταθμό.»

Με τη βοήθεια των επισκόπων περιοχής οι εκκλησίες άρχισαν να κάνουν τακτικές συναθροίσεις Σκοπιάς και βιβλίου. Επίσης, καθώς βελτιώναμε τις συναθροίσεις υπηρεσίας, οι αδελφοί γίνονταν όλο και πιο ικανοί στο έργο κηρύγματος και διδασκαλίας.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΤΗΣ ΤΣΕΡΙΝΙΟΛΑ

Θυμάστε τον όμιλο της Τσερινιόλα, που σχηματίστηκε σαν αποτέλεσμα του κηρύγματος που έκανε ο Καθηγητής Μπανκέττι; «Η πνευματική κατάσταση αυτού του ομίλου δεν ήταν όπως θάπρεπε να είναι», λέει ο αδελφός Φρεντιανέλλι και εξηγεί:

«Σ’ αυτό τον όμιλο υπήρχε μια παράξενη κατάσταση. Η εκκλησία, αν μπορώ να την πω έτσι, αποτελούνταν κυρίως από Προτεστάντες και Κομμουνιστές που ισχυρίζονταν ότι είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Χρειάστηκε να συζητώ επί ώρες μαζί τους για να τούς πείσω για την ανάγκη να ξεκόψουν από την ψεύτικη θρησκεία και να κρατούν ουδέτερη θέση στην πολιτική.

«Σε μια μεταγενέστερη επίσκεψη έκανα την ομιλία της Ανάμνησης, εξηγώντας καθαρά ότι μόνο η χρισμένη τάξη μπορούσε να συμμετάσχει στα εμβλήματα. Όλα πήγαν καλά μέχρι που τέλειωσε η συνάθροιση. Μόλις τέλειωσε, ένας από τον όμιλο που θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο, μου αντιτάχτηκε φανερά, ισχυριζόμενος ότι όσα είπα για τα εμβλήματα δεν ήταν αληθινά. Η αμηχανία που δημιούργησε αυτό στον όμιλο ήταν φανερή κι έτσι σκέφτηκα ότι το καλύτερο ήταν να καλέσω όλους τους παρόντες να πάρουν άμεση απόφαση. Είπα: «Όσοι είναι υπέρ της αλήθειας και Μάρτυρες του Ιεχωβά να με ακολουθήσουν έξω! Όσοι είναι εναντίον της αλήθειας να παραμείνουν.»

«Προς ανακούφισή μου, με ακολούθησαν έξω σχεδόν όλοι. Μόνο τρεις ή τέσσερις έμειναν με τον εναντιούμενο, που ήταν γνωστός αρχηγός του τοπικού Κομμουνιστικού κόμματος. Στη συνέχεια, οι παρόντες, εκτός από ελάχιστους, με ακολούθησαν σ’ ένα άλλο δωμάτιο και αργότερα συνέχισαν να προοδεύουν στην αλήθεια.»

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Τον Σεπτέμβριο του 1947 έγινε στο Ροζέτο ντέλι Αμπρούτζι, η πρώτη συνέλευση περιοχής, θα γινόταν στην Πεσκάρα, αλλά εκεί ακυρώθηκε η άδεια να χρησιμοποιήσουμε την αίθουσα, ύστερα από εναντίωση του κλήρου. Απτόητοι οι αδελφοί συναθροίστηκαν σ’ ένα ιδιωτικό αδιέξοδο δρόμο που είχε μοναδική προσπέλαση από τον κήπο του αδελφού Ντομένικο Τσιμορόζι. Ο δρόμος κλείστηκε και σκεπάστηκε με μουσαμά κι ένα τραπέζι τοποθετήθηκε κάτω από τον σκιερό θόλο των κληματαριών για να χρησιμεύσει σαν βήμα του ομιλητή. Παρακολούθησαν 100 περίπου αδελφοί.

Συνήθως, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, οι συνελεύσεις άρχιζαν με παρόντες μόνο 40 μέχρι 60, ενώ στη δημόσια ομιλία υπήρχαν γενικά κατά μέσο όρο 200 άτομα. Οι αδελφοί σκέφτονταν ότι τέτοιοι αριθμοί ήταν θαυμάσιοι!

Το έργο εξακολούθησε να προοδεύει και το 1954 ο αδελφός Τζωρτζ Φρεντιανέλλι διορίστηκε σαν επίσκοπος περιφερείας.

ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ

Τον Ιανουάριο του 1945, η Εταιρία διευθέτησε στις περισσότερες χώρες μια εκστρατεία δημόσιων ομιλιών. Στην Ιταλία όμως δεν έγιναν παρά λίγα χρόνια αργότερα. Ο Πληροφορητής του Φεβρουαρίου 1948 ανάγγειλε την έναρξη της εκστρατείας για τις 28 του Μαρτίου και τον επόμενο μήνα δόθηκαν 13 ομιλίες, θα περνούσαν αρκετά χρόνια προτού οι ομιλίες αρχίσουν να γίνονται τακτικά σε κάθε εκκλησία.

Επειδή ήταν φανερό ότι οι αδελφοί είχαν ανάγκη από εκπαίδευση, άρχισε το 1948 η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Στην αρχή οι αδελφοί έκαναν αυτές τις συναθροίσεις όσο καλύτερα μπορούσαν επειδή δεν υπήρχαν κατάλληλες εκδόσεις στα Ιταλικά. Στις εκκλησίες που μπορούσε κάποιος να καταλάβει Αγγλικά, τα μαθήματα μεταφράζονταν από το Θεοκρατικό Βοήθημα για τους Διαγγελείς της Βασιλείας. Αλλά το 1948 οι αδελφοί που ήξεραν Αγγλικά ήταν ελάχιστοι. Αργότερα, προς το τέλος του 1950 οι εκκλησίες άρχισαν να παίρνουν πολυγραφημένα φύλλα που περιείχαν μαθήματα από το βιβλίο «Εξηρτισμένοι εις Παν Έργον Αγαθόν», που βοήθησε σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας της Σχολής.

Το 1956 έγινε ακόμη περισσότερη πρόοδος. Η Σκοπιά της 1ης Ιανουαρίου 1956 (στα Ιταλικά) άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχεια μαθήματα από το «Εξηρτισμένοι», ενώ το Ξύπνα! της 8 Ιανουαρίου 1956 (στα Ιταλικά) άρχισε παρόμοιες συνέχειες από το Ικανοί Διάκονοι. Το βιβλίο «Εξηρτισμένοι» τελικά τυπώθηκε στα Ιταλικά το 1960 και ακολούθησε το Ικανοί Διάκονοι το 1963, κι έτσι οι νεοσυνταυτισμένοι αδελφοί μπορούσαν να ακολουθούν το πρόγραμμα και να προετοιμάζονται για τις συναθροίσεις.

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

Επειδή το Μιλάνο βρίσκεται στη βόρεια Ιταλία, θεωρήθηκε ότι θα ήταν πιο εύκολος ο χειρισμός της ολοένα αυξανόμενης δράσης αν το γραφείο τμήματος μεταφερόταν σε πιο κεντρική θέση. Η Ρώμη φαινόταν η πιο κατάλληλη, επειδή σαν πρωτεύουσα της χώρας ήταν και το κέντρο της εθνικής διοίκησης. Τον Σεπτέμβριο του 1948 αγοράστηκε ένα τριώροφο σπίτι με υπόγειο. Εκτός του ότι είχε δώδεκα δωμάτια και σύγχρονες ευκολίες, βρισκόταν επίσης σε μια πολύ όμορφη περιοχή με δέντρα και κήπους στη Βία Μόντε Μαλόια. Τον ίδιο μήνα μεταφέρθηκε εκεί το γραφείο. Αργότερα πουλήθηκε το οίκημα στο Μιλάνο, αλλά το σπίτι στη Βία Μόντε Μαλόια ανήκει ακόμη στην Εταιρία Σκοπιά και χρησιμοποιείται ολόκληρο μέχρι σήμερα.

Η μετάφραση του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής» ολοκληρώθηκε στο νέο Μπέθελ και το βιβλίο βγήκε από το πιεστήριο τον επόμενο χρόνο, το 1949. Πραγματευόταν δογματικά σημεία που ενδιέφεραν πολύ τους θρήσκους ανθρώπους και βοήθησε χιλιάδες άτομα να βρουν την αλήθεια.

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Σ’ αυτή τη χώρα όπου επί αιώνες οι άνθρωποι δεν είχαν ακούσει τίποτα για την Αγία Γραφή, η ιεραποστολική δράση έφερε άφθονη καρποφορία. Όπως αναφέραμε, ο μεγαλύτερος όμιλος ιεραποστόλων ήρθε στην Ιταλία την άνοιξη του 1949 και παντού όπου διορίστηκαν να εργαστούν, ξεφύτρωσαν εκκλησίες. Οι άνθρωποι πραγματικά «διψούσαν» για τον Λόγο του Θεού.

Εκτός από τα συνηθισμένα προβλήματα που σχετίζονταν με την εγκατάσταση σε μια ξένη χώρα και την εκμάθηση της γλώσσας, οι ιεραπόστολοί μας έπρεπε να υπερνικήσουν ένα πολύ πιο δύσκολο εμπόδιο. Αυτό ήταν η απόκτηση άδειας από τις αρχές για παραμονή στη χώρα μετά τη λήξη θεώρησης των διαβατηρίων τους. Το γραφείο τμήματος είχε υποβάλει αίτηση στο Υπουργείο Εσωτερικών για άδεια παραμονής για το έτος 1949. Αντί για την άδεια οι ιεραπόστολοι, προς κατάπληξή τους, πήραν την εντολή να εγκαταλείψουν τη χώρα και μόνο ύστερα από πολλή επιμονή τούς επιτράπηκε να μείνουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1949. Μέχρι εκείνη την ημερομηνία έπρεπε όλοι να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Αυτό θα ήταν σοβαρό χτύπημα για τη δράση τους που είχε κάνει ένα τόσο ελπιδοφόρο ξεκίνημα!

Γιατί διατάχτηκαν οι ιεραπόστολοι να φύγουν από την Ιταλία; Ποιοι ήταν πίσω απ’ αυτό; Οι παρασκηνιακές μηχανορραφίες αποκαλύφθηκαν από μια έκθεση στο Βιβλίον του Έτους (στα Αγγλικά) που τυπώθηκε το 1951, και στη Σκοπιά (στα Ιταλικά) της 1 Μαρτίου 1951 και έλεγε:

«Πριν ακόμη φτάσουν οι είκοσι οχτώ ιεραπόστολοι στην Ιταλία το Μάρτιο του 1949, το γραφείο είχε κάνει κανονική αίτηση για τη θεώρηση της βίζας για ένα έτος για όλους τους ιεραποστόλους. Στην αρχή οι αρμόδιοι έδειξαν ότι η κυβέρνηση έβλεπε το ζήτημα από οικονομική άποψη κι έτσι η κατάσταση φαινόταν καλή για τους ιεραποστόλους μας. Όμως, ξαφνικά, έξι μήνες αργότερα, πήραμε ειδοποίηση από το Υπουργείο Εσωτερικών που διέταζε τους αδελφούς μας να εγκαταλείψουν τη χώρα ως το τέλος του μήνα, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο από μια εβδομάδα. Φυσικά αρνηθήκαμε να υπακούσουμε σ’ αυτή τη διαταγή χωρίς νομική μάχη, και κάναμε κάθε προσπάθεια να φτάσουμε στο βάθος του ζητήματος και να εξακριβώσουμε ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό το ύπουλο χτύπημα. Πλησιάζοντας άτομα που δούλευαν στο Υπουργείο, μάθαμε ότι οι φάκελοί μας δεν περιείχαν παράπονα από την αστυνομία ή άλλες αρχές και, συνεπώς, μόνο κάποιος υψηλότερος θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος. Ποιος ήταν άραγε αυτός; Ένας φίλος από το Υπουργείο μάς πληροφόρησε ότι η ενέργεια κατά των ιεραποστόλων μας ήταν πολύ παράξενη, επειδή η τακτική της κυβέρνησης ήταν πολύ ανεκτική και ευνοϊκή για τους Αμερικανούς πολίτες.

«Ίσως η πρεσβεία μπορούσε να βοηθήσει. Προσωπικές επισκέψεις στην πρεσβεία και πολυάριθμες συζητήσεις με το γραμματέα του πρέσβη, αποδείχτηκαν μάταιες. Ήταν ολοφάνερο, όπως παραδέχτηκαν ακόμη και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, ότι κάποιος που είχε μεγάλη επιρροή στην Ιταλική κυβέρνηση δεν ήθελε τους ιεραποστόλους της Σκοπιάς να κηρύττουν στην Ιταλία. Μπροστά σ’ αυτή την ισχυρή εξουσία, οι Αμερικανοί διπλωμάτες σήκωσαν μόνο τους ώμους τους και είπαν, ‘Κοιτάξτε, η Καθολική εκκλησία είναι η κρατική θρησκεία εδώ και ουσιαστικά κάνει ό,τι της αρέσει’.

«Από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο κατορθώσαμε να σταματήσουμε την ενέργεια του Υπουργείου κατά των ιεραποστόλων. Τελικά τέθηκε ένα χρονικό όριο· οι ιεραπόστολοι έπρεπε να βρίσκονται έξω από τη χώρα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου. Δεν απέμενε τίποτ’ άλλο να κάνουμε παρά να συμμορφωθούμε μ’ αυτές τις διαταγές. Στείλαμε τους ιεραποστόλους στην Ιταλόφωνη περιοχή της Ελβετίας. Σε λίγους μήνες όλοι οι ιεραπόστολοι ήταν πίσω στην Ιταλία και κήρυτταν πάλι.

«Αυτή τη φορά είχαν διοριστεί σε διαφορετικές πόλεις κι αυτό βοήθησε στην καλύτερη εξάπλωση του Λόγου.

«Και το ενδιαφέρον που είχαν βρει οι ιεραπόστολοι στις προηγούμενες πόλεις τού διορισμού τους; Τα ‘πρόβατα’ δεν εγκαταλείφθηκαν. Ο αδελφός Νορρ ενέκρινε την επιλογή νέων Ιταλών ειδικών σκαπανέων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των ιεραποστόλων και συνέχισαν το καλό έργο. Δεν χάθηκε καθόλου χρόνος σ’ αυτές τις μεταβολές και το έργο δεν ζημιώθηκε. Το αποτέλεσμα αυτού του περιστατικού ήταν ότι ο Λόγος πήγε σε νέους παρθένους αγρούς.»

Πώς μπόρεσαν οι ιεραπόστολοι να γυρίσουν πίσω στη χώρα ύστερα από την εκδίωξή τους; Προμηθεύτηκαν μια τρίμηνη τουριστική θεώρηση, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε τρεις μήνες έπρεπε να φεύγουν στο εξωτερικό και να γυρίζουν στην Ιταλία λίγες μέρες αργότερα—κάθε φορά με το φόβο ότι η θεώρηση μπορεί να μην ανανεωνόταν. Σε μερικές πόλεις ο κλήρος κατόρθωσε να τους εντοπίσει και άσκησε πίεση στις τοπικές αρχές να τους διώξουν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι ιεραπόστολοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν κάπου αλλού, πάντοτε άγρυπνοι και ενεργώντας όσο το δυνατόν πιο προσεχτικά.

Ο κλήρος είχε κάνει τους υπολογισμούς του: «Ας απαλλαγούμε από τους ιεραποστόλους και οι λίγοι ακόλουθοί τους θα εξαφανιστούν σαν το χιόνι στη λιακάδα.» Αυτό που δεν αντιλαμβάνονταν ήταν ότι δεν μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στο σκοπό του Θεού ούτε και να αντικρούσουν την ακατανίκητη δύναμή του να τον εκπληρώσει.

ΠΕΙΡΕΣ ΣΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ο Καρμέλο και η Κωστάνς Μπενάντι είναι στην ιεραποστολική υπηρεσία στην Ιταλία για πάνω από 33 χρόνια. Ο αδελφός Μπενάντι αφηγείται:

«Ενώ ήμαστε στη Μπρέσια η σύζυγός μου συγκέντρωσε τις προσπάθειές της σε μια περιοχή όπου οι άνθρωποι ήταν κάτω από την επιρροή ενός γειτονικού θρησκευτικού ιδρύματος και ιδιαίτερα ενός μοναχού. Παρά την επιρροή αυτή, 16 άτομα δέχτηκαν την αλήθεια. Πολλά χρόνια αργότερα, η σύζυγός μου κι εγώ γυρίσαμε στη Μπρέσια για να επισκεφθούμε τους αδελφούς που είχαμε βοηθήσει να γνωρίσουν την αλήθεια. Ενώ τρώγαμε παρέα με μερικούς αδελφούς, μας ρώτησαν να τους πούμε πώς πρωτάρχισε το έργο στην περιοχή. Έτσι η σύζυγός μου τούς είπε για μια περίπτωση που ο μοναχός παρακίνησε μερικά παιδιά να της επιτεθούν. Τα παιδιά είχαν κρυφτεί πίσω από τον τοίχο ενός βομβαρδισμένου σπιτιού και θα πηδούσαν έξω για να της πετάξουν πέτρες. Όταν εκείνη το αντιλήφτηκε αυτό, προσευχήθηκε στον Ιεχωβά να μην πάθει τίποτα κακό. Σ’ αυτό το σημείο ένας πρεσβύτερος από μια εκκλησία της Μπρέσια είπε: ‘Αδελφή, ήμουν κι εγώ ένα από εκείνα τα αγόρια. Βέβαια, τότε ήμουν πολύ μικρός και ο μοναχός μάς είχε υποσχεθεί γλυκά αν σου πετούσαμε πέτρες. Κι εμείς οι ίδιοι όμως δεν καταλάβαμε τελικά γιατί δεν στις πετάξαμε.’»

Ένας άλλος ιεραπόστολος αφηγείται: «Ενώ ήμουν στη Νεάπολη κάποιος με πέρασε για πλούσιο εξαιτίας του καλού μου ντυσίματος. Καθώς περπατούσα στο δρόμο, αντιλήφθηκα ότι με ακολουθούσε ένας άντρας, θέλοντας προφανώς να με ληστέψει. Αποφάσισα να του μιλήσω για την αλήθεια. Έμεινε κατάπληκτος κι εντυπωσιάστηκε από το άγγελμα—μάλιστα δέχτηκε την αλήθεια. Αργότερα έμαθα ότι πράγματι σκόπευε να με ληστέψει. Φυσικά, όταν άνοιξε την καρδιά του στην αλήθεια, άλλαξε πορεία. Αυτός ο πρώην κλέφτης έγινε ειδικός σκαπανέας και ήταν πιστός στον Ιεχωβά ως το θάνατό του.»

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Μια σύντομη περιγραφή των τόπων όπου συναθροίζονταν οι αδελφοί εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια θα σας βοηθήσει να δείτε πόσο έχει προοδεύσει το έργο σ’ αυτή τη χώρα από τότε. Μια εποχή σχεδόν όλες οι Αίθουσες Βασιλείας ήταν σε ιδιωτικά σπίτια. Ένας από τους λόγους γι’ αυτό ήταν ότι ο κλήρος συνήθιζε να εκφοβίζει τους ιδιοκτήτες κατάλληλων κτιρίων κι έτσι σπάνια συμφωνούσαν να τα νοικιάσουν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο αδελφός Γουίλλιαμ Γουένγκερτ, απόφοιτος της Σχολής Γαλαάδ που υπηρετεί τώρα στο έργο περιφερείας αναφέρει:

«Συχνά εκείνες τις μέρες οι αίθουσές μας στις πόλεις ήταν σε υπόγεια. Δεν υπήρχε κεντρική θέρμανση και μερικές αίθουσες δεν είχαν καν τουαλέτα. Αντί για ηλεκτρικό φως συχνά είχαμε δύο λάμπες πετρελαίου, μια στο βήμα και μια στο ακροατήριο. Ωστόσο, όταν αναπολώ τα περασμένα καταλαβαίνω ότι τότε αυτά τα πράγματα τα θεωρούσαμε φυσιολογικά και οι αδελφοί ήταν πάντα χαρούμενοι γεμάτοι θερμή αγάπη ο ένας για τον άλλο. Ιδιαίτερα εντυπωσιαζόμουν από το πόσο δυνατά έψαλλαν τους ύμνους και πρέπει να πω ότι οι Ιταλοί ψάλλουν όμορφα. Ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει το έργο σ’ αυτή τη χώρα, και έχει προμηθεύσει πολύ ωραίες αίθουσες όπου οι αδελφοί μπορούν τώρα να συναθροίζονται για να αινούν το άγιο όνομά του.»

Αν και έπρεπε να αρκούνται σε πρόχειρες αίθουσες, αυτοί οι αγαπητοί αδελφοί της δεκαετίας του 1950 ήταν ένα ευτυχισμένο πλήθος κι έδειχναν μεγάλη εκτίμηση για τις συναθροίσεις. Αυτό φαίνεται απ’ όσα λέει ο αδελφός Νικόλα Μάγκνι: «Συχνά το αναλόγιο ήταν ένα αναποδογυρισμένο χαρτοκιβώτιο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά έκανε τη δουλειά του. Η χαρά των παρόντων αδελφών έλαμπε στα μάτια τους και ακτινοβολούσε στα ζωηρά τους βλέμματα μέσα στο αμυδρό φως της λάμπας στο δωμάτιο.»

Σαν αποτέλεσμα των συνθηκών που υπήρχαν συχνά στους τόπους συναθροίσεων, μερικές φορές συνέβαιναν ασυνήθιστα περιστατικά. Ο αδελφός Φραντσέσκο Μποντέμπι, ένας περιοδεύων επίσκοπος, θυμάται μια από τις πρώτες Αίθουσες Βασιλείας στο Μιλάνο και λέει:

«Μολονότι η Αίθουσα Βασιλείας ήταν στο υπόγειο, ήταν πολύ καθαρή εσωτερικά. Ένα βράδι που είχε ήδη αρχίσει η συνάθροιση ήρθε ένας ασυνήθιστος επισκέπτης—ένα μικροσκοπικό ποντικάκι. Ήρθε στην Αίθουσα και σκαρφάλωσε στην καρέκλα μιας μάλλον παχουλής αδελφής που ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στο πρόγραμμα. Έμεινε εκεί για μερικά λεπτά που μου φάνηκαν ατέλειωτα. Δεν τόλμησα να παρέμβω γιατί δεν ήθελα να διακόψω τη συνάθροιση και γιατί καταλάβαινα την αντίδραση της αδελφής! Τελικά το ποντικάκι έκανε μια βόλτα γύρω από την καρέκλα, μόλις που δεν ακούμπησε τα πόδια της αδελφής κι εξαφανίστηκε σιωπηλά—για μεγάλη μου ανακούφιση. Αλλά παρά τις μικρές αυτές δυσκολίες, η εκκλησία εκδήλωνε πολύ αδελφική αγάπη και ζήλο για την υπηρεσία!»

Σύμφωνα με το Βιβλίο του Έτους 1975 (Αγγλικά), η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας πιθανώς χτίστηκε από τους αδελφούς στις Ηνωμένες Πολιτείες στην πόλη Ροζέτο της Πενσυλβανίας το 1927 και εγκαινιάστηκε με μια δημόσια ομιλία που έδωσε ο αδελφός Τζιοβάννι Ντε Τσέκκα. Από περίεργη σύμπτωση, η πρώτη αίθουσα που χτίστηκε από τους αδελφούς στην Ιταλία ήταν σ’ ένα μέρος που λέγεται Ροζέτο, στο Ροζέτο ντέλι Αμπρούτζι. Τέλειωσε το 1953, 26 χρόνια ύστερα από την πρώτη Αμερικανική Αίθουσα.

Ο ΚΛΗΡΟΣ ΥΠΟΚΙΝΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΑΣΑΡΙΕΣ

Η ελευθερία που απολαμβάνει τώρα η Ιταλία συνδέεται με την σημαντική ημερομηνία της 27ης Δεκεμβρίου 1947, όταν άρχισε να ισχύει το σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το σύνταγμα αναγνώρισε βασικά δικαιώματα που σχετίζονταν άμεσα με το έργο μας διακήρυξης της βασιλείας του Ιεχωβά τα οποία δικαιώματα είχαν ανελέητα ποδοπατηθεί στη διάρκεια της δικτατορίας.

Παρά το νέο Σύνταγμα όμως, οι δυσκολίες δεν είχαν ακόμη τελειώσει για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μολονότι η Καθολική ιεραρχία δεν είχε πια μια δικτατορία στην οποία να στηρίζεται, όμως μπορούσε ακόμη να καυχιέται για ισχυρούς δεσμούς με τα πιο σημαντικά πολιτικά κόμματα της χώρας. Ο κλήρος έκανε ό,τι μπορούσε για να καταπνίξει τα συμφέροντα της Βασιλείας με το να προσφεύγει στους Φασιστικούς νόμους που ήταν αντίθετοι προς το Σύνταγμα και δεν είχαν ακόμη καταργηθεί.

Μερικές φορές οι κληρικοί υποκινούσαν όχλους φανατικών εναντίον των αδελφών στις συναθροίσεις ή στη διακονία του αγρού. Για παράδειγμα, σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Ένας Παπάς Υποκινεί Όχλο από Γυναίκες και Παιδιά Εναντίον ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά’ στη Μολφέττα» η εφημερίδα Λ’ Ουνιτά της 22 Σεπτεμβρίου 1954 έγραψε:

«Ο Θρησκευτικός φανατισμός που εκδηλώθηκε από έναν παπά [ακολουθούσε το όνομα και η διεύθυνση], εναντίον έντιμων πολιτών, των οποίων το μόνο σφάλμα είναι ότι ακολουθούν μια διαφορετική θρησκεία απ’ αυτή του προαναφερόμενου κληρικού, είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικής φύσης. . .

«Πριν από λίγες μέρες, η εργατική και ήσυχη πόλη της Μολφέττα έγινε μάρτυς μιας αποτροπιαστικής σκηνής θρησκευτικού διωγμού, που θυμίζει την πιο σκοτεινή περίοδο της Ιερής Εξέτασης. Περίπου δέκα πολίτες είχαν συγκεντρωθεί όπως συνήθως στη Βία Ζουππέττα αριθ. 7 όταν ο παπάς [ακολουθεί το όνομα] κατέφθασε ψάλλοντας τροπάρια και ακολουθούμενος από έναν όχλο γυναικών, παιδιών και νεαρών. Στη συνέχεια έδωσε το σήμα για ν’ αρχίσει μια οχλοκρατία που κράτησε πάνω από δύο ώρες. Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδηλώσεως έριχναν πέτρες στις πόρτες και στα παράθυρα του τόπου της συνάθροισης και εκστόμιζαν απειλές και βρισιές. . .

«Υποχρεωμένοι να βγουν έξω για ν’ αποφύγουν τα χειρότερα, αυτοί οι άνθρωποι αντιμετώπισαν χλευασμό, προσβολές και απειλές και στη συνέχεια περικυκλώθηκαν από το άτακτο πλήθος των γυναικών και παιδιών. Πετροβολούνταν συνεχώς μέχρι που κατόρθωσαν να φτάσουν στον αστυνομικό σταθμό, όχι μόνο για να ζητήσουν προστασία αλλά και για να ζητήσουν την τιμωρία των υποκινητών αυτής της παράνομης επίθεσης. Ωστόσο, ο υπεύθυνος αξιωματικός, προφανώς επειδή συμπαθούσε την άλλη πλευρά, δεν είχε καμιά πρόθεση να παρέμβει για να εγγυηθεί το σεβασμό για το νόμο και τα συνταγματικά δικαιώματα. Έτσι οι υποκινητές και δράστες έμειναν ατιμώρητοι με τη σιωπηρή επιδοκιμασία εκείνων των οποίων καθήκον θάπρεπε να είναι η διαφύλαξη των βασικών δικαιωμάτων και της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτά τα δικαιώματα ποδοπατήθηκαν και παραβιάστηκαν με τον πιο αχρείο και εξευτελιστικό τρόπο.»

Η ίδια εφημερίδα, στο φύλλο της τής 3 Ιανουαρίου 1959, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Έκρηξη Θρησκευτικής Μισαλλοδοξίας Εναντίον ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά’ στο Λάπιο.» Τι είχε συμβεί αυτή τη φορά; Στις 29 Δεκεμβρίου 1958, δύο ευαγγελιζόμενοι, ο Αντόνιο Πουλιέλλι και ο Φραντσέσκο Βιτέλι, κήρυτταν τα «καλά νέα» στο Λάπιο, μια μικρή πόλη στην επαρχία του Αβελλίνο. Στις 11 η ώρα περίπου το πρωί, βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν όχλο νεαρών και παιδιών που τα οδηγούσε ο τοπικός Καθολικός παπάς που άρχισε να φωνάζει, «Φύγετε!» και «είστε αγράμματοι, τιποτένιοι γυρολόγοι ψεμάτων! Δεν καταλαβαίνετε τη Βίβλο. Καταστρέφετε μόνο το ποίμνιο.»

Επειδή ο όχλος προφανώς είχε κακές προθέσεις, οι δύο αδελφοί βρήκαν καταφύγιο στο δημαρχείο και ο παπάς τούς ακολούθησε μέχρι το πάνω πάτωμα όπου επενέβη ο δήμαρχος για να τους προστατεύσει. Και τι απόγιναν οι άλλοι αδελφοί που κήρυτταν στην πόλη; Οι δύο αδελφοί λένε: «Με τη συνοδεία φρουρών από το δημαρχείο πήγαμε στο σημείο της πόλης όπου εργάζονταν οι άλλοι. Τους βρήκαμε περικυκλωμένους από έναν όχλο που τον κατεύθυνε ένας απειλητικός παπάς και με δυσκολία μπορέσαμε να τους ελευθερώσουμε και να τους φέρουμε στο λεωφορείο που θα μας έπαιρνε. Όταν μπήκαμε στο λεωφορείο ο παπάς στάθηκε μπροστά του για να μην μπορεί να φύγει και προσπάθησε να υποκινήσει το πλήθος σε περισσότερη βία. Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν υπάκουσαν άλλο.»

Αυτά είναι ελάχιστα από τα περιστατικά που υποκίνησαν οι παπάδες. Για προφανείς λόγους, οι εφημερίδες που δημοσίευαν αυτές τις ενέργειες ήταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο της αντιπολίτευσης, ενώ αυτές που έλεγχε η Καθολική πλειοψηφία συνήθως τις άφηναν να περάσουν απαρατήρητες.

Αυτός ο επίμονος διωγμός της Καθολικής Εκκλησίας δεν προκαλεί καμιά έκπληξη. Αντίθετα, είναι συνεπής με τη στάση που διακρατεί γενικά όταν πρόκειται για άλλες θρησκείες. Μια σαφής περιγραφή αυτής της τακτικής δίνεται από τον «Πατέρα» Καβάλλι στο τεύχος της 27 Μαρτίου 1948 του δεκαπενθήμερου Ιησουιτικού περιοδικού Τσιβιλτά Καττόλικα:

«Η Καθολική Εκκλησία είναι πεπεισμένη για το θείο δικαίωμά της, να είναι η μόνη αληθινή εκκλησία, να απαιτεί ελευθερία δράσις για τον εαυτό της και μόνο, ώστε αυτό το προνόμιο να διαφυλαχθεί αποκλειστικά για την αλήθεια και να απαγορευτεί για την πλάνη. Όσο για τις άλλες θρησκείες, η Εκκλησία δεν θα αναλάβει ποτέ την κατά γράμμα μάχαιρα εναντίον τους αλλά θα χρησιμοποιήσει νόμιμους τρόπους και κατάλληλα μέσα ώστε να μην τούς επιτρέπεται η εξάπλωση των ψεύτικων διδασκαλιών τους. Συνεπώς, σε ένα κατ’ εξοχήν Καθολικό κράτος, η Εκκλησία θα επιμείνει ώστε εσφαλμένες δοξασίες να μην λάβουν νομική αναγνώριση και αν ορισμένες θρησκευτικές μειονότητες επιμένουν, θα πρέπει να τούς αναγνωριστεί απλώς μια ‘ντε φάκτο’ ύπαρξη αλλά να τούς στερηθεί η δυνατότητα διαδόσεως των δοξασιών τους. Σε περιπτώσεις όπου οι υπάρχουσες συνθήκες καθιστούν αδύνατη την αυστηρή εφαρμογή αυτής της αρχής, είτε λόγω κυβερνητικής εχθρότητας ή εξαιτίας της αριθμητικής δυνάμεως των ετερόδοξων ομίλων, η εκκλησία θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει για τον εαυτό της τις μεγαλύτερες παραχωρήσεις και να ανεχτεί τη νόμιμη ύπαρξη άλλων δογμάτων σαν αναγκαίο κακό. Σε μερικές χώρες, οι Καθολικοί οι ίδιοι θα αναγκαστούν να υποστηρίξουν το απόλυτο δικαίωμα της ελευθερίας της λατρείας και θα αρνηθούν τη συνύπαρξη με άλλα δόγματα εκεί όπου μόνο αυτοί θάπρεπε να έχουν το δικαίωμα να ευημερούν. . .» (Τα πλάγια γράμματα δικά μας)

Με άλλα λόγια, ο Καθολικός κλήρος λέει καθαρά σ’ εκείνες τις θρησκείες όπως είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι ‘Αν μπορούσαμε θα απαλλασσόμαστε από σας’. Αλλά ο Ιεχωβά δεν επέτρεψε σ’ αυτό το διωγμό να υπερισχύσει κατά του λαού που ‘εγνώρισε το όνομά του’.—Ψαλμ. 91:14.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ

Ο κλήρος έκανε ό,τι μπορούσε για να διαταράξει την ειρηνική μας δράση, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα για να διακόπτει τις συνελεύσεις μας. Για παράδειγμα, οι ιερείς έβαζαν λαθραία ανάμεσα στο ακροατήριο ταραξίες, συνήθως νεαρούς. Αυτοί πήγαιναν και κάθονταν για λίγο ήσυχα ανάμεσα στους αδελφούς κι ύστερα άρχιζαν να αναστατώνουν τη συνέλευση φωνάζοντας και δημιουργώντας φασαρία. Σ’ αυτό το σημείο επενέβαινε η αστυνομία, αλλά αντί να απομακρύνει τους υπεύθυνους ταραχοποιούς, συχνά σταματούσε τη συνέλευση με το πρόσχημα ότι η συγκέντρωση «διαταράσσει την ειρήνη.»

Ο Γουίλλιαμ Γουένγκερτ θυμάται: «Όταν αρχίζαμε μια συνέλευση ποτέ δεν ήμαστε βέβαιοι ότι θα μπορούσαμε να την τελειώσουμε. Υπήρχαν τόσες παρεμβάσεις και δυσκολίες εκείνες τις μέρες!»

Οι επίσκοποι περιοχής και περιφερείας που οργάνωναν τις συνελεύσεις βρήκαν μια απλή και πρακτική λύση. Φρόντιζαν ώστε να υπάρχει μια πολύ αποτελεσματική ομάδα μεγαλόσωμων και δυνατών ταξιθετών και έβαζαν πολλούς από αυτούς κοντά στην είσοδο. Ένας περιοδεύων επίσκοπος λέει: «Η συνέλευση περιοχής είχε μόλις αρχίσει και περιμέναμε την παρεμβολή του κλήρου. Ο επίσκοπος περιφερείας είχε δώσει οδηγίες στους ταξιθέτες που ήταν υπεύθυνοι για την είσοδο να σταματούν όποιους δεν γνώριζαν και να τους κάνουν μερικές ερωτήσεις όπως ‘Από πού είσαι;’ ή ‘Ποιος είναι ο επίσκοπος στην εκκλησία σας;’ Εκείνους που απαντούσαν με πειστικό τρόπο τους άφηναν να περάσουν.

«Αλλά τι γινόταν αν κάποιος ταραχοποιός κατάφερνε να γλιστρήσει ανάμεσα στο ακροατήριο; Σ’ αυτή την περίπτωση η ‘ιπτάμενη ομάδα’ μια ομάδα πολύ αποφασιστικών ταξιθετών, εμφανιζόταν και ευγενικά προσκαλούσε τους ταραξίες να ησυχάσουν. Αν η φασαρία συνεχιζόταν η ‘ομάδα’ πολύ διακριτικά σήκωνε τον ταραξία από τη θέση του και τον ‘βοηθούσε’ να βγει από την αίθουσα. Αφού η αστυνομία δεν υποστήριζε το δικαίωμά μας να κάνουμε συναθροίσεις ανενόχλητοι, έπρεπε να λύσουμε το πρόβλημα μόνοι μας».

Ας αναφέρουμε τώρα λίγα από τα πολλά περιστατικά που δημιούργησε ο κλήρος. Το πρώτο από αυτά συνέβη σε μια συνέλευση περιοχής στη Σουλμόνα, μια μικρή πόλη της κεντρικής Ιταλίας, σε μια γόνιμη κοιλάδα της περιοχής Αμπρούτζι. Την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1948, παρακολουθούσαν τη δημόσια ομιλία γύρω στις 2.000 άτομα—τεράστιο πλήθος αν θυμηθούμε ότι υπήρχαν μόνο 472 ευαγγελιζόμενοι σ’ ολόκληρη τη χώρα εκείνο τον καιρό. Τι συνέβη λοιπόν; Ένα απόσπασμα από το Βιβλίον του Έτους 1950 (στα Αγγλικά) αφηγείται:

«Το πρωί της Κυριακής, στις 10.30, βρήκε περισσότερους από 2.000 ανθρώπους να συνωστίζονται στο μεγαλύτερο θέατρο της πόλης και οι πόρτες έπρεπε να κλείσουν μερικά λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα της ομιλίας. Πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν αφού πήραν ένα βιβλιάριο· δεν υπήρχε καθόλου κενός χώρος, ακόμη και οι διάδρομοι είχαν καταληφθεί! Μέσα, ένα εξαιρετικά προσεχτικό ακροατήριο έδειξε την εκτίμησή του και την επιδοκιμασία του για την αλήθεια χειροκροτώντας μερικές φορές στη διάρκεια της διάλεξης και στο τέλος της.

«Ωστόσο, πριν τελειώσει η συνάθροιση, ένας νεαρός θρησκευόμενος που στεκόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας κι έπαιρνε οδηγίες από δύο παπάδες προχώρησε ως το βήμα, σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να φωνάζει, απαιτώντας να ακουστεί. Ο εισηγητής της συνέλευσης ήρεμα εξήγησε ότι οι ερωτήσεις του κοινού μπορούσαν να απαντηθούν προσωπικά και ιδιαίτερα μετά το τέλος της συνέλευσης. Αλλά, ήταν φανερό ότι αυτός ο φανατικός ήθελε να κάνει φασαρία και να χρησιμοποιήσει τη δημόσια συνάθροισή μας για να εξαπλώσει τη θρησκευτική του προπαγάνδα. Χωρίς αμφιβολία κι αυτός, όπως και ο κλήρος, ήξερε για τα άδεια στασίδια των εκκλησιών εκείνες τις μέρες και αναζητούσε άλλα μέρη για να αγορεύσει στο λαό. Ενθαρρυνόμενος από τους ύπουλους ιερατικούς συμβουλάτορές του, σκαρφάλωσε στην κορυφή του βήματος μόλις τέλειωσε η συνέλευση, κούνησε τα χέρια του σαν τρελός και φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του να του δώσουν προσοχή. Οι δύο παπάδες στο πίσω μέρος της αίθουσας, γέρνοντας τα κεφάλια τους χαμηλά για να μη φαίνονται τα κολάρα τους, φώναζαν και σφύριζαν με επιδοκιμασία, ελπίζοντας έτσι να ξεσηκώσουν κύμα ενθουσιασμού για το μισθωτό τους. Αλλά δεν έπιασε. Το ακροατήριο αγνόησε την απρόσκλητη προσπάθειά του να κάνει θρησκευτικό προσηλυτισμό. Αντί να χειροκροτήσουν και να του επιτρέψουν να μιλήσει, αυτοί που ήταν στο ακροατήριο έπνιξαν τις φωνές διαμαρτυρίας του με κραυγές όπως: ‘Φασιστόνε!’ [Φασίστα!] ‘Βεργκόνια!’ [Ντροπή σου!] ‘Πόσο σε πληρώνουν για να το κάνεις αυτό;’ Βλέποντας ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά, ο υποψήφιος απρόσκλητος ομιλητής πήδηξε γρήγορα από τη σκηνή κι εξαφανίστηκε βιαστικά με τους ιερατικούς του συνοδούς. Ύστερα, ήσυχα και με τάξη το ακροατήριο βγήκε από το θέατρο και δέχτηκε ευχαρίστως το βιβλιάριο που προσφερόταν δωρεάν.»

Η αφήγηση τελειώνει ως εξής: «Τα βέλη είχαν στραφεί εναντίον τους και για μια ακόμη φορά ο Ιεχωβά έδωσε τη νίκη.»

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ

Ας περιγράψουμε τώρα ένα άλλο επεισόδιο θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Επρόκειτο να κάνουμε την πρώτη συνέλευση περιφερείας στην Ιταλία, στο Τεάτρο ντελ’ Άρτε, στο Μιλάνο, στις 27 ως 29 Οκτωβρίου 1950. Την τελευταία στιγμή ο διευθυντής της αστυνομίας ακύρωσε την άδειά μας να κάνουμε τη συνέλευση εκεί. Οι δύο αδελφοί που ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της συνέλευσης, πληροφορήθηκαν ότι το μέτρο είχε παρθεί για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αντίδρασης από τους Καθολικούς που μπορεί να προσβάλλονταν από μια Προτεσταντική συνάθροιση! Αυτό ήταν γελοίο! Ήταν απλώς μια δικαιολογία για να στερήσουν από έντιμους πολίτες το δικαίωμά τους να συναθροιστούν μαζί ειρηνικά.

Μολονότι αυτά και άλλα επιχειρήματα που έφεραν οι αδελφοί ήταν καταφανώς λογικά, ο διευθυντής της αστυνομίας δεν άλλαξε την απόφασή του. Όταν, σαν τελευταίο επιχείρημα, οι αδελφοί απείλησαν ότι θα πληροφορήσουν τον τύπο γι’ αυτή την κατάχρηση εξουσίας, δεν ήξερε τι να πει και τους πέταξε έξω από το γραφείο του. Συνδυάζοντας όσα είχαν ειπωθεί με άλλα γεγονότα που γνωρίζαμε, ήμαστε βέβαιοι ότι σ’ αυτό το ζήτημα είχε βάλει το χέρι του ο κλήρος. Αυτή τη φορά είχαν εφεύρει άλλη μέθοδο, χρησιμοποιώντας την επιρροή που είχαν πάνω στην αστυνομία.

Ο αδελφός Τζωρτζ Φρεντιανέλλι, βοηθός επίσκοπος σ’ εκείνη τη συνέλευση, θυμάται:

«Η κατάσταση ήταν ως εξής: απόμεναν μόλις 24 ώρες πριν από την έναρξη της συνέλευσης, οι αδελφοί έφταναν στο Μιλάνο απ’ όλη την Ιταλία κι εμείς δεν μπορούσαμε να βρούμε άλλη αίθουσα πουθενά! Τι θα κάναμε; Ήμαστε πολύ στενοχωρημένοι. Αλλά για μια φορά ακόμη ο Ιεχωβά επενέβηκε για χάρη μας.

«Το πρωί πριν από τη συνέλευση, ο αδελφός Αντώνης Σιδέρης, ο επίσκοπος της συνέλευσης, κι εγώ ψάχναμε γι’ άλλη αίθουσα. Καθώς περνούσαμε από ένα περιφραγμένο οικόπεδο μάς ήρθε ξαφνικά η ιδέα, ‘Γιατί να μη ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη αν μας αφήνει να το χρησιμοποιήσουμε για τρεις μέρες;’ Μας νοίκιασε το χώρο σε πολύ λογική τιμή και φύγαμε για να ψάξουμε για μερικές μεγάλες τέντες κάτω από τις οποίες θα μπορούσε να γίνει η συνέλευση. Τελικά βρήκαμε ένα γνωστό εργοστάσιο τεντοποιίας που δέχτηκε να μας νοικιάσει μεγάλες σκηνές κι ακόμη να μας βοηθήσει να τις στήσουμε. Ήταν ευχαριστημένοι που θα γινόταν και διαφήμιση για τις τέντες.

«Το επόμενο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν να πάρουμε άδεια από τις αρχές πάλι από την αρχή. Επειδή υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητας ότι θα μας την έδιναν εγκαίρως, αποφασίσαμε να τους φέρουμε προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ούτε μπορούσαμε να στείλουμε τους αδελφούς πίσω σπίτια τους. Στήσαμε τις σκηνές και οργανώσαμε τα διάφορα τμήματα στη διάρκεια της νύχτας πριν το πάρει είδηση κανείς και ακριβώς στις εννιά η ώρα το πρωί η συνέλευση άρχισε.

«Η αστυνομία κατέφθασε λίγο αργότερα. Πήδησαν από το τζιπ οπλισμένοι σαν αστακοί. Τι χτυπητή αντίθεση! Τι γελοία κατάσταση ήταν αυτή! Οπλισμένοι αστυνομικοί που ήρθαν για να ελέγξουν ανθρώπους που κάθονταν ειρηνικά εκεί κι έψαλλαν θρησκευτικούς ύμνους. Ο αδελφός Σιδέρης τους είπε ότι αν διέκοπταν τη συνέλευση θα το μετάνιωναν. Θα πληροφορούσαμε για το γεγονός τον τοπικό και διεθνή τύπο για να δείξουμε ότι το νέο σύνταγμα της Ιταλίας δεν τηρείται και ότι είχε ξαναγυρίσει στη Φασιστική δικτατορία. Οι αστυνομικοί φοβισμένοι έφυγαν για να πάρουν οδηγίες από τους ανώτερους κι αργότερα επέστρεψαν για να μας πληροφορήσουν ότι μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη συνέλευσή μας.»

Περίπου 800 παραβρέθηκαν στη δημόσια ομιλία και 45 βαφτίστηκαν. Επειδή οι σκηνές είχαν στηθεί σε μια περιοχή όπου υπήρχαν αρκετά εργοστάσια, οι αδελφοί είχαν την ευκαιρία να δώσουν μαρτυρία σε πολλούς εργάτες που επωφελήθηκαν από το διάλειμμά τους για φαγητό για να δουν τι συνέβαινε. Ποιοι ήταν αυτοί που κάθονταν μέσα σ’ εκείνες τις σκηνές αυτές τις κρύες, υγρές μέρες του Οκτωβρίου; Ο Φερν Φραέζε θυμάται: «Παρακολουθούσαμε το πρόγραμμα φορώντας τα παλτά μας και πολλοί από μάς κρατούσαν μπουκάλες με ζεστό νερό για να ζεσταίνονται. Ωστόσο, ήμαστε πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι που παίρναμε τέτοια καλή πνευματική τροφή.»

Η ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ

Ένα άλλο επεισόδιο μισαλλοδοξίας που υποκινήθηκε από τον κλήρο συνέβη την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου 1951, σε μια συνέλευση περιοχής που θα γινόταν στην Τσερινιόλα. Τι ακριβώς συνέβη; Το Βιβλίον του Έτους 1952 (στα Αγγλικά) λέει:

«Το μεσημέρι ήρθαν δύο αστυνομικοί στην αίθουσα για να μας συστήσουν ότι οι ιδιωτικές μας συναθροίσεις εκεί απαγορεύονταν. Αμέσως επισκεφτήκαμε το τοπικό γραφείο του κομμισσάριου [αστυνομικού διευθυντή] για να δούμε τι σήμαιναν όλ’ αυτά. Καθώς μπαίναμε στο αστυνομικό τμήμα, ένας νεαρός παπάς έβγαινε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Προφανώς ήταν πολύ χαρούμενος και σύντομα μάθαμε ότι η αστυνομία τού είχε δώσει το δικαίωμα να είναι ευχαριστημένος. Ο ίδιος ο κομμισσάριο μάς ξεκαθάρισε ότι η αστυνομική άδεια που είχαμε είχε ακυρωθεί για λόγους πέρα από τον έλεγχό του. Οι αρχές σαν δικαιολογία είπαν ότι το κτίριο δεν ήταν ασφαλές, αλλά κανείς βέβαια δεν το πίστεψε. Ύστερα από μια κάπως έντονη συζήτηση πάνω στο ζήτημα, μας συμβούλεψαν να πάμε στην πρωτεύουσα της επαρχίας και να μιλήσουμε στον επαρχιακό ‘διοικητή’, τον κουεστόρε.

«Λίγες ώρες αργότερα φτάσαμε στα γραφεία της επαρχιακής αστυνομίας, και προς έκπληξή μας, βρήκαμε τον ίδιο Καθολικό παπά που είχαμε συναντήσει στο γραφείο του κομμισσάριου, κι αυτή τη φορά τον συνόδευε ένας πιο ηλικιωμένος και πιο σοβαροφανής παπάς. Αργότερα μάθαμε ότι αυτός ο δεύτερος παπάς ήταν ο βικάριος της πόλης όπου κάναμε τη συνέλευσή μας. Οι ιερείς περίμεναν να μιλήσουν με τον κουεστόρε, αλλά όταν ήρθε ο βοηθός του, ο αστυνομικός διευθυντής, ζήτησαν να παρουσιαστούν στο γραφείο του. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασε ο κουεστόρε. . . που έδειξε φανερά ότι είχε πάρει την απόφασή του πριν ακούσει τι θα του λέγαμε. . . και άρχισε απειλώντας ότι θα μας συλλάβει γιατί είχαμε νοικιάσει μια αίθουσα που κατά τη γνώμη του ήταν ακατάλληλη για συναθροίσεις. Η τακτική του ήταν να μας εκφοβίσει και να δείξει ότι εμείς ήμαστε που κάναμε το σφάλμα και συνεπώς χρειαζόμαστε επίπληξη. . .

«Ήμασταν αποφασισμένοι να μην υποχωρήσουμε σ’ αυτή την αυθαίρετη, φασιστική ενέργεια της αστυνομίας χωρίς μάχη, και για περισσότερο από μια ώρα μείναμε στο γραφείο του κουεστόρε και συζητούσαμε για τη νομική πλευρά της υπόθεσής μας.»

Παρ’ όλ’ αυτά, ο κουεστόρε δεν άλλαξε απόφαση. Τι έγινε λοιπόν με τη συνέλευση; Η αφήγηση συνεχίζει:

«Γυρίσαμε πίσω και διευθετήσαμε να κάνουμε τη συνέλευση σε δύο ιδιωτικά σπίτια και με μικροφωνικές εγκαταστάσεις είχαμε το ίδιο πρόγραμμα συγχρόνως και στα δύο σπίτια. Η μισαλλοδοξία των κληρικών ξεσήκωσε την αγανάκτηση πολλών ειλικρινών ανθρώπων, μολονότι οι παπάδες προσπάθησαν να υπερισχύσουν λέγοντας στην εκκλησία το άλλο πρωί ότι κανείς δεν έπρεπε να παρακολουθήσει τη δημόσια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά εκείνη τη μέρα (ενώ ήξεραν πολύ καλά ότι είχε απαγορευτεί κι επομένως δεν θα γινόταν!). . .. Αλλά κι εδώ πάλι οι κληρικοί νικήθηκαν, επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν κλείνουν το στόμα τους αλλά συνεχίζουν να εκθέτουν την υποκρισία και τις εσφαλμένες διδασκαλίες των ψευτοθρησκευόμενων, με αποτέλεσμα να ανοίξουν τα μάτια τους περισσότερα άτομα καλής θέλησης.»

ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΑΧΗ

Το 1956 υπήρχαν στην Ιταλία περίπου 190.000 μη Καθολικοί. Εκείνο τον καιρό οι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας ήταν μόνο λίγες χιλιάδες, αλλά ήταν δραστήριοι και ζηλωτές. Σε αντίθεση με την εκπληκτική αύξηση του λαού του Θεού, οι άλλες θρησκείες όλο και λιγόστευαν σε μέλη. Η αλήθεια απλωνόταν σαν φωτιά, ιδιαίτερα κατά μήκος της Αδριατικής ακτής στις δύο περιοχές του Αμπρούτζι και της Ρομανίας, όπου ζηλωτές ευαγγελιζόμενοι πήγαν με λεωφορεία να κηρύξουν σε κοντινές πόλεις ώσπου ιδρύθηκαν κι εκεί εκκλησίες.

Η Καθολική ιεραρχία που αισθάνθηκε τον κίνδυνο προσπάθησε να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον του έργου κηρύγματός μας. Η εφημερίδα Λ’ Οσσερβατόρε Ρομάνο, το φερέφωνο του Βατικανού, στα φύλλα της τής 1 και 2 Φεβρουαρίου 1954, ενθάρρυνε τον κλήρο και τα μέλη της εκκλησίας να εναντιώνονται στο έργο που διεξάγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μολονότι το άρθρο δεν ανέφερε ονόματα, είναι φανερό ότι είχε στόχο κυρίως τους Μάρτυρες. Έλεγε:

«Θα θέλαμε επίσης να επιστήσουμε την προσοχή στην έξαρση της Προτεσταντικής προπαγάνδας, συνήθως ξένης προέλευσης, που έχει σκοπό να σπείρει ολέθριες πλάνες σ’ αυτή τη χώρα. . . Προσκαλούμε όλους τους ενοριακούς ιερείς, τις εκκλησιαστικές οργανώσεις και τα μέλη του ποιμνίου να αγρυπνούν για εκδηλώσεις αυτού του είδους και να πληροφορούν τις αρμόδιες αρχές με κάθε προθυμία.» (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).

Οι «αρμόδιες αρχές» που αναφέρονται εδώ, ήταν ασφαλώς η αστυνομία. Έτσι το Βατικανό στην πραγματικότητα υποκινούσε τους ιερείς να ειδοποιούν την αστυνομία να συλλαμβάνει τους ευαγγελιζόμενους. Πράγματι, εκατοντάδες συνελήφθησαν αφού τους σταμάτησε η αστυνομία. Πολλοί αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι· άλλοι πλήρωσαν πρόστιμο ή κρατήθηκαν. Ο λαός του Ιεχωβά χρειάστηκε να διεξαγάγει μια μακρόχρονη νομική μάχη μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από το 1947 ως το 1970 εκδικάστηκαν από τα δικαστήρια πάνω από 100 υποθέσεις που αφορούσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Οι ευαγγελιζόμενοι κατηγορούνταν ότι παρέβαιναν τα άρθρα 113, 121 και 156 του Φασιστικού κώδικα του αστυνομικού νόμου. Αυτά τα άρθρα απαιτούσαν εκείνοι που διανέμουν έντυπα (αρθρ. 113), οι από πόρτα σε πόρτα πωλητές (αρθρ. 121) κι εκείνοι που συλλέγουν χρήματα για κάποια αίτια (αρθρ. 156), να έχουν άδεια ή να είναι γραμμένοι σε επίσημους καταλόγους.

Είναι φανερό ότι οι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας δεν ασκούν κάποια εμπορική δραστηριότητα, ούτε ασχολούνται με τη συλλογή χρημάτων. Καθώς κηρύττουν τα καλά νέα , δίνουν περιοδικά ή άλλα έντυπα με κάποιο αντίτιμο που καλύπτει τα έξοδα της εκτύπωσης, όταν το άτομο είναι σε θέση να πληρώσει το αντίτιμο. Το έργο μας λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί σαν διάδοση θρησκευτικών πεποιθήσεων, ή, όπως εγκρίνεται από το άρθρο 19 του Ιταλικού Συντάγματος, σαν τρόπος «προπαγάνδας» της πίστης κάποιου. Προφανώς, εκείνο τον καιρό έγινε προσπάθεια για να επιβληθούν νόμοι που καταπίεζαν την ελευθερία της λατρείας. Τελικά, το 1956, το μέρος του άρθρου 113 που απαγόρευε τη διανομή εντύπων χωρίς άδεια, κρίθηκε αντίθετο προς το Σύνταγμα και καταργήθηκε.

Σχεδόν όλες οι υποθέσεις είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα και οι λίγοι αδελφοί που καταδικάστηκαν απαλλάχτηκαν αργότερα από το Εφετείο. Λίγες περιπτώσεις χρειάστηκε να εξεταστούν από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας, σε θέματα δικαιοδοσίας· αλλά κι αυτές εκδικάστηκαν υπέρ των αδελφών.

Ας εξετάσουμε μόνο μια από αυτές τις περιπτώσεις για να δούμε πώς οι κατηγορίες εναντίον των αδελφών μας ήταν μόνο πρόσχημα για να σταματήσει το έργο. Ο αδελφός Ρόμολο Ντελ Ελίτσε, που βρίσκεται στην υπηρεσία Μπέθελ για πάνω από 32 χρόνια τώρα, καταδικάστηκε από το περιφερειακό δικαστήριο της Ρώμης «σε πρόστιμο τεσσάρων χιλιάδων λιρετών. . . γιατί δήθεν ζητιάνευε καθώς διέθετε βιβλιάρια και φυλλάδια.» Ο αδελφός Ντελ Ελίτσε έκανε έφεση και απαλλάχτηκε από το Δικαστήριο της Ρώμης στις 2 Δεκεμβρίου 1959. Αναγνωρίστηκε ότι «η διανομή των προαναφερθέντων βιβλιαρίων και φυλλαδίων με κανένα τρόπο δεν αποτελεί ζητιανιά· αντίθετα, ήταν μέρος θρησκευτικής ‘προπαγάνδας’ που διεξάγεται υπέρ των. . . Μαρτύρων του Ιεχωβά.»

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗ!

Μια συνέλευση στη Ρώμη ήταν κάτι που οι αδελφοί ζωηρά επιθυμούσαν να δουν για πολλά χρόνια. Ακόμη και οι αδελφοί που δικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο, ενδόμυχα σκέφτονταν: «Ποιος ξέρει αν κάποια μέρα δεν έχουμε μια συνέλευση στη Ρώμη όπου θα μπορέσουμε να συναθροιστούμε ελεύθερα σ’ αυτή ακριβώς την πόλη όπου είμαστε τώρα φυλακισμένοι;»

Αυτή η προσδοκία εκπληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1951 όταν έγινε μια εθνική συνέλευση στις εγκαταστάσεις της Εκθέσεως της Ρώμης. Το θέμα της «Αγνή Λατρεία», ήταν σε χτυπητή αντίθεση με τη θρησκεία που κατά παράδοση επικρατούσε σ’ αυτή την ιστορική πόλη. Επειδή παραβρέθηκαν αδελφοί από 14 άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η συνέλευση πήρε διεθνή χαρακτήρα. Το Βιβλίον του Έτους 1953 (Αγγλικά) δημοσίευσε την ακόλουθη έκθεση:

«Η συνέλευση στη Ρώμη ήταν το αλησμόνητο γεγονός της χρονιάς. Όταν ανακοινώθηκε ότι ο πρόεδρος της Εταιρίας θα προΐστατο στη συνέλευση, οι Ιταλοί αδελφοί αποφάσισαν να κάνουν μεγάλες θυσίες για να είναι εκεί. Η φτώχεια στην Ιταλία δυσκολεύει πολύ κάποιον να βγει από τη χώρα για κάποια διεθνή συνέλευση. Έτσι όταν ο αδελφός Νορρ υπέδειξε να προσκληθούν οι γειτονικές χώρες να παρακολουθήσουν τη συνέλευση της Ρώμης, η ανταπόκριση ήταν έξοχη. Υπήρχαν κάπου 700 με 800 ταξιδιώτες από την Αγγλία, τη Δανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ελβετία και πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό έκανε τη συνέλευση της Ρώμης μια διεθνή συνέλευση που οι Ιταλοί αδελφοί ποτέ δεν θα ξεχάσουν. Ήταν η πρώτη τους γεύση από την αγάπη και την ενότητα που υπάρχει ανάμεσα στους αδελφούς διαφορετικών εθνικοτήτων και φυλών. Τώρα μπορούμε να αποβλέπουμε σε παρόμοιες ευλογητές συνάξεις του λαού του Ιεχωβά στην Ιταλία καθώς και σ’ άλλες χώρες και ξέρουμε ότι θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες από τους αδελφούς μας για να παρακολουθήσουν μελλοντικές συνελεύσεις.»

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟΥ

Δύο σημαντικά γεγονότα έγιναν το 1955. Το πρώτο ήταν η ειδική παγκόσμια εκστρατεία με το βιβλιάριο Χριστιανισμός ή Χριστιανοσύνη—Ποιο Είναι το Φως του Κόσμου; Ζητήθηκε από κάθε ευαγγελιζόμενο να μοιράσει 30 αντίτυπα του βιβλιαρίου και όλα τα μέλη του κλήρου της χώρας θα λάβαιναν ένα αντίτυπο ταχυδρομικώς. Χρειάστηκε τεράστια εργασία για να βρεθούν όλες οι διευθύνσεις και να σταλούν 100.000 αντίτυπα, καθένα μ’ ένα συνοδευτικό γράμμα.

Σπάνια κάποιος κληρικός απαντούσε στα γράμματα των ευαγγελιζομένων, αλλά μερικοί αντέδρασαν βίαια με γράμματα στις εφημερίδες. Για παράδειγμα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1955, η Καθολική εφημερίδα Ιλ Πίκολο της Φαέντζα δημοσίευσε ένα άρθρο με τον οργισμένο τίτλο «Προσέξτε τους Ψευδοπροφήτες—Η Απάντησή Μας στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.» Το άρθρο έγραφε:

«Πρόσφατα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (που πολλοί τους ονομάζουν φανατικούς της Βίβλου) έστειλαν ένα βιβλιάριο της προπαγάνδας τους σε ιερείς και θρησκευτικά ιδρύματα, ζητώντας τους απάντηση.» Αφού περιέγραφε τους Μάρτυρες σαν «μωρούς φουκαράδες» με «απίστευτη αμάθεια και κακοήθη αλαζονεία και ισχυρογνωμοσύνη», το άρθρο τέλειωνε δίνοντάς τους τη συμβουλή να «κάνουν σκέψεις» σ’ ένα απόσπασμα από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.

Αυτό και άλλα παρόμοια άρθρα γράφτηκαν εναντίον του λαού του Ιεχωβά. Μερικές φορές τα άρθρα είχαν σαν αποτέλεσμα τη διέγερση της περιέργειας των ανθρώπων, πράγμα που τους ωθούσε να κάνουν πολλές ερωτήσεις όταν τους επισκεπτόμασταν στα σπίτια τους.

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Το άλλο σπουδαίο γεγονός του 1955 ήταν η Συνέλευση Θριαμβεύουσα Βασιλεία. Ανάμεσα στους 4.351 που παρακολούθησαν αυτή τη διεθνή συνέλευση ήταν άτομα από 32 χώρες και 378 βαφτίστηκαν. Αυτό σήμαινε ότι σχεδόν το 10 τα εκατό των παρόντων, συμβόλισαν την αφιέρωσή τους με βάφτισμα στο νερό, ένας πραγματικά αξιόλογος αριθμός. Πέντε ειδικά τρένα έφτασαν από το Παρίσι γεμάτα με αδελφούς, οι περισσότεροι από τους οποίους έρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ερχομός τους προκάλεσε αίσθηση επειδή ήταν η πρώτη φορά που η Ρώμη έβλεπε τόσο πολλούς Αμερικανούς τουρίστες να φτάνουν μονομιάς.

Δεν ήταν εύκολο να πάρουμε για τη συνέλευσή μας το Παλάτζο ντέι Κονγκρέσσι που εκείνο τον καιρό ήταν μια από τις καλύτερες αίθουσες συγκεντρώσεων στην Ευρώπη, στρωμένο ολόκληρο με άσπρο μάρμαρο και περιτριγυρισμένο από καταπράσινα πάρκα για τη χρήση των συνέδρων. Η πρώτη μας αίτηση είχε γίνει δεκτή και όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, όταν 10 μέρες πριν αρχίσει η συνέλευση μάς είπαν ότι η άδεια για τη χρήση της αίθουσας είχε ανακληθεί. Επίσημα μας είπαν ότι χρειαζόταν για κάποια άλλη εκδήλωση. Τελικά, δύο μέρες πριν από την έναρξη, κι ενώ φάνηκε ότι η συνέλευση δεν μπορούσε πια να γίνει στη Ρώμη, η διεύθυνση μάς πληροφόρησε ότι επιτέλους μπορούσαμε να κάνουμε τη συνέλευσή μας.

Τι ήταν πίσω απ’ αυτές τις σκοτεινές μηχανορραφίες; Η απάντηση βρίσκεται σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Ο Πύργος της Βαβέλ—Ένα Κοράκι στο Καπιτώλιο», που δημοσίευσε η εφημερίδα Μεριντιάνο ντ’ Ιτάλια της 30 Οκτωβρίου 1955 και που έλεγε:

«Φαίνεται ότι ο κ. Κορνατσιόλα, [το όνομά του σημαίνει κατά γράμμα ‘μικρό κοράκι’], ο Χριστιανο-Δημοκράτης Δημοτικός Σύμβουλος της Ρώμης, είναι ακόμη πιο Βατικανόφιλος από τον κ. Ρεμπετσίνι [τότε δήμαρχο της Ρώμης], που έχει μια θέση, αν και μόνο τιμητική, στην Πόλη του Βατικανού.

«Μάλιστα, ο κ. Κορνατσιόλα—ναι, αυτό είναι το όνομά του, Κορνατσιόλα—ρώτησε το Δήμαρχο της Ρώμης ‘γιατί οι εγκαταστάσεις της EUR [Εσποζιτσιόνε Ουνιβερσάλε Ρόμα] δόθηκαν για χρήση στο Προτεσταντικό δόγμα «Μάρτυρες του Ιεχωβά», για τη συνέλευσή τους.’ Εκ μέρους του λαού της Ρώμης, ο Σύμβουλος Κορνατσιόλα είπε ότι ήθελε να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό και να επιπλήξει τους υπεύθυνους της όλης υπόθεσης. Η Ρώμη, σαν κατοικία του Βικάριου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δεν μπορεί να ανεχθεί παρόμοιες συγκεντρώσεις που προσβάλλουν την κατοικία του Πάπα.»’

«Τώρα», συνεχίζει η εφημερίδα, «εκτός από το γεγονός ότι η εν λόγω άδεια δόθηκε από την ‘Πρεφεττούρα’ (εν ονόματι του υπουργού, κ. Ταμπρόνι, ενός εξέχοντος μέλους της ‘Ατζιόνε Καττολίκα’ [Καθολική Δράση]), δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Ρώμη είναι η κατοικία του Αρχηγού του Κράτους της Ιταλικής Δημοκρατίας, ενώ ο Βικάριος του Χριστού κατοικεί στο Βατικανό.

«Ανάμεσα στις άλλες ευθύνες του, ο Πρόεδρος Γκρόντσι έχει το καθήκον να διαφυλάττει το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας, που λέει στο άρθρο 8 ότι ‘όλες οι θρησκείες έχουν ίσα δικαιώματα να λειτουργούν ελεύθερα και να διοργανώνονται σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους.’

«Αν ο κ. Κορνατσιόλα διαφωνεί με το Ιταλικό Σύνταγμα, πρέπει να παραιτηθεί από τη θέση του στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ρώμης.»

Ο τύπος επίσης σχολίασε ευνοϊκά τη συμπεριφορά των Μαρτύρων. Η εφημερίδα Ιλ Τζιορνάλε ντ’ Ιτάλια της Κυριακής 7 Αυγούστου 1955 έλεγε τα εξής:

«Ο αμερόληπτος παρατηρητής θα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από τρία πράγματα: πρώτο, από την υποδειγματική συμπεριφορά των παρόντων καθώς παρακολουθούν όσα λέγονται με ευσεβή σιωπή και με φανερή πνευματική αφοσίωση· δεύτερο, από το γεγονός ότι τόσες φυλές μπορούν να συγκεντρώνονται μαζί στο όνομα μιας θρησκείας που προφανώς ποτίζει τις σκέψεις τους και τις πράξεις τους με γαλήνη αλλά και ηθική ευθύτητα· τρίτο, από το ασυνήθιστο πλήθος παιδιών ηλικίας από ενός μέχρι δεκατριών ετών—μαύρα, λευκά ή κίτρινα, αλλά όλα με καλούς τρόπους και αφοσιωμένα στο να βρίσκουν εδάφια στην Αγία Γραφή καθώς παρακολουθούν τα λόγια του κήρυκά τους.»

Τα νέα έντυπα χαιρετίστηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και η είδηση ότι το περιοδικό Ξύπνα! θα εκδιδόταν στην Ιταλία από το τεύχος της 8 Αυγούστου 1955, προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση. Τα έντυπα στην Ιταλική γλώσσα περιλάμβαναν το βιβλίο «Νέοι Ουρανοί και Νέα Γη» και τα βιβλιάρια Βάσις για Πίστι σ’ έναν Νέο Κόσμο, Κατάκτησις του Κόσμου Σύντομα—Από τη Βασιλεία του Θεού και «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας».

ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ ΤΟ 1957

Το 1957 ο λαός του Ιεχωβά κέρδισε δύο σημαντικές νίκες στην Ιταλία. Η πρώτη αφορούσε 26 αδελφούς που είχαν καταδικαστεί από το Ειδικό Δικαστήριο. Μετά την πτώση του Φασισμού πολλοί άνθρωποι που είχαν καταδικαστεί από αυτό το δικαστήριο, ζήτησαν αναθεώρηση της δίκης τους και απαλλάχτηκαν. Οι πιστοί αδελφοί ήξεραν ότι είχαν υποστεί μια αδικία για τη στάση τους· και μολονότι δεν ανησυχούσαν υπερβολικά για την προσωπική τους υπόληψη στα μάτια του κόσμου, ωστόσο αποφάσισαν να ζητήσουν αναθεώρηση της δίκης τους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά σαν λαού. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί το Ειδικό Δικαστήριο κατηγόρησε τη θεοκρατική οργάνωση ότι είναι «μια μυστική εταιρία που ασκεί δράση που στοχεύει στην αλλαγή τής μορφής τής κυβέρνησης και διεξάγει προπαγάνδα επιζήμια για την ταυτότητα του έθνους,» και ότι έχει «εγκληματικές προθέσεις».

Ήταν λοιπόν συμφέρον μας να ακυρωθεί αυτή η καταδίκη με σκοπό να υπάρχουν καλές σχέσεις με τις κυβερνητικές αρχές.

Η δίκη αναθεωρήθηκε από το Εφετείο της Ακουήλα στις 20 Μαρτίου 1957, παρουσία 11 από τους 26 ενδιαφερόμενους αδελφούς. Ένας από τους δικηγόρους της υπεράσπισης ήταν ο Νικόλα Ρομουάλντι. Αν και δεν ήταν Μάρτυς, αυτός ο δικηγόρος δεν δίσταζε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των αδελφών μας από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε δικηγόρους πρόθυμους να μάς υπερασπιστούν στις νομικές μας υποθέσεις. Για περισσότερα από 30 χρόνια τώρα, ο Ρομουάλντι πρόθυμα έχει υπερασπιστεί εκατοντάδες αδελφούς στον αγώνα τους για διεκδίκηση του δικαιώματός τους για Χριστιανική ουδετερότητα και για την ελευθερία τους να κηρύττουν τα «καλά νέα».

Τα κείμενα των πρακτικών δείχνουν ότι όταν ο κ. Ρομουάλντι εξήγησε στο δικαστήριο ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν την Καθολική ιεραρχία σαν πόρνη επειδή αναμιγνύεται στις πολιτικές υποθέσεις, «οι δικαστές χαμογελώντας αντάλλαξαν ματιές γεμάτες νόημα.» Το δικαστήριο αποφάσισε να ακυρώσει τις προηγούμενες ποινές και συνεπώς αναγνώρισε ότι το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν ήταν ούτε παράνομο ούτε ανατρεπτικό.

Η άλλη νίκη επιτεύχθηκε στη συνέλευση περιφερείας στο Μιλάνο, στο τέλος του Ιουνίου. Άρχισε την Πέμπτη το απόγευμα στην Αίθουσα των Χειμερινών Κήπων Οντεόν και όλα πήγαν καλά μέχρι λίγο πριν από το τέλος του απογευματινού προγράμματος οπότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Ο αδελφός Ρομπέρτο Φραντσεσκέττι αφηγείται:

«Έμεναν ακόμη 10 λεπτά από το πρόγραμμα όταν ο τελευταίος ομιλητής, ο Γκιουζέππε Τουμπίνι, τέλειωσε την ομιλία του κάπως βιαστικά και προσκάλεσε τους παρόντες να ετοιμαστούν για την τελική προσευχή. Όλοι πρόσεξαν το βιαστικό κλείσιμο και ότι δεν ψάλλαμε τελικό ύμνο. Γιατί παραλείφθηκε; Ενώ εμείς οι Μάρτυρες που στεκόμαστε στην κεντρική είσοδο σκύψαμε με σεβασμό τα κεφάλια μας στην προσευχή, βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από άτομα με όρθια τα κεφάλια τους και φορώντας τα καπέλα τους ενώ γινόταν η προσευχή. Μόνο αστυνομικοί μπορεί να ήταν!

«Αργότερα μάθαμε τις λεπτομέρειες. Τουλάχιστον 30 με 40 αστυνομικοί είχαν έρθει στην αίθουσα και διάταζαν να σταματήσει η συνέλευση. Το πρόσχημα ήταν ότι οι ιδιοκτήτες της αίθουσας δεν είχαν πάρει την αναγκαία άδεια. Οι υπεύθυνοι της συνέλευσης προσπάθησαν να διευκρινίσουν ότι η διαταγή για διακοπή ήταν εις βάρος των Μαρτύρων κι όχι των ιδιοκτητών, αλλά μάταια. Το πρωί της Παρασκευής ήταν αφιερωμένο στη μαρτυρία του αγρού· τα τμήματα τομέων, περιοδικών και εντύπων λειτούργησαν έξω σ’ ένα γειτονικό δρόμο. Όλοι εφοδιάστηκαν με τα απαραίτητα καθώς το έργο έγινε όπως είχε σχεδιαστεί. Αλλά η ώρα περνούσε γρήγορα καθώς εμείς πυρετωδώς ψάχναμε για άλλη αίθουσα. Δύο ώρες πριν αρχίσει το πρόγραμμα, δεν είχαμε βρει ακόμη λύση.

«Τότε οι ιδιόκτητες των Χειμερινών Κήπων μάς ειδοποίησαν ότι μας βρήκαν χώρο στον Κινηματογράφο Αρενέλλα. Όλοι οι αδελφοί βοήθησαν με ενθουσιασμό να μεταφερθούν τα τμήματα από το ένα μέρος στο άλλο. Και μάλιστα έγκαιρα! Έτσι η συνέλευση άρχισε ακριβώς στην ώρα της.

«Αλλά η αστυνομία δεν παραιτήθηκε. Έφτασαν στη νέα αίθουσα για να δημιουργήσουν νέες δυσκολίες. Εγώ υπηρετούσα σαν ταξιθέτης και είχα εντολές να μην αφήσω κανένα ξένο να μπει στην αίθουσα, ούτε καν την αστυνομία. Γρήγορα όμως βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον κομμισσάριο της αστυνομίας και δύο άντρες του. Τους σταμάτησα και τους ζήτησα να περιμένουν ένα λεπτό. Δεν μου έδωσαν καμιά σημασία κι επέμεναν να μπουν μέσα. Αναγκάστηκα λοιπόν ν’ απλώσω το χέρι μου και να σταματήσω τον κομμισσάριο. Τα γόνατά μου έτρεμαν αλλά ευτυχώς εκείνη τη στιγμή επενέβη ο επίσκοπος της συνέλευσης.»

Η συνέλευση έγινε και οι αδελφοί οικοδομήθηκαν πολύ και χάρηκαν γι’ αυτή τη σημαντική νίκη. Ωστόσο, τα πράγματα δεν τέλειωσαν εδώ. Ο τύπος άρχισε μια χωρίς προηγούμενο εκστρατεία υποστηρίζοντάς μας. Πολλές εφημερίδες χαρακτήρισαν τον τρόπο που είχε ενεργήσει η αστυνομία σαν ανήκουστη κατάχρηση εξουσίας, και η παράνομη επέμβαση ήταν το θέμα συζήτησης στη βουλή στη διάρκεια μιας συνεδρίασης της γερουσίας. Σχετικά μ’ αυτό η εφημερίδα Ιλ Παέζε της 8 Φεβρουαρίου 1958 έγραψε:

«Το πιο ζωντανό μέρος της συνεδρίασης ήταν η ώρα των επερωτήσεων. Πράγματι, υπήρχαν αρκετές ερωτήσεις σ’ ένα μάλλον λεπτό θέμα—την παρεμβολή σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής κ. Σπαλλίτσι, ζήτησε να μάθει γιατί η Κουεστούρα του Μιλάνου διάταξε την άμεση διακοπή μιας συνέλευσης που διεξήγε ο μορφωτικός και θρησκευτικός Σύλλογος των ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά’ (Σπουδαστών της Γραφής), που γινόταν σε ιδιωτικό χώρο. Στην απάντησή του ο Υφυπουργός Εσωτερικών, Εντιμότατος Μπισόρι, προσπάθησε μάλλον να βρει προφάσεις. Εξήγησε ότι είχαν παρθεί μέτρα για τα οργανωτικά θέματα. Σε μια ατμόσφαιρα γενικής ειρωνείας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι η ενέργεια που έγινε δεν είχε σκοπό να περιορίσει την ελευθερία λατρείας. Μάλλον, είχε προκληθεί από έλλειψη τήρησης των κανονισμών για τη δημόσια ασφάλεια.»

Σαν αποτέλεσμα αυτού του ζητήματος, το όνομα του Ιεχωβά και του λαού του έγινε αντικείμενο γενικής προσοχής ακόμη και σε ανώτερους κυβερνητικούς κύκλους! Αλλά ποιος στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν να σταματήσει τη συνέλευση; Το φιλελεύθερο εβδομαδιαίο περιοδικό Ιλ Μόντο της 30 Ιουλίου 1957, σχολίασε:

«Το άρθρο 17 του Συντάγματος εγγυάται το δικαίωμα όλων των πολιτών να συγκεντρώνονται με εύτακτο τρόπο και διευκρινίζει στην πρώτη του παράγραφο ότι ‘οι αρχές δεν πρέπει να απαιτούν να ειδοποιούνται εκ των προτέρων για τις δημόσιες συναθροίσεις’. Επίσης, η συνέλευση στο Οντεόν προοριζόταν για τα μέλη ενός θρησκευτικού συλλόγου κι επειδή η αίθουσα για την οποία συζητάμε είχε νοικιαστεί για τέσσερις μέρες, έπρεπε να θεωρηθεί ιδιωτικός χώρος συγκέντρωσης για τη διάρκεια του συμβολαίου. Επομένως, όχι μόνο είχαν όλα διευθετηθεί σύμφωνα με το νόμο, αλλά και έπρεπε να δοθεί έπαινος στους οργανωτές για την ευσυνειδησία τους να πληροφορήσουν την Κουεστούρα σχετικά με τη συγκέντρωση έγκαιρα. Επιτέλους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι σκοτεινοί συνωμότες κατά της ασφάλειας του Κράτους ούτε κι επικίνδυνοι ταραχοποιοί.

«Είναι φανερό ότι ο σεβασμός για το νόμο και τα πολιτικά δικαιώματα, πολύ λίγο μετρούν όταν οι Κρατικοί αξιωματούχοι επωφελούνται από κανονισμούς περί ασφάλειας που ανάγονται σε φασιστικούς καιρούς για να ικανοποιήσουν τον αρχιεπίσκοπο [Τζιοβάννι Μπαττίστα Μοντίνι, που αργότερα έγινε ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄].»

ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

Το καλοκαίρι του 1958 ήταν αξέχαστο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ όλο τον κόσμο. Σφραγίστηκε από τη Διεθνή Συνέλευση το Θείον Θέλημα που έγινε ταυτόχρονα στο Στάδιο Γιάνκη και στο Πόλο Γκράουντς στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ανάμενα στις 253.922 που παραβρέθηκαν ήταν κι ένας μικρός όμιλος Ιταλών, που γύρισαν σπίτι τους ξεχειλίζοντας από χαρά και θαυμασμό για τα πράγματα που είδαν και άκουσαν.

Το πρόγραμμα της συνέλευσης της Νέας Υόρκης επαναλήφθηκε σε τρεις συνελεύσεις περιφερείας που έγιναν στη Φλωρεντία, στη Νεάπολη και στη Μεσσίνα, και οι παρόντες ασφαλώς δεν θα ξεχάσουν ποτέ την θαρραλέα απόφαση με τίτλο «Πώς ο Χριστιανισμός Πρόδωσε Όλο το Ανθρώπινο γένος;» που υιοθετήθηκε στη διάρκεια του προγράμματος.

Όπως ήταν φυσικό, οι αδελφοί ενθουσιάστηκαν υπερβολικά, ιδιαίτερα όταν έμαθαν ότι η απόφαση θα μοιραζόταν στη διάρκεια μιας ειδικής εκστρατείας. Τον Δεκέμβριο του 1958 ζητήθηκε από κάθε ευαγγελιζόμενο να δώσει 100 αντίτυπα και σ’ ολόκληρη τη χώρα μοιράστηκαν 500.000 αντίτυπα.

ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΑΝ ΜΑΡΙΝΟ

Καθώς οι τουρίστες κινούνται με αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο του Σαν Μαρίνο, της αρχαιότερης δημοκρατίας του κόσμου, τους καλωσορίζει το σλόγκαν «Καλωσορίσατε στην πανάρχαια χώρα της ελευθερίας». Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά σ’ αυτή την ανεξάρτητη δημοκρατία που περιβάλλεται ολόγυρα από Ιταλικά εδάφη, βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη του τμήματος της Ιταλίας.

Πότε ήρθε η αληθινή ελευθερία σ’ αυτό το μικρό κράτος των 60 μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων (20 τετ. μιλίων); Ειδικοί σκαπανείς άρχισαν να εργάζονται στην περιοχή το 1958. Δέκα και πλέον χρόνια αργότερα υπήρχε ένας μικρός όμιλος εννιά ευαγγελιζόμενων. Ο όμιλος έγινε εκκλησία το 1971. Το 1972 έγινε η πρώτη συνέλευση περιοχής στη δημοκρατία με 1.700 παρόντες. Αυτό το ασυνήθιστο γεγονός ασφαλώς έκανε τους ντόπιους να κάνουν σκέψεις. Σήμερα υπάρχουν 81 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι στην εκκλησία, πολύ καλός αριθμός αν σκεφτούμε ότι το Σαν Μαρίνο έχει ένα Μάρτυρα για κάθε 252 κατοίκους!

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ

Οι νέοι άντρες στη Χριστιανική εκκλησία βάζουν στην καρδιά τους την εμπνευσμένη προτροπή να ‘σφυρηλατήσουν τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα’ (Ησ. 2:4) και παίρνουν προσωπική απόφαση να παραμένουν ουδέτεροι στις διαμάχες του κόσμου.—Ιωάν. 17:14, 16.

Περιγράψαμε ήδη την «οδύσσεια» τού Ρεμίτζιο Κουμινέττι και τις δίκες των νεαρών Μαρτύρων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο, το πρόβλημα της Χριστιανικής ουδετερότητας θα οξυνόταν ακόμη περισσότερο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε υπήρχαν περισσότεροι Χριστιανοί νέοι που για λόγους συνειδήσεως ήθελαν να παραμείνουν χωρισμένοι από τον κόσμο.

Οι πρώτοι αδελφοί που πέρασαν από δίκες εκείνη την εποχή καταδικάστηκαν σε πολύ βαριές ποινές και πέρασαν δύσκολες ώρες στη φυλακή. Μερικοί δικάστηκαν πέντε και έξι φορές και καταδικάστηκαν σε ποινές που έφταναν συνολικά τα τέσσερα ή και περισσότερα χρόνια φυλάκισης. Αυτό συνέβαινε επειδή όταν ένας νεαρός Μάρτυρας εβγαίνε από τη φυλακή, τον ξανακαλούσαν για στρατιωτική υπηρεσία και τον ξανάστελναν στη φυλακή κάθε φορά που αρνιόταν να συμμορφωθεί. Θεωρητικά, αυτή η αλυσίδα γεγονότων μπορούσε να συνεχιστεί μέχρις ότου κάποιος έφτανε στα 45 χρόνια του, οπότε δεν υπόκειται πια σε στρατιωτική υπηρεσία. Ωστόσο, όταν οι στρατιωτικές αρχές επαναλάμβαναν μερικές φορές την ποινή, συνήθως απήλλασσαν πια τους αδελφούς για λόγους υγείας ώστε να αποφύγουν να τους κάνουν ήρωες. Τους χαρακτήριζαν ότι πάσχουν από «θρησκευτική παράνοια» ή «θρησκευτικό παραλογισμό». Μ’ άλλα λόγια, τους θεωρούσαν διανοητικά άρρωστους.

Λίγες πείρες μερικών από τους αδελφούς που αντιμετώπισαν με επιτυχία αυτή τη δοκιμασία θα είναι εποικοδομητικές για όλους μας. Ο Έννιο Αλφαράνο που καταδικάστηκε πέντε φορές στη δεκαετία του 1950, ξαναθυμάται πώς μπόρεσε να ξεπεράσει αυτή τη σκληρή δοκιμασία:

«Ήμουν φυλακισμένος στη Γκαέτα. Ο λοχαγός προσπάθησε να αναγκάσει τρεις από εμάς να χαιρετίσουμε στρατιωτικά κι όταν αρνηθήκαμε μάς τιμώρησε δένοντας τα χέρια και τα πόδια μας πίσω από την πλάτη για οχτώ ώρες. Ήταν πολύ οδυνηρό, αλλά διατηρήσαμε το θάρρος μας με προσευχή και ψάλλοντας ύμνους για να ενισχύσουμε ο ένας τον άλλο, πράγμα που μας βοήθησε. Μετά απ’ αυτό μας άφησαν για τρεις μέρες χωρίς ψωμί και νερό, αλλά άλλοι αδελφοί στη φυλακή το έμαθαν και πάντοτε κατόρθωναν να μας φέρνουν αρκετή τροφή για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.»

Ο Γκιουζέππε Τιμοντσίνι που κι αυτός καταδικάστηκε πέντε φορές από το 1956 ως το 1961, θυμάται:

«Οι στρατιωτικές αρχές προσπάθησαν να με αποθαρρύνουν λέγοντας: ‘Κανείς Μάρτυς του Ιεχωβά δεν αντέχει για πολύ. Το πολύ πολύ να αντέξουν σε μια δίκη κι ύστερα αποφασίζουν να υπηρετήσουν’. Τους απαντούσα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Τότε εκείνοι ξεδίπλωναν έναν κατάλογο με τα ονόματα εκείνων που είχαν συμφωνήσει να πάνε στο στρατό. Φυσικά τα ονόματα ήταν ψεύτικα.

«Για να μπορέσω ν’ αντέξω τους μήνες της φυλάκισης προσπαθούσα να σκέφτομαι όσο το δυνατό λιγότερο το τέλος της ποινής μου και μερικές φορές ξεχνούσα εντελώς πόσους μήνες και μέρες είχα ακόμη να υπηρετήσω. Νομίζω ότι αυτή η περίοδος της ζωής μου μού πρόσφερε πολλή χρήσιμη εκπαίδευση. Με βοήθησε να μάθω να προσαρμόζομαι σε κάθε κατάσταση και να είμαι ταπεινός και να είμαι προσκολλημένος πιο κοντά στον Ιεχωβά Θεό».

Ο Τζίνο Τοζέττι που έμεινε πάνω από τέσσερα χρόνια στη φυλακή, αναφέρει:

«Οι πρώτες μου μέρες στη φυλακή σε πλήρη απομόνωση ήταν πολύ δύσκολες. Θυμάμαι τι έγινε στο Παλέρμο. Ένα πρωί με ξύπνησε ο φύλακας λέγοντας ‘Σήκω πια από το κρεβάτι Τοζέττι· ένας σωρός ξύλα σε περιμένει για να τα κόψεις!’ Μ’ έβαζε να κόβω ξύλα κάθε πρωί μέχρι τότε αλλά εκείνη τη μέρα δεν ήμουν σε θέση να το κάνω πια. Τα χέρια μου ήταν τόσο φουσκαλιασμένα και πληγιασμένα που δεν μπορούσα ούτε το τσεκούρι να πιάσω.

«Ζήτησα να δω το γιατρό. ‘Μπορείς να μείνεις στο κρεβάτι μόνο αν έχεις πυρετό. Αν δεν έχεις θα βρεις τον μπελά σου!’ μου φώναξε καθώς έβγαινε έξω. Με τη σκέψη ότι θα συνέβαινε το χειρότερο, προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να με βοηθήσει κι όταν ήρθαν να μου πάρουν τη θερμοκρασία έμεινα έκπληκτος όπως κι εκείνοι όταν το θερμόμετρο έγραψε 39° Κελσίου (102° Φ.).

«Είχα άφθονες ευκαιρίες για μαρτυρία. Μια φορά μπόρεσα να μιλήσω σ’ έναν όμιλο 40 περίπου στρατιωτών που στέκονταν γύρω μου και με άκουγαν προσεχτικά για δύο ώρες. Η καλή μας διαγωγή ενθάρρυνε πολλούς, ακόμη και φρουρούς μας, να δεχτούν την αλήθεια. Ένα πρωί ο στρατιώτης που φύλαγε σκοπιά μού είπε: ‘Τοζέττι σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις για τα κακά που σου έκανα. Παρά τη συμπεριφορά μου εσύ ποτέ δεν προσπάθησες να μου κάνεις κακό. Χτες βράδι στη σκοπιά διάβασα το περιοδικό σου Σκοπιά και με βοήθησε να καταλάβω πολλά πράγματα που δεν τα θεωρούσα σπουδαία, θέλω να με βοηθήσεις να τα καταλάβω καλύτερα.’

«Αυτός ο νεαρός στρατιώτης ήταν πάντα πρόθυμος να μου δημιουργήσει μπελάδες, αλλά ήμουν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να τον συγχωρήσω. Τελικά χαθήκαμε και πέρασαν μερικά χρόνια. Ήμουν πια ελεύθερος και παρακολουθούσα μια συνέλευση περιφερείας όταν ένα άτομο ήρθε προς το μέρος μου λέγοντας: ‘Λοιπόν, δεν με θυμάσαι [μου είπε το όνομά του] που σου ανοιγόκλεινα την πόρτα της φυλακής και συ μου μιλούσες για την αλήθεια;’ Είχε γίνει αδελφός. Αγκαλιαστήκαμε με δάκρυα στα μάτια μας.»

Καθώς οι Μάρτυρες πλήθαιναν, το ζήτημα ερχόταν όλο και πιο πολύ στην προσοχή του κοινού και των αρχών. Τελικά ψηφίστηκε ένας νόμος που έλεγε ότι εκείνοι που δεν συμφωνούν να προσφέρουν κάποια άλλη υπηρεσία θα καταδικάζονταν μια φορά σε φυλάκιση, και τώρα οι νεαροί αδελφοί μας καταδικάζονται σε 12 ως 15 μήνες φυλάκιση.

Στο μεταξύ έχουν βελτιωθεί και οι συνθήκες ζωής στις στρατιωτικές φυλακές. Οι Μάρτυρες μπορούν να διεξάγουν κανονικά τις συναθροίσεις κι έχουν μια θεοκρατική βιβλιοθήκη που τους βοηθάει, στην προσωπική τους μελέτη. Μπορούν να κάνουν τα προγράμματα των συνελεύσεων περιοχής και περιφερείας κι ακόμη να παίζουν τα Βιβλικά δράματα με στολές. Ακόμη τους δόθηκε η άδεια να βαφτίσουν μερικούς που αποφάσισαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή. Χριστιανοί πρεσβύτεροι που είναι ειδικά διορισμένοι γι’ αυτό, επισκέπτονται τακτικά όλες τις στρατιωτικές φυλακές.

Από το 1978 ως το 1980 υπήρχαν στη φυλακή κατά μέσο όρο 500 νεαροί αδελφοί για το ζήτημα της ουδετερότητας. Υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα, αρκετές χιλιάδες Μάρτυρες διατήρησαν μια καθαρή συνείδηση μπροστά στον Ιεχωβά Θεό απ’ αυτή την άποψη. Τον Δεκέμβριο του 1980, ο υπουργός άμυνας ανάγγειλε από την τηλεόραση ότι θα συζητιόταν ένα νομοσχέδιο που θα βελτίωνε ακόμη περισσότερο τη θέση των αδελφών μας. Στη διάρκεια της ομιλίας του χαρακτήρισε τους αδελφούς σαν ευπρεπείς ανθρώπους και δήλωσε ότι με τον νέο νόμο «η Πολιτεία θα δείξει σεβασμό για όλες τις θρησκείες».

Η στάση των νεαρών Μαρτύρων σχετικά με τη θρησκευτική ουδετερότητα, βοήθησε να αυξηθεί η εκτίμηση που απολαμβάνει ο λαός του Ιεχωβά. Για παράδειγμα, η εφημερίδα Ιλ Κορριέρε ντι Τριέστε έγραψε:

«Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι αξιοθαύμαστοι για τη σταθερότητα και τη συνέπειά τους. Αντίθετα με τις άλλες θρησκείες, η ενότητα που έχουν σαν λαός τούς εμποδίζει να προσεύχονται στον ίδιο Θεό, στο όνομα του ίδιου Χριστού, ζητώντας του να ευλογήσει δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις στον πόλεμο, και δεν αναμιγνύουν την πολιτική με τη θρησκεία, ούτε υπηρετούν τα συμφέροντα των Αρχηγών τού Κράτους ή των πολιτικών κομμάτων. Και τέλος, είναι πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν το θάνατο παρά να παραβιάσουν τη βασική ιδέα που εκτίθεται για τη σωτηρία του ανθρώπου: την εντολή ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ!»

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΑΙΩΝΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ»

Η Συνέλευση «Αιώνιο Ευαγγέλιο» ήταν ένα μεγάλο ορόσημο στην ιστορία μας. Ωστόσο δεν έγινε δυνατό να γίνει στη Ρώμη. Η Καθολική Εκκλησία είχε αποφασίσει να κάνει τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού το 1963, κι ένας κυβερνητικός αξιωματούχος είπε καθαρά στον εκπρόσωπό μας ότι δεν το θεωρούσαν σωστό να επιτρέψουν σε μια μη Καθολική θρησκεία να κάνει συνέλευση στη Ρώμη τον ίδιο καιρό. Είπε ακόμη ότι η Ρώμη θα ήταν απαγορευμένη για τους μη Καθολικούς το 1963. Θα μπορούσαν να επισκεφθούν την πόλη σαν τουρίστες αλλά οι μαζικές εκδηλώσεις απαγορεύονταν.

Γι’ αυτό το λόγο η οχταήμερη διεθνής συνέλευσή μας έγινε στο Μιλάνο, στο Ποδηλατοδρόμιο Βιγκορέλλι. Η οργάνωση μιας τέτοιας συνέλευσης, που αναμενόταν να προσελκύσει γύρω στους 20.000 συνέδρους, ήταν μια νέα εμπειρία για τους Ιταλούς αδελφούς. Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πρόβλημα τους; Ο αδελφός Γκιουζέππε Τσιαλίνι ένας περιοδεύων επίσκοπος που πήρε μέρος στις προετοιμασίες για τη συνέλευση τότε, λέει: «Εκτός από τα δωμάτια που έθεσαν στη διάθεσή μας τα διάφορα ξενοδοχεία, χρειαζόμασταν ακόμη χιλιάδες δωμάτια. Αποφασίστηκε λοιπόν να βρούμε δωμάτια σε ιδιωτικά σπίτια και καλέσαμε τους ειδικούς σκαπανείς να κάνουν αυτό το έργο. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσαμε στην Ιταλία δωμάτια σε ιδιωτικά σπίτια και γύρω στους 6.000 αδελφούς τακτοποιήθηκαν σε δωμάτια μ’ αυτόν τον τρόπο.»

Δεν ήταν βέβαια καθόλου παράξενο που ο κλήρος σύντομα άρχισε να εναντιώνεται στις προσπάθειές μας. Λίγες μέρες πριν από τη συνέλευση οι κληρικοί άρχισαν να προειδοποιούν τους ενορίτες τους να μη νοικιάσουν τα σπίτια τους σε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο ενοριακός παπάς του Αγίου Ανδρέα στο Μιλάνο τοιχοκόλλησε μια χτυπητή αφίσσα στην εκκλησία του που έλεγε: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι Χριστιανοί.» Σαν αποτέλεσμα της προπαγάνδας του κλήρου, πολλά άτομα απόσυραν τις προσφορές δωματίων.

Ωστόσο δεν ήταν όλοι οι κληρικοί εχθρικοί προς τη διοργάνωση της συνέλευσης, όπως φαίνεται από την πείρα ενός ειδικού σκαπανέα που αφηγείται:

«Συζήτησα την τιμή των δωματίων με την οικοδέσποινα και διαπίστωσα ότι ήταν πρόθυμη να μειώσει το ποσό που είχαμε προτείνει στην πρώτη επίσκεψη. Εξήγησε τους λόγους που το έκανε αυτό. Πήγε να ρωτήσει τον ιερέα της αν έπρεπε να μας νοικιάσει τα δωμάτια κι αυτός τής είπε: ‘Οπωσδήποτε να δώσεις δωμάτια στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που έρχονται εδώ για τη συνέλευσή τους. Είναι οι μόνοι ειλικρινείς άνθρωποι που συγκεντρώνονται μαζί για να μιλήσουν για τον Θεό τους. Αυτές τις μέρες θα χαιρόμαστε να είχαμε περισσότερους ανθρώπους σαν αυτούς—πρόθυμους να συναθροιστούν μαζί, με τον έξοχο σκοπό να γνωρίσουν καλύτερα τον Θεό. Εκείνοι που εκδηλώνουν φιλοξενία στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, προσφέρουν στην ανθρωπότητα μια καλή υπηρεσία’.»

Το νοίκιασμα των δωματίων ήταν επίσης επιτυχημένο κι από μια άλλη άποψη. Κατάληξε σε μαζική μαρτυρία σ’ ολόκληρη την πόλη του Μιλάνου και πολλοί οικοδεσπότες έμαθαν να εκτιμούν τη διαγωγή των Μαρτύρων του Ιεχωβά, όπως αναφέρει μια ειδική σκαπάνισσα:

«Όταν χτύπησα την πόρτα μού άνοιξε μια κυρία. Αφού εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου, είπε ότι είχε χώρο για 10 περίπου άτομα αλλά ότι ήθελε να συμβουλευτεί ένα φίλο της, αξιωματικό της αστυνομίας, πριν υποσχεθεί οτιδήποτε. Όταν ξαναγύρισα την άλλη μέρα, η κυρία με καλωσόρισε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και είπε: ‘Αγαπητή μου νεαρή κυρία, θα χαρώ πολύ να προσφέρω κατάλυμα σε 10 δικά σας άτομα. Ξέρετε τι μου είπε ο φίλος; Θα σας πω τα λόγια του επί λέξει. Είπε: «Σινιόρα, όχι μόνο μπορείς με ασφάλεια να δεχτείς αυτούς τους ανθρώπους, αλλά μπορείς να τούς δώσεις και τα κλειδιά και να πας στην Αμερική αν σ’ αρέσει.» Λυπάμαι πραγματικά που δεν μπορώ να φύγω στη διάρκεια της συνέλευσής σας, γιατί θα ήμουν ευτυχής να σας δώσω ολόκληρο το διαμέρισμα’.»

Από τα πιο δύσκολα καθήκοντά μας πριν από τη συνέλευση ήταν ο καθαρισμός του ποδηλατοδρομίου. Γιατί ήταν τόσο δύσκολη δουλειά; Ο αδελφός Αντόνιο Καππαρέλλι θυμάται: «Λίγο πριν από τη συνέλευσή μας στο Ποδηλατοδρόμιο είχε γίνει μια Καθολική συγκέντρωση που διοργάνωσε ο Καρδινάλιος Μοντίνι ακριβώς πριν από το θάνατο του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄. Καθένας από τους Καθολικούς που ήταν παρόντες σ’ εκείνη τη συγκέντρωση κρατούσε ένα αναμμένο κερί και τα σκαλοπάτια του ποδηλατοδρομίου είχαν σκεπαστεί από το κερί και τις τσιχλόφουσκες. Χρειάστηκαν εκατοντάδες αδελφοί, μερικοί από τους οποίους ήρθαν ακόμη κι από το Τουρίνο, για να ξύσουν και να καθαρίσουν παντού. Γι’ αυτή τη δουλειά χρειάστηκε μια ολόκληρη εβδομάδα.»

Σ’ αυτή τη συνέλευση υπήρχαν σύνεδροι από 52 χώρες. Το ακροατήριο είχε διαιρεθεί σε τέσσερα τμήματα, το Γαλλικό, το Ιταλικό, το Πορτογαλικό και το Ισπανικό, ώστε το πρόγραμμα να παρουσιάζεται ταυτόχρονα σ’ αυτές τις γλώσσες. Υπήρχαν επίσης πολλά μέρη του προγράμματος στ’ Αγγλικά. Στο τέλος του απογευματινού προγράμματος της Τετάρτης, το ακροατήριο καταχάρηκε που άκουσε από τον αδελφό Νορρ ότι αντίτυπα της Μετάφρασης Νέου Κόσμου των Ελληνικών Γραφών υπήρχαν τώρα διαθέσιμα στις γλώσσες των τεσσάρων εθνικοτήτων που παρακολουθούσαν τη συνέλευση, καθώς και στα Γερμανικά και στα Ολλανδικά!

Παρόντες σ’ εκείνη την αξέχαστη περίπτωση ήταν και λίγοι από τους 70 σύνεδρους της πρώτης πρώτης συνέλευσης που έγινε στο Πινερόλο το 1925. Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, ήταν γι’ αυτούς μια αξέχαστη εμπειρία να βρίσκονται ανάμεσα στο πλήθος των 20.516 παρόντων στη δημόσια ομιλία. Μια απ’ αυτές τις αδελφές έγραψε: «Ύστερα από τη συνέλευση στο Πινερόλο, μπορείτε να φανταστείτε τι σήμαινε για μένα να βρίσκομαι στο Μιλάνο 40 χρόνια αργότερα. Και μόνο αυτή η πείρα θα ήταν αρκετή να εξηγήσει τη βαθιά μου χαρά.»

Στο τέλος της συνέλευσης κανείς δεν ήθελε να φύγει και οι αδελφοί από τις διάφορες χώρες ήταν απρόθυμοι να αποχωριστούν και λυπούνταν που είχε έρθει η ώρα για την αναχώρηση. Πολλοί από μας θυμούνται ακόμη τους Ισπανούς και Πορτογάλους αδελφούς που κάθονταν στις κερκίδες να γνέφουν αντίο στους αδελφούς τους με εκατοντάδες μαντήλια που ανέμιζαν.

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Μόλις έφτασε στην Ιταλία το 1947, ο αδελφός Τζόζεφ Ρομάνο διορίστηκε επίσκοπος τμήματος και υπηρέτησε σ’ αυτή τη θέση μέχρι τον Μάιο του 1954. Από το 1954 ως το 1960, διορίστηκε σ’ αυτή τη θέση ο αδελφός Αντώνης Σιδέρης και στη συνέχεια τον αντικατέστησε για λίγο ο αδελφός Ρομάνο, μέχρι το 1964, οπότε έγινε επίσκοπος τμήματος ο αδελφός Βάλτερ Φαρνέτι. Μπορεί να θυμάστε την επίσκεψη του αδελφού Βαννότσι στην εκκλησία της Φαέντζα πριν από χρόνια, μετά από την οποία ο αδελφός έγραψε: «Ας ελπίζουμε ότι κάποια μέρα μερικοί από αυτούς τους νεαρούς θ’ αποφασίσουν να προσχωρήσουν στις τάξεις εκείνων που έχουν επωμισθεί αυτή την τιμητική υπηρεσία [σκαπανικού].» Ένας λοιπόν από αυτούς τους νέους ήταν ο αδελφός Φαρνέτι. Αφού υπηρέτησε σαν επίσκοπος περιφερείας, παρακολούθησε μια 10μηνη σειρά μαθημάτων στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς και αργότερα διορίστηκε επίσκοπος τμήματος. Τώρα υπηρετεί ακόμη σαν συντονιστής τμήματος.

ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ ΥΠΟΚΙΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΟΟΔΟ

Ποιο καλύτερο μέσον θα μπορούσε να υποκινήσει σε πρόοδο από την προμήθεια της δικής μας μετάφρασης της Αγίας Γραφής μαζί μ’ ένα μικρό βιβλίο τσέπης που να την εξηγεί με ευκολονόητη γλώσσα; Μπορεί αληθινά να ειπωθεί ότι η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών και το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή ήρθαν στον κατάλληλο καιρό για να εποικοδομήσουν τους αληθινούς λάτρεις.

Η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών υπάρχει στα Ιταλικά από το 1963, αλλά μολονότι η έκδοσή της αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προόδου, ήταν φανερό ότι ο λαός του Θεού χρειαζόταν τη μετάφραση ολόκληρης της Γραφής. Οι Ιταλοί Μάρτυρες αγόραζαν τεράστιες ποσότητες Καθολικών και Προτεσταντικών Γραφών σε πολύ μεγάλες τιμές. Στις συναθροίσεις, όταν ο ομιλητής διάβαζε ένα εδάφιο από μια μετάφραση, οι ακροατές έπρεπε να κάνουν πολύπλοκες σκέψεις για να προσαρμόσουν αυτά που άκουγαν στα λόγια που ήταν γραμμένα στις διάφορες μεταφράσεις που είχαν μπροστά τους. Ακόμη κι όταν χρησιμοποιούσαν τη Μετάφραση Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, έπρεπε να έχουν έτοιμη και μια άλλη μετάφραση για τις παραθέσεις από τις Εβραϊκές Γραφές.

Πόσο συγκινήθηκαν οι αδελφοί όταν έμαθαν ότι είχε επιτέλους τυπωθεί στα Ιταλικά ολόκληρη η Μετάφραση Νέου Κόσμου! Η πρώτη αποστολή που έφτασε την άνοιξη του 1968, τέλειωσε πολύ γρήγορα επειδή το μήνα Ιούνιο έγινε μια ειδική εκστρατεία για να διανεμηθούν αυτές οι Γραφές. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν διατεθεί πάνω από 1.600.000 τέτοιες Γραφές. Ο λαός του Θεού μπόρεσε να αναπτύξει ενότητα λόγου καθώς αινούν τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου και διδάσκουν τις ιδέες του στα ειλικρινή άτομα.

Το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή μπορεί κατάλληλα να περιγραφεί σαν το «κατάλληλο βιβλίο στον κατάλληλο καιρό.» Η εκτύπωσή του ανακοινώθηκε στις καλοκαιρινές συνελεύσεις του 1968 και οι εκκλησίες μπόρεσαν να πάρουν αντίτυπα το φθινόπωρο. Αυτό το βιβλίο, από το οποίο μέχρι το 1980 είχαν ήδη διανεμηθεί στην Ιταλία πάνω από 4.000.000 αντίτυπα, ασφαλώς βοήθησε στην επιτάχυνση της προόδου του έργου της Βασιλείας.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ»

Το καλοκαίρι του 1969 έγινε στη Ρώμη ένα άλλο μεγάλο πνευματικό συμπόσιο: η Διεθνής Συνέλευση «Επί Γης Ειρήνη». Παραβρέθηκαν και οι Ισπανοί αδελφοί που εκείνο τον καιρό δεν είχαν την ελευθερία να συναθροίζονται στη χώρα τους. Οι Ιταλοί είχαν το πρόγραμμά τους στο όμορφο Παλάτσο ντέλλο Σπορτ ενώ οι Ισπανοί στο Παλάτσο ντέι Κονγκρέσσι, όπου είχε γίνει το 1955 η Συνέλευση Θριαμβεύουσα Βασιλεία.

Στο ακροατήριο υπήρχαν εκπρόσωποι από 35 έθνη και τη δημόσια ομιλία παρακολούθησαν συνολικά 25.648 άτομα. Βαφτίστηκαν 2.212, αριθμός που κανένας δεν τον περίμενε. Ήταν σημάδι της μεγάλης αύξησης που ήταν μπροστά.

Ο τύπος έδωσε ασυνήθιστη δημοσιότητα στη συνέλευση. Η καθημερινή εφημερίδα Ρόμα της 15 Αυγούστου 1969 σχολίασε σχετικά με το βάφτισμα: «Όλα [έγιναν] σε ατμόσφαιρα μεγάλης ειρήνης και ηρεμίας, ώστε οι καραμπινιέροι, που είχαν σταλθεί εκεί για ν’ αντιμετωπίσουν ποιος ξέρει τι περιστατικά, φαίνονταν εντελώς εκτός τόπου. Βλέποντας χθες το πρωί τόση υπομονή και τάξη, δεν θα μπορούσε κανείς παρά να σκεφτεί ότι αν υπήρχαν περισσότεροι Μάρτυρες στην Ιταλία, πολλά πράγματα, όπως το ανέβασμα στα λεωφορεία, η αναμονή στους δημόσιους χώρους, οι ουρές για το στάδιο και (γιατί όχι) τα ταξίδια στις επίσημες αργίες, θα ήταν πολύ πιο εύκολα.»

ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ

Η Λιβύη καταλαμβάνει μια αχανή, σχεδόν εντελώς έρημη περιοχή που βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Έχει πληθυσμό σχεδόν 2.500.000 Άραβες κατοίκους, κυρίως Μουσουλμάνους στο θρήσκευμα. Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έκβασή του η χώρα βρισκόταν κάτω από Ιταλική διακυβέρνηση και υπήρχε μια Ιταλική κοινότητα που ευημερούσε. Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 οι περισσότεροι Ιταλοί είχαν αναγκαστεί να φύγουν από τη Λιβύη.

Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Λιβύη άρχισε τον Απρίλιο του 1950, όταν ο Μισέλ Αντονόβικ έφτασε στην Τρίπολη από την Αίγυπτο για την κοσμική του εργασία. Το κήρυγμα αυτού του αδελφού σύντομα άρχισε να φέρνει καρπό, ιδιαίτερα ανάμεσα στον Ιταλικό πληθυσμό. Έτσι τον Ιανουάριο του 1953 αποφασίστηκε να μεταφερθεί η εποπτεία του έργου αυτής της χώρας από το Αιγυπτιακό τμήμα στο Ιταλικό. Καθώς το έργο προόδευε, δημιουργούνταν διάφορες δυσκολίες. Είχαμε συλλήψεις, δίκες, κατασχέσεις εντύπων και λοιπά.

Το 1957 έγινε αίτηση για να αναγνωριστεί το έργο επίσημα, αλλά απορρίφθηκε ύστερα από ψεύτικες κατηγορίες εναντίον μας, ανάμεσα στις οποίες υπήρχε και ισχυρισμός ότι είμαστε μυστική οργάνωση που σχετίζεται με τη Σιωνιστική κίνηση. Παρ’ όλ’ αυτά, το έργο προόδευε μέχρι που το 1959 υπήρχαν 89 ευαγγελιζόμενοι και ένας ειδικός σκαπανέας. Λίγο αργότερα όμως το έργο μειώθηκε επειδή οι αρχές απέλασαν πολλούς αδελφούς που αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Ιταλία.

Το 1964 απαγορεύτηκε το έργο και, μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 1969, σχεδόν όλοι οι Ιταλοί, και όσοι αδελφοί είχαν απομείνει, αναγκάστηκαν να φύγουν. Έτσι λοιπόν, ενώ μπορεί να λεχθεί ότι η Λιβύη παρήγαγε καρπούς πρώτης ποιότητας στο παρελθόν, το μέλλον είναι στα χέρια του Ιεχωβά.

ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΠΕΘΕΛ

Στη διάρκεια της επίσκεψής του στο τμήμα της Ιταλίας το 1968, ο αδελφός Νορρ έδωσε οδηγίες στους αδελφούς να βρουν ένα οικόπεδο κατάλληλο για την ανέγερση ενός νέου συγκροτήματος Μπέθελ. Βρέθηκε πολύ κατάλληλη τοποθεσία στα βορειοανατολικά προάστια της Ρώμης. Η περιοχή είναι επίσης κοντά στον «Αυτοκινητόδρομο του Ήλιου», που είναι ο μεγαλύτερος της Ιταλίας, κι επομένως προσφέρεται για μεταφορές.

Υποβλήθηκαν σχέδια στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ρώμης για την έκδοση άδειας για το χτίσιμο, αλλά παρουσιάστηκαν δυσκολίες γιατί η θεοκρατική οργάνωση δεν ήταν ακόμη επίσημα αναγνωρισμένη από το Κράτος. Το 1969 όμως, οι υπεύθυνοι του Σχεδίου Ανάπτυξης του Δήμου πληροφορήθηκαν από τον Τύπο ότι πάνω από 25.000 άτομα είχαν πάρει μέρος στη διεθνή μας συνέλευση. Σαν αποτέλεσμα πείστηκαν επιτέλους ότι αυτή η θρησκεία είχε γίνει μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί. Τελικά, τον Μάρτιο του 1971 δόθηκε η άδεια για το χτίσιμο κι αμέσως άρχισε το έργο. Η κατασκευή του έργου έγινε σχεδόν αποκλειστικά από αδελφούς και την άνοιξη του 1972 το τριώροφο κτίριο με το υπόγειό του είχε τελειώσει.

Το νέο Μπέθελ εγκαινιάστηκε στις 27 Μαΐου 1972. Την άλλη μέρα ο αδελφός Νορρ έκανε την ομιλία «Ένας Οίκος για Πνευματική Εκπαίδευση» μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 15.700 ατόμων που συγκεντρώθηκε στο Στάδιο Φλαμίνιο. Πολλοί από αυτούς τους αδελφούς πήγαν να επισκεφθούν το νέο Μπέθελ και χάρηκαν πολύ που είδαν ότι ο Ιεχωβά ευλογούσε το έργο στον Ιταλικό αγρό.

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΘΕΙΑ ΝΙΚΗ»

«Θεία Νίκη» ήταν το συναρπαστικό θέμα της διεθνούς συνέλευσης που έγινε τον Αύγουστο του 1973 στο Στάδιο Φλαμίνιο. Οι 30.000 ευαγγελιζόμενοι της Ιταλίας συγκινήθηκαν που είδαν να την παρακολουθούν 57.000 άτομα. Το στάδιο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, και αυτό το εντυπωσιακό πλήθος ήταν μια σαφής απόδειξη για το πόσο εντατικά προχωρούσε η σύναξη των ειλικρινών ανθρώπων. Στο βάφτισμα 3.336 άτομα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Ιεχωβά και ήταν το μεγαλύτερο ομαδικό βάφτισμα που έγινε ποτέ την Ιταλία.

Οι στήλες των Εφημερίδων που έφταναν σε μήκος τα 60 μέτρα συνολικά (2.400 ίντσες), μιλούσαν για ένα «εξαιρετικά μεγάλο πλήθος» και για τη «θεαματική αύξηση» των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Η Ιλ Μεσσατζέρο της 11 Αυγούστου 1973 έγραψε: «Όλοι αυτοί οι πιστοί, τόσο νέοι, τόσο δραστήριοι, τόσο ζηλωτές και τόσο γεμάτοι αδελφική αγάπη. . .»

Η Ιλ Τέμπο της 14 Αυγούστου 1978, σχολίασε: «Σ’ έναν κόσμο όπου οι θεσμοί καταρέουν και οι άνθρωποι τείνουν να εφαρμόζουν δικούς τους κώδικες ηθικής και ακόμη και δική τους θρησκεία, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και με πολύ διαφορετική μόρφωση να συγκεντρώνονται μαζί με τέλεια αρμονία για να αυξήσουν την πίστη τους σ’ ένα βέβαιο μέσο κοινής σωτηρίας.»

Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΣΤΟ ΛΑΟ ΤΟΥ

«Επί τον λαόν σου είναι η ευλογία σου», έγραψε ο ψαλμωδός. (Ψαλμ. 3:8) Θυμάστε τον μικρό όμιλο των 120 ευαγγελιζομένων του 1946; Ύστερα λοιπόν από ένα αργό και δύσκολο ξεκίνημα αυτοί οι πιστοί λάτρεις ευλογήθηκαν και πήραν μέρος στη σύναξη ακόμη πιο άφθονης συγκομιδής. Οι πίνακες που παρατίθενται δείχνουν τη θαυμαστή αύξηση που απόλαυσε ο λαός του Θεού ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το 1980 υπήρχαν 84.847 ευαγγελιζόμενοι στην Ιταλία και τον Ιούνιο του 1981 ο αριθμός είχε αυξηθεί στους 90.191.

Και οι αριθμοί των πινάκων που ακολουθούν στις επόμενες σελίδες δείχνουν όχι μόνο την επέκταση που έχει γίνει ως τώρα στα συμφέροντα της Βασιλείας αλλά και τις έξοχες προοπτικές που υπάρχουν για το μέλλον.

Οι 1.357 εκκλησίες, μέχρι την ώρα που γράφονται όλ’ αυτά, είναι οργανωμένες σε 84 περιοχές και πέντε περιφέρειες. Οι αξιόπιστες στατιστικές δείχνουν επίσης ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι η μεγαλύτερη μη Καθολική θρησκεία στη χώρα. Ωστόσο, πέρα από στατιστικές, αντιλαμβανόμαστε ότι εκείνο που είναι σημαντικό στα μάτια του Ιεχωβά είναι να έχουμε την επιδοκιμασία του και την ευλογία του.—Παρ. 10:22.

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΣΤΟ ΜΠΕΘΕΛ

Καθώς οι αριθμοί των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας και των συνδρομητών στα περιοδικά όλο και μεγάλωναν, υπήρχαν όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις για διαρκώς περισσότερα τεύχη της Σκοπιάς και του Ξύπνα! στην Ιταλική γλώσσα. Παλαιότερα τα περιοδικά έρχονταν κατευθείαν από το Μπρούκλυν. Μετά το 1969 τυπώνονταν στο τμήμα του Λονδίνου για ένα διάστημα. Από τον Απρίλιο του 1971 κι έπειτα τυπώνονταν στο τμήμα της Ελβετίας. Αλλά όλ’ αυτά δημιουργούσαν μερικά προβλήματα. Έτσι, αρχίζοντας με τα τεύχη του Ιουνίου του 1972, η Σκοπιά και το Ξύπνα! τυπώνονταν από μια εμπορική εταιρία της Ρώμης. Σαν αποτέλεσμα των απεργιών και άλλων δυσκολιών, σύντομα αποδείχτηκε η ακαταλληλότητα αυτής της διευθέτησης και υπήρχαν συχνές καθυστερήσεις στην άφιξη των περιοδικών.

Εξαιτίας αυτής της κατάστασης η Εταιρία έκανε σχέδια να εγκαταστήσει ένα περιστροφικό πιεστήριο στο Μπέθελ της Ρώμης, πράγμα που έγινε. Τελικά, στα τέλη του 1975, το τυπογραφείο της Ρώμης ήταν έτοιμο ν’ αρχίσει να βγάζει τα δικά του περιοδικά. Το τεύχος της 22 Ιανουαρίου 1976 για το Ξύπνα! και της 1 Φεβρουαρίου 1976 για τη Σκοπιά ήταν τα πρώτα που βγήκαν από αυτό το πιεστήριο.

Στο υπηρεσιακό έτος 1980 τυπώθηκαν στην Ιταλία πάνω από 18.500.000 περιοδικά. Η μέση κυκλοφορία της Ιταλικής Σκοπιάς έφτασε τα 520.000 αντίτυπα για κάθε τεύχος και του Ξύπνα! σχεδόν τα 470.000.

ΕΡΓΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Μέχρι το 1974 τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! μοιράζονταν από τους Ιταλούς ευαγγελιζόμενους από σπίτι σε σπίτι αλλά όχι στους δρόμους και στις δημόσιες πλατείες. Ποιος ήταν ο λόγος γι’ αυτό; Θα θυμάστε ότι οι αδελφοί είχαν αναγκαστεί να εμπλακούν σε περισσότερες από 100 δικαστικές υποθέσεις για να εξασφαλίσουν το δικαίωμά τους να κηρύττουν τα «καλά νέα». Μολονότι λοιπόν δεν υπήρχαν νόμοι εναντίον του έργου με περιοδικά στους δρόμους, οι νομικοί Σύμβουλοι της Εταιρίας είχαν υποδείξει ότι ήταν καλύτερα να προχωρήσουμε σιγά-σιγά. Πρώτα θέλαμε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμά μας να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι και ύστερα θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε το ζήτημα περισσότερο.

Επειδή το έργο προχωρούσε καλά σ’ ολόκληρη τη χώρα, σκεφτήκαμε ότι είχε έρθει ο καιρός να επεκτείνουμε τη δράση μας. Πριν όμως αρχίσουμε έργο με τα περιοδικά σε εθνική κλίμακα, έγινε μια πειραματική προσπάθεια, σε μερικές πόλεις όπως το Μιλάνο, η Φλωρεντία και η Νεάπολη. Ύστερα από τα έξοχα αποτελέσματα και το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκαν δυσκολίες, η Διακονία της Βασιλείας του Νοεμβρίου 1975 έδωσε οδηγίες για το πώς να κάνουμε έργο με τα περιοδικά, σε αρμονία με τους νόμους της χώρας. Από τότε κι έπειτα αυτή η μορφή του έργου γίνεται παντού στην Ιταλία.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΝΟΜΙΚΑ

Μια προσπάθεια για να αναγνωριστεί επίσημα η θεοκρατική οργάνωση είχε γίνει το 1951. Σχηματίστηκε στο Μιλάνο ένα νομικό σωματείο και υποβλήθηκε μια αίτηση για νομική αναγνώριση. Στις 11 Φεβρουαρίου 1953 η πρεφεττούρα (νομαρχία) του Μιλάνου απόρριψε την αίτησή μας με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος. Ποιες ήταν αυτές οι απαραίτητες προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάτο η νομική αναγνώριση; Κατά το νόμο έπρεπε να εκπληρώνονται δύο βασικές προϋποθέσεις: (1) η θρησκεία έπρεπε να είναι «γνωστή» στην κυβέρνηση και (2) οι στόχοι της δεν έπρεπε να είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα του νόμου και της τάξης ή της δημόσιας ηθικής.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έγινε άλλη μια προσπάθεια στο Υπουργείο Εσωτερικών αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι οι κυβερνητικοί κύκλοι γνώριζαν λίγα πράγματα για την οργάνωσή μας και συχνά μάς περιέγραφαν με μελανά χρώματα. Ο δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεσή μας έγραψε ότι στην Ιταλία ήταν ακόμη αισθητή «η έλλειψη του παραδοσιακού φιλελεύθερου πνεύματος».

Πέρασαν αρκετά χρόνια. Με τη βοήθεια του αγίου πνεύματος του Θεού, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ευημερούσε και οι αδελφοί έγιναν πασίγνωστοι στη χώρα για τις έξοχες ηθικές τους ιδιότητες. Τον Φεβρουάριο του 1986 η αίτηση ανανεώθηκε και επιτέλους έγινε δεκτή. Το γραφείο τμήματος ειδοποιήθηκε για την απόφαση τον Ιούνιο του ίδιου έτους—η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας είχε αναγνωριστεί νομικά.

Σαν αποτέλεσμα ανοίχτηκαν νέες προοπτικές. Μάλιστα, στο τέλος του 1976 πήραμε άδεια από το κράτος να προτείνουμε τους θρησκευτικούς διακόνους τους εξουσιοδοτημένους να κάνουν γάμους. Επίσης το 1976 και 1979, εκδόθηκαν δύο υπουργικές αποφάσεις που έδιναν τη δυνατότητα σ’ αυτούς που ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία να έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης και σύνταξης όπως όλοι οι θρησκευτικοί διάκονοι. Πρόσφατα επιτεύχθηκε μια ακόμη συμφωνία που εξουσιοδοτεί ορισμένους επισκόπους να επισκέπτονται στη φυλακή άτομα που ζητούν βοήθεια από Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Η αναγνώριση της Εταιρίας Σκοπιά σημαίνει ότι η ιδιοκτησία της μπορεί τώρα να καταχωρείται σ’ αυτό το όνομα, και μερικές εκκλησίες αγοράζουν η χτίζουν δικές τους Αίθουσες Βασιλείας και καταχωρούν την ιδιοκτησία στο όνομα της Εταιρίας. Προηγουμένως όλες σχεδόν οι Αίθουσες Βασιλείας νοικιάζονταν. Πολύ λίγες ανήκαν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά επειδή οι εκκλησίες ήταν αναγκασμένες να δηλώνονται στο όνομα ενός η περισσότερων αδελφών.

Υπάρχουν τώρα στην Ιταλία δύο αίθουσες συνελεύσεων. Η πρώτη, που εγκαινιάστηκε στο Μιλάνο τον Οκτώβριο του 1977, ήταν ένας πρώην κινηματογράφος που ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε για τις δικές μας ανάγκες. Η άλλη στα προάστια του Τουρίνου, χτίστηκε ειδικά για το σκοπό της και εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1979.

Χωρίς αμφιβολία, από τότε που η οργάνωση αναγνωρίστηκε επίσημα από την Ιταλική κυβέρνηση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπόρεσαν να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία και χρησιμοποιούν όλο και πιο αποτελεσματικά μέσα για να διαδίδουν την αγνή λατρεία.

ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Λέγεται ότι στην Ιταλία υπάρχουν εκτός από τα εθνικά δίκτυα, 3.000 ραδιοσταθμοί και 600 τηλεοπτικοί σταθμοί. Το 1976 αρχίσαμε να κάνουμε χρήση αυτών των ιδιωτικών δικτύων για να διαδώσουμε ακόμη περισσότερο τα «καλά νέα». Σήμερα τα προγράμματά μας μεταδίδονται δωρεάν από 280 ραδιοφωνικούς και 30 τηλεοπτικούς σταθμούς. Όσο για τα τηλεοπτικά προγράμματα, το γραφείο τμήματος εφοδιάζει τους αδελφούς με σχέδια για συνομιλίες ή συνεντεύξεις και ακόμη με εικονογραφημένα προγράμματα που βασίζονται σε σλάιντς παρμένα από ομιλίες που δίνουν οι επίσκοποι περιοχής. Μέχρι τώρα έχουμε βάλει σε κυκλοφορία σχεδόν 200 ραδιοφωνικά και 50 τηλεοπτικά προγράμματα.

Από διάφορες πληροφορίες φαίνεται ότι αυτά τα προγράμματα είναι πολύ πετυχημένα. Μερικές φορές φέρνουν άμεσα αποτελέσματα, όπως στο Οριστάνο της Σαρδηνίας όπου 15 άτομα ζήτησαν να τους γίνουν επισκέψεις στα σπίτια τους από Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σε τρεις πόλεις στην επαρχία του Σαλέρνο, περίπου 35 άτομα άρχισαν να μελετούν τη Βίβλο μαζί μας αφού παρακολούθησαν τα προγράμματά μας. Ένας επίσκοπος αναφέρει: «Στην επαρχία της Ραγκούζα [Σικελία], ένας ευαγγελιζόμενος που πήγαινε από πόρτα σε πόρτα βρήκε έναν άντρα που είπε: ‘Σας περίμενα. Παρακολουθώ το πρόγραμμά σας κάθε Τετάρτη και ήμουν βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα θα με επισκεφτόσαστε’. Δέχτηκε επίσης μια Γραφική μελέτη.»

Φυσικά, τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα έτσι άμεσα. Ωστόσο, χάρη στα προγράμματά μας, σε μερικά μέρη πολλά άτομα έχουν μια καλύτερη στάση απέναντι στο άγγελμα της Βασιλείας, και όταν οι ευαγγελιζόμενοι πηγαίνουν στα σπίτια, οι οικοδεσπότες τους ακούνε με περισσότερη προσοχή.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ «ΑΙΜΑ»

Στην Ιταλία, το θέμα της μετάγγισης αίματος ήρθε στο προσκήνιο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Εκείνο τον καιρό οι γιατροί θεωρούσαν τις μεταγγίσεις του αίματος σαν απαραίτητη θεραπεία σε πολλές περιπτώσεις και πολύ λίγη σημασία έδιναν στους κινδύνους που περιλαμβάνονταν. Ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να βρεθούν χειρούργοι πρόθυμοι να χειρουργήσουν χωρίς αίμα και οι ευαγγελιζόμενοι έπρεπε συχνά να πηγαίνουν από τη μια πόλη στην άλλη για να βρουν χειρούργο πρόθυμο να χειρουργήσει. Όταν δημιουργούνταν περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, οι εφημερίδες δημοσίευαν άρθρα που κατέληγαν σε εκστρατεία δημοσιότητας εναντίον μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν πολύ δύσκολο για τους αδελφούς ν’ αντιμετωπίσουν τη μεγάλη εχθρότητα που τους έδειχναν σε μερικές περιοχές.

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται καθώς οι γιατροί άρχισαν να κατανοούν την άποψή μας. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, η αξιοσημείωτη βελτίωση άρχισε μετά τον Δεκέμβριο του 1977. Γιατί αυτό; Εκείνο το μήνα κάναμε πανεθνική εκστρατεία με το βιβλιάριο Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και το Ζήτημα του Αίματος. Στην Ιταλία το βιβλιάριο δόθηκε σε 87.000 γιατρούς, 48.000 δικηγόρους και δικαστές και σχεδόν σε 200.000 νοσοκόμους και νοσοκόμες. Τα αποτελέσματα αυτής της εκστρατείας ήταν πολύ θετικά, και ασφαλώς ξεπέρασαν τις προσδοκίες μας.

Κατ’ αρχήν, το όνομα του Ιεχωβά καθαρίστηκε από ένα μεγάλο μέρος της μομφής που άδικα είχε σωρευτεί πάνω του επειδή με σταθερότητα ‘απέχομεν. . . από αίματος’. (Πράξεις 15:19, 20, 28, 29) Τώρα και οι ίδιοι οι αδελφοί έχουν μια καλύτερη αντίληψη για τις αρχές αυτού του ζητήματος και έχουν περισσότερη πεποίθηση κατά τις επαφές τους με τον ιατρικό κόσμο. Επίσης παρουσιάστηκαν πολύ περισσότεροι γιατροί πρόθυμοι να σεβαστούν το πιστεύω μας.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΣ

Σαν αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε από τη διανομή του βιβλιαρίου, πολλοί ειδικοί οργάνωσαν συνεντεύξεις για να εξετάσουν βαθύτερα το ζήτημα. Στις 21 Φεβρουαρίου 1978, έγινε στο πασίγνωστο «Ίδρυμα Κάρλο Έρμπα» μια συζήτηση πάνω στο θέμα «Χειρουργική, Μεταγγίσεις Αίματος και Μάρτυρες του Ιεχωβά.» Η συζήτηση, που έγινε κάτω από την κατεύθυνση του Καθηγητή Κάρλο Σιρτόρι, ενός πασίγνωστου επιστήμονα, κατέληξε σε πολλές εκφράσεις που έδειχναν κατανόηση για τη στάση μας πάνω στο ζήτημα.

Στις 21 Απριλίου 1975 οργανώθηκε μια άλλη συζήτηση από το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα Νόμιμης Ιατρικής της Σιένα. Το θέμα της συζήτησης, «Η Απόρριψη των Μεταγγίσεων Αίματος από τους ενήλικες Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Συνταγματική Τάξη», το εισήγαγε ο ομιλητής Καθηγητής Μάουρο Μπάρνι, επικεφαλής του Ιδρύματος Νόμιμης Ιατρικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου. Ο Μπάρνι είπε:

«Το θεμελιώδες ζήτημα που πρέπει να τακτοποιηθεί είναι το πώς θα θεωρήσουμε τη στάση ενός γιατρού που αποφασίζει να κάνει μετάγγιση αίματος παρά την ξεκάθαρη άρνηση ενός Μάρτυρα του Ιεχωβά. Τώρα λοιπόν δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μια τέτοια στάση είναι απαράδεκτη από άποψη ηθικής και πρέπει ασφαλώς να υπαχθεί στο άρθρο 610 του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τον βίαιο εξαναγκασμό σε κάτι που το άτομο αρνείται ρητά.»

Στις 7 Ιουλίου 1979, στη μικρή πόλη Ριπατρανσόνε της επαρχίας Άσκολι Πιτσένο (κεντρική Ιταλία), ένα τοπικό νοσοκομείο οργάνωσε μια συζήτηση με θέμα «Μεταγγίσεις Αίματος και Εναλλακτική Θεραπεία». Ένας από τους κύριους ομιλητές ο δρ Τζέζαρε Μπουρέστα, ανέφερε τα αποτελέσματα σε πάνω από 240 χειρουργικές επεμβάσεις που έγιναν με επιτυχία χωρίς μετάγγιση αίματος. Το περιοδικό Πανόραμα της 23 Ιουλίου 1979, έγραψε τα εξής γι’ αυτό:

«Για χρόνια ολόκληρα τα νοσοκομεία δεν τους δέχονταν, οι γιατροί τούς απόφευγαν, εγκαταλείφτηκαν μόνοι τους, εξαπατήθηκαν, καταδικάστηκαν. . . Σήμερα, όμως, χάρη στην ανάπτυξη νέας εναλλακτικής τεχνικής, ακόμη και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, μια από τις πιο δραστήριες και οργανωμένες θρησκευτικές μειονότητες που δρουν στην Ιταλία. . . φαίνεται ότι πλησιάζουν στο τέρμα του μακροχρόνιου εφιάλτη τους. . . Σύμφωνα με τον δρ Μπουρέστα, η χρήση αυτής της [εναλλακτικής] τεχνικής, δίνει τη δυνατότητα χειρουργικής επέμβασης χωρίς αίμα στις 99 από τις 100 περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα οδηγήσουν σε σημαντική πρόοδο.»

Ποτέ, ούτε και στα καλύτερά μας όνειρα, δεν περιμέναμε τόση κατανόηση για τη στάση μας σχετικά με τις μεταγγίσεις αίματος, ύστερα από την επίμονη, δυσμενή δημοσιότητα τόσων ετών. Ο λαός του Ιεχωβά είναι ευγνώμων γιατί Εκείνος ευλόγησε τη διανομή του βιβλιαρίου Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και το Ζήτημα του Αίματος.

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ «ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΠΙΣΤΙΣ»

Το τεράστιο πλήθος που συγκεντρώθηκε για τη Συνέλευση «Νικηφόρος Πίστης» ήταν μια αδιάψευστη απόδειξη ότι η πίστη στον Αληθινό Θεό αποδείχτηκε νικηφόρα παρά την εναντίωση των περασμένων ετών. Το 1978 χρειάστηκε να γίνουν δύο συνελεύσεις για να εξυπηρετηθούν όλοι οι αδελφοί, μια στο Μιλάνο και μια στη Ρώμη. Συνολικά την παρακολούθησαν 111.320 άτομα.

Επίσης, ο μεγαλύτερος αριθμός στις Περιφερειακές Συνελεύσεις με θέμα «Οσιότης στη Βασιλεία» του 1981, ήταν 132.200 άτομα.

ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ: ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

Η βεβαιότητα ότι ο Ιεχωβά δεν ξεχνάει τις προσπάθειές μας και την αγάπη μας για το όνομά του, έχει υποκινήσει πολλούς να τον υπηρετούν πληρέστερα. (Εβρ. 6:10) Το 1946, υπήρχε σ’ ολόκληρη τη χώρα μόνο ένας σκαπανέας. Έπειτα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο αριθμός αυτών που αναλάμβαναν αυτή την πολύτιμη υπηρεσία διαρκώς μεγάλωνε. Το 1980 υπήρχαν πάνω από 500 ειδικοί σκαπανείς. Ένα νέο αποκορύφωμα από 2.142 τακτικούς σκαπανείς σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 1981. Τον Μάιο του 1981, 10.051 ευαγγελιζόμενοι είχαν συμμετοχή στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας σαν βοηθητικοί σκαπανείς.

Οι περισσότεροι ειδικοί σκαπανείς είναι διορισμένοι στα νησιά Σικελία και Σαρδηνία πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να γίνεται έξοχη πρόοδος και στις δύο αυτές περιοχές. Στη Σικελία υπάρχουν εφτά περιοχές και 125 εκκλησίες. Στη Σαρδηνία, όπου το έργο άρχισε πιο πρόσφατα, υπάρχουν τρεις περιοχές και 53 εκκλησίες μολονότι η περιοχή είναι πιο αραιοκατοικημένη. Χάρη στο έργο που κάνουν οι σκαπανείς, το 99 τα εκατό ολόκληρης της χώρας έχει ανατεθεί και επεξεργάζεται κανονικά. Το υπόλοιπο 1 τα εκατό καλλιεργείται από καιρό σε καιρό.

ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΑΝΑΓΚΗΣ

Αφού η Ιταλία βρίσκεται σε μια από τις πιο σεισμογενείς ζώνες του κόσμου, δεν είναι παράξενο που οι περισσότερες φυσικές καταστροφές που πλήττουν τη χώρα οφείλονται στους σεισμούς. Τον Μάιο του 1976 ένας σεισμός ερήμωσε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής από το Φριούλι ως πάνω στα Αυστρο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα και προκάλεσε το θάνατο 1.000 περίπου ατόμων και την καταστροφή χιλιάδων σπιτιών. Μολονότι πολλοί Μάρτυρες έχασαν τα σπίτια τους, κανένας όμως δεν σκοτώθηκε ούτε τραυματίστηκε σοβαρά. Αμέσως μετά την καταστροφή οι αδελφοί των γειτονικών περιοχών άρχισαν το έργο της περιθάλψεως για τις πιο επείγουσες ανάγκες αυτών που ήταν στην σεισμόπληκτη ζώνη.

Ο σεισμός που έπληξε μια μεγάλη περιοχή της νότιας Ιταλίας στις 7.34 μ.μ. την Κυριακή 23 Νοεμβρίου, 1980, ήταν ακόμη πιο καταστροφικός. Οι δονήσεις έγιναν αισθητές σ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι ειδήσεις από τις περιοχές Καμπάνια και Μπαζιλικάτα μιλούσαν για χιλιάδες νεκρούς και πληγωμένους ενώ ολόκληρες πόλεις είχαν ισοπεδωθεί. Στις περιοχές αυτές υπήρχαν 130 εκκλησίες Μαρτύρων του Ιεχωβά και τα στοιχεία που είχε το τμήμα έδειχναν ότι υπήρχαν περίπου 8.000 ευαγγελιζόμενοι και 4.500 ενδιαφερόμενοι, δηλαδή συνολικά 13.000 άτομα.

Στην αρχή υπήρχε μεγάλη ανησυχία για το τι μπορούσε να τους έχει συμβεί. Το πρωί μετά την καταστροφή το γραφείο τμήματος είχε ήδη ακριβείς πληροφορίες. Κανένας Μάρτυρας του Ιεχωβά ή ενδιαφερόμενος δεν ήταν ανάμεσα στους νεκρούς ή στους πληγωμένους! Παρά τη θλίψη μας για το θάνατο τόσων και την ταλαιπωρία των επιζώντων, ήταν μεγάλη ανακούφιση που μάθαμε ότι οι αδελφοί μας ήταν ζωντανοί.

Οι ευαγγελιζόμενοι στη σεισμόπληκτη περιοχή έδειξαν την εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά ακριβώς εκείνες τις κρίσιμες στιγμές που το έδαφος και τα κτίρια γύρω τους σείονταν, και συνέχισαν να έχουν την ίδια εμπιστοσύνη κι αργότερα όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με το κρύο του χειμώνα κάτω από δύσκολες συνθήκες. Μερικές εκκλησίες έκαναν συνάθροιση την ώρα που έγινε ο σεισμός. Ένας πρεσβύτερος από την εκκλησία του Έμπολι (Σαλέρνο) διηγείται:

«Μόλις είχαμε αρχίσει τη μελέτη Σκοπιάς όταν ξαφνικά νιώσαμε το πάτωμα της Αίθουσας Βασιλείας να σείεται ζωηρά ενώ οι τοίχοι και το ταβάνι πάνω από τα κεφάλια μας έτριζαν απειλητικά καθώς πήγαιναν από τη μια πλευρά στην άλλη. Για μερικά δευτερόλεπτα μαρμαρώσαμε όλοι και πριν μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε, έγινε κι άλλη πιο δυνατή δόνηση. Νομίζαμε ότι τα τέσσερα πατώματα του κτιρίου θα κατέρρεαν πάνω στα κεφάλια μας. Αυτές οι τρομερές στιγμές ήταν οι πιο μακρές που θα θυμόμαστε πάντοτε!

«Σαν οδηγός της μελέτης κατάλαβα ότι πρέπει να πάρω άμεση απόφαση για να προστατεύσω τους παρόντες, αλλά τι να κάναμε; Ή θα μέναμε όλοι εκεί που ήμαστε στην αίθουσα ή θα βγαίναμε έξω. Προσευχήθηκα θερμά στον Ιεχωβά για να πάρω τη σωστή απόφαση. Τότε θυμήθηκα μια παρόμοια περίπτωση που συνέβη στους αδελφούς της Τζεμόνα στο Φριούλι λίγα χρόνια προηγουμένως. Κάλεσα τους αδελφούς να μείνουν στην Αίθουσα και έκανα μια προσευχή. Κανείς από τους 130 αδελφούς δεν βγήκε έξω ούτε έδειξε σημάδια πανικού. Ύστερα, με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά συνεχίσαμε τη μελέτη της Σκοπιάς ενώ έξω ολόκληρη η πόλη ήταν ανάστατη.

«Τελειώσαμε τη συνάθροιση με μια ολόθερμη προσευχή ευχαριστίας, και πολλοί από τους παρόντες είχαν δάκρυα ευγνωμοσύνης για την ολοφάνερη προστασία που είχαμε. Πόσο ευγνώμονες ήμαστε που είχαμε υπακούσει στην προτροπή του αποστόλου Παύλου στην προς Εβραίους 10:24, 25! Η υπακοή σ’ αυτή την εντολή είχε σώσει τη ζωή μας! Αμέσως ύστερα επικοινωνήσαμε με τους αδελφούς μας μιας διπλανής πόλης, όπου 50 από αυτούς ήταν στη συνάθροιση. Κι αυτοί επίσης ήταν ασφαλείς και υγιείς, ενώ όλα τα κτίρια τριγύρω είχαν σοβαρές ζημιές και οι δύο μεγαλύτεροι ναοί της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζημιές.»

Ένας επίσκοπος της εκκλησίας της Μπελλίτσι (Σαλέρνο) θυμάται: «Πέντε λεπτά αφού είχε τελειώσει η συνάθροιση βρεθήκαμε ξαφνικά σ’ έναν εφιάλτη. Η Αίθουσα Βασιλείας φαινόταν σαν να τρελάθηκε. Κάποιος φώναξε, ‘Ιεχωβά σώσε μας!’ Τότε φώναξα στους αδελφούς, ‘Ψυχραιμία, μην κατεβείτε στις σκάλες!’ Σωθήκαμε όλοι. »

Οι αδελφοί στη σεισμόπληκτη περιοχή ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο και οι Μάρτυρες απ’ όλη τη χώρα και από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν να προσφέρουν χρήματα, ρουχισμό και άλλα πράγματα. Διοργανώθηκε ένα κέντρο άμεσης περίθαλψης για να κατευθύνει τη βοήθεια εκεί όπου υπήρχε περισσότερη ανάγκη. Το πρώτο από τα φορτηγά της Εταιρίας φορτωμένο με τρόφιμα, σκηνές, κουβέρτες και ρουχισμό έφτασε στην περιοχή το βράδι μετά το σεισμό.

«Οι αδελφοί έμειναν έκπληκτοι από το πόσο γρήγορα έφτασε η αναγκαία βοήθεια,» είπε ένας περιοδεύων επίσκοπος διορισμένος στην περιοχή. Και πρόσθεσε: «Στήσαμε αμέσως την κουζίνα μας από την οποία μοιραζόταν στους αδελφούς κάθε μέρα φαγητό μαγειρεμένο από αδελφές. Οι άλλοι κάτοικοι της πόλης περίμεναν ακόμη για βοήθεια και έκαναν ό,τι μπορούσαν μόνοι τους. Φυσικά οι αδελφοί δεν ήταν ιδιοτελείς και μοιράζονταν τα τρόφιμα με πολλούς που δεν ήταν Μάρτυρες. Όταν πήγαμε προμήθειες στο χωριό Μοντέλλα, δώσαμε σε οικογένειες που έμεναν κοντά σε αδελφούς, μακαρόνια, ρύζι, λάδι, ζάχαρη, ψωμί και γάλα και στα παιδιά τους μπισκότα.»

Το μήνα της καταστροφής είχαμε νέο αποκορύφωμα στη χώρα από 86.192 ευαγγελιζόμενους κι αυτό σημαίνει ότι οι αδελφοί στη σεισμόπληκτη περιοχή συνέβαλαν σ’ αυτή την αύξηση διατηρώντας τον έξοχο ζήλο τους για το έργο του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες για την αγάπη που έδειξαν σ’ αυτούς τους αδελφούς οι ομόθρησκοί τους από διάφορες χώρες που εκτός από τις προσφορές τους σε υλική βοήθεια, δεν ξέχασαν τους αδελφούς τους στις προσευχές τους. Οι ευχαριστίες μας ανήκουν στον Ιεχωβά γιατί Αυτός είναι που σπεύδει σε βοήθειά μας σε δύσκολους καιρούς.—Ψαλμ. 54:4

ΤΟ ΜΠΕΘΕΛ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Όταν εγκαινιάστηκε το νέο Μπέθελ την άνοιξη του 1972, κανείς δεν φανταζόταν ότι τέσσερα μόνο χρόνια αργότερα θα ήταν πολύ μικρό. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν περίπου 25.000 λάτρεις του αληθινού Θεού στη χώρα, αλλά το 1976 το κτίριο ήταν ήδη ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες των ευαγγελιζομένων μας, που ο αριθμός τους τότε είχε φτάσει τον απίστευτο αριθμό των 60.000.

Το 1975 και 1976 αγοράστηκαν δύο οικόπεδα δίπλα στο δικό μας αρχικό οικόπεδο κι έτσι η συνολική έκταση της γης που διαθέταμε ήταν τώρα 140 στρέμματα. Ωστόσο το Σχέδιο Ανάπτυξης του Δήμου της Ρώμης μάς επέτρεψε να χτίσουμε μόνο μια αγροικία στη νέα έκταση. Κάναμε αίτηση για να τροποποιήσουμε το σχέδιο και στο μεταξύ ζητήσαμε άδεια να φτιάξουμε ένα αγρόκτημα με βουστάσιο και σιταποθήκες για να παράγουμε προϊόντα για την οικογένεια Μπέθελ. Το έργο αυτό άρχισε το 1978 και η μικρή αγροτική μονάδα τέλειωσε την άνοιξη του 1980.

Τελικά, τον Οκτώβριο του 1979 πήραμε την άδεια να χτίσουμε τον νέο οίκο Μπέθελ κι ένα κτίριο για να στεγάσουμε το τυπογραφείο. Αρχίσαμε αμέσως τις εργασίες και τον Οκτώβριο του 1980 είχε τελειώσει το τυπογραφείο. Ήδη έχουν εγκατασταθεί το περιστροφικό πιεστήριο και το τμήμα περιοδικών. Αλλά έχουμε ακόμη πολλή δουλειά για να τελειώσουμε τις προσθήκες στο Μπέθελ. Το χτίσιμο έγινε αποκλειστικά από αδελφούς. Είναι ενθαρρυντικό να τους βλέπεις να φτάνουν απ’ όλη την Ιταλία για να πάρουν μέρος σ’ αυτό το έργο, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι αναγκαίο για να ανταποκριθούμε στην αύξηση που υπάρχει στη χώρα. Όταν τελειώσει, το κτίριο θα περιλαμβάνει 70 δωμάτια, μια τραπεζαρία, μια κουζίνα, μια Αίθουσα Βασιλείας και άλλους απαραίτητους χώρους.

Τώρα υπάρχουν 98 αδελφοί που υπηρετούν στο Μπέθελ κι αποτελούν μια ευτυχισμένη οικογένεια στην υπηρεσία των συγχριστιανών τους. Μερικοί από αυτούς εργάζονται στο αγρόκτημα για να καλύπτουν τις υλικές ανάγκες της οικογένειας, ενώ άλλοι υπηρετούν στο τμήμα αποστολών και είναι πολυάσχολοι να στέλνουν τα έντυπά μας και άλλα απαραίτητα βοηθήματα στις εκκλησίες.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΝΤΥΠΩΝ ΣΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Κάποτε, εξαιτίας των καθυστερήσεων του ταχυδρομείου και των απεργιών, οι πιο μακρινές εκκλησίες συχνά δεν έπαιρναν εγκαίρως τις παραγγελίες τους σε έντυπα. Ένας επίσκοπος περιοχής θυμάται: «Κάποτε που επισκέφθηκα μια εκκλησία στη Σικελία, βγήκα στο έργο από πόρτα σε πόρτα με μια αδελφή. Αναγκάστηκα να τη ρωτήσω γιατί έδινε περιοδικά που είχαν κυκλοφορήσει πριν από δύο μήνες. Τότε η αδελφή απάντησε ότι αυτά ήταν τα τελευταία περιοδικά που είχε λάβει η εκκλησία.»

Εξαιτίας αυτών των αργοποριών, οι περισσότερες αποστολές μας γίνονται με τέσσερα φορτηγά που αγόρασε η Εταιρία γι’ αυτό το σκοπό. Ένα από αυτά, που σέρνει τρέιλερ, έχει χωρητικότητα 34 τόνων και χρησιμοποιείται επίσης για να παραλαμβάνει έντυπα από το τμήμα της Γερμανίας στο Βισμπάντεν. Οι παραγγελίες των εκκλησιών παραδίνονται σε 120 και περισσότερες αποθήκες σ’ όλη τη χερσόνησο και στα νησιά της Σικελίας και Σαρδηνίας. Στη συνέχεια αυτές οι αποθήκες μοιράζουν τα έντυπα στις περιοχές τους. Μ’ αυτή τη διευθέτηση οι εκκλησίες παίρνουν την αναγκαία πνευματική τροφή έγκαιρα και έχουν μειωθεί σημαντικά τα έξοδα.

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Αυτή είναι η σύγχρονη ιστορία της δράσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ιταλία. Ο έπαινος για όσα έγιναν όλ’ αυτά τα χρόνια δεν μπορεί να αποδοθεί σε άνθρωπο. Μολονότι μερικά άτομα αναφέρθηκαν ονομαστικά, αυτή η ιστορία είναι το χρονικό τού πώς ήρθε σε ύπαρξη ένας λαός, πώς αντιστάθηκε στη σκληρή εναντίωση του κλήρου και πώς έφτασε να ευημερεί, χάρη στη θεία καθοδήγηση και προστασία.

Έχουν περάσει περισσότερα από 1920 χρόνια από τότε που ο απόστολος Παύλος εκπλήρωσε τη φλογερή του επιθυμία να δει τη Χριστιανική εκκλησία της Ρώμης ‘δια να μεταδώσει χάρισμα τι πνευματικόν’ σ’ αυτούς. (Ρωμαίους 1:11) Από τότε η μεγάλη αποστασία κράτησε τη χώρα σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι για πολλούς αιώνες. Αλλά τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εποχές όπως αυτές στις αρχές αυτού του αιώνα, όταν οι πρώτες αμυδρές ακτίνες της αλήθειας φώτιζαν το μονοπάτι των λίγων σκόρπιων ατόμων, έχουν επίσης περάσει, μαζί με το κύμα του επίμονου θρησκευτικού διωγμού που υπόμεινε πιστά ο λαός του Ιεχωβά.

Η τωρινή κατάσταση είναι τέτοια που χαροποιεί τις καρδιές μας. Σε σύγκριση με τους 90 κατά μέσον όρο ευαγγελιζόμενους της Βασιλείας προς το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Ιταλία έχει τώρα πάνω από 90.000 κήρυκες των «καλών νέων»! Το μέλλον είναι γεμάτο από έξοχες προοπτικές. Τον Μάιο του 1981 η Ιταλία έφτασε ένα ανώτατο όριο από 62.068 Γραφικές μελέτες. Και στην Ανάμνηση του 1981 παραβρέθηκαν 187.165! Στην ιστορική πόλη της Ρώμης υπάρχουν τώρα 51 δραστήριες εκκλησίες.

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι με τη θεία επιδοκιμασία, θα έχουμε περισσότερη αύξηση που θα αποδώσει περισσότερο αίνο στον Θεό μας Ιεχωβά. Οι χαρούμενοι λάτρεις του είναι πρόθυμοι ν’ αποδώσουν τον έπαινο της σημερινής τους ανθηρής κατάστασης σ’ Αυτόν και μόνο. Και καθώς ανατρέχουν σ’ αυτά τα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας της αληθινής Χριστιανοσύνης στην Ιταλία, εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους, σαν τον ψαλμωδό Δαβίδ που αναφώνησε:

«Αν δεν ήτο ο Κύριος μεθ’ ημών, ότε εσηκώθησαν άνθρωποι εφ’ ημάς, ζώντας ήθελον μάς καταπίει τότε, ενώ ο θυμός αυτών εφλέγετο εναντίον ημών· Ευλογητός Κύριος, όστις δεν παρέδωκεν ημάς θήραμα εις τους οδόντας αυτών. Η ψυχή ημών ελυτρώθη ως πτηνόν από της παγίδος των θηρευτών· η παγίς συνετρίβη, και ημείς ελυτρώθημεν. Η βοήθεια ημών είναι εν τω ονόματι του Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην.»—Ψαλμός 124:2, 3, 6-8.

[Υποσημείωση]

a Τα αποσπάσματα που παραθέτονται από τις τρεις εγκυκλίους έχουν παρθεί από το βιβλίο Provvedimenti ostativi dell’autorità di polizia e garanzie costituzionali per il libero esercizio dei culti ammessi (Κατασταλτικά Μέτρα που πήραν οι Αστυνομικές Αρχές και η Ελευθερία Λειτουργίας Ορισμένων Δογμάτων όπως εγγυάται το Σύνταγμα), από τον Τζόρτζιο Πεϋρότ και έκδοσης του Τζιουφφρέ.

[Γράφημα στη σελίδα 247]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΥΞΗΣΗ ΣΕ ΕΥΑΓΓΕΛΙΖΟΜΕΝΟΥΣ

100,000

90,191

75,000

60,156

50,000

25,000

22,196

10,278

120 1,742 3,491 6,304

0 1946 1951 1956 1961 1966 1971 1976 1981

[Γράφημα στη σελίδα 248]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΥΞΗΣΗ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

1,600

1,357

1,200

1,141

800

433

400

35 97 139 242 275

0 1946 1951 1956 1961 1966 1971 1976 1981

[Γράφημα στη σελίδα 249]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΥΞΗΣΗ ΣΕ ΠΑΡΑΒΡΕΘΕΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

200,000

187,165

150,000

130,348

100,000

53,590

50,000

200 2,897 5,790 12,113 19,682

0 1946 1951 1956 1961 1966 1971 1976 1981

[Χάρτης στη σελίδα 114]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΙΤΑΛΙΑ

Τζεμόνα

Σόντριο

Αόστα

Βαρέζε

Κόμο

Γκαλλαράτε

Μπρέσσια

Βιτσέντζα

Νοβάρα

Μιλάνο

Τουρίνο

Πιατσέντσα

Πινερόλο

Αλεσσάντρια

Μπολόνια

Γένοβα

Κούνεο

Φαέντζα

Φλωρεντία

Σιένα

Περούτζια

Τέραμο

Πόπολι

Αβετσάνο

Σουλμόνα

ΡΩΜΗ

Φότζια

Τσερινιόλα

Μπισέλιε

Μολφέττα

Γκαέτα

Νεάπολη

Αβελλίνο

Μπάρι

Σαλέρνο

ΣΙΚΕΛΙΑ

Παλέρμο

Μεσσίνα

Καλτανισσέττατ

ΚΟΡΣΙΚΗ

ΣΑΡΔΗΝΙΑ

ΓΑΛΛΙΑ

ΕΛΒΕΤΙΑ

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

[Εικόνα στη σελίδα 119]

Το σπίτι της Φάννυ Λούλι κοντά στο Πινερόλο όπου διεξάγονταν οι πρώτες συναθροίσεις στο ισόγειο κάτω από το μπαλκόνι

[Εικόνα στη σελίδα 127]

Ρεμίτζιο Κουμινέττι, ο πρώτος Ιταλός Μάρτυς που πήρε στάση υπέρ της Χριστιανικής ουδετερότητας και ο πρώτος Ιταλός αδελφός που είχε την επίβλεψη του έργου στην Ιταλία

[Εικόνα στη σελίδα 135]

Ο Ιγκνάτζιο Πρόττι και οι δύο αδελφές του, η Αλμπίνα και ή Αντέλε που έφυγαν από την Ελβετία για να υπηρετήσουν με ζήλο στην Ιταλία σαν βιβλιοπώλες

[Εικόνα στη σελίδα 137]

Το Ξενοδοχείο Κορόνα Γκρόσσα στο Πινερόλο όπου έγινε η πρώτη συνέλευση της Ιταλίας το 1925

[Εικόνα στη σελίδα 153]

Η Μαρία Πιτζάτο, που η μητέρα της αγόρασε μερικά τεύχη του περιοδικού «Σκοπιά» απ’ αυτό το περίπτερο στη Βιτσέντζα μεταξύ τού 1903 και 1904, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να γνωρίσει η Μαρία την αλήθεια

[Εικόνα στη σελίδα 177]

Ο Άλντο Φορνερόνε, που δοκίμασε προσωπικά την αξία της Χριστιανικής ουδετερότητας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετεί ακόμη σαν πρεσβύτερος

[Εικόνα στη σελίδα 193]

Η πρώτη συνέλευση περιοχής στην Ιταλία που έγινε το 1947 στο Ροζέτο ντέλι Αμπρούτζι· οι αδελφοί συναθροίστηκαν κάτω από μια συκιά κι ένα θόλο από κληματαριές σ’ ένα ιδιωτικό δρόμο

[Εικόνα στη σελίδα 209]

Η πρώτη συνέλευση περιφερείας στην Ιταλία που έγινε σε μεγάλες σκηνές στο Μιλάνο, στις 27-29 Οκτωβρίου 1950, παρά την εναντίωση του κλήρου

[Εικόνα στη σελίδα 223]

Το Παλάτσο ντέι Κονγκρέσσι στη Ρώμη όπου έγινε το 1955 η διεθνής Συνέλευση Θριαμβεύουσα Βασιλεία

[Εικόνες στη σελίδα 240, 241]

Κτίρια του τμήματος. Πάνω αριστερά: Το κτίριο που αγοράστηκε το 1948 στη Ρώμη. Πάνω δεξιά: Το κτίριο τμήματος που τελείωσε το 1972. Κάτω δεξιά: Πλάγια άποψη του συγκροτήματος Μπέθελ που δείχνει τις τελευταίες προσθήκες

[Εικόνα στη σελίδα 250]

Η Αίθουσα Συνελεύσεων στο Τουρίνου που εγκαινιάστηκε το 1979

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση