Μπενίν
Ήταν Απρίλιος του 1976. Στρατιώτες με αυτόματα όπλα χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του Οίκου Μπέθελ. «Βγείτε έξω και ελάτε στην τελετή έπαρσης της σημαίας!» διέταξε ο επικεφαλής αξιωματικός. Ένας θυμωμένος όχλος φώναζε πολιτικά συνθήματα.
Μέσα, οι ιεραπόστολοι συνέχιζαν τη συνηθισμένη τους εξέταση του εδαφίου της ημέρας. «Οι δυνάμεις των ουρανών θα κλονιστούν»· αυτό ήταν το Γραφικό εδάφιο που συζητούσαν. (Ματθ. 24:29) Τι πηγή δύναμης αποδείχτηκε αυτό το εδάφιο για τους ιεραποστόλους εκείνο το πρωινό! Έξω, οι στρατιώτες ύψωναν τη σημαία στο χώρο του γραφείου τμήματος. Είχαν καταλάβει το κτίριο!
Αμέσως, οι στρατιώτες διέταξαν όλους τους ιεραποστόλους να βγουν έξω. Τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μόνο όσα προσωπικά είδη μπορούσαν να μεταφέρουν στις βαλίτσες τους. Χωρίς καθυστέρηση, επιβίβασαν τους ιεραποστόλους στο φορτηγάκι της Εταιρίας για να τους οδηγήσουν με συνοδεία έξω από τη χώρα.
Την ώρα που έφευγε το φορτηγάκι από το Μπέθελ, ένας νεαρός αδελφός πλησίασε με το ποδήλατο. «Τι συμβαίνει; Πού σας πάνε;» ρώτησε. Οι ιεραπόστολοι του έγνεψαν να φύγει, φοβούμενοι μήπως συλληφθεί και αυτός.
Τι οδήγησε στην απαγόρευση που επιβλήθηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μπενίν; Πώς παρέμειναν πνευματικά ισχυροί οι τοπικοί Μάρτυρες στη διάρκεια εκείνης της δύσκολης 14χρονης περιόδου; Επέστρεψαν οι ιεραπόστολοι; Και, όταν τελικά άρθηκαν οι περιορισμοί, πώς χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτημένη ελευθερία τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μπενίν;
Γνωριμία με το Μπενίν
Μια χώρα σε σχήμα κλειδαρότρυπας, ανάμεσα στο Τόγκο και στη Νιγηρία, στην ακτή της Δυτικής Αφρικής—αυτό είναι το Μπενίν. Ίσως να το γνωρίζετε με το προηγούμενο όνομά του, Δαχομέη. Οι άνθρωποι εδώ είναι ένθερμοι και φιλικοί, και το κλίμα είναι ευχάριστο. Αν και οι περίπου 60 εθνότητες που υπάρχουν μιλούν πάνω από 50 τοπικές γλώσσες, η εθνική γλώσσα είναι η γαλλική.
Στο Μπενίν κάποτε υπήρχαν μικροσκοπικά κάστρα και αρχαία αφρικανικά βασίλεια. Σε μια γαλάζια λιμνοθάλασσα βρίσκεται η Γκανβιέ, ένα πλωτό χωριό που ονομάζεται από μερικούς η Βενετία της Αφρικής. Εκεί οι δρόμοι είναι τα ποτάμια και τα ταξί οι πολύχρωμες πιρόγες, δηλαδή τα μονόξυλα κανό. Στα βόρεια της χώρας υπάρχουν δυο εθνικά πάρκα, το Πεντζάρι και το «Β», και εκεί περιφέρονται ελεύθερα στη σαβάνα λιοντάρια, ελέφαντες, μαϊμούδες, ιπποπόταμοι και άλλα ζώα. Στα νότια, τα φοινικόδεντρα χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής των ανέμων του ωκεανού.
Ωστόσο, μερικές φορές η ζωή υπήρξε πολύ πικρή για το λαό αυτής της χώρας. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Καπσί, ο άρχοντας του βασιλείου Ουέντα, σύναψε εμπορικές σχέσεις με Γάλλους, Άγγλους και Πορτογάλους δουλεμπόρους. Με αντάλλαγμα στολίδια και όπλα, αυτός ο αδίστακτος βασιλιάς πούλησε τα ίδια του τα αδέλφια. Τους φόρτωσε σε πλοία στο Γκελουέ, που τώρα ονομάζεται Ουίντα, και τους μετέφερε στην Αϊτή, στις Ολλανδικές Αντίλες και στην Αμερική. Το δουλεμπόριο συνεχίστηκε από το 17ο αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αργότερα, καταργήθηκε επιτέλους σε πολλές χώρες.
Εντούτοις, μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα δόθηκε για πρώτη φορά στους κατοίκους του Μπενίν η ευκαιρία να απελευθερωθούν από τα δεσμά μιας πολύ πιο απαίσιας δουλείας—την υποδούλωση στην ψεύτικη θρησκεία με όλες τις αηδιαστικές μορφές της. Στο Μπενίν, αυτό περιλαμβάνει και το βουντού.
Το Λίκνο του Βουντού
Ο ανιμισμός είναι η παραδοσιακή θρησκεία, και οι ανιμιστές που ζουν εδώ έχουν ως υπέρτατο θεό τον Μαχού. Αυτός εκπροσωπείται από πολλούς άλλους δευτερεύοντες θεούς, ή βουντού, στους οποίους προσφέρονται θυσίες σε ορισμένες γιορτές. Λόγου χάρη, ο Εμπιόσο είναι ο θεός του κεραυνού, και ο θεός Ζαγκμπέτο λέγεται ότι προστατεύει τα χωράφια των αγροτών τη νύχτα. Κατώτεροι αυτών των βουντού είναι οι μικρότεροι θεοί, οι οποίοι πιστεύεται επίσης ότι είναι πνεύματα νεκρών ανθρώπων. Γι’ αυτόν το λόγο ασκείται η λατρεία των προγόνων. Σε πολλά σπιτικά θα βρείτε το ασέν, ένα είδος μικρής ομπρέλας από σφυρήλατο σίδερο, που είναι στολισμένη με διάφορα σύμβολα προς ανάμνηση κάποιου αγαπημένου προσώπου που έχει πεθάνει.
Η σχέση με αυτούς τους θεούς προϋποθέτει ένα μεσάζοντα, το φετιχιστή ιερέα, που μπορεί να είναι είτε άντρας είτε γυναίκα. Έπειτα από παραμονή τριών ετών σε κάποια φετιχιστική μονή, ο ιερέας θεωρείται ότι είναι σε θέση να επικοινωνεί με τους θεούς και με τα άλλα πνεύματα. Αυτή η ισχυρή ιεραρχία ασκεί τεράστια επιρροή στη ζωή των κατοίκων του Μπενίν οι οποίοι την υποστηρίζουν πιστά.
Όσοι ασκούν αυτή τη θρησκεία πιστεύουν πως, όταν κάποιος πεθάνει, μπορεί να επανέλθει ως πνεύμα και να σκοτώσει τα άλλα μέλη της οικογένειας. Πολλοί άνθρωποι πουλούν τα υπάρχοντά τους ή βάζουν μεγάλα χρέη προκειμένου να πληρώσουν για τις θυσίες ζώων και τις πολυδάπανες τελετές που γίνονται για να εξευμενιστούν οι νεκροί συγγενείς. Ως αποτέλεσμα, η οικογένεια μπορεί να μείνει πάμφτωχη. Ο δεισιδαιμονικός φόβος τον οποίο γεννούν αυτές οι πεποιθήσεις κρατάει υποδουλωμένους τους ανθρώπους.
Οι δήθεν Χριστιανικές θρησκείες εκπροσωπούνται και αυτές εδώ, και συχνά οι άνθρωποι τις ασκούν σε συνδυασμό με τον ανιμισμό. Η ανάμειξη των δύο θρησκειών συνήθως δεν κρίνεται απαράδεκτη, αλλά το να πάψει κάποιος να συμμετέχει στις ανιμιστικές παραδόσεις θεωρείται σοβαρό αμάρτημα. Ωστόσο, πολλοί το έχουν κάνει αυτό.
Τα Πρώτα Χρόνια
Η Γραφική αλήθεια, η οποία μπορεί πράγματι να ελευθερώσει ανθρώπους από δεισιδαιμονικούς φόβους, έφτασε στη Δαχομέη το 1929. Ο αδελφός Γιαναντά, από τη φυλή Γκουν, ο οποίος είχε μάθει αυτή την αλήθεια από τους Σπουδαστές της Γραφής (όπως αποκαλούνταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) στο Ιμπάνταν της Νιγηρίας, επέστρεψε για να διδάξει τα άτομα της φυλής του. Συγκέντρωσε έναν όμιλο έξι ατόμων στη γενέτειρά του, το Πόρτο-Νόβο, την πρωτεύουσα, και άρχισε να μελετάει μαζί τους την Αγία Γραφή. Από αυτή την ομάδα, ο Ντανιέλ Αφενιγί, ο οποίος καταγόταν από τη Νιγηρία, προσκολλήθηκε στην αλήθεια και βαφτίστηκε το 1935. Αλλά ο διωγμός που εξαπέλυσε ο τοπικός κλήρος έκανε τον αδελφό Γιαναντά να επιστρέψει στη Νιγηρία, και ο νεοβαφτισμένος Ντανιέλ Αφενιγί αναγκάστηκε να γυρίσει στο χωριό του, το Νταχακμπί. Όταν τέσσερις άλλοι Νιγηριανοί Μάρτυρες άρχισαν να κηρύττουν στο Πόρτο-Νόβο, συνελήφθησαν και απελάθηκαν αμέσως.
Το 1938, δώδεκα αδελφοί από τη φυλή Ίμπο της Νιγηρίας διορίστηκαν να υπηρετήσουν στο Πόρτο-Νόβο. Πολλοί εκτίμησαν τα όσα τους δίδασκαν οι Μάρτυρες από τη Γραφή, πράγμα που δυσαρέστησε τους Προτεστάντες κληρικούς. Ο Μοΐζ Ακινοκό, ένας έμπορος από τη φυλή Γιορούμπα, συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς. Ήταν Μεθοδιστής και ασκούσε επίσης τη λατρεία των προγόνων. Ως αποτέλεσμα της πίεσης του κλήρου πάνω στις τοπικές αρχές, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγκάστηκαν και πάλι να φύγουν από το Πόρτο-Νόβο. Όταν, όμως, οι φλόγες του διωγμού δυνάμωσαν για εκείνους τους Ίμπο αδελφούς, ο αδελφός Ακινοκό στάθηκε στο πλευρό τους και είπε: «Αν η κυβέρνηση σκοπεύει να θανατώσει όλους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τότε είμαι έτοιμος». Συνέχισε να είναι σταθερός μέχρι το θάνατό του το 1950.
Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι Νιγηριανοί Μάρτυρες δεν μπορούσαν πλέον να πάνε στο Μπενίν. Ωστόσο, οι σπόροι της αλήθειας είχαν σπαρθεί και, αργότερα, με λίγο πότισμα και καλλιέργεια, φύτρωσαν γρήγορα. Αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Ο Νοούρου Ακιτοουντέι, γεννημένος στο Μπενίν, είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά στη Νιγηρία. Το 1948 επέστρεψε στην πατρίδα του ως σκαπανέας, διαθέτοντας μεγάλο μέρος του χρόνου του για να δώσει σε άλλους μαρτυρία για τον Ιεχωβά Θεό και το σκοπό Του ο οποίος αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή. Τα αποτελέσματα ξεπέρασαν κάθε λογική προσδοκία.
Το Μάιο του 1948 η έκθεση υπηρεσίας αγρού ανέφερε: «Είναι πράγματι συναρπαστικό να στέλνει κάποιος έκθεση για μια καινούρια χώρα. Το ευαγγέλιο έχει εισχωρήσει στη Γαλλική Δαχομέη [Μπενίν] και οι άνθρωποι καλής θέλησης συγκεντρώνονται γύρω από το ‘σημάδι για τα έθνη’».—Ησ. 11:12, ΜΝΚ.
Τον ίδιο εκείνο μήνα, υποβλήθηκε αίτηση στον κυβερνήτη της Δαχομέης για να λάβει η Εταιρία νομική αναγνώριση. Αυτή παραπέμφθηκε στον αρμοστή, στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Ωστόσο, έπειτα από καθυστέρηση ενός και πλέον έτους, η αίτηση απορρίφτηκε. Το έργο, όμως, συνέχισε να επεκτείνεται. Ο Γουίλφρεντ Γκουτς, ο τότε επίσκοπος τμήματος στη Νιγηρία, έγραψε αργότερα: «Το ενδιαφέρον που δεν είχε ακόμα φανερωθεί ήταν τόσο μεγάλο ώστε, μέσα σε έξι εβδομάδες, 105 άτομα είχαν συνεργαστεί με το σκαπανέα [τον αδελφό Ακιτοουντέι] στην υπηρεσία αγρού. Τους επόμενους λίγους μήνες, αυτός ο σκαπανέας συνέχισε να διαδίδει τα καλά νέα στις γειτονικές πόλεις, και η θαυμάσια αύξηση συνεχίστηκε—ένας ανώτατος αριθμός 301 ευαγγελιζομένων της Βασιλείας σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1948».
Το Κήρυγμα των Καλών Νέων Εξαπλώνεται
Από το Πόρτο-Νόβο, το κήρυγμα των καλών νέων εξαπλώθηκε σε μακρινές πόλεις και χωριά. Ο αδελφός Ακιτοουντέι έπαιρνε μερικά από τα νεοενδιαφερόμενα άτομα μαζί του για να δίνουν μαρτυρία σε μέρη όπως το Λοκόγκμπο και το Κοτονού. Παρέμεναν σε κάποιο χωριό αρκετές μέρες, και τα νεοενδιαφερόμενα άτομα τους καλοδέχονταν και τους φιλοξενούσαν. Εκείνον τον καιρό, οι ενδιαφερόμενοι άρχιζαν να κηρύττουν μαζί με τους επισκέπτες αδελφούς λίγο μετά την αρχική τους επαφή.
Προτού περάσουν τέσσερις μήνες από την επιστροφή του αδελφού Ακιτοουντέι στο Μπενίν, διεξάχθηκε μια τριήμερη συνέλευση στο Πόρτο-Νόβο. Παρευρέθηκαν ο Γ. Ρ. (Βιβλικός) Μπράουν, ο Άντονι Άτγουντ και ο Έρνεστ Μόρτον από το τμήμα της Νιγηρίας. Τριάντα άτομα βαφτίστηκαν σε εκείνη την περίσταση, πράγμα που δυσαρέστησε πολύ τους Προτεστάντες ιεραποστόλους. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μεταπείσουν τα νεοενδιαφερόμενα άτομα, αλλά αυτά παρέμειναν σταθερά. Ένας από εκείνους που βαφτίστηκαν σε αυτή τη συνέλευση είπε: «Αν έχετε εξετάσει το καθετί και διαπιστώσατε ότι υπάρχει κάτι που δεν είναι καλό—αποφασίστε μόνοι σας. Όσο για εμένα, εγώ διαπίστωσα ότι πρόκειται για κάτι πολύ καλό». Πολλά άλλα άτομα επίσης εξέτασαν τα όσα δίδασκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και διαπίστωσαν ότι ήταν ‘πολύ καλά’. Τον Ιανουάριο του 1949 υπήρχαν τρεις εκκλησίες στο Μπενίν—στο Πόρτο-Νόβο, στο Λοκόγκμπο και στο Κοτονού.
Ένας Πολύγαμος Βρίσκει την Αλήθεια
Μολονότι οι δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν είχαν λάβει νομική αναγνώριση σε αυτή τη χώρα, τον Ιανουάριο του 1949 μας δόθηκε η άδεια να διεξαγάγουμε μια συνέλευση στο Κοτονού. Χρησιμοποιήθηκαν αυτοκίνητα με μεγάφωνα για να αναγγείλουν το πρόγραμμα, και πάνω από 1.000 άτομα παρακολούθησαν τη δημόσια ομιλία με τίτλο «Κυβέρνηση Ειρήνης».
Ένας από τους παρευρεθέντες σε εκείνη τη συνέλευση ήταν ο Σουρού Ουενού, συμβολαιογράφος και δικαστής καθώς και ηγέτης μιας ομάδας που ασχολείται με τη λατρεία των προγόνων. Είχε τέσσερις συζύγους. Θα κατάφερνε να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές ώστε να περπατάει στα ίχνη του Ιησού Χριστού; Εγκατέλειψε τη λατρεία των προγόνων, με τις πνευματιστικές προεκτάσεις της. Το έκανε αυτό σε αρμονία με τα λόγια του Ιησού: «Τον Ιεχωβά τον Θεό σου πρέπει να λατρεύεις και σε αυτόν μόνο πρέπει να αποδίδεις ιερή υπηρεσία». (Λουκ. 4:8) Επίσης τακτοποίησε τις οικογενειακές του υποθέσεις σύμφωνα με τους Χριστιανικούς κανόνες. Αν και είχε μια αξιόλογη σταδιοδρομία στο παρόν σύστημα, όπως ο Σαούλ από την Ταρσό προτού γίνει ο απόστολος Παύλος, τα θεώρησε όλα αυτά «σκουπίδια» και τα εγκατέλειψε. (Φιλιπ. 3:8) Προκειμένου να αποδεσμευτεί ώστε να φροντίζει για τα συμφέροντα της Βασιλείας, άφησε τη θέση του ως συμβολαιογράφος και δικαστής, και ανέλαβε την ολοχρόνια διακονία.
Η Εκκλησία Κοτονού έκανε τακτικά συναθροίσεις στο σπίτι του αδελφού Ουενού στην περιοχή Μισέμπο. Κάποια φορά, μερικοί Καθολικοί ηγέτες έβαλαν έναν όχλο από παιδιά να διαταράξουν τη συνάθροιση. Ενώ εκφωνούνταν η δημόσια ομιλία στην περιτοιχισμένη αυλή του σπιτιού του αδελφού Ουενού, κάποιος νεαρός ανέβηκε σε ένα δέντρο και άρχισε να «εκτοξεύει» πάνω από το μαντρότοιχο προσβολές αλλά και πέτρες στον ομιλητή. Προφανώς ήταν κακός σκοπευτής, διότι καμιά από τις πέτρες δεν χτύπησε τον ομιλητή. Αντίθετα, μια πέτρα ξέφυγε από το στόχο της και χτύπησε έναν άλλο νεαρό ταραξία τόσο άσχημα ώστε χρειάστηκε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο! Όλα τα παιδιά το έβαλαν στα πόδια φοβισμένα, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν τιμωρία από τον Θεό. Η συνάθροιση συνεχίστηκε χωρίς άλλα επεισόδια.
Το Βουντού Εναντίον του Ιεχωβά
Η Ντόγκμπο-Τίντε Ογκούντινα παρακολουθούσε από απόσταση τα γεγονότα. Ήταν έμπορος υφασμάτων και είχε το κατάστημά της απέναντι από το σπίτι του αδελφού Ουενού. Ήταν επίσης η γραμματέας της φετιχιστικής μονής στο Πόρτο-Νόβο. Ωστόσο, η διαγωγή των Μαρτύρων που αντιμετώπιζαν αυτή την εναντίωση της είχε κάνει τόσο θετική εντύπωση ώστε άρχισε να ενδιαφέρεται για το άγγελμα της Βασιλείας. Σύντομα, έγινε η ίδια στόχος πύρινης εναντίωσης από τους φετιχιστές ιερείς. Ο αρχηγός των φετιχιστών ιερέων ανήγγειλε ότι η γυναίκα αυτή θα πέθαινε σε εφτά μέρες επειδή υποστήριζε τους Μάρτυρες! Κατέφυγε στη μαγεία στην προσπάθειά του να κάνει την πρόβλεψή του να βγει αληθινή.
Μολονότι τα πονηρά πνεύματα έχουν θανατώσει μερικούς ανθρώπους, η αδελφή Ογκούντινα παρέμεινε απτόητη. Η ίδια είπε: «Αν το φετίχ έφτιαξε τον Ιεχωβά, τότε θα πεθάνω· αλλά αν ο Ιεχωβά είναι ο Υπέρτατος Θεός, τότε εκείνος θα κατατροπώσει το φετίχ». Τη νύχτα της έκτης μέρας, οι φετιχιστές ιερείς πρόσφεραν θυσίες κατσικιών στο φετίχ τους—τον Γκεμπλοκό—και έκαναν ξόρκια με αυτό. Έκοψαν μια μπανανιά, την έντυσαν με λευκά ρούχα και την έσυραν στο έδαφος συμβολίζοντας έτσι το θάνατο της γυναίκας. Έπειτα, ήταν τόσο σίγουροι για το αποτέλεσμα ώστε ανήγγειλαν δημόσια ότι η αδελφή Ογκούντινα ήταν τώρα νεκρή. Αλλά τι συνέβη το επόμενο πρωί;
Η αδελφή Ογκούντινα ήταν στο ίδιο μέρος όπου βρισκόταν σχεδόν κάθε πρωί—πουλούσε υφάσματα στην αγορά. Δεν ήταν νεκρή· ήταν ολοζώντανη! Αμέσως, πήγε μια αντιπροσωπεία στον αρχηγό των φετιχιστών ιερέων στο Πόρτο-Νόβο για να του πει τι είχε συμβεί, ή μάλλον, τι δεν είχε συμβεί. Αυτός έγινε έξω φρενών για το ότι δεν έπιασαν τα ξόρκια του. Γνωρίζοντας ότι αυτό θα εξασθένιζε την επιρροή που ασκούσε στους ανθρώπους, έφυγε από το Πόρτο-Νόβο για το Κοτονού με ένα σκοπό υπόψη—να βρει την αδελφή Ογκούντινα και να τη σκοτώσει. Οι τοπικοί αδελφοί ήξεραν ότι προμηνύονταν φασαρίες, και έτσι βοήθησαν την αδελφή να κλείσει το μικρό της κατάστημα και την οδήγησαν σε ένα ασφαλές μέρος.
Ο αδελφός Ουενού, αφού έκρυψε την αδελφή Ογκούντινα επί μία εβδομάδα, νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και την έβγαλε βόλτα από τη μια άκρη του Πόρτο-Νόβο ως την άλλη για να δουν όλοι ότι ήταν ζωντανή. Το 1949, τα αυτοκίνητα ήταν ακόμη σπάνια στην Αφρική και έτσι λίγα από αυτά περνούσαν απαρατήρητα. Ο αδελφός Ουενού φρόντισε να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι· κατόπιν, τερμάτισαν τη βόλτα τους στην πόρτα της πρώην φετιχιστικής της μονής. Η αδελφή βγήκε από το αυτοκίνητο και φώναξε δημόσια για να την ακούσουν όλοι ότι, αν και ο αρχηγός των φετιχιστών ιερέων τής είχε κάνει μάγια ώστε να πεθάνει, ο Ιεχωβά, ο Θεός της, ήταν ο νικητής! Εκείνος είχε αποδειχτεί για αυτήν ‘ισχυρός πύργος’. (Παρ. 18:10, ΜΝΚ) Παρά την κακή της υγεία, εκείνη συνέχισε να υπηρετεί πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το τέλος της ζωής της. Η θαρραλέα της στάση βοήθησε και άλλους φετιχιστές να απελευθερωθούν από τα δεσμά του πνευματισμού.
Δυναμώνει η Εναντίωση
Καθώς πλησίαζε η Ανάμνηση το 1949, έγιναν διευθετήσεις για μια ειδική ομιλία στο Πόρτο-Νόβο. Την παρακολούθησαν πάνω από 1.500 ενδιαφερόμενα άτομα. Ωστόσο, στον κλήρο δεν άρεσαν καθόλου αυτά τα νέα. Για άλλη μια φορά, έστρεψαν τις αρχές εναντίον των αδελφών, και συνελήφθησαν δέκα άτομα.
Κάποιος αδελφός ανέφερε αργότερα: «Οι αδελφοί παρέμειναν υπό κράτηση μερικές μέρες και κατόπιν αφέθηκαν ελεύθεροι αφού τους δόθηκε αυστηρή προειδοποίηση να μη ‘διδάσκουν ούτε να κηρύττουν με βάση εκείνο το όνομα’. Αυτή η εναντίωση παρείχε στους αδελφούς τη δυνατότητα να δώσουν μαρτυρία ενώπιον ‘βασιλέων και αρχόντων’ καθώς και να δώσουν λογαριασμό για την ελπίδα που έχουν μέσα τους».—Παράβαλε Πράξεις 4:17.
Η Ανάμνηση διεξάχθηκε κρυφά εκείνο το έτος και παρευρέθηκαν 134 άτομα, πέντε από τα οποία πήραν από τα εμβλήματα. Το βάφτισμα γινόταν τη νύχτα, στη λιμνοθάλασσα του Πόρτο-Νόβο. Οι τόποι των συναθροίσεων άλλαζαν συνεχώς, και υπήρχε πάντοτε κάποιος αδελφός ως φύλακας. Πριν από κάθε συνάθροιση, έστρωναν τραπέζι με διάφορα φαγητά· αν πλησίαζε κάποιος, οι αδελφοί κάθονταν γρήγορα στο τραπέζι και προσποιούνταν ότι απολάμβαναν μαζί το φαγητό. Και πράγματι απολάμβαναν φαγητό—θαυμάσια πνευματική τροφή!
Οι αδελφοί έπρεπε να είναι πάντα προσεκτικοί—όπως είπε ο Ιησούς, «προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια». (Ματθ. 10:16) Οι αρχές έψαχναν διαρκώς τον αδελφό Ακιτοουντέι, τον οποίο θεωρούσαν αρχηγό των Μαρτύρων. Μια μέρα, έστειλαν έναν αστυνομικό να τον βρει. Αυτός, μη γνωρίζοντας πού έμενε ο αδελφός Ακιτοουντέι, ζήτησε από κάποιον κύριο να τον οδηγήσει στο σπίτι του κ. Ακιτοουντέι. Ο άντρας, όπως συνηθίζουν οι φιλόξενοι κάτοικοι του Μπενίν, δέχτηκε. Αλλά ο άντρας αυτός που τον οδηγούσε ήταν ο ίδιος ο αδελφός Ακιτοουντέι! Ο αστυνομικός δεν τον αναγνώρισε. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο αδελφός Ακιτοουντέι δεν εξεπλάγη που δεν ήταν εκεί! Τελικά, όμως, τον Ιούνιο του 1949, όταν το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε επίσημα, ο αδελφός Ακιτοουντέι επέστρεψε στη χώρα της καταγωγής του, τη Νιγηρία.
Τον Αύγουστο του 1949, η κυβέρνηση εξέδωσε μια προειδοποίηση εναντίον των εντύπων της Σκοπιάς, ορίζοντας ποινή φυλάκισης δύο ετών και πρόστιμο 500.000 φράγκων (περίπου 230.000 δρχ.) για όποιον διένεμε αυτά τα έντυπα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Ιδιαίτερος στόχος ήταν το περιοδικό Σκοπιά και το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Αυτή η εξέλιξη δεν αποθάρρυνε τους αδελφούς. Εκείνοι ήξεραν καλά ότι ο Ιησούς Χριστός είχε πει: «Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον κύριό του. Αν έχουν επιφέρει διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό».—Ιωάν. 15:20.
Εκείνη την εποχή, ο Κόπγιε Αλαντίνκποβι, από τους πρώτους που δέχτηκαν την αλήθεια σε αυτή τη χώρα, έκανε καλή χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας την οποία φοράνε οι άντρες στο Μπενίν προκειμένου να διευκολύνει τη διακονία του. Ο μακρυμάνικος μανδύας που φοράνε, ο οποίος ονομάζεται μπούμπου, έχει μια αρκετά μεγάλη εσωτερική τσέπη. Όταν ο αδελφός Αλαντίνκποβι ήταν βέβαιος ότι είχε βρει ένα άτομο που ενδιαφερόταν γνήσια, έβαζε το χέρι στο μανδύα του και έβγαζε κάποιο βιβλίο ή βιβλιάριο το οποίο είχε κρύψει σε εκείνη τη μεγάλη τσέπη. Πάντοτε παρίστανε ότι ήταν το τελευταίο, αλλά πάντοτε έβρισκε ακόμα ένα όταν συναντούσε κάποιον που πεινούσε για την αλήθεια.
Διασκορπίστηκαν, Αλλά Συνέχισαν να Δίνουν Μαρτυρία
«Κήρυξε το λόγο, κάνε το αυτό με αίσθηση του επείγοντος σε ευνοϊκή εποχή, σε δυσμενή εποχή». (2 Τιμ. 4:2) Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μπενίν πήραν στα σοβαρά αυτή τη συμβουλή, την οποία έγραψε ο απόστολος Παύλος, και το έργο μαρτυρίας ευημερούσε ακόμη και σε «δυσμενή εποχή». Στα τέλη του 1949, ένας από τους νεοδιορισμένους σκαπανείς στο Μπενίν, ο Αλμπέρ Γιεντενού Λιγκάν, πήγε στο Ζανβιέ, ένα μικρό χωριό βόρεια του Κοτονού. Την πρώτη του κιόλας μέρα εκεί, συνάντησε τον Ζοζουέ και τη Μαρί Μαουλικπόντο. Αυτοί σύντομα διέκριναν ότι οι Γραφικές διδασκαλίες που άκουγαν ηχούσαν αληθινές. Αν και Προτεστάντης, ο Ζοζουέ ασκούσε τη λατρεία των προγόνων, είχε δύο συζύγους και ήταν ο αρχηγός των φετιχιστών ιερέων του θεού Ζαγκμπέτο. Τον ίδιο μήνα που ήρθαν σε επαφή με την αλήθεια, εγκατέλειψαν όλες εκείνες τις συνήθειες. Οι οικογένειές τους δεν είδαν με καλό μάτι τη νέα τους πίστη και τους εναντιώθηκαν σφοδρά, φτάνοντας στο σημείο να τους διώξουν από το πατρικό σπίτι και να καταστρέψουν τα χωράφια τους.
Το ζεύγος Μαουλικπόντο έφυγε από το χωριό για να σωθεί, και εγκαταστάθηκε στο Ντεκίν, ένα από τα χωριά των κατοίκων της λίμνης. Αυτή η μετακόμιση είχε ως αποτέλεσμα την εξάπλωση της αλήθειας σε μια νέα περιοχή. Ο αρχηγός του χωριού στο Ντεκίν ήταν ο πρώτος που δέχτηκε εκεί την αλήθεια. Μέσα σε δύο χρόνια, 16 άτομα σε εκείνη την περιοχή δέχτηκαν την αληθινή λατρεία, παρ’ όλο που οι αρχές τούς συνέλαβαν, τους ξυλοκόπησαν και κατέστρεψαν όλα τα έντυπά τους, περιλαμβανομένων και των Γραφών τους.
Ενώ έδινε μαρτυρία σε ένα χωριό το 1950, κάποιος σκαπανέας συνάντησε έναν άντρα ο οποίος του είπε ότι υπήρχε κάποιος ηλικιωμένος κύριος ο οποίος δίδασκε από τη Γραφή τα ίδια πράγματα που έλεγε και ο σκαπανέας. Αυτός ο ηλικιωμένος κύριος αποδείχτηκε πως ήταν ο αδελφός Αφενιγί, ο οποίος ανήκε στην αρχική ομάδα που είχε γνωρίσει την αλήθεια σε αυτή τη χώρα και ο οποίος είχε βαφτιστεί το 1935. Μολονότι ο αδελφός Αφενιγί ήταν απομονωμένος, ο Ιεχωβά δεν τον είχε ξεχάσει, και ούτε εκείνος είχε ξεχάσει τη χαρά που είχε νιώσει όταν απελευθερώθηκε από τις αντιγραφικές πεποιθήσεις τής προηγούμενης Προτεσταντικής θρησκείας του. Η σύζυγός του δεν δέχτηκε ποτέ την αλήθεια, και το βουντού ήταν βαθιά ριζωμένο στο χωριό όπου κήρυττε· ωστόσο, ο αδελφός Αφενιγί δεν το ’βαλε κάτω. Χρόνια ολόκληρα δίδασκε πιστά την Αγία Γραφή σε άλλους. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, έχοντας υπηρετήσει πιστά τον Ιεχωβά επί 42 και πλέον χρόνια.
Στις αρχές του 1950, τα κύματα του διωγμού συνέχισαν να χτυπούν τους Μάρτυρες. Στην περιοχή Κούτι, κάποιος αστυνομικός βρήκε μια ομάδα αδελφών να μελετούν το εδάφιο της ημέρας. Μερικούς τους συνέλαβαν, τους έδεσαν με σχοινιά και τους έφεραν στο διοικητή. Αργότερα τους ελευθέρωσαν, προειδοποιώντας τους αυστηρά να μην κηρύττουν ούτε να διεξάγουν πια συναθροίσεις. Εντούτοις, ο λαός του Ιεχωβά κατανοούσε πόσο σπουδαίο ήταν να συνεχίσουν να συναθροίζονται τακτικά για να μελετούν το Λόγο του Θεού, έστω και κρυφά αν χρειαζόταν. Ένας από τους τοπικούς πρεσβυτέρους έγραψε: «Η μόνη ευκαιρία που έχουν τώρα οι αδελφοί να συναθροίζονται είναι όταν ξυπνάνε πολύ νωρίς το πρωί για μελέτη. Όσοι έχουν ποδήλατα πηγαίνουν σε μακρινά μέρη για να δώσουν μαρτυρία . . . Είναι επικίνδυνο ακόμη και να έχουν μαζί την Αγία Γραφή τους. Παρά τις δυσκολίες αυτές, θα συνεχίσουμε να κηρύττουμε το λόγο μέχρι τέλους». Το Μάρτιο του 1950 συναθροίστηκαν πιστά για την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Δεν ‘οπισθοχώρησαν’ από φόβο. (Εβρ. 10:38) Στις αρχές του 1951, εφτά εκκλησίες έστειλαν έκθεση έργου, και οι 36 από τους 247 ευαγγελιζομένους που υπέβαλαν έκθεση ήταν εγγεγραμμένοι ως σκαπανείς.
Επέστρεψε τα Θρησκευτικά Αντικείμενα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, πολλοί από τους αδελφούς μας δεν ήξεραν να διαβάζουν καλά· αλλά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δίνουν μαρτυρία, και ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές τους. Μια μέρα, δυο αδελφοί προσπαθούσαν να εξηγήσουν τη Γραφική αλήθεια σε κάποιον τρίτο όταν πλησίασε ο Σαμουέλ Όγκουγκμπε. Αργότερα, ο ίδιος ανέφερε: «Δεν το ήξερα τότε, αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και διαφωνούσαν μεταξύ τους επειδή δεν μπορούσαν να διαβάσουν μόνοι τους από τη δική τους Αγία Γραφή στη γλώσσα γκουν. Μπήκα στη συζήτηση και τους βοήθησα, επειδή είχα μάθει να διαβάζω τη Γραφή στη γλώσσα γκουν». Όμως, ο Σαμουέλ Όγκουγκμπε ήταν ταμίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εκκλησίας των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Τα μέλη αυτής της θρησκείας αναγνωρίζονται εύκολα· φοράνε μακριές λευκές στολές και λευκά καπέλα επειδή πιστεύουν ότι είναι η νύφη του Χριστού. Παρά το γεγονός, όμως, ότι ο Σαμουέλ Όγκουγκμπε είχε τις δικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, βρήκε ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με εκείνους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έκλεισαν ραντεβού για να συνεχίσουν τη συζήτηση το Σάββατο, τέσσερις μόνο μέρες αργότερα. Ωστόσο, προηγήθηκε κάτι που τον γέμισε φόβο.
«Η εκκλησία στην οποία ανήκα χρησιμοποιεί μαντεία και πρόγνωση του μέλλοντος σε συνδυασμό με άλλες μαγικές τέχνες», εξήγησε. «Την επομένη της συνάντησής μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, πήγα στην εκκλησία ως συνήθως. Αμέσως, τα άλλα μέλη της εκκλησίας που συμβουλεύονταν τα πνεύματα με προειδοποίησαν να προσέχω τα βήματά μου για δύο λόγους—πρώτον, αν και είχα υψηλή θέση στην εκκλησία, κινδύνευα να ‘αποστατήσω’ και, δεύτερον, σύντομα θα είχα σοβαρά προβλήματα με το στομάχι μου τα οποία θα είχαν μοιραία κατάληξη αν δεν ακολουθούσα τις συμβουλές των πνευμάτων. Είπαν ότι θα έπρεπε να αγοράσω εφτά κεριά καθώς και λιβάνι και μύρο για μια ειδική τελετουργία με δυνατές προσευχές και νηστεία επί εφτά μέρες. Αν παρήκουα, θα πέθαινα».
Αργότερα, παραδέχτηκε με ειλικρίνεια: «Όταν πήγα σπίτι το βράδυ της Πέμπτης, φοβόμουν. Το πρωί της Παρασκευής άρχισα να προσεύχομαι και να νηστεύω, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το αν θα συνέχιζα τις συζητήσεις μου με τους Μάρτυρες ή όχι. Παραλίγο να χάσω το ραντεβού μαζί τους, αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισα να πάω. Συζητήσαμε πολλά, και με προσκάλεσαν στη συνάθροισή τους την Κυριακή». Γρήγορα άρχισε να κάνει αλλαγές. Τα μέλη της εκκλησίας με την οποία ήταν συνταυτισμένος ο Σαμουέλ Όγκουγκμπε προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός ήταν βέβαιος ότι είχε βρει την αλήθεια. Επέστρεψε όλα τα θρησκευτικά του αντικείμενα και, τον ίδιο μήνα, άρχισε να συμμετέχει στην υπηρεσία αγρού. Μέσα σε έξι μήνες βαφτίστηκε συμβολίζοντας την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά. Παρεμπιπτόντως, ο αδελφός Όγκουγκμπε δεν πέθανε εξαιτίας της νέας του πίστης. Υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά επί 40 και πλέον χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1996.
Δίνεται Έμφαση στα Μαθήματα Ανάγνωσης και Γραφής
Κάποιο άτομο μπορεί να είναι σε θέση να δίνει μαρτυρία χωρίς να είναι εγγράμματο, αλλά, αν διαβάζει το Λόγο του Θεού, αυτό μπορεί να το βοηθήσει να αντλήσει δύναμη για να αντέξει κάτω από δύσκολες καταστάσεις. Η ικανότητα για ανάγνωση είναι επίσης ένας σπουδαίος παράγοντας στην αποτελεσματική διδασκαλία. Ωστόσο, τα περασμένα χρόνια, πολλοί άνθρωποι στο Μπενίν, περιλαμβανομένων και αδελφών μας, δεν ήξεραν να διαβάζουν· έτσι, η Εταιρία ενθάρρυνε τους αδελφούς να οργανώσουν μαθήματα ανάγνωσης και γραφής. Στην αρχή, αυτή η εκπαίδευση παρεχόταν κατ’ ιδίαν, σε προσωπικό επίπεδο. Κατόπιν, στη δεκαετία του 1960, τα μαθήματα ανάγνωσης και γραφής καθιερώθηκαν στις εκκλησίες.
Μέχρι και σήμερα, τα μαθήματα ανάγνωσης και γραφής συνεχίζονται σε πολλές εκκλησίες στο Μπενίν. Επιπλέον, άλλα άτομα βοηθιούνται σε προσωπική βάση. Εφόσον, όμως, τώρα υπάρχουν καλύτερα δημόσια σχολεία, η ανάγκη για αυτού του είδους την υποβοήθηση μειώνεται. Όταν τα άτομα μαθαίνουν να συλλαμβάνουν το νόημα των όσων περιέχονται στα έντυπα, τότε είναι προσωπικά σε θέση να τα εφαρμόσουν πληρέστερα στη δική τους ζωή και μπορούν να χρησιμοποιούν το Λόγο του Θεού πιο αποτελεσματικά για να βοηθήσουν άλλους.—Εφεσ. 6:14-17.
Καθολικός Ιερέας και Ιερέας Τζούτζου Ενώνουν τις Δυνάμεις Τους
Ο κλήρος, ανίκανος να αντικρούσει την αλήθεια που δίδασκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από την Αγία Γραφή, συχνά χρησιμοποιούσε τις κοσμικές εξουσίες προσπαθώντας να σταματήσει το έργο του λαού του Ιεχωβά. Σε μια περίπτωση, ένας Καθολικός και ένας ιερέας τζούτζου ένωσαν τις δυνάμεις τους με σκοπό να απαλλάξουν την περιοχή του Ντεκίν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους κατήγγειλαν στις αρχές, αναμειγνύοντας μισοαλήθειες με κατάφωρα ψεύδη, ισχυριζόμενοι ότι οι Μάρτυρες παρέσυραν το λαό κάνοντάς τον να επαναστατεί εναντίον της κυβέρνησης, ότι πρόβλεπαν παγκόσμιο πόλεμο, ότι κήρυτταν το τέλος του κόσμου και ότι αρνούνταν να πληρώσουν φόρους! Ο ιερέας τζούτζου είπε στον περιφερειακό διοικητή ότι, εξαιτίας των Μαρτύρων, τα πνεύματα δεν έστελναν βροχή και ότι γι’ αυτόν το λόγο πείνα απειλούσε τη γη τους! Ο Καθολικός ιερέας είπε ότι οι Μάρτυρες έφταιγαν που ο Θεός δεν άκουγε τις προσευχές του και τις λειτουργίες του!
Οι ειλικρινείς άνθρωποι κατάλαβαν τι σήμαιναν πραγματικά αυτές οι επιθέσεις—ήταν ένδειξη φόβου από μέρους των θρησκευτικών ηγετών. Τους γέμιζε φόβο το ότι το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά άρχιζε να έχει μεγάλη απήχηση στο λαό. Αυτές οι επιθέσεις το μόνο που πέτυχαν ήταν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αδελφών στον Ιεχωβά. Μια έκθεση που γράφτηκε τότε δήλωνε: «Οι αδελφοί πραγματικά ‘μένουν σταθεροί με ένα πνεύμα, καθώς αγωνίζονται με μία ψυχή ώμο προς ώμο για την πίστη των καλών νέων’, και ο Ιεχωβά ευλογεί τις προσπάθειές τους φέρνοντας αύξηση. (Φιλιπ. 1:27) Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα συνεχίσει να το κάνει αυτό».
Συνέχισε ο Ιεχωβά να ευλογεί τις αποφασιστικές τους προσπάθειες; Ασφαλώς και συνέχισε! Παρ’ όλη τη σκληρή εναντίωση και το διωγμό, ο αριθμός εκείνων που συμμετείχαν στην επίδοση μαρτυρίας για το όνομά του και τη Βασιλεία του αυξήθηκε από 301 άτομα το 1948 σε 1.426 το 1958! Μερικές φορές, ωστόσο, οι αδελφοί έδιναν μαρτυρία στη φυλακή.
Δίνουν Πλήρη Μαρτυρία στη Φυλακή
Όταν ο Νταβίντ Ντενόν, από το Πόρτο-Νόβο, συνελήφθη επειδή δεν σταματούσε να υπηρετεί τον Ιεχωβά, θεώρησε τη φυλακή τομέα του. Και είχε ένα κατά γράμμα «αιχμαλωτισμένο» ακροατήριο! Το κήρυγμά του όμως δυσαρέστησε το διευθυντή της φυλακής, ο οποίος τον μετέφερε σε άλλη φυλακή. Ωστόσο, εκεί αντιμετώπισε καλύτερη μεταχείριση και μπόρεσε να κηρύξει στους άλλους κρατουμένους χωρίς εμπόδια. Ο ίδιος ο αρχιδεσμοφύλακας έδειξε ενδιαφέρον, και δύο άλλοι κρατούμενοι δέχτηκαν την αλήθεια και άρχισαν να κηρύττουν μαζί με τον αδελφό Ντενόν στον τομέα τους—μέσα στους τοίχους της φυλακής.
Στη διάρκεια της μέρας, ο αδελφός Ντενόν, ο οποίος έχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης, εργαζόταν ως ξυλουργός έξω από τη φυλακή, στο σπίτι του αστυνομικού διευθυντή. Όπως αποδείχτηκε, αυτός ο άντρας επίσης ενδιαφέρθηκε για το Γραφικό άγγελμα, επιτρέποντας μάλιστα στον αδελφό Ντενόν να πάει σπίτι του για να του φέρει έντυπα—τα ίδια εκείνα έντυπα εξαιτίας των οποίων φυλακίστηκε!
Σύντομα, έφτασε και άλλη βοήθεια για την κάλυψη αυτού του ασυνήθιστου τομέα. Το 1955 ήρθαν στο Μπενίν πενήντα ακόμη ευαγγελιζόμενοι από τη Νιγηρία για να βοηθήσουν στη διάδοση των καλών νέων σε απομονωμένα μέρη της χώρας. Όλα αυτά τα άτομα τα συγκέντρωσαν και τα μετέφεραν στην τοπική φυλακή. Δυστυχώς, δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους, και έτσι όλες οι αδελφές και μερικοί αδελφοί στάλθηκαν πίσω. Είκοσι εφτά αδελφοί, οι οποίοι κρατήθηκαν με την κατηγορία της διανομής «απαγορευμένων εντύπων», μεταφέρθηκαν ως υπόδικοι σε μια φυλακή στο εσωτερικό της χώρας. Ενόσω ήταν εκεί, δεν έχασαν καιρό. Όταν ήρθαν από τη Νιγηρία, δεν είχαν υπόψη τους ότι θα κάλυπταν αυτόν τον τομέα, αλλά εδώ υπήρχαν άνθρωποι που χρειαζόταν να ακούσουν τα καλά νέα. Ως αποτέλεσμα της δραστηριότητάς τους, τουλάχιστον 18 άτομα έδειξαν ενδιαφέρον, μεταξύ των οποίων υπάλληλοι της φυλακής καθώς και ο γιατρός της φυλακής.
Στα τέλη Αυγούστου, εκείνοι οι Μάρτυρες δικάστηκαν. Τα νέα για την υπόθεση αυτή είχαν διαδοθεί παντού, και παρευρέθηκαν πάνω από 1.600 άτομα. Καθολικοί ιερείς είχαν έρθει από αρκετά μέρη και έλεγαν σε πολλούς ότι ο κάθε αδελφός θα δικαζόταν 12 χρόνια—και αυτό πριν από τη δίκη!
Εντούτοις, ο δικαστής ήταν ευνοϊκά διακείμενος και επέτρεψε στους αδελφούς να δώσουν καλή μαρτυρία στο δικαστήριο. Παρομοίασε τους Μάρτυρες με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος δικάστηκε αν και δεν είχε διαπράξει ποτέ κάποια παράβαση. Ο δικαστής είπε ότι λυπόταν για το γεγονός πως έπρεπε να επιβάλει ποινή τρίμηνης φυλάκισης στους περισσότερους αδελφούς. Ωστόσο, οι ποινές υπολογίζονταν από τη στιγμή της σύλληψής τους, η οποία είχε γίνει πριν από τρεις σχεδόν μήνες. Οι αδελφοί έκαναν καλή χρήση του χρόνου που τους απέμενε στη φυλακή. Στη διάρκεια του Αυγούστου, διέθεσαν πάνω από 100 ώρες ο καθένας στο κήρυγμα του αγγέλματος της Βασιλείας μέσα στους τοίχους της φυλακής! Όλο αυτό το περιστατικό έφερε με εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Γραφικά Έντυπα στη Γλώσσα Γκουν
Όταν υπάρχουν έντυπα στη γλώσσα των απλών ανθρώπων, αυτό συμβάλλει πολύ στο να διδαχτούν τη Γραφική αλήθεια. Η γλώσσα γκουν μιλιέται ευρέως σε όλη τη χώρα. Πόσο χάρηκαν οι αδελφοί όταν το 1955 έλαβαν στη γλώσσα γκουν το φυλλάδιο Τι Πιστεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Το 1957 ακολούθησε η Διακονία της Βασιλείας, η οποία βοήθησε τους αδελφούς να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά τις Συναθροίσεις Υπηρεσίας και τη δράση τους στην υπηρεσία αγρού. Επίσης, κάποια Βιβλική εταιρία άρχισε να ανατυπώνει ολόκληρη την Αγία Γραφή στη γλώσσα γκουν.
Κατόπιν ήρθε το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Όταν έφτασαν τα πρώτα αντίτυπα, έγιναν διευθετήσεις για τη μελέτη αυτού του βιβλιαρίου σε όλες τις Μελέτες Βιβλίου Εκκλησίας. Στις αρχές του επόμενου έτους, έγινε διαθέσιμο για διανομή στο κοινό. Η επίδραση που είχε αυτό ήταν πράγματι αξιόλογη. Οι ταπεινοί άνθρωποι αυτής της χώρας δέχτηκαν με χαρά τις σαφείς εξηγήσεις που έδινε γύρω από τη Γραφική αλήθεια. Τον Απρίλιο του 1958, είχε επιτευχθεί ένας νέος ανώτατος αριθμός 1.426 ευαγγελιζομένων—84 τοις εκατό περισσότεροι από το μέσο όρο του προηγούμενου έτους.
Η ευρεία αποδοχή που είχαν αυτά τα έντυπα στη γλώσσα γκουν ήταν τόσο ενθαρρυντική ώστε σύντομα άρχισε η μετάφραση του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής». Πολυγραφημένα αντίγραφα της Σκοπιάς στη γλώσσα γκουν έγιναν επίσης διαθέσιμα, αρχής γενομένης από το τεύχος 1 Δεκεμβρίου 1960. Όλα αυτά τα έντυπα συνέβαλαν στο να αυξήσουν οι αδελφοί την εκτίμησή τους για την αλήθεια και να βοηθήσουν άλλους να απελευθερωθούν από την υποδούλωση στην ψεύτικη θρησκεία.
Μερικοί Αποδεικνύονται πως Δεν Ήταν «Σαν Εμάς»
Όταν ένα άτομο μαθαίνει πως το δίδαξαν ψεύδη, μπορεί να εγκαταλείψει γρήγορα την προηγούμενη θρησκεία του και να αρχίσει να λατρεύει τον Ιεχωβά. Αλλά για να συνεχίσει να ασκεί την αγνή λατρεία απαιτείται ταπεινοφροσύνη και γνήσια αγάπη για τον Ιεχωβά, προθυμία να προοδεύει σε Χριστιανική ωριμότητα και να εφαρμόζει το Λόγο του Θεού σε κάθε τομέα της ζωής. Δεν επιδίωξαν αυτή την πορεία όλοι όσοι άρχισαν να κηρύττουν στο Μπενίν με τόσο ενθουσιασμό. Μερικοί αποδείχτηκαν πως δεν ήταν «σαν εμάς».—1 Ιωάν. 2:19.
Όταν ένας επίσκοπος στην Εκκλησία Γκμπουγκμπουτά απομακρύνθηκε από την αλήθεια, προσπάθησε να πείσει τον Κουαντινού Τοβιουτζί να κάνει και αυτός το ίδιο. Ο αδελφός Τοβιουτζί τού υπενθύμισε διακριτικά πως, όταν υπηρετούσε τον Ιεχωβά, ο ίδιος έλεγε στους άλλους ότι η αγάπη μερικών για την αλήθεια θα ψυχραινόταν. (Ματθ. 24:12) Ο αδελφός Τοβιουτζί πρόσθεσε επίσης ότι, εφόσον είχε ψυχρανθεί η αγάπη του ίδιου του επισκόπου, μπορούσε λοιπόν να διακρίνει τώρα ότι τα όσα είχε πει η Γραφή ήταν αληθινά. Ο αδελφός Τοβιουτζί, ενεργώντας σοφά, δεν τον ακολούθησε αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιεχωβά.
Ωστόσο, δεν καταλάβαιναν καλά όλοι οι αδελφοί πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται σε εκείνους που δεν ήθελαν πια να ακολουθούν τους δίκαιους κανόνες του Θεού. Χρειάζονταν βοήθεια. Το 1959, ο Θεόφιλος Ιντογού, επίσκοπος περιοχής από τη Νιγηρία, διορίστηκε στην πόλη του Πόρτο-Νόβο για να εποικοδομήσει τους αδελφούς. Αυτοί χάρηκαν που τον είδαν, αλλά απογοητεύτηκαν κάπως όταν έμαθαν ότι δεν ήξερε τη γλώσσα τους. Χρειάζονταν μεταφραστές για τις ομιλίες του και για τις συζητήσεις με τους πρεσβυτέρους. Ο αδελφός Ιντογού διέκρινε ότι υπήρχαν προβλήματα στις εκκλησίες και ότι θα έπρεπε να τα χειριστεί. Αλλά εφόσον δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα, είχε περιορισμένες δυνατότητες. Αυτό τον στενοχωρούσε, και έτσι ξεκίνησε να μάθει τη γλώσσα γκουν. Έκανε ταχεία πρόοδο και σύντομα ήταν σε θέση να βοηθήσει τους αδελφούς ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις. Σταδιακά, τα προβλήματα τακτοποιήθηκαν· όσοι επέλεξαν να ακολουθήσουν έναν ηθικά ακάθαρτο τρόπο ζωής και προσκολλήθηκαν σε αυτόν απομακρύνθηκαν από την εκκλησία.
Μια από τις βασικές αδυναμίες εξακολουθούσε να είναι η έλλειψη κατανόησης από μέρους των πιο καινούριων ατόμων τα οποία δεν μπορούσαν να διαβάζουν και να γράφουν. Ωστόσο, εκείνοι που κατανόησαν ξεκάθαρα την αλήθεια και την εντύπωσαν στην καρδιά τους έκαναν ριζικές αλλαγές στη ζωή τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Ζερμέν Αντομαού.
Ένας Πολύγαμος Βρίσκει μια Καλύτερη Οδό
Ο πατέρας του Ζερμέν Αντομαού είχε 12 συζύγους. Αλλά ο Ζερμέν, προτού ακόμη γίνει Μάρτυρας, αποφάσισε να παντρευτεί μία μόνο σύζυγο. Έβλεπε ότι, μολονότι οι πολλές σύζυγοι ήταν ένδειξη πλούτου και επιρροής, υπήρχαν έντονες λογομαχίες και φθόνος ανάμεσα στις συζύγους του πατέρα του. Ωστόσο, όταν ο Ζερμέν παντρεύτηκε, η σύζυγός του παρέμεινε άτεκνη, και αυτό θεωρείται ντροπή από μερικούς Αφρικανούς. Παρά τις προηγούμενες καλές προθέσεις του, σύντομα παντρεύτηκε άλλες δύο συζύγους. Αργότερα παντρεύτηκε άλλες δύο, και έτσι συνολικά είχε πέντε. Προτού περάσει πολύς καιρός, άρχισαν μέσα στο δικό του σπιτικό οι έντονες αντιζηλίες και ο φθόνος. Προσπαθώντας να ξεχάσει αυτά τα προβλήματα, στράφηκε σε άλλες γυναίκες με τις οποίες δεν ήταν παντρεμένος. Το σπίτι του έγινε όπως το σπίτι του πατέρα του, το οποίο αντιπαθούσε τόσο πολύ.
Μολονότι ήταν φετιχιστής, ζήτησε παρηγοριά και συμβουλή από έναν Καθολικό ιερέα, ο οποίος του είπε ότι για να πάει στον ουρανό θα έπρεπε να βαφτιστεί. Ο ιερέας δεν ανέφερε τίποτα για τη φετιχιστική του λατρεία, τις πέντε συζύγους του ή τα όσα έλεγε η Γραφή όσον αφορά το αν πρέπει να έχει ένας άντρας σχέσεις με γυναίκες τις οποίες δεν έχει παντρευτεί. Ο Ζερμέν βαφτίστηκε ως Καθολικός και συνέχισε τη φετιχιστική του θρησκεία και την πολυγαμία. Ουσιαστικά δεν είχε αλλάξει τίποτα. Αργότερα, το 1947, βρήκε ένα αντίτυπο του βιβλίου «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς». Όταν το διάβασε, απελευθερώθηκε από την Καθολική Εκκλησία και από τη φετιχιστική του θρησκεία. Ωστόσο, η πολυγαμία και ο ανήθικος τρόπος ζωής κρατούσαν ακόμη δέσμια την καρδιά του. Αντιλήφθηκε ότι για να γίνει μέλος του λαού του Ιεχωβά θα έπρεπε να τα εγκαταλείψει αυτά. Κατόπιν, κάποια μέρα, τα πράγματα άλλαξαν.
Μερικά μέλη της Εκκλησίας Αμπομέι των Μαρτύρων του Ιεχωβά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Αυτά τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό. Ο Ζερμέν ποτέ δεν είχε ξαναδεί να συμπεριφέρονται με τέτοιον τρόπο σε μέλη άλλων θρησκειών. Εντυπωσιάστηκε βαθιά από το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν διατεθειμένοι να υπομείνουν διωγμό προκειμένου να κηρύξουν το Γραφικό άγγελμα. Πείστηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν οι αληθινοί Χριστιανοί. (2 Τιμ. 3:12) Πήρε τις αποφάσεις του. Εγκατέλειψε τον πολυγαμικό τρόπο ζωής του, συμμορφώθηκε με τις Γραφικές διδασκαλίες και αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιεχωβά Θεό.
Ωστόσο, η νέα του πίστη δεν του επέτρεπε να αρκεστεί απλώς στο να εγκαταλείψει τις πρώην συζύγους του. Μολονότι δεν ζούσε πια μαζί τους, φρόντιζε για τις ανάγκες τους από υλική και πνευματική άποψη, μέχρις ότου παντρεύτηκαν αργότερα. Δύο από τις πρώην συζύγους του αργότερα αφιερώθηκαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά· η νεότερη παντρεύτηκε έναν ολοχρόνιο διάκονο και τελικά υπηρέτησε μαζί με το σύζυγό της στο έργο περιοχής. Πολλά από τα παιδιά τα οποία γεννήθηκαν από τους γάμους του την εποχή που ήταν πολύγαμος έμαθαν επίσης την αλήθεια.
Η Επιθυμία ενός Ετοιμοθάνατου
Υπήρχαν και άλλα άτομα που διψούσαν για την αλήθεια. Ο Άμος Τζεγκόν ήταν ο ηγέτης της Μεθοδιστικής εκκλησίας στο Κιλιμπό, ένα χωριό στα βόρεια του Μπενίν, και ο Σάιλας Φαγκμποχούν ήταν ένα από τα εξέχοντα μέλη της. Όταν όμως κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά επισκέφτηκε τον Σάιλας Φαγκμποχούν, αυτός είπε με ειλικρίνεια ότι ο ίδιος και πολλοί άλλοι ήταν δυσαρεστημένοι με τη σύγχυση που επικρατούσε στην εκκλησία τους και ότι ήξεραν πως ανάμεσά τους επιτρέπονταν εσφαλμένες συνήθειες. Ο ίδιος είχε δύο συζύγους και πολυάριθμες παλλακίδες, μία από τις οποίες ήταν η σύζυγος ενός από τους σημαντικότερους λαϊκούς ιεροκήρυκες της εκκλησίας του.
Όταν οι Μάρτυρες επισκέφτηκαν τον Άμος Τζεγκόν, αυτός συγκέντρωσε πολλά από τα μέλη της εκκλησίας του τα οποία ήξερε ότι πεινούσαν για την αλήθεια. Ο επίσκοπος περιοχής, ο οποίος έκανε την επίσκεψή του εκείνον τον καιρό, τους έδειξε πώς να μελετούν την Αγία Γραφή με τη βοήθεια του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής» και του βιβλιαρίου «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Τους έδειξε επίσης πώς να κάνουν καλή χρήση του εδαφίου της ημέρας. Πολλοί από αυτούς, περιλαμβανομένου του Άμος Τζεγκόν και του Σάιλας Φαγκμποχούν, δέχτηκαν με μεγάλη χαρά τα όσα έμαθαν.
Ασφαλώς, ο Σάιλας Φαγκμποχούν επιθυμούσε βαθιά να δεχτεί η σύζυγός του και τα παιδιά του τη νέα του πίστη, αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση. Την τελευταία νύχτα προτού πεθάνει, τον Ιούνιο του 1963, ο Σάιλας κάλεσε το μεγάλο του γιο, τον Ζοζέφ, στο κρεβάτι του και του είπε: «Λυπάμαι που μέχρι στιγμής δεν έχεις λάβει σταθερή στάση υπέρ της αληθινής θρησκείας. Να ξέρεις ότι αυτό που τώρα απορρίπτεις είναι η αλήθεια που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Προσεύχομαι ώστε ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου στο δύσκολο έργο που σου αφήνω· στο εξής, εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα τα αδέλφια σου. Να τα φροντίζεις από υλική και, ιδιαίτερα, από πνευματική άποψη». Θα πραγματοποιούνταν η τελευταία επιθυμία του αδελφού Φαγκμποχούν;
Ο Ζοζέφ φαινόταν να μένει αμετακίνητος στις απόψεις του. Αργότερα, γράφτηκε σε ένα Προτεσταντικό γυμνάσιο στο Κοτονού. Ενόσω ήταν εκεί, κάποια μέρα άνοιξε μια συζήτηση από τις Γραφές με τον εφημέριο ενώπιον της τάξης, η οποία είχε 80 μαθητές. Στις περισσότερες ερωτήσεις ο εφημέριος απαντούσε με τα λόγια: «Αυτό παραμένει θείο μυστήριο». Με τη βοήθεια του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής», ο Ζοζέφ μπόρεσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σε πολλές Γραφικές ερωτήσεις. Έχοντας ακόμη στα αφτιά του την τελευταία παράκληση του πατέρα του, ο Ζοζέφ ζήτησε δημόσια, ενώπιον όλης της τάξης και του εφημέριου, να διαγραφεί το όνομά του από τους καταλόγους των μελών της Προτεσταντικής εκκλησίας. Ήταν ελεύθερος! Βαφτίστηκε τον Ιούλιο του 1964 και ανέλαβε την υπηρεσία τακτικού σκαπανέα το 1969.
Η σύζυγος του αδελφού Φαγκμποχούν, η Λιντί, αν και ήταν πολύ καλοσυνάτο και καλόκαρδο άτομο, δεν έβλεπε κάποιο λόγο για να αλλάξει τη θρησκεία της. Πίστευε ότι μπορούσε να αποκτήσει αιώνια ζωή και ωστόσο να παραμείνει Προτεστάντρια. Τα μάτια της, όμως, άνοιξαν όταν ένας ηλικιωμένος πάστορας στην εκκλησία της τής ζήτησε να έχουν σεξουαλικές σχέσεις για να την «παρηγορήσει» επειδή ήταν χήρα! Δεν ξαναπάτησε ποτέ το πόδι της σε εκείνη την εκκλησία! Λαβαίνοντας ενθάρρυνση από το γιο της και βοήθεια από έναν ειδικό σκαπανέα, άρχισε να μελετάει με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αργότερα, όχι μόνο βαφτίστηκε εκείνη αλλά και όλα σχεδόν τα παιδιά της έκαναν την αλήθεια κτήμα τους.
Φτάνουν Ιεραπόστολοι Εκπαιδευμένοι στη Γαλαάδ
Πόσο χάρηκαν οι αδελφοί όταν οι πρώτοι ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ έφτασαν στις 3 Φεβρουαρίου 1963! Ο Κιθ και η Κάρολ Ρόμπινς ήταν απόφοιτοι της 37ης τάξης της Γαλαάδ. Βρήκαν ένα σπίτι και σύντομα άρχισαν να μαθαίνουν τη γλώσσα γκουν. Οι αδελφοί ενθαρρύνθηκαν πολύ από την παρουσία αυτών των ομοπίστων οι οποίοι ήταν λευκοί—ένα στοιχείο που αποδείκνυε σε αυτούς την ενότητα της παγκόσμιας αδελφότητας. Ταξιδεύοντας με ποδήλατο, οι ιεραπόστολοι, όχι μόνο επισκέπτονταν τις εκκλησίες στη σαβάνα, αλλά εκπαίδευαν επίσης άλλα διορισμένα άτομα να κάνουν το ίδιο. Όταν αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στον Καναδά, προκειμένου να φροντίσουν για ορισμένες οικογενειακές ευθύνες, οι τοπικοί αδελφοί το θεώρησαν μεγάλη απώλεια.
Τους επόμενους μήνες, διορίστηκαν άλλοι δύο Καναδοί ιεραπόστολοι στο Μπενίν—ο Λουί και η Ελονόρ Καρμπονό. Αυτοί γνώριζαν τη γαλλική, και έτσι λίγο μετά την άφιξή τους ιδρύθηκε μια γαλλόφωνη εκκλησία στο Κοτονού. Το γεγονός ότι υπήρχαν πολλά έντυπα για μελέτη στη γαλλική γλώσσα συνέβαλε στη γρήγορη πνευματική ανάπτυξη εκείνης της ομάδας.
Ο αδελφός Καρμπονό ήταν ο εισηγητής της Συνέλευσης Περιφερείας «Καρποφορία του Πνεύματος» που διεξάχθηκε στην Αμπομέι το Νοέμβριο του 1964. Η αστυνομία ήταν εκεί, όπως συνηθίζεται στις μεγάλες συγκεντρώσεις. Δεν βρήκαν κάτι το παράτυπο· στην πραγματικότητα, ήταν πολύ φιλικοί με τους αδελφούς και απόλαυσαν τις Γραφικές ομιλίες. Επίσης, θαύμασαν βλέποντας 1.442 άτομα, μερικούς από τα βόρεια και άλλους από τα νότια, να είναι όλοι μαζί σαν αδέλφια. Αυτό ήταν κάτι το αξιοσημείωτο, εφόσον εκείνον τον καιρό υπήρχαν αναταραχές που οδηγούσαν σε συγκρούσεις ανάμεσα στους βόρειους και στους νότιους.
Υπηρέτησαν και άλλοι ιεραπόστολοι στο Μπενίν—μερικοί για λίγο μόνο· άλλοι όμως ήρθαν με την επιθυμία να κάνουν το Μπενίν σπίτι τους. Έπειτα από κάποια καθυστέρηση εξαιτίας πολιτικών αναταραχών στο Μπενίν, έφτασαν στις αρχές του 1966 ο Ντον και η Βιρτζίνια Γουόρντ καθώς και ο Κάρλος και η Μαίρη Πρόσερ. Το Μάρτιο του 1966, λίγο μετά την άφιξή τους, ιδρύθηκε γραφείο τμήματος στο Κοτονού για να επιβλέπει το κήρυγμα των καλών νέων σε αυτή τη χώρα.
Από το 1948 ακόμη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν επιδιώξει να αναγνωριστεί επίσημα το Βιβλικό εκπαιδευτικό έργο τους στο Μπενίν, αλλά το αίτημά τους είχε απορριφτεί. Πόση χαρά ένιωσαν, λοιπόν, όταν είδαν το όνομα Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Μπενίν, με τη γνωστοποίηση ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούσαν να διδάσκουν την Αγία Γραφή από πόρτα σε πόρτα σε όλα τα μέρη της χώρας και ότι θα επιτρεπόταν στους ιεραποστόλους να ενασχολούνται στο έργο τους ανεμπόδιστα!
Καιρός για Γάμο
Πριν από το 1966, η κυβέρνηση δεν είχε κάνει κάποια πρόβλεψη για τη νομική καταχώρηση των γάμων. Όλοι οι γάμοι τελούνταν με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά οι αδελφοί έστελναν επίσης στο γραφείο τμήματος μια ενυπόγραφη δήλωση. Ωστόσο, το 1966 η κυβέρνηση έκανε πρόβλεψη για τη νομική καταχώρηση των γάμων, αν και αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό. Οι ιεραπόστολοι έδειξαν στους τοπικούς Μάρτυρες ότι ήταν σημαντικό να καταχωρούν το γάμο τους, σε αρμονία με αυτή τη νομική πρόβλεψη.
Αυτό συνεπαγόταν διάφορα προβλήματα για τους αδελφούς. Πρώτον, χρειάζονταν χρήματα—χρήματα που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν. Δεύτερον, έπρεπε να προσδιοριστούν οι ημερομηνίες γέννησης των νεονύμφων. Αυτές δεν ήταν πάντα γνωστές, εφόσον σπάνια τηρούνταν ακριβή αρχεία. Παρ’ όλα αυτά τα εμπόδια, όμως, ο λαός του Ιεχωβά ήταν αποφασισμένος να κάνει γάμους που ήταν ‘άξιοι τιμής’ ενώπιον του Θεού.—Εβρ. 13:4.
Οι Μάρτυρες στο Ετάν, ένα χωριό όπου τα περισσότερα σπίτια είναι χτισμένα πάνω σε πασσάλους, αποφάσισαν ότι, αντί να πάνε 25 ζευγάρια στο ληξίαρχο, θα κόστιζε λιγότερο αν φρόντιζαν να έρθει εκείνος στο χωριό. Εφόσον τα άτομα ήταν τόσο πολλά, ο ληξίαρχος δέχτηκε. Όταν τελικά έφτασε, βρήκε 60 ζευγάρια να περιμένουν να καταχωρηθεί ο γάμος τους! Τι είχε συμβεί; Ενόσω γίνονταν προετοιμασίες για αυτή τη μαζική γαμήλια τελετή, οι άλλοι χωρικοί έμαθαν τα νέα. Εφόσον οι δικοί τους εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν τους πρόσφεραν καμιά βοήθεια για να καταχωρήσουν το γάμο τους, ρώτησαν τους Μάρτυρες αν θα μπορούσαν να επωφεληθούν και αυτοί από τις υπηρεσίες του ληξίαρχου όταν θα ερχόταν. Μέσα σε μια περίοδο τεσσάρων περίπου μηνών, το μέγεθος της εκκλησίας εξακοντίστηκε στους 90 ευαγγελιζομένους από τους 69 που υπήρχαν.
Εξασφάλιση Κατάλληλου Γραφείου Τμήματος
Για να λειτουργεί ομαλά το γραφείο τμήματος, χρειάζονταν κατάλληλες εγκαταστάσεις. Ο Ντον Γουόρντ ήταν οικοδόμος προτού αναλάβει την ολοχρόνια υπηρεσία. Το 1968 χρησιμοποίησε αυτή την πείρα του για την οικοδόμηση ενός γραφείου τμήματος στο Κοτονού το οποίο θα ήταν και ιεραποστολικός οίκος. Με τη βοήθεια 16 σκαπανέων και πολλών άλλων τοπικών Μαρτύρων, η οικοδόμηση διήρκεσε ουσιαστικά μόνο οχτώ μήνες. Στο ισόγειο των εγκαταστάσεων υπήρχε μια υπέροχη Αίθουσα Βασιλείας, καθώς και ο χώρος των γραφείων, η τραπεζαρία και το τμήμα αποστολής. Πάνω υπήρχαν έξι κρεβατοκάμαρες με θέα ένα μεγάλο κήπο γεμάτο φοινικόδεντρα. Πέρα από το φράχτη του κήπου, μπορούσε κάποιος να δει μια αστραφτερή λιμνοθάλασσα με ψαράδες πάνω σε μονόξυλα κανό.
Η 12η Ιανουαρίου του 1969 θα μείνει στη θεοκρατική ιστορία του Μπενίν ως μια ειδική μέρα. Εκείνη τη μέρα έγινε η αφιέρωση των εγκαταστάσεων του νέου τμήματος και του ιεραποστολικού οίκου στον Ιεχωβά. Οι αδελφοί έβλεπαν αυτό το θαυμάσιο κτίριο ως πραγματική απόδειξη της ευλογίας του Ιεχωβά πάνω στο έργο τους. Ωστόσο, πιο πολύ ακόμη από αυτό το κτίριο, άξιζαν οι Χριστιανικές προσωπικότητες που οικοδομούνταν με θεοσεβείς ιδιότητες.
Εντιμότητα—Η Ορθή Οδός
Ο Ντανιέλ Αϊναντού, ο οποίος εργαζόταν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, κάποια μέρα αντιμετώπισε μια δοκιμή της ποιότητας της Χριστιανικής του προσωπικότητας. Ενώ πήγαινε το παντελόνι κάποιου πελάτη στο καθαριστήριο, βρήκε σε μια τσέπη ένα ποσό που αντιστοιχούσε με 370.000 δραχμές περίπου. Εκείνο το ποσό ισοδυναμούσε με αυτά που θα κέρδιζε σε δύο χρόνια. Τι θα έκανε; Φανταστείτε· είχε μια ολόκληρη περιουσία στα χέρια του και τριγύρω δεν υπήρχε κανείς άλλος.
Ο αδελφός είχε βαφτιστεί πριν από λίγο μόνο καιρό, αλλά πρόσφατα είχε διαβάσει στη Σκοπιά ένα άρθρο για την εντιμότητα. Ήταν αποφασισμένος να μη δυσαρεστήσει τον Θεό με το να κρατήσει παράνομα αυτά τα χρήματα. Μίλησε για τα χρήματα στον υπάλληλο υποδοχής του ξενοδοχείου. Όταν όμως ο υπάλληλος είδε όλα εκείνα τα χρήματα, πήρε παράμερα τον αδελφό μας και του είπε: «Ας κρατήσουμε τα χρήματα χωρίς να πούμε κουβέντα». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε ο αδελφός μας. «Είμαι Χριστιανός και Μάρτυρας του Ιεχωβά». «Και εγώ είμαι Χριστιανός», διαμαρτυρήθηκε ο υπάλληλος. «Πηγαίνω τακτικά στην Καθολική εκκλησία. Δεν βλέπω τίποτα το κακό στο να κρατήσουμε τα χρήματα. Στο κάτω κάτω, ο άνθρωπος αυτός τα έχασε, έτσι δεν είναι;» Ανένδοτος, ο αδελφός μας πήγε τα χρήματα στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, ο οποίος τα έβαλε στο χρηματοκιβώτιο.
Λίγο αργότερα, ο πελάτης επέστρεψε στο δωμάτιό του και άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα για τα χρήματά του—κάτω από το κρεβάτι, στην ντουλάπα, πίσω από τις καρέκλες. Δεν τα έβρισκε πουθενά. Πολύ στενοχωρημένος, πήγε στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι τα χρήματά του δεν χάθηκαν αλλά βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. Όταν έμαθε ότι κάποιος από το προσωπικό του ξενοδοχείου τα είχε επιστρέψει, ο πελάτης ζήτησε να συναντήσει αυτό το έντιμο άτομο. Πολύ εντυπωσιασμένος, ο πελάτης είπε: «Ξέρω ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι καλοί άνθρωποι. Όταν επιστρέψω στη Γαλλία, θα πάω σίγουρα να τους βρω, επειδή θέλω να μάθω περισσότερα για αυτούς». Ακόμη και ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ο οποίος προηγουμένως δεν έδινε σημασία στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είπε τώρα ότι ήταν ευτυχής που είχε τέτοιους υπαλλήλους.
Αυτό το περιστατικό δεν ξεχάστηκε εύκολα. Αργότερα, ένας άλλος πελάτης είπε ότι έχασε κάποιο μικροποσό και κατηγόρησε τον αδελφό Αϊναντού πως το είχε κλέψει. Όταν ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου το άκουσε αυτό, υπερασπίστηκε αμέσως τον αδελφό και αφηγήθηκε εκείνο το περιστατικό.
Στα επόμενα χρόνια, υπήρχαν σταθερές αυξήσεις στον αριθμό των δραστήριων Μαρτύρων στο Μπενίν. Το 1971, είκοσι δύο ιεραπόστολοι υπηρετούσαν στον αγρό καθώς και στο γραφείο τμήματος εδώ. Το 1975, υπήρχαν 2.381 ευαγγελιζόμενοι δραστήριοι στη διακονία αγρού, σε σύγκριση με τον ανώτατο αριθμό των 290 μόνο που υπήρχαν το 1950. Ο Ιεχωβά ασφαλώς ευλόγησε τα άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά και τα οποία απελευθερώθηκαν από τα δεσμά της ψεύτικης θρησκείας. Ωστόσο, αυτή η αύξηση δεν ήταν ευχάριστη για όλους. Στον ορίζοντα άρχισαν να συσσωρεύονται ακόμη πιο μαύρα σύννεφα διωγμού.
Αλλαγές στην Κυβέρνηση
«Πουρ λα ρεβολουσιόν;» (Έτοιμος για την επανάσταση;) «Πρε!» (Έτοιμος!) Τέτοιου είδους χαιρετισμοί ακούγονταν συχνά στους δρόμους του Μπενίν καθώς το μαρξιστικό-λενινιστικό καθεστώς ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας στις αρχές του 1975. Στο τέλος κάθε επιστολής που έστελναν οι κυβερνητικές υπηρεσίες, υπήρχαν τα λόγια: «Έτοιμοι για την επανάσταση, ο αγώνας συνεχίζεται!»
Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι ο λαός του Ιεχωβά τηρεί ουδετερότητα σε πολιτικά ζητήματα, και η Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή τους δεν τους επιτρέπει να επαναλαμβάνουν τέτοια συνθήματα. (Ιωάν. 15:19· 18:36) Αυτό επέφερε πάνω τους μεγάλη έχθρα.
Νοέμβριος 1975—Λαβαίνει Χώρα μια Σύλληψη
Ο Πιερ Βορού ενασχολούνταν στη διακονία αγρού το Νοέμβριο του 1975 όταν συνάντησε έναν άντρα ο οποίος τον χαιρέτησε με κάποιο πολιτικό σύνθημα. Όταν ο αδελφός Βορού δεν απάντησε καταφατικά, οδηγήθηκε αμέσως στο αστυνομικό τμήμα. Η αστυνομία προσπάθησε να τον κάνει να επαναλάβει τα συνθήματα, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τον ανάγκασαν να περπατάει με τα γόνατα και τους αγκώνες επί ώρες. Ο αδελφός Βορού παρέμεινε σταθερός.
Τελικά, μερικοί αδελφοί μίλησαν με τους υπεύθυνους αστυνομικούς και, επειδή ήταν Κυριακή, εκείνοι συμφώνησαν να τον αφήσουν ελεύθερο στο τέλος της μέρας. Αυτό που συνέβη αφύπνισε τους αδελφούς σε σχέση με όσα επρόκειτο να συμβούν.
Δεκέμβριος 1975—Προειδοποιήσεις από το Ραδιόφωνο και τις Εφημερίδες
Στη διάρκεια του Δεκεμβρίου, ο κρατικός ραδιοσταθμός «Η Φωνή της Επανάστασης» εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της οργανωμένης θρησκείας ως σύνολο. Αναφέρθηκε ότι ομάδες νεαρών λεηλάτησαν ορισμένους ναούς. Πολλοί επαναστάτες προειδοποίησαν τους Μάρτυρες να πάψουν να κηρύττουν. Στις 14 Ιανουαρίου 1976, οι ιθύνοντες είχαν ήδη αρχίσει να παρεμποδίζουν τη δημόσια μαρτυρία σε ορισμένα μέρη. Οι Αίθουσες Βασιλείας είχαν σφραγιστεί σε έξι τοποθεσίες, και οι συναθροίσεις είχαν διακοπεί σε τρία ιδιωτικά σπίτια. Στο Ετάν, η Αίθουσα Βασιλείας είχε καταληφθεί και χρησιμοποιούνταν για πολιτικές συναντήσεις. Ωστόσο, σε μερικά από τα μεγαλύτερα κέντρα, οι σκαπανείς και οι ιεραπόστολοι μπορούσαν ακόμη να συνεχίζουν τη διακονία χωρίς πολλές παρεμβάσεις.
Μάρτιος 1976—Αυξάνονται οι Περιορισμοί
Στις 24 Μαρτίου 1976, το γραφείο τμήματος στο Μπενίν ανέφερε τα εξής στο Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά: «Οι αρχές σε διάφορα τμήματα της χώρας συνεχίζουν να περιορίζουν τις θρησκευτικές δραστηριότητες με ποικίλους τρόπους. Πολλές φετιχιστικές τελετές, καθώς και άλλες θρησκευτικές τελετές, έχουν απαγορευτεί σε πολλά μέρη της χώρας. Επίσης, το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι ή σε διάφορες περιοχές των πόλεων και των χωριών έχει απαγορευτεί».
Έπειτα από δυο εβδομάδες, το γραφείο ανέφερε επίσης τα εξής στο Κυβερνών Σώμα: «Σε μια περιοχή στα βόρεια (Γκουκά) όλοι οι αδελφοί της εκκλησίας (αλλά όχι οι αδελφές) συνελήφθησαν και κρατήθηκαν επί 72 ώρες. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση για να πάψουν οι αδελφοί να ενασχολούνται στο έργο κηρύγματος καθώς και μια προσπάθεια να τους αναγκάσουν να επαναλάβουν πολιτικά συνθήματα, πράγμα που αρνήθηκαν να κάνουν. . . . Είπαν στους αδελφούς ότι θα μπορούσαν να συναθροίζονται στην Αίθουσα Βασιλείας τους υπό τον όρο πως θα έβαζαν στην πρόσοψή της μια σημαία και, τόσο πριν όσο και έπειτα από κάθε συνάθροιση, θα έπρεπε να τραγουδάνε πολιτικά τραγούδια και συνθήματα. Οι αδελφοί ήξεραν ότι δεν μπορούσε να γίνει αυτό και αναγκάστηκαν να συνεχίσουν τις συναθροίσεις τους στα σπίτια των αδελφών».
Απρίλιος 1976—Συλλαμβάνονται Αδελφοί στο Κοτονού
Η πολιτική ένταση συνέχισε να αυξάνεται σε όλη τη χώρα. Στις αρχές Απριλίου, στους περισσότερους χώρους εργασίας υπήρχαν κάθε εβδομάδα περίοδοι μελέτης γύρω από τα πολιτικά συνθήματα, τις τελετές της σημαίας, τον εθνικό ύμνο και τα μαθήματα «ιδεολογίας». Όσοι δεν συμμετείχαν σε αυτές τις συγκεντρώσεις έπρεπε να καταδίδονται στις αρχές. Μια τέτοια συγκέντρωση συγκλήθηκε σε κάποια περιοχή του Κοτονού όπου εργάζονταν τέσσερις αδελφοί, τρεις άντρες και μία γυναίκα. Οι άντρες αρνήθηκαν να παραστούν· η γυναίκα πήγε αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει. Όταν πήγαν στην εργασία τους την επόμενη Δευτέρα, τους ανάγκασαν, πρώτα την αδελφή και κατόπιν τους τρεις άντρες αδελφούς, να τρέχουν στους δρόμους μπροστά από ένα αστυνομικό όχημα μέχρις ότου φτάσουν στο αρχηγείο της αστυνομίας—μια απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων. Η αδελφή ήταν τότε τεσσάρων μηνών έγκυος. Στο αστυνομικό τμήμα, η στάση τους δεν άλλαξε· αρνήθηκαν να επαναλάβουν τα πολιτικά συνθήματα. Αν και υπέστησαν άγριο ξυλοδαρμό, παρέμειναν ισχυροί—τα χτυπήματα δεν διέρρηξαν την πίστη τους.
Ο Κάρλος Πρόσερ, εκ μέρους της Επιτροπής του Τμήματος του Μπενίν, έγραψε τα εξής στο Κυβερνών Σώμα στις 7 Απριλίου 1976: «Λίγο πριν αρχίσω να γράφω αυτή την επιστολή, ο περιφερειακός διοικητής μαζί με το φρουρό του και το γραμματέα του ήρθαν να με επισκεφτούν. Έκανε ερωτήσεις γύρω από τα συνθήματα, το χαιρετισμό της σημαίας, κτλ., και μπόρεσα να συζητήσω μαζί του μερικά από αυτά τα σημεία. Ανέφερε ακόμη ότι μερικοί δικοί μας είχαν συλληφθεί επειδή δεν συμμετείχαν σε αυτά τα πράγματα και έκανε λόγο επίσης για έναν κατάλογο ονομάτων που ετοίμαζε. Η επίσκεψη είχε αρκετά φιλικό χαρακτήρα, αλλά ο περιφερειακός διοικητής ήταν εντελώς σαφής σε ορισμένα σημεία, λέγοντας, για παράδειγμα, ότι δεν μας επιτρεπόταν πλέον να κηρύττουμε στα σπίτια των ανθρώπων αλλά θα έπρεπε να παραμένουμε στο ‘ναό’ μας. Δεν γνωρίζουμε τι σκέφτονται να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που έχουν θέσεις εξουσίας, αλλά ένα είναι βέβαιο: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά γίνονται γνωστοί όσο ποτέ άλλοτε, και προσευχόμαστε ώστε όλα αυτά να καταλήξουν σε μαρτυρία. Όλοι οι ιεραπόστολοι αρχίζουν να αναρωτιούνται πόσος καιρός ακόμη μας έχει απομείνει εδώ».
Κλιμακώνεται η Ένταση του Διωγμού
Στις 16 Απριλίου 1976, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή προς το έθνος, ο υπουργός εσωτερικών επέκρινε έντονα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μεταξύ άλλων, είπε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται να συμμετάσχουν σε μαθήματα ιδεολογίας και ότι διδάσκονται πως δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν πολιτικά συνθήματα. Με καυστική γλώσσα, δήλωσε ότι, αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν άλλαζαν τη στάση τους ως το τέλος του μήνα, όλοι οι εκπρόσωποί τους οι οποίοι είναι ‘εξουσιοδοτημένοι πράκτορες της C.I.A.’—μια κακοπαράσταση του ρόλου των ιεραποστόλων—θα απελαύνονταν από τη χώρα!
Τέτοιου είδους σχόλια μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο επί δύο περίπου εβδομάδες σε όλο το Μπενίν. Πολλοί που δεν είχαν ακούσει ποτέ προηγουμένως για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισαν να αναρωτιούνται: ‘Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους γίνεται τόσος λόγος;’ Τέτοιες εκπομπές έκαναν την περιέργεια να φουντώνει, και το όνομα του Ιεχωβά ακουγόταν σε όλη τη χώρα σε βαθμό που οι ίδιοι οι Μάρτυρες δεν θα μπορούσαν να καταφέρουν μέσω του δημόσιου έργου τους που τώρα ήταν απαγορευμένο.
Ένας άλλος εκπρόσωπος από το γραφείο του περιφερειακού διοικητή ήρθε στο γραφείο τμήματος για να καταγράψει τα ονόματα και τα στοιχεία όλων όσων έμεναν εκεί. Ήθελαν τα ονόματα όλων των υπεύθυνων αδελφών στη χώρα. Τους δόθηκαν τα ονόματα των ιεραποστόλων που ζούσαν στο γραφείο/ιεραποστολικό οίκο. Όταν έφυγαν, οι αδελφοί απομάκρυναν από το κτίριο όλα τα αρχεία και τα έγγραφα της Εταιρίας και τα έκρυψαν προσεκτικά.
Την επομένη, 17 Απριλίου, επέστρεψαν δύο αστυνομικοί, ζητώντας να δουν τον υπεύθυνο. Κάπνιζαν και οι δύο, και ο αδελφός Πρόσερ τους είπε ότι θα έπρεπε να σβήσουν τα τσιγάρα τους προτού περάσουν. Συμμορφώθηκαν με το αίτημα και τους επιτράπηκε να μπουν. Ζητούσαν ξανά τα ονόματα όλων των υπεύθυνων αδελφών σε όλη τη χώρα. Αλλά τώρα δεν μπόρεσαν να βρουν πουθενά τα σημαντικά αρχεία του τμήματος, παρ’ όλο που είχαν αποφασίσει να κάνουν έρευνα.
Τελευταίες Ώρες για τους Ιεραποστόλους
Στις 26 Απριλίου 1976, μερικοί αδελφοί σκέφτηκαν ότι θα ήταν σοφό να πάνε στον περιφερειακό διοικητή στο Ακπάκπα του Κοτονού για να εξηγήσουν πιο καθαρά τα ζητήματα. Αν το γραφείο τμήματος ήξερε τις προθέσεις τους, θα είχε αποτραπεί αυτή η ενέργεια. Μολονότι μερικοί τοπικοί πρεσβύτεροι προσπάθησαν να μεταπείσουν αυτή την καλοπροαίρετη αντιπροσωπεία, εκείνοι επέμεναν να πάνε. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Αφού μίλησε λίγο μαζί τους, ο περιφερειακός διοικητής φώναξε μερικά πολιτικά συνθήματα και, όταν εκείνοι δεν απάντησαν, τους συνέλαβε.
Εκείνη τη στιγμή, στη χώρα είχαν απομείνει οι 10 από τους 13 ιεραποστόλους. Ο αδελφός και η αδελφή Μαχόν περίμεναν μωρό και προετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην Αγγλία σε λίγες εβδομάδες. Ενόψει της απειλητικής κατάστασης, το γραφείο τούς είχε ενθαρρύνει να φύγουν όσο το δυνατόν συντομότερα αντί να περιμένουν ως την τελευταία στιγμή. Αυτό και έκαναν. Η Μαριάν Ντέιβις, από τον ιεραποστολικό οίκο στο Πόρτο-Νόβο, βρισκόταν στον Καναδά επειδή η μητέρα της ήταν άρρωστη.
Το βράδυ της 26ης Απριλίου, οι υπόλοιποι ιεραπόστολοι ήταν πλέον «κρατούμενοι» στον Οίκο Μπέθελ—ούτε εκείνοι μπορούσαν να βγουν ούτε κάποιος άλλος μπορούσε να μπει. Τηλέφωνο δεν υπήρχε. Οι ιεραπόστολοι άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους σε περίπτωση που απελαύνονταν.
27 Απριλίου 1976—Συλλαμβάνεται ο Συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος
Το επόμενο πρωινό, ένας ένοπλος αστυνομικός ήρθε να πάρει τον αδελφό Πρόσερ. Του είπε να μπει στο φορτηγάκι της Εταιρίας και να οδηγήσει· σε όλη τη διαδρομή, το όπλο του αστυνομικού ήταν στραμμένο πάνω του. Ο αδελφός Πρόσερ οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα στην Ακπάκπα για ανάκριση. Δεν άσκησαν σωματική βία, αλλά προσπάθησαν να τον εκφοβίσουν με λόγια.
«Πες μας τα ονόματα όλων των υπευθύνων σας!» φώναξε ο αστυνομικός. Ο αδελφός Πρόσερ απάντησε: «Δεν μπορώ να σας πω τα ονόματα των αδελφών μου. Αν τα θέλετε, μπορείτε να έρθετε στην Αίθουσα Βασιλείας και να τα γράψετε μόνοι σας». Το δέχτηκαν αυτό. Ωστόσο, ο αδελφός γνώριζε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος επειδή εδώ και αρκετό καιρό δεν γίνονταν συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Οι συναθροίσεις γίνονταν τώρα σε ιδιωτικά σπίτια με τους ομίλους Μελέτης Βιβλίου Εκκλησίας.
«Τι σου λέει το όνομα Σαμουέλ Χανς-Μοεβί; Δεν τον γνωρίζεις; Δεν είναι δικός σας;» Αυτή η ερώτηση ήρθε σαν κεραυνός στον αδελφό Πρόσερ. Στο σπίτι του αδελφού Χανς-Μοεβί είχαν κρύψει τα αρχεία της Εταιρίας μέσα σε δυο παλιές, χαλασμένες βαλίτσες. Αυτά τα αρχεία περιείχαν τα ονόματα πολλών αδελφών. Άραγε, είχε ήδη βρει η αστυνομία εκείνα τα αρχεία; Ο αδελφός Πρόσερ κατάφερε να παραμείνει ήρεμος εξωτερικά, αλλά στα βάθη της καρδιάς του προσευχόταν για την κατεύθυνση του Ιεχωβά.
Τελικά η ανάκριση ολοκληρώθηκε. Ο αδελφός Πρόσερ δεν είπε κανένα όνομα ούτε ασκήθηκε σωματική βία πάνω του. Κατόπιν τον άφησαν ελεύθερο—μόνο του! Έπειτα από μερικά χρόνια, αναλογιζόμενος εκείνες τις στιγμές, ο αδελφός Πρόσερ είπε: «Η πρώτη μου σκέψη ήταν: ‘Τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω τους αδελφούς;’ Κατόπιν σκέφτηκα: ‘Πρόσεχε! Μπορεί να είναι παγίδα. Ίσως σκοπεύουν να με παρακολουθήσουν ελπίζοντας να τους οδηγήσω στους αδελφούς’».
«Αντί να επιστρέψω κατευθείαν», θυμήθηκε ο αδελφός Πρόσερ, «πέρασα τη γέφυρα και πήγα στην πόλη για να δω αν υπήρχε καθόλου αλληλογραφία στο ταχυδρομείο. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα που θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τους αδελφούς. Ήθελα όμως να τους δω πάση θυσία για να τους διαβεβαιώσω ότι ήμασταν καλά και να τους δώσω ορισμένες οδηγίες για τις επόμενες μέρες.
»Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, αναρωτιόμουν συνέχεια πώς θα μπορούσα να επικοινωνήσω με τους αδελφούς. Ξαφνικά σηκώθηκε ένας πολύ δυνατός άνεμος και άρχισε να πέφτει καταρρακτώδης βροχή. Χωρίς προειδοποίηση, με προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα μια μοτοσικλέτα με δυο αναβάτες. Αναρωτήθηκα ποιοι μπορεί να ήταν, εφόσον ήταν επικίνδυνο να περάσει κάποιος τη στενή γέφυρα, ιδιαίτερα με καταιγίδα. Μόλις με προσπέρασε η μοτοσικλέτα, ο άντρας που καθόταν πίσω γύρισε το κεφάλι του και σήκωσε το κράνος του για να τον αναγνωρίσω. Προς έκπληξή μου, ήταν ένα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος! Και ο οδηγός ήταν ένα άλλο μέλος της Επιτροπής! Είχα να τους δω μέρες ολόκληρες επειδή ήμασταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μπέθελ/ιεραποστολικό οίκο.
»Η καταρρακτώδης βροχή συνεχιζόταν, και οι περισσότεροι έψαχναν να βρουν κάποιο μέρος για να προφυλαχτούν. Πέρασα τη γέφυρα, προσπέρασα το δρόμο που πήγαινε για τον οίκο και περίμενα στην άκρη του δρόμου . . . κάνοντας προσευχή . . . περιμένοντας . . . ελπίζοντας να δω τους αδελφούς μου, ίσως για τελευταία φορά.
»Ήταν σαν να πέρασαν αιώνες, αλλά η μοτοσικλέτα με τους δύο αδελφούς τελικά σταμάτησε δίπλα μου. Η στιγμή ήταν ιδανική για να συζητήσουμε, επειδή, λόγω της καταιγίδας, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Είπα στους αδελφούς ότι ήταν ανάγκη να μεταφέρουμε αλλού τα αρχεία της Εταιρίας, έχοντας υπόψη αυτά που είπαν οι αστυνομικοί κατά την ανάκριση. Συζητήσαμε επίσης θέματα γύρω από τους ειδικούς σκαπανείς, διευθετήσεις προκειμένου να επισκεφτούν σύντομα οι επίσκοποι περιοχής όλες τις εκκλησίες για να τους πουν τα συμβάντα καθώς και σχέδια σχετικά με τη συνέχιση των συναθροίσεων σε μικρούς ομίλους σε ιδιωτικά σπίτια. Φαινόταν αρκετά βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα επέβαλλαν απαγόρευση».
Έρευνα στο Μπέθελ/Ιεραποστολικό Οίκο
Την Τρίτη το απόγευμα, στις 27 Απριλίου, ο στρατός περικύκλωσε το Μπέθελ/ιεραποστολικό οίκο. Είχαν μαζί τους αυτόματα όπλα. Ένας στρατιώτης στάθηκε στην είσοδο, ένας άλλος στην πίσω πόρτα και οι υπόλοιποι στον κήπο. Όλοι οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να κατέβουν στην τραπεζαρία, όπου κρατήθηκαν υπό την απειλή όπλου. Ένας ένας οδηγούνταν στο δωμάτιό του, όπου οι στρατιώτες διεξήγαν έρευνα, πιστεύοντας ότι θα έβρισκαν σίγουρα πληροφορίες που θα αποδείκνυαν πως οι ιεραπόστολοι ήταν Αμερικανοί κατάσκοποι ή ξένοι επαναστάτες. Οι στρατιώτες εισέβαλαν στο δωμάτιο της Μαργαρίτας Κένιγκερ και άρχισαν την έρευνα. Να! Τώρα είχαν στα χέρια τους μερικά ενοχοποιητικά στοιχεία—ή, μάλλον, έτσι νόμιζαν. Άρπαξαν το αντίγραφο της διαθήκης που είχε συντάξει ο πατέρας της αδελφής Κένιγκερ, το οποίο ήταν γραμμένο στη γερμανική γλώσσα! Ήταν βέβαιοι ότι επρόκειτο για κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα. Στο δωμάτιο του Πέτερ Πομπλ βρήκαν κάποιες μυστικές οδηγίες, όπως νόμιζαν, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια ιατρική συνταγή για μυκητίαση των νυχιών του ποδιού.
Το δωμάτιο του Κάρλος και της Μαίρης Πρόσερ ήταν το τελευταίο στο οποίο έγινε έρευνα. Σε μια βαλίτσα, οι στρατιώτες βρήκαν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Οι αδελφοί το είχαν αποσύρει από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρίας πριν από δυο μέρες, επειδή υπήρχαν φόβοι ότι ο λογαριασμός μπορεί να πάγωνε. Εφόσον όλοι οι ιεραπόστολοι ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό για ένα διάστημα, δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν τα χρήματα από τον οίκο. Για κάποιο λόγο, όταν οι στρατιώτες τα βρήκαν, σχεδόν φοβήθηκαν να τα αγγίξουν και γρήγορα τα ξανάβαλαν στη βαλίτσα. Ολόκληρο το ποσό μεταφέρθηκε αργότερα ακέραιο στο γραφείο τμήματος στο Λάγκος της Νιγηρίας.
Η αδελφή Πρόσερ περιγράφει τη σκηνή: «Ένας από τους στρατιώτες μού είπε: ‘Είσαι εδώ αρκετό καιρό· ασφαλώς θα πρέπει να ξέρεις τα ονόματα μερικών υπευθύνων της εκκλησίας σου’. Εγώ απάντησα: ‘Να σου πω, ξέρεις πώς είναι εδώ, κανέναν δεν τον φωνάζουν με το κανονικό του όνομα. Τους φωνάζουμε όλους Μπαμπά Εμανουέλ ή Μαμά Εζενί, και ούτω καθεξής. Δεν ξέρω το επίσημο όνομά τους’. Ο στρατιώτης που έκανε την ερώτηση γέλασε και είπε: ‘Πράγματι είσαι εδώ αρκετό καιρό!’»
Η αδελφή Πρόσερ συνεχίζει: «Παρατηρήσαμε ότι ένας από τους άντρες είχε σταματήσει να ψάχνει το δωμάτιό μας και καθόταν. Ο αξιωματικός του το είδε αυτό και του είπε να συνεχίσει την έρευνα. Η απάντησή του ήταν συγκινητική, καθώς σήκωσε τα μάτια του και είπε: ‘Γνωρίζω τον κύριο και την κυρία Πρόσερ πολλά χρόνια, και έχουμε συζητήσει πολλές φορές για την Αγία Γραφή στο σπίτι μου. Πώς μπορώ τώρα να έρθω εδώ και να κάνω έρευνα στο δωμάτιό τους;’»
Οι στρατιώτες ολοκλήρωσαν την έρευνα στο δωμάτιο του ζεύγους Πρόσερ και κατέβηκαν. Δεν είχαν βρει τίποτα το ενοχοποιητικό. Οι περισσότεροι από τους ιεραποστόλους είχαν ήδη περάσει μεγάλο μέρος της νύχτας αφαιρώντας τα ονόματα από φακέλους με αρχεία που υπήρχαν ακόμη στο γραφείο. Αυτά είτε τα πέταξαν στην τουαλέτα είτε τα έκαψαν. Την ώρα της έρευνας, ένας από τους φρουρούς είδε στον κήπο κάποια αποκαΐδια και ρώτησε τι ήταν. «Α, ναι, εδώ καίμε τα σκουπίδια μας», απάντησε ο αδελφός Πρόσερ. Τόσο ο φρουρός όσο και ο αδελφός Πρόσερ γνώριζαν ότι αυτό που είχαν κάψει εκεί ήταν σημαντικά έγγραφα.
«Ε, κοιτάξτε εδώ!» φώναξε ένας από τους στρατιώτες που έκανε έρευνα στο χώρο της αποστολής. Οι στρατιώτες είχαν βρει τις μαγνητοταινίες καθώς και το σενάριο ενός Βιβλικού δράματος που παίχτηκε σε μια συνέλευση περιφερείας. Ήταν βέβαιοι ότι τα ονόματα των χαρακτήρων του δράματος πρέπει να ανήκαν σε υπεύθυνα άτομα στην οργάνωση. Περιχαρείς, κράτησαν τις μαγνητοταινίες και τα σενάρια ως αποδεικτικά στοιχεία.
Στη Σουερτέ Νασιονάλ
Οι στρατιώτες διέταξαν τους ιεραποστόλους να πάρουν τα διαβατήριά τους και τους οδήγησαν στη Σουερτέ Νασιονάλ (Εθνική Ασφάλεια), ένα τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών. Τους διάβασαν τα έγγραφα για την απέλασή τους—οι ιεραπόστολοι θα οδηγούνταν στα σύνορα και θα διώχνονταν αμέσως, χωρίς να τους επιτραπεί καν να επιστρέψουν στον οίκο για να πάρουν τα πράγματά τους! Ευτυχώς, ήταν τώρα αργά, και οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν πάει στα σπίτια τους. Εφόσον δεν υπήρχε κανείς για να τους συνοδεύσει στα σύνορα, οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να επιστρέψουν στον οίκο και να είναι έτοιμοι για αναχώρηση στις 7:00 π.μ.
«Όταν επιστρέψαμε στον οίκο», αφηγείται ο αδελφός Πρόσερ, «ήταν περασμένες οχτώ το βράδυ. Ξέραμε ότι θα ήταν δύσκολη νύχτα. Χιλιάδες επαναστάτες είχαν κυκλώσει τον οίκο μας και τραγουδούσαν πολιτικά συνθήματα, ουρούσαν στον τοίχο και φώναζαν προσβλητικά λόγια στους ιεραποστόλους. Αυτό συνεχίστηκε όλη νύχτα. Κανείς μας δεν κοιμήθηκε αρκετά, αν κοιμήθηκε καθόλου, επειδή δεν ξέραμε τι μπορεί να έκανε ο θυμωμένος όχλος έξω. Μερικοί αναρωτιόνταν σιωπηλά αν θα πάθαιναν κάποιο κακό εκείνη τη νύχτα ή αν θα ήταν ζωντανοί την επόμενη μέρα. Οι αδελφές δεν κατέρρευσαν ούτε ξέσπασαν σε κλάματα, αλλά μάζευαν τα πράγματά τους και ενθάρρυναν η μία την άλλη. Με τη χάρη του Ιεχωβά, οι επαναστάτες δεν εισέβαλαν στον οίκο ούτε κανείς μας έπαθε κάποια σωματική βλάβη. Ωστόσο, η συναισθηματική ένταση και το ψυχολογικό μαρτύριο ήταν μια δοκιμασία που μπόρεσαν να αντέξουν οι ιεραπόστολοι μόνο με την υποστήριξη του Ιεχωβά, την οποία έλαβαν μέσω προσευχής και αλληλοενθάρρυνσης». Πόσο σημαντική θα ήταν η αλληλοβοήθεια και η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά τις επόμενες ώρες!
Η Τελευταία Μέρα στο Μπενίν
Οι πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου ξεπρόβαλαν μέσα από τα σύννεφα γύρω στις 6:00 π.μ., προαναγγέλλοντας την έναρξη μιας καινούριας μέρας. Ήταν 28 Απριλίου—μια μέρα που δεν επρόκειτο να ξεχαστεί εύκολα. Όπως συνήθιζαν, οι ιεραπόστολοι συγκεντρώθηκαν στο τραπέζι στις 7:00 π.μ. για να συζητήσουν το εδάφιο της ημέρας. Ασφαλώς, μια μέρα όπως τη σημερινή δεν έπρεπε να αμελήσουν τη μελέτη του Λόγου του Θεού! Όλοι οι ιεραπόστολοι γνώριζαν ότι θα χρειάζονταν επιπλέον δύναμη για να τα καταφέρουν εκείνη τη μέρα.
Ο Θεόφιλος Ιντογού, ένας Νιγηριανός που είχε μάθει τη γλώσσα γκουν πριν από χρόνια, υπηρετούσε ως μεταφραστής στο γραφείο, αν και δεν ζούσε εκεί. Παρακολουθούσε προσεκτικά την όλη κατάσταση από έξω. Εφόσον κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει, οι ιεραπόστολοι δεν είχαν ψωμί για το πρωινό τους. Ο αδελφός Ιντογού το ήξερε αυτό και έτσι πήγε στο αρτοποιείο, αγόρασε λίγο ψωμί και παρουσιάστηκε στο στρατιώτη που στεκόταν στην πύλη του Μπέθελ ως εκείνος που έφερνε το ψωμί. Φορούσε παλιόρουχα και ένα καπέλο που το είχε κατεβάσει στο πρόσωπό του για να μην τον αναγνωρίσει κανείς από το πλήθος το οποίο είχε απομείνει έξω. Ο φρουρός τον άφησε να μπει. Πόσο ενθαρρύνθηκαν οι ιεραπόστολοι όταν ξαναείδαν το χαμογελαστό πρόσωπο του αδελφού Ιντογού! Αυτή η απλή κίνηση έδωσε νέο νόημα στην προσευχή: «Δώσε μας σήμερα το ψωμί μας για αυτή την ημέρα». (Ματθ. 6:11) Ναι, οι ιεραπόστολοι είδαν το χέρι του Ιεχωβά στα διάφορα ζητήματα, και αυτό τους έδωσε δύναμη.
«Γκαπ! γκαπ! γκαπ!» Κάποιος χτυπούσε δυνατά την πόρτα. Καθώς άρχιζε η εξέταση του εδαφίου της ημέρας, έξω ακουγόταν μεγάλη φασαρία. Ο περιφερειακός διοικητής και άλλοι επαναστάτες είχαν τοποθετήσει ένα κοντάρι σημαίας έξω από το χώρο του γραφείου, για να φαίνεται ότι το κτίριο ανήκε τώρα «στο λαό». Οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να βγουν έξω για να συμμετάσχουν στην τελετή έπαρσης της σημαίας. Δεν ήξεραν αν θα τους έπαιρναν με τη βία, αλλά όλοι ήταν αποφασισμένοι να μη συμμετάσχουν. Ένας από τους ιεραποστόλους, ο Πολ Μπάιρον, είπε: «Θα με βγάλουν έξω μόνο σηκωτό». Αυτά τα λόγια ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των άλλων ιεραποστόλων. Για κάποιο λόγο—ίσως ήταν η παρέμβαση του Ιεχωβά—οι στρατιώτες δεν ανάγκασαν τους ιεραποστόλους να βγουν έξω. Έτσι, είχαν λίγα ακόμη λεπτά για να ολοκληρώσουν το εδάφιο της ημέρας.
Ύστερα από την τελετή έπαρσης της σημαίας, οι αστυνομικοί διέταξαν τους ιεραποστόλους να φέρουν κάτω τα προσωπικά τους αντικείμενα. Τα ερεύνησαν εξονυχιστικά. Τους επέτρεψαν να κρατήσουν μόνο ό,τι είχαν στις βαλίτσες τους. Όλα τα άλλα αποκτήματά τους έμειναν εκεί. Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους τον αδελφό Πρόσερ για να κλειδώσει τα δωμάτια του Μπέθελ και του ζήτησαν να τους παραδώσει τα κλειδιά. Το γραφείο τμήματος είχε καταληφθεί! Με βαριά καρδιά, λίγοι τοπικοί αδελφοί παρακολουθούσαν την όλη σκηνή από κάποια απόσταση έξω από το μαντρότοιχο του Μπέθελ, καθώς οι αγαπημένοι τους ιεραπόστολοι αναγκάζονταν να φύγουν από το σπίτι τους, με τη συνοδεία ένοπλων φρουρών λες και ήταν εγκληματίες.
Απελαύνονται!
Οι ιεραπόστολοι οδηγήθηκαν ξανά στη Σουερτέ Νασιονάλ, όπου εκδόθηκαν για όλους τα έγγραφα της απέλασής τους. Εκτός από τη Μαργαρίτα Κένιγκερ και την Γκιζέλα Χόφμαν, όλους τους άλλους τους επιβίβασαν στο φορτηγάκι της Εταιρίας για να τους οδηγήσουν στα σύνορα με τη Νιγηρία. Οι αδελφές Κένιγκερ και Χόφμαν οδηγήθηκαν αργότερα στα σύνορα με το Τόγκο.
Ο ένοπλος φρουρός που επέβαινε στο αυτοκίνητο μαζί με τους περισσότερους ιεραποστόλους ήταν πολύ νευρικός. Ήταν βέβαιος ότι αυτοί που συνόδευε στα σύνορα ήταν επικίνδυνοι εγκληματίες. Πάντως, επέτρεψε να σταματήσει το αυτοκίνητο για βενζίνη. Ο νεαρός υπάλληλος του πρατηρίου, ο οποίος αναγνώρισε το αυτοκίνητο της Εταιρίας, ρώτησε πού οφειλόταν όλη αυτή η αναστάτωση. «Είμαστε ιεραπόστολοι και μας απελαύνουν επειδή κηρύττουμε για την Αγία Γραφή», απάντησε λυπημένα ο ιεραπόστολος. «Μη στενοχωριέστε, κάποια μέρα θα ξανάρθετε», απάντησε εκείνος. Τα λόγια του νεαρού αποδείχτηκαν αληθινά, αλλά όχι ευθύς αμέσως.
Υπό Απαγόρευση
Η εφημερίδα του Μπενίν Εουζού (Ehuzu) με ημερομηνία 30 Απριλίου 1976 είχε τον τίτλο «Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ‘ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ’ ΥΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝΙΝ». Ο διωγμός δεν αποτελούσε καινούρια εμπειρία για το λαό του Ιεχωβά σε αυτή τη χώρα. Από τις πρώτες μέρες, ο Σατανάς εργάστηκε σκληρά για να ανακόψει τα νερά της αλήθειας σε αυτό το οχυρό της ψεύτικης θρησκείας.
Στις μέρες, στις εβδομάδες και στους μήνες που ακολούθησαν μετά την εκδίωξη των ιεραποστόλων, πολλοί αδελφοί—πάνω από 600—έφυγαν από τη χώρα με ελάχιστα πράγματα από υλική άποψη αλλά με πολλά από πνευματική άποψη. Πολλοί από εκείνους που παρέμειναν, νέοι και ηλικιωμένοι, ξυλοκοπήθηκαν ανελέητα. Άλλοι πάλι έχασαν όλα τα υπάρχοντά τους και την εργασία τους.
Οι αδελφοί που είχαν υπεύθυνες εργασίες βρίσκονταν σε δυσχερέστερη θέση επειδή θα έπρεπε να χρησιμοποιούν πολιτικά συνθήματα, όπως «Έτοιμος για την επανάσταση;» και «Ο αγώνας συνεχίζεται!», όταν ολοκλήρωναν κάθε επιστολή, όταν απαντούσαν στο τηλέφωνο και όταν χαιρετούσαν. Ο Απολινέρ Αμουσού-Γκενού ήταν υπεύθυνος σε μια κλινική στην περιοχή του Κοτονού. Αρνήθηκε να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους δραστηριότητες επειδή υποστήριζε αποκλειστικά τη Βασιλεία του Θεού. Μέλη της οικογένειάς του τον παρακαλούσαν να επαναλάβει τα συνθήματα, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν εννοούσε αυτά που έλεγε. «Σκέψου τα παιδιά σου», του θύμισε ένας νεαρός ανιψιός του. Καθώς ο διωγμός εναντίον του λαού του Ιεχωβά κλιμακωνόταν, αποφάσισε να φύγει από το Μπενίν για τη Νιγηρία.
Από τη Νιγηρία έγραψε τα εξής: «Μέσα σε μικρό σχετικά διάστημα, έχασα τα πάντα από υλική άποψη—σπίτι, αυτοκίνητο και εργασία. Τώρα ζω σε μια οικοδομή εδώ στη Νιγηρία. Δεν υπάρχουν παράθυρα ούτε πόρτες ούτε τσιμέντο στο πάτωμα. Έχω μαζί μου τα εννιά παιδιά μου, και ευτυχώς τα δύο μεγαλύτερα έχουν βρει εργασία. Παλεύουμε με τα σκουλήκια, τα κουνούπια, τη βροχή και το κρύο. Κάποιος αδελφός μάς έδωσε ένα κρεβατάκι για να το χρησιμοποιήσουμε σαν κούνια για το παιδί μας που είναι τριών μηνών. Είμαστε ικανοποιημένοι με όσα έχουμε καθώς συνεχίζουμε να ελπίζουμε στον στοργικό Θεό μας, τον Ιεχωβά, ο οποίος σύντομα θα σκουπίσει όλα τα δάκρυα από τα μάτια μας». Όταν επιβλήθηκε η απαγόρευση, πολλοί αδελφοί βρέθηκαν σε παρόμοια δύσκολη θέση.
«Προσεκτικοί σαν τα Φίδια»
Αυτές οι συνθήκες δεν μπόρεσαν να θέσουν τέρμα στην αληθινή θρησκεία. Υπήρχαν ακόμη άνθρωποι οι οποίοι θεωρούσαν πολύτιμη την απελευθέρωση από τα θρησκευτικά δεσμά. Οι επίσκοποι περιοχής συνέχισαν να επισκέπτονται τις εκκλησίες, αλλά συνήθως μόνο για δύο ή τρεις μέρες κάθε φορά. Τώρα οι αδελφοί έπρεπε να δείχνουν προσοχή και προνοητικότητα για να μη γίνονται αντιληπτοί. Οι περισσότεροι επίσκοποι περιοχής φορούσαν βρώμικα και παλιά ρούχα για να μπουν στην πόλη, συνήθως πριν χαράξει ή μετά το ηλιοβασίλεμα, ώστε κανένας να μην αντιληφθεί την άφιξή τους. Σε περίπτωση που κάποιος τους υποπτευόταν, ήταν πάντα έτοιμοι να αλλάξουν αμέσως ρούχα. Ο Ζακαρί Ελέγκμπε, ο οποίος τώρα είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος στο Μπενίν, φέρνει στο νου του εκείνη την εποχή που επισκεπτόταν τις εκκλησίες ως επίσκοπος περιοχής. «Κάποτε θυμάμαι ότι πέρασα μια ολόκληρη μέρα σε κάποια αποθήκη σιτηρών που ήταν χτισμένη με λάσπη ενώ με έψαχναν οι αρχές», είπε. «Άκουγα τις φωνές τους, αλλά εκείνοι ούτε που φαντάστηκαν ποτέ ότι θα μπορούσαν να με βρουν στην αποθήκη. Μπόρεσα να συνεχίσω το δρόμο μου στο τέλος της μέρας».
Για να γίνει κάποια μεγάλη συγκέντρωση εκείνον τον καιρό, έπρεπε να δώσει άδεια το τοπικό δημαρχείο. Ωστόσο, οι υπηρέτες του Ιεχωβά αποδείχτηκαν «προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια». (Ματθ. 10:16) Όταν μάθαιναν πως κάποιο ζευγάρι ήθελε να παντρευτεί, ζητούσαν άδεια από τις τοπικές αρχές για να γίνει δεξίωση. Συνήθως λάβαιναν την άδεια χωρίς προβλήματα. Ο εισηγητής άρχιζε το πρόγραμμα εξηγώντας πώς θα διεξαγόταν η «διήμερη δεξίωση». Διήμερη δεξίωση; Ναι. Στην πραγματικότητα, η δεξίωση ήταν μια μικρή συνέλευση περιφερείας! Οι νεόνυμφοι κάθονταν στην μπροστινή σειρά απέναντι από τους ομιλητές, και εκφωνούνταν ομιλίες βασισμένες στη Γραφή προς όφελος των νεονύμφων αλλά και του χαρούμενου ακροατηρίου. Σε μια τέτοια περίσταση στο χωριό Ετάν, πάνω από 600 άτομα παρευρέθηκαν στη «δεξίωση» και 13 βαφτίστηκαν. Πολλοί από τους κατοίκους των πόλεων έλεγαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαναν πολύ περίεργες γαμήλιες δεξιώσεις—ιδιαίτερα όταν άκουγαν για το βάφτισμα! Και οι κηδείες επίσης αποτελούσαν ευκαιρίες για διεξαγωγή συνελεύσεων.
Τα Γραφικά έντυπα έρχονταν στη χώρα με διάφορους τρόπους—με κανό, με ποδήλατα, μέσα σε σάκους, μέσα από μονοπάτια στη σαβάνα ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο φαινόταν κατάλληλος κάθε φορά. Δεν εναντιώνονταν βίαια στο έργο μας όλοι οι ιθύνοντες. Έτσι, το 1984, καθώς δυο νεαροί αδελφοί διέσχιζαν με κανό κάποιον ποταμό μεταφέροντας έντυπα από τη Νιγηρία, αιφνιδιάστηκαν από δυο τελωνειακούς στην πλευρά του Μπενίν. Θα τους έπαιρναν άραγε τα έντυπα; Θα χτυπούσαν και θα φυλάκιζαν τους αδελφούς; «Τι έχετε στις τσάντες;» ζήτησε να μάθει ο ένας τελωνειακός. «Γραφικά έντυπα», απάντησαν οι αδελφοί. «Για να δούμε». Οι αδελφοί πρόσφεραν στον καθένα από ένα αντίτυπο του ειδικού βιβλιαρίου Απολαύστε Ζωή στη Γη για Πάντα!, και εκείνοι τα δέχτηκαν ευχαρίστως. «Φέρνετε ακόμη έντυπα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά;» Οι αδελφοί πάγωσαν, μη ξέροντας τι να πουν στη συνέχεια. «Πηγαίνετε», είπε ο τελωνειακός. Οι δυο αδελφοί ευχαρίστησαν σιωπηλά τον Ιεχωβά. Τέτοια περιστατικά ενίσχυσαν την πεποίθηση των αδελφών ότι ο Ιεχωβά ευλογούσε τις προσπάθειες που κατέβαλλαν για να προμηθευτούν πνευματική τροφή «στον κατάλληλο καιρό».—Ματθ. 24:45.
«Ο Λόγος του Θεού Δεν Είναι Δέσμιος»
Οι Μάρτυρες οι οποίοι παρέμεναν στο Μπενίν δεν μπορούσαν να πάψουν να μιλάνε για τις πολύτιμες αλήθειες που είχαν στην καρδιά τους. Με αυτόν τον τρόπο έλαβε χώρα μια αλλαγή στη ζωή του Μορίς Κοντό. Αυτός ήταν δάσκαλος στο Καλαβί, ένα χωριό που απέχει περίπου 20 χιλιόμετρα από το Κοτονού. Πίστευε ότι, αν ήταν καλό άτομο, θα πήγαινε στον ουρανό. Ωστόσο, όταν ήρθε σε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έμαθε από την Αγία Γραφή πως, αν επιθυμούσε την επιδοκιμασία του Θεού, απαιτούνταν περισσότερα. Ένας ξάδελφός του σύστησε τον Μορίς σε κάποιο γείτονα που ήταν Μάρτυρας, και ο Μάρτυρας, όταν διέκρινε το ενδιαφέρον του Μορίς για την Αγία Γραφή, του πρόσφερε αμέσως μια δωρεάν οικιακή Γραφική μελέτη. Ο Μορίς και η σύζυγός του άρχισαν να μελετάνε την Αγία Γραφή και προόδευσαν γρήγορα. Σύντομα, εκείνος ήθελε να συμμετάσχει στο έργο κηρύγματος, εφόσον ήταν πεπεισμένος ότι είχε βρει την αλήθεια. Φυσικά, οι αδελφοί έπρεπε να βεβαιωθούν για την ειλικρίνειά του. Άλλα άτομα προσποιούνταν ότι είχαν ενδιαφέρον, μόνο και μόνο για να τους προδώσουν. Ωστόσο, ο Μορίς Κοντό δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Εκείνος εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία προκειμένου να μιλάει για την αλήθεια σε συγγενείς, φίλους και συνεργάτες.
Κατόπιν, στις 11 Φεβρουαρίου 1982, ο αδελφός και η αδελφή Κοντό συνελήφθησαν. Φυλακίστηκαν μαζί με τον αδελφό που μελετούσε αρχικά την Αγία Γραφή μαζί τους καθώς και με ένα νεοενδιαφερόμενο άτομο με το οποίο μελετούσε ο αδελφός Κοντό. Γιατί; Επειδή οι μεν ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και μιλούσαν στους γείτονές τους για τη Βασιλεία του Θεού, και ο δε έδειχνε ενδιαφέρον για τα όσα δίδασκαν οι Μάρτυρες. Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξαν οι αρχές, το χωριό Καλαβί εξελισσόταν σε «κέντρο δράσης» των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό δυσαρεστούσε πολύ τις αρχές.
Τα τέσσερα άτομα που συνελήφθησαν, περιλαμβανομένης και της συζύγου του αδελφού Κοντό, οδηγήθηκαν σε ένα κελί ανάμεσα σε εγκληματίες του χειρίστου είδους και κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Τους είπαν ότι θα τους άφηναν ελεύθερους αν έκαναν ένα απλό πράγμα—αν υπέγραφαν μια επιστολή που έλεγε ότι δεν ήταν πια Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι αδελφοί μας αρνήθηκαν κατηγορηματικά να το κάνουν αυτό. Δεν μπορούσαν να απαρνηθούν τον Θεό τους, τον Ιεχωβά. Η αφιέρωσή τους σε αυτόν ήταν ανεπιφύλακτη και αδιαπραγμάτευτη. Αυτή η στάση εξαγρίωσε τους αξιωματούχους, οι οποίοι έκαναν κατάσχεση σε όλα τα Γραφικά έντυπα που είχαν οι αδελφοί στο κελί τους.
Τα δυο παιδιά του αδελφού και της αδελφής Κοντό, η Ναντίν και ο Ζιμί (έξι και τριών ετών αντίστοιχα), αρρώστησαν. Η αδελφή Κοντό ρώτησε αν μπορούσε να επιστρέψει σπίτι για να φροντίσει τα άρρωστα παιδιά της. Η απάντηση ήταν αρνητική, αλλά της επιτράπηκε να τα φροντίσει στη φυλακή. Τώρα ήταν έξι άτομα στη φυλακή, περιλαμβανομένων και των παιδιών!
Πώς θα γιόρταζαν την Ανάμνηση που πλησίαζε; Οι τοπικοί αδελφοί κατάφεραν να τους δώσουν κρυφά άζυμο ψωμί και κρασί για τον εορτασμό. Ο αδελφός Κοντό θυμάται: «Ήταν παράξενο. Ενώ γιορτάζαμε την Ανάμνηση, υπήρχε ασυνήθιστη ησυχία στη φυλακή, και έτσι ο εορτασμός της Ανάμνησης διεξάχθηκε ανενόχλητα».
Τελικά, ο τοπικός αξιωματούχος που ευθυνόταν για τη φυλάκισή τους διορίστηκε σε ένα άλλο μέρος της χώρας. Ο άντρας που τον αντικατέστησε ήταν πιο φιλικός· έτσι, στις 26 Μαΐου, τρεισήμισι μήνες μετά τη φυλάκισή τους, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Έπειτα από τέσσερα χρόνια, ο αδελφός Κοντό ξαναβρέθηκε πίσω από τα σίδερα της φυλακής—αυτή τη φορά επειδή αρνήθηκε να επαναλάβει πολιτικά συνθήματα. Αργότερα ανέφερε πώς έκανε σοφή χρήση του χρόνου του: «Υπηρετούσα ως βοηθητικός σκαπανέας ενόσω ήμουν στη φυλακή. Αυτή τη φορά, μπορούσα να έχω αρκετά έντυπα για να διαθέσω στον ‘προσωπικό μου τομέα’. Κήρυττα στους άλλους κρατουμένους, στους φρουρούς και στην αστυνομία, και διεξήγα πολλές Γραφικές μελέτες». Μολονότι εκείνος βρισκόταν στη φυλακή, ‘ο λόγος του Θεού δεν ήταν δέσμιος’.—2 Τιμ. 2:9.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, οι αδελφοί συμφωνούν ότι το χωριό Καλαβί πράγματι έγινε «κέντρο δράσης» του λαού του Ιεχωβά. Από τους 4 ευαγγελιζομένους που υπήρχαν το 1982, ο αριθμός τους έχει αυξηθεί, και τώρα ακμάζουν εκεί δύο εκκλησίες με πάνω από 160 ευαγγελιζομένους. Από τότε που βαφτίστηκε, ο αδελφός Κοντό είχε το προνόμιο να βοηθήσει πάνω από 30 άτομα να απελευθερωθούν, όχι από τα δεσμά της φυλακής, αλλά από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, την παγκόσμια αυτοκρατορία της ψεύτικης θρησκείας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, άρχισαν να λαβαίνουν χώρα αλλαγές στην κυβέρνηση. Κανένας δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Εντούτοις, οι καυτοί άνεμοι του διωγμού που έπνεαν πάνω στο λαό του Ιεχωβά άρχισαν να καταλαγιάζουν. Οι αδελφοί μπορούσαν μάλιστα να διεξάγουν συναθροίσεις ελεύθερα σε μερικές περιοχές, όχι όμως παντού.
«Εγώ Είμαι Απλώς ο Πρόδρομος»
Εκείνον τον καιρό βρισκόταν σε εξέλιξη μια εμπειρία η οποία έδειχνε ότι υπήρχαν ακόμα πολλά άτομα στο Μπενίν που δέχονταν με ευγνωμοσύνη τις αλήθειες του Λόγου του Θεού, οι οποίες φέρνουν απελευθέρωση. Ο Πιερ Αβαντό ήταν απογοητευμένος από τη θρησκευτική υποκρισία, τη φιλαργυρία και την ανηθικότητα που επικρατούσαν στην Εγκλίζ ντι Κριστιανίσμ Σελέστ (Εκκλησία της Ουράνιας Χριστιανοσύνης), στην οποία ανήκε. Μολονότι η εκκλησία ασκούσε θεραπεία μέσω πίστης, αυτό δεν στάθηκε ικανό να σώσει το παιδί του από το θάνατο. ‘Ο Θεός κάλεσε το γιο σου στον ουρανό’, του είπε ο πάστορας. Μη ικανοποιημένος από εκείνη την εξήγηση και ενοχλημένος από τις συνήθειες που γίνονταν ανεκτές στην εκκλησία, την εγκατέλειψε το 1973 σκοπεύοντας να ιδρύσει τη δική του θρησκεία. Επιθυμούσε μια θρησκεία απαλλαγμένη από την υποκρισία και τις πονηρές πράξεις που είχε δει αλλού.
Στη συνέχεια αυτοανακηρύχτηκε ιδρυτής και πάστορας της Εκκλησίας Αγί-Βιβέ (Ιερή Καρδιά). Το 1964 τον είχαν συναντήσει Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνος τους θαύμαζε. Ήταν βέβαιος ότι, αν ίδρυε τη δική του εκκλησία, θα μπορούσε να έχει και αυτός μια θρησκεία απαλλαγμένη από απληστία και ανηθικότητα, όπως ήταν η θρησκεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μέσα σε λίγο καιρό, η οργάνωσή του έφτασε τους 2.700 ακολούθους οι οποίοι ανήκαν σε 21 εκκλησίες. Απολάμβανε κύρος και πλούτο.
Κάποια μέρα πήγε σε αυτόν ένας άντρας για να θεραπευτεί. Είχε κάποιο δερματικό πρόβλημα που επέμενε αρκετό καιρό. Ο Πιερ Αβαντό τον θεράπευσε. Ο άντρας ευχαριστήθηκε τόσο πολύ ώστε του έδωσε ένα σπίτι ως αμοιβή!
Ωστόσο, η ανηθικότητα και η απληστία, οι ίδιες εκείνες συνήθειες που είχαν υποκινήσει τον Πιερ Αβαντό να ιδρύσει τη δική του θρησκεία, εισχωρούσαν τώρα στην εκκλησία του. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι, αν επιζητούσε την αγνή λατρεία, δεν θα έπρεπε να μιμείται το λαό του Ιεχωβά—θα έπρεπε να γίνει μέρος του. Άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σταδιακά, δίδασκε από τον άμβωνα αυτά που μάθαινε από τη Γραφική του μελέτη με τους Μάρτυρες. Συχνά τελείωνε τα κηρύγματά του με την εξής περίεργη δήλωση: «Εγώ είμαι απλώς ο πρόδρομος. Οι γνήσιοι φορείς της αλήθειας θα έρθουν αργότερα». Πολλοί από εκείνους που τον άκουγαν αναρωτιόνταν τι σήμαινε αυτό.
Όταν άρχισε να μελετάει με τους Μάρτυρες δύο φορές την εβδομάδα, κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Κάλεσε όλους τους πάστορές του σε μια συνάντηση. Υπήρχαν 28 πάστορες. Χρησιμοποιώντας τις Γραφές, εξήγησε τη διαφορά ανάμεσα στην αληθινή και στην ψεύτικη θρησκεία. Σε εκείνη τη συνάντηση πήραν την απόφαση να απομακρύνουν από τις εκκλησίες τους όλες τις εικόνες και να μη φοράει πια ο κλήρος ειδική ενδυμασία. Στη συνέχεια, οι πάστορες έλαβαν την οδηγία να έρθουν σε επαφή με τους Μάρτυρες της δικής τους περιοχής για να κάνουν οικιακή Γραφική μελέτη. Σε πολλές εκκλησίες οι πάστορες άρχισαν να κάνουν ό,τι είχε κάνει και ο Πιερ Αβαντό. Τις Τετάρτες οι εκκλησιαστικοί ηγέτες μελετούσαν την Αγία Γραφή, και τις Κυριακές έκαναν κηρύγματα με βάση τα όσα είχαν μάθει. Αργότερα, το πρόγραμμα της Τετάρτης αντικαταστάθηκε από τη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας και το κήρυγμα της Κυριακής από μια δημόσια ομιλία.
Το 1989, ο Πιερ Αβαντό κάλεσε όλους τους ακολούθους του σε μια συνάντηση. Παρευρέθηκαν πάνω από 1.000 άτομα σε αυτή τη συγκέντρωση στο Πόρτο-Νόβο. Σε εκείνη την περίσταση, τους είπε: «Θυμάστε όταν τελείωνα τα κηρύγματά μου με τα λόγια: ‘Εγώ είμαι απλώς ο πρόδρομος. Οι γνήσιοι φορείς της αλήθειας θα έρθουν αργότερα’; Τελικά έφτασαν—είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά!» Αυτή η ανακοίνωση οδήγησε σε μια συζήτηση με ερωτήσεις και απαντήσεις που διήρκεσε περίπου εφτά ώρες! Δεν τα είδαν όλοι αυτά ως καλά νέα. Μερικοί προτίμησαν το δικό τους τρόπο ζωής, ο οποίος περιλάμβανε και την πολυγαμία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής στο Μπενίν και μόνο, έχουν βαφτιστεί πάνω από 75 πρώην μέλη της Εκκλησίας Αγί-Βιβέ και περίπου 200 άλλοι μελετούν και προοδεύουν προς τον ίδιο στόχο. Πολλά μέλη της ομάδας μαθαίνουν επίσης να διαβάζουν και να γράφουν.
Όσο για τον Πιερ Αβαντό, αυτός βαφτίστηκε τον Ιούνιο του 1991. Από νομική άποψη, έχει διακόψει κάθε δεσμό με την προηγούμενη θρησκεία του. Οχτώ από τις πρώην εκκλησίες του έχουν μετατραπεί σε Αίθουσες Βασιλείας. Και τι έγινε με το σπίτι που του είχε δωρίσει ο άντρας τον οποίο θεράπευσε; Ο αδελφός Αβαντό τού το επέστρεψε. Όπως είναι φυσικό, ο άντρας ένιωσε μεγάλη έκπληξη. Αλλά ο αδελφός μας εξήγησε ότι, τώρα που είχε βρει την αλήθεια, γνώριζε πως οι θεραπείες τις οποίες έκανε ήταν αποτέλεσμα της δύναμης που αντλούσε, όχι από τον Θεό, αλλά από τους δαίμονες.
Πόσο ενθαρρυντικό είναι να βλέπει κανείς ανθρώπους—ναι, και μάλιστα μεγάλους αριθμούς ανθρώπων—να ελευθερώνονται από τη θρησκευτική πλάνη και να έρχονται σε «ακριβή γνώση της αλήθειας»! (1 Τιμ. 2:4) Είχε φτάσει δε ο καιρός για να μπορούν να συγκεντρώνονται ελεύθερα ώστε να διδάσκονται το Λόγο του Θεού.
Μια Μέρα που θα Μείνει για Πάντα Αξέχαστη
Στις 24 Ιανουαρίου 1990, δυο αδελφοί από το Μπενίν ταξίδεψαν στο Λάγκος της Νιγηρίας με ένα σπουδαίο έγγραφο στα χέρια τους. Ήθελαν να πληροφορήσουν το τμήμα της Νιγηρίας, το οποίο φρόντιζε για το έργο στο Μπενίν όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια, ότι το Διάταγμα Αρ. 004, με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1990, ανάγγελλε πως το προηγούμενο διάταγμα (Αρ. 111 της 27ης Απριλίου 1976), το οποίο έθετε υπό απαγόρευση το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Δημοκρατία του Μπενίν, θεωρούνταν στο εξής άκυρο! Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν επιτέλους επίσημα ελεύθεροι να κηρύττουν δημόσια και να διεξάγουν Χριστιανικές συναθροίσεις! Πώς θα το πληροφορούνταν αυτό οι τοπικοί Μάρτυρες;
Έγιναν σχέδια να διεξαχθεί μια συνάθροιση στο Κοτονού. Ωστόσο, οι αδελφοί που τη διοργάνωσαν δεν είπαν από την αρχή το σκοπό αυτής της συγκέντρωσης. Οι τοπικοί Μάρτυρες αναρωτιόνταν γιατί προσκλήθηκαν να συγκεντρωθούν σε μια δημόσια αίθουσα στο κέντρο του Κοτονού. Φτάνοντας εκεί, πόση έκπληξη ένιωσαν όταν είδαν ένα μεγάλο πανό το οποίο καλωσόριζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά! ‘Πώς γίνεται αυτό; Είμαστε υπό απαγόρευση’, σκέφτηκαν πολλοί αδελφοί. Μερικοί αναρωτήθηκαν: ‘Μήπως είναι παγίδα;’
Η συνάθροιση θα άρχιζε στις 10:00 π.μ., αλλά στις 9:00 π.μ. όλες οι θέσεις είχαν ήδη καταληφθεί. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν δύο μεγάλα πανό. Το ένα είχε τα λόγια του εδαφίου Αποκάλυψη 4:11: «Άξιος είσαι, Ιεχωβά, ναι, ο Θεός μας, να λάβεις τη δόξα και την τιμή». Το άλλο παρουσίαζε το εδάφιο Ψαλμός 144:15, ΜΝΚ: ‘Ευτυχισμένος είναι ο λαός του οποίου Θεός είναι ο Ιεχωβά!’
Όταν άρχισε η συνάθροιση, ο εισηγητής ανήγγειλε ότι, σύμφωνα με το έγγραφο που κρατούσε στα χέρια του, «η κυβέρνηση έχει άρει την απαγόρευση του έργου μας!» Ο αδελφός Ολί, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Νιγηρίας ο οποίος ήταν παρών, αφηγείται: «Οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα που ακολούθησαν αυτή την ανακοίνωση ήταν τόσο πολλά ώστε, αν το κτίριο δεν ήταν κατάλληλα χτισμένο, θα μπορούσε να είχε καταρρεύσει από τον καταιγισμό των δυνατών ζητωκραυγών. Κατόπιν, τα χειροκροτήματα σταμάτησαν ξαφνικά, λες και το ακροατήριο ήθελε να θυμηθεί τι είχε ειπωθεί. Έπειτα ξανάρχισαν, και αυτό συνεχίστηκε για μερικά λεπτά. Ο εισηγητής ανέφερε τον 126ο Ψαλμό αλλά δεν μπορούσε να τον διαβάσει από τα χειροκροτήματα. Στα μάτια πολλών από εμάς, περιλαμβανομένου και του εισηγητή, κυλούσαν δάκρυα. Ήταν σαν να βλέπαμε μια εικόνα ανάστασης, καθώς οι αδελφοί κοίταζαν τριγύρω για να δουν ο ένας τον άλλον και να πιάσουν ο ένας το χέρι του άλλου με ευγνωμοσύνη και χαρά».
Στις ομιλίες που ακολούθησαν, οι αδελφοί επαινέθηκαν για την υπομονή τους στη διάρκεια της 14χρονης απαγόρευσης. Δεν ήταν πια καιρός για πικρά δάκρυα, αλλά καιρός για οικοδόμηση, καιρός να χρησιμοποιήσουν σοφά τη νεοαποκτημένη ελευθερία τους για να αναλάβουν την υπηρεσία σκαπανέα, αν το επέτρεπε η κατάστασή τους, ή για να επιδιώξουν άλλα προνόμια υπηρεσίας στις εκκλησίες. Θα ήταν σημαντικό να συνεχίσουν να στηρίζονται στον Ιεχωβά, ο οποίος είχε δώσει τώρα τη νίκη στο λαό του! Η συνάθροιση διήρκεσε τέσσερις ώρες χωρίς διακοπή, αλλά για τους παρόντες ήταν σαν να πέρασαν λίγα μόνο λεπτά.
Ο τελικός ομιλητής ανέφερε ότι, λίγες μόνο μέρες πριν, όταν οι αδελφοί συναντιούνταν στο δρόμο, πρόσεχαν ώστε να μην προδώσουν ο ένας τον άλλον. Αλλά τώρα άκουγαν ότι μπορούσαν να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο χαιρετώντας ελεύθερα τους αδελφούς τους. Επί δύο περίπου ώρες μετά την εγκάρδια τελική προσευχή, πολλοί Μάρτυρες εξακολουθούσαν να είναι μπροστά στο κτίριο, αγκαλιάζοντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον και ανανεώνοντας τις γνωριμίες τους. Η θρησκευτική ελευθερία ήταν γλυκιά. Πώς όμως θα χρησιμοποιούσαν τώρα οι αδελφοί αυτή την ελευθερία;
Χαίρονται που Μπορούν να Συναθροίζονται για Λατρεία
Οι Αίθουσες Βασιλείας χρειάζονταν καθάρισμα, βάψιμο και επισκευή προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και πάλι. Οι αδελφοί πρόσφεραν απλόχερα το χρόνο τους και τους πόρους τους για να κάνουν αυτές τις εργασίες. Η Εταιρία έκανε επίσης διευθετήσεις ώστε να επισκεφτούν γρήγορα οι επίσκοποι περιοχής όλες τις εκκλησίες, μένοντας δυο τρεις μέρες στην καθεμιά. Η αναδιοργάνωση είχε αρχίσει.
Πόσο ευχάριστο είναι να βλέπει κανείς οικογένειες να συρρέουν και πάλι στις Αίθουσες Βασιλείας τους! Οι παρόντες στις συναθροίσεις συχνά είναι διπλάσιοι ή τριπλάσιοι από τους ευαγγελιζομένους. Πολλοί έρχονται με ποδήλατα· μερικοί με μοτοποδήλατα ή με μονόξυλα κανό. Άλλοι περπατούν, και παρ’ όλο που χρειάζεται να διανύσουν αρκετά χιλιόμετρα, δεν πτοούνται. Η μητέρα δένει το μικρό παιδί στην πλάτη της με ένα ύφασμα που το τυλίγει γύρω της. Τα μεγαλύτερα παιδιά βοηθούν τα μικρότερα. Συχνά, ο πατέρας μεταφέρει τα πολύτιμα βιβλία που είναι αναγκαία για τη συνάθροιση—πολύτιμα επειδή μέσω αυτών ο Ιεχωβά παρέχει εκπαίδευση, αλλά και πολύτιμα επειδή το καθένα από αυτά τα μεγάλα βιβλία μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο ημερομίσθιο.
Σταδιακά, όλες οι Αίθουσες Βασιλείας της χώρας, ο ιεραποστολικός οίκος στο Πόρτο-Νόβο και το γραφείο τμήματος στο Κοτονού, το οποίο είχε καταληφθεί στη διάρκεια της απαγόρευσης, επιστράφηκαν στους δικαιωματικούς κατόχους τους. Αμέσως έγινε η αναγκαία ανακαίνιση του γραφείου και του οίκου στο Πόρτο-Νόβο και, τον Αύγουστο του 1990, λιγότερο από ένα μήνα αφότου επιστράφηκε το γραφείο, διεξάχθηκε εκεί, στο κτίριο της Εταιρίας, μια συνέλευση στην οποία παρευρέθηκαν περίπου 2.000 άτομα. Όλοι έμαθαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούσαν και πάλι αυτό το κτίριο σε σχέση με το Βιβλικό εκπαιδευτικό τους έργο.
Το τμήμα στο Μπενίν άρχισε να λειτουργεί και πάλι το Σεπτέμβριο του 1991, καθιστώντας έτσι δυνατή τη στενότερη επαφή με τους αδελφούς καθώς και την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας σε σχέση με τις πνευματικές τους ανάγκες.
Επιθυμούν Διακαώς να Φέρουν Μαρτυρία για την Αλήθεια
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μπενίν ήθελαν να κηρύττουν τα καλά νέα με τον τρόπο που το έκαναν και οι αδελφοί τους σε άλλες χώρες. Στη διάρκεια της 14χρονης απαγόρευσης, η μαρτυρία δινόταν ως επί το πλείστον με ανεπίσημο τρόπο. Ακόμη και μερικοί από τους πρεσβυτέρους δεν είχαν δώσει ποτέ μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι. Αλλά με λίγη ενθάρρυνση και εκπαίδευση, έκαναν την αρχή.
Η επίδοση μαρτυρίας δεν είναι κάτι δύσκολο στο Μπενίν. Οι άνθρωποι γενικά αγαπούν την Αγία Γραφή. Συχνά λένε στους Μάρτυρες που τους επισκέπτονται να καθήσουν, και ακούνε προσεκτικά. Καθώς οι Μάρτυρες πηγαίνουν από το ένα σπίτι στο άλλο, δεν είναι ασυνήθιστο να τους φωνάξει κάποιος περαστικός ποδηλάτης, ζητώντας τους τα τελευταία τεύχη της Σκοπιάς και του Ξύπνα!
Συχνά συμβαίνει να μένουν πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας σε διάφορα σπίτια που έχουν κοινή αυλή. Από σεβασμό, ο Μάρτυρας ζητάει να μιλήσει πρώτα στην κεφαλή της οικογένειας. Κατόπιν, προσκαλούνται οι ενήλικοι γιοι του και οι οικογένειές τους, οι οποίοι μένουν στα σπίτια που βλέπουν στην ίδια αυλή.
Για να δείξουν την εκτίμησή τους για όλα όσα έχει κάνει ο Ιεχωβά για αυτούς, εκατοντάδες άτομα ανέλαβαν την υπηρεσία σκαπανέα μετά την άρση της απαγόρευσης. Το 1989, υπήρχαν 162 ειδικοί, τακτικοί και βοηθητικοί σκαπανείς· το 1996, υπήρχαν 610.
Τι ανταπόκριση συναντούν; Ένα ζευγάρι ειδικών σκαπανέων διορίστηκε σε μια πόλη όπου δεν υπήρχαν Μάρτυρες. Μέσα σε λίγους μήνες, ήρθε ο καιρός για τον εορτασμό της Ανάμνησης του θανάτου του Χριστού. Τα ενδιαφερόμενα άτομα εκείνης της πόλης έμαθαν ότι συνήθως γιορτάζουμε την Ανάμνηση σε Αίθουσα Βασιλείας, αλλά εκεί δεν υπήρχε καμία. Ένα από αυτά τα ενδιαφερόμενα άτομα πλησίασε κάποιον που είχε ένα μεγάλο κομμάτι γης και ρώτησε αν θα μπορούσαν να καθαρίσουν κάποιο τμήμα του για να φτιάξουν μια Αίθουσα Βασιλείας. Ο άντρας έβλεπε ευνοϊκά το έργο των Μαρτύρων και έτσι συμφώνησε. Μέσα σε λίγες μέρες, οι δυο ειδικοί σκαπανείς και τα ενδιαφερόμενα άτομα είχαν καθαρίσει το χώρο και είχαν φτιάξει μια όμορφη Αίθουσα Βασιλείας με τοίχους από πλεγμένα φοινικόκλαδα και στέγη από καλαμιές. Στην πρόσοψη, υπήρχαν δυο αψίδες από φοινικόκλαδα, στολισμένες με λουλούδια. Όταν μια τοπική ιέρεια βουντού προσπάθησε να ξεσηκώσει εναντίωση, οι πρεσβύτεροι του χωριού τής είπαν: «Η γη σε αυτό το χωριό δεν είναι δική σου. Εμείς θέλουμε να μείνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αν φύγουν αυτοί, θα φύγεις και εσύ!» Δεν δημιούργησε άλλα προβλήματα. Στην Ανάμνηση παρευρέθηκαν 110 άτομα, από τους οποίους οι μόνοι βαφτισμένοι Μάρτυρες ήταν οι ειδικοί σκαπανείς.
Εγκαταστάσεις για Συνελεύσεις
Λίγο μετά την άρση της απαγόρευσης, οι αδελφοί απέκτησαν ένα οικόπεδο 50 στρεμμάτων στο Καλαβί, ένα χωριό κοντά στο Κοτονού, και αργότερα αγόρασαν ένα γειτονικό οικόπεδο 40 στρεμμάτων. Αυτό είναι το χωριό όπου είχαν φυλακιστεί μερικοί αδελφοί μας επειδή οι αρχές είπαν ότι η περιοχή ήταν «κέντρο δράσης» των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πόσο αληθινά είχαν βγει εκείνα τα λόγια! Το 1990, ο λαός του Ιεχωβά μπόρεσε να διεξαγάγει εδώ μια συνέλευση ελεύθερα και σε ιδιόκτητο χώρο!
Πώς όμως θα μπορούσαν να κατασκευαστούν εγκαταστάσεις που να επαρκούν για 4.000 άτομα, με κόστος που να μην υπερβαίνει τις δυνατότητες των αδελφών μας; Με τον τρόπο που συνηθίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Δυτική Αφρική. Οι αδελφοί πήγαν στα δάση και έκοψαν φύλλα από μπαμπού και κοκκοφοίνικες. Στύλοι από μπαμπού χρησιμοποιήθηκαν για τα καθίσματα. Πάσσαλοι που είχαν περίπου 50 εκατοστά ύψος στερεώθηκαν στο έδαφος ανά 1,2 μέτρα. Αυτοί ήταν τα πόδια των καθισμάτων. Δύο μεγαλύτεροι στύλοι από μπαμπού τοποθετήθηκαν κατά μήκος των πασσάλων και στερεώθηκαν. Έτοιμα! Καθίσματα για 15 άτομα. Μεγαλύτεροι στύλοι από μπαμπού χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν την οροφή, και τα φύλλα συρράφτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως στέγη. Μολονότι δεν πρόκειται για αδιάβροχη κατασκευή, παρέχει σε όλους προστασία από τον καυτό αφρικανικό ήλιο, και όσοι βρίσκονται από κάτω νιώθουν άνετα.
Αργότερα, πρόκειται να οικοδομηθούν εδώ νέες εγκαταστάσεις γραφείου τμήματος, καθώς και μια ανοιχτή στα πλάγια Αίθουσα Συνελεύσεων πιο ανθεκτικής κατασκευής.
Επιστρέφουν οι Ιεραπόστολοι
Περίπου τρεις μήνες μετά την άρση της απαγόρευσης, εκδόθηκε ένα άλλο κυβερνητικό διάταγμα. Αυτό ακύρωνε το προηγούμενο διάταγμα που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη των ιεραποστόλων το 1976 και δήλωνε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούσαν ελεύθερα να διεξάγουν ιεραποστολικό έργο στο Μπενίν.
Ως αποτέλεσμα αυτής της επίσημης πράξης, το Νοέμβριο του 1990 διορίστηκαν και πάλι ιεραπόστολοι στο Μπενίν. Ο Ταμπ και η Τζανίς Χονσμπέργκερ, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Ντακάρ της Σενεγάλης, διορίστηκαν εκ νέου στο Μπενίν. Ο Μισέλ Μούλερ και η σύζυγός του Μπαμπέτ, καθώς και ο Κλοντ και η Μαρί-Κλερ Μπουκέ, έφτασαν στο Μπενίν λίγες μέρες αργότερα. Είχαν υπηρετήσει πρόσφατα στην Ταϊτή.
Ο αδελφός Χονσμπέργκερ θυμάται: «Η αντίδραση των ανθρώπων που συναντούσαμε όταν πρωτοπήγαμε να κηρύξουμε από πόρτα σε πόρτα στον καινούριο μας διορισμό αποτελούσε για εμάς ευχάριστη έκπληξη. Στην πραγματικότητα, μας καλωσόριζαν και πάλι στο Μπενίν! Κάποιος είπε πως, όταν οι ιεραπόστολοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά έφυγαν πριν από χρόνια, η χώρα πήρε τον κατήφορο». Θυμηθείτε τα λόγια που είχε πει κάποιος νεαρός υπάλληλος ενός πρατηρίου βενζίνης στους ιεραποστόλους που έφευγαν πριν από 14 χρόνια—«Μη στενοχωριέστε, κάποια μέρα θα ξανάρθετε». Τα λόγια του βγήκαν αληθινά—οι ιεραπόστολοι είχαν επιστρέψει!
Ο αδελφός Μπουκέ αποκαλεί το Μπενίν παράδεισο των ιεραποστόλων, επειδή πολλοί από τους κατοίκους του αγαπούν βαθιά τον Θεό και την Αγία Γραφή. Σε πολλούς από τους 50 και πλέον ιεραποστόλους που υπηρετούν τώρα στο Μπενίν έχει συμβεί να τους σταματήσει κάποιος στο δρόμο και να ζητήσει Γραφική μελέτη ή μια απάντηση σε ένα βαθύ Γραφικό ερώτημα!
Σοφή Χρήση της Ελευθερίας
Πριν από χρόνια, οι κάτοικοι του Μπενίν πουλιούνταν ως δούλοι και στέλνονταν μακριά με πλοία. Όσο τρομερό και αν ήταν αυτό, υπάρχει ένα άλλο είδος δουλείας, εκείνο που προέρχεται από την ψεύτικη θρησκεία, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα. Κρατάει δέσμια την καρδιά και το νου ανθρώπων που ίσως νομίζουν πως είναι ελεύθεροι. Μερικές φορές, προξενεί μεγαλύτερο φόβο από ό,τι το μαστίγιο ενός αφέντη.
Χιλιάδες άτομα στο Μπενίν έχουν ελευθερωθεί από αυτή τη δουλεία και έχουν γίνει χαρούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί γνωρίζουν επίσης τι σημαίνει να μην είναι «μέρος του κόσμου» μιμούμενοι τον Χριστό. Έτσι, μπορούν να απολαμβάνουν ελευθερία από τη δουλεία στον ‘άρχοντα αυτού του κόσμου’, ο οποίος δεν είχε καμιά επιρροή πάνω στον Ιησού, όπως είπε ο ίδιος ο Ιησούς. (Ιωάν. 12:31· 14:30· 15:19) Τα χρόνια του έντονου διωγμού που έζησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μπενίν δεν τους επανέφεραν σε κατάσταση δουλείας. Αυτοί γνώριζαν καλά τα λόγια του Ιησού Χριστού: «Αν έχουν επιφέρει διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό». (Ιωάν. 15:20) Επίσης, γνώριζαν ότι ο απόστολος Παύλος είχε γράψει: «Όλοι όσοι θέλουν να ζουν με θεοσεβή αφοσίωση σε σχέση με τον Χριστό Ιησού θα υποστούν επίσης διωγμό». (2 Τιμ. 3:12) Μολονότι για κάποιο διάστημα είχαν στερηθεί την ελευθερία να συναθροίζονται φανερά για λατρεία και να δίνουν δημόσια μαρτυρία σε άλλους—μερικοί μάλιστα ρίχτηκαν στη φυλακή—ωστόσο, συνέχισαν να έχουν ελευθερίες τις οποίες κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει.
Τώρα, έχουν περάσει περίπου εφτά χρόνια από τότε που άρθηκε η απαγόρευση και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν και πάλι νομική αναγνώριση. Έχουν κάνει σοφή χρήση αυτής της ελευθερίας οι αδελφοί μας στο Μπενίν; Λίγο πριν από την επιβολή της απαγόρευσης, υπήρχαν περίπου 2.300 δραστήριοι διαγγελείς της Βασιλείας στη χώρα. Τώρα υπάρχουν υπερδιπλάσιοι διαγγελείς. Όσο για εκείνους που συμμετέχουν στην ολοχρόνια διακονία, αυτοί έχουν υπερτριπλασιαστεί σε αριθμό. Πολλοί άνθρωποι ανταποκρίνονται στην πρόσκληση να ‘πάρουν νερό ζωής δωρεάν’. (Αποκ. 22:17) Όταν οι εκκλησίες συναθροίζονται για την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, έρχονται και πολλοί ενδιαφερόμενοι μαζί τους, και έτσι ο αριθμός των παρόντων είναι τετραπλάσιος και πλέον από τον αριθμό των Μαρτύρων. Προφανώς υπάρχουν ακόμη πολλά που χρειάζεται να γίνουν για να βοηθηθούν εκείνα τα ενδιαφερόμενα άτομα να εκτιμήσουν και να εφαρμόσουν όλα όσα παρήγγειλε ο ίδιος ο Ιησούς.—Ματθ. 28:19, 20.
Υπάρχουν επίσης πολλές δύσκολες καταστάσεις τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι όσο συνεχίζεται αυτό το παλιό σύστημα πραγμάτων. Ωστόσο, είναι συγκινητικό να επισκέπτεται κάποιος τις εκκλησίες του λαού του Ιεχωβά στο Μπενίν και να παρατηρεί από πρώτο χέρι την ελευθερία που ήδη έχει φέρει στους ανθρώπους εδώ ο Λόγος του Θεού. Υπάρχει ο πρώην πολύγαμος άντρας στο χωριό Λογκού ο οποίος, επειδή ήθελε να έχει την επιδοκιμασία του Ιεχωβά, απελευθερώθηκε από τοπικές αντιγραφικές παραδόσεις και ζει τώρα με μία σύζυγο. Υπάρχει ο νεαρός στην Εκκλησία Τογκουντό Γκοντομά, του οποίου ο πατέρας τού πρόσφερε ευκαιρίες για εκπαίδευση που πολλοί θα εκμεταλλεύονταν ευχαρίστως, και του υποσχέθηκε ότι αργότερα θα γινόταν ιερέας βουντού και θα κληρονομούσε το σπίτι και τις γυναίκες του πατέρα του· αλλά ο γιος προτίμησε, αντίθετα, να υπηρετεί τον Ιεχωβά. Υπάρχει η αδελφή στο Τορί-Καντά Ζουνμέ η οποία παλιότερα είχε ζήσει πολλά χρόνια σε μια μονή βουντού αλλά τώρα είναι τακτική σκαπάνισσα. Ένας νεαρός που κέρδιζε τα προς το ζην κλέβοντας έχει φορέσει τη νέα προσωπικότητα και τώρα υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας στο Κοτάν. Ένας πρώην στρατιωτικός που κάποτε δίωκε το λαό του Ιεχωβά είναι τώρα τακτικός σκαπανέας και διακονικός υπηρέτης. Αυτοί και πολλοί άλλοι σαν αυτούς είναι πολυάσχολοι στο να βοηθούν άτομα που έχουν ειλικρινή καρδιά να μάθουν πώς να βρουν ελευθερία από τα θρησκευτικά δεσμά, όπως ακριβώς βοηθήθηκαν εκείνοι. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα ότι «όπου υπάρχει το πνεύμα του Ιεχωβά, υπάρχει ελευθερία».—2 Κορ. 3:17.
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]
[Εικόνα στη σελίδα 72]
Ο Νοούρου Ακιτοουντέι επέστρεψε στο Μπενίν ως σκαπανέας και βοήθησε πολλά άτομα να αρχίσουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 80]
Τάξη ανάγνωσης και γραφής στο Σεκάντζι (1996)
[Εικόνα στη σελίδα 86]
Ο Ζερμέν Αντομαού εγκατέλειψε την πολυγαμία για να ζήσει με την πρώτη του γυναίκα, τη Βίγκε
[Εικόνα στη σελίδα 89]
Ο Αμάσα Αγίνλα και η οικογένειά του όταν ήταν επίσκοπος περιοχής στο Μπενίν
[Εικόνα στη σελίδα 90]
Ο Κάρλος και η Μαίρη Πρόσερ, ιεραπόστολοι έτοιμοι για την υπηρεσία αγρού
[Εικόνα στη σελίδα 95]
Σχολή Διακονίας της Βασιλείας το 1975, σε μια περίοδο πολιτικής έντασης στο Μπενίν
[Εικόνα στη σελίδα 102]
Ο Πέτερ Πομπλ με τη Μαίρη και τον Κάρλος Πρόσερ—και οι τρεις απελάθηκαν από το Μπενίν, και τώρα υπηρετούν στη Νιγηρία και στο Καμερούν
[Εικόνα στη σελίδα 115]
Ο Πιερ Αβαντό, ένας πρώην αυτοδιόριστος διάκονος, τώρα χειροτονημένος διάκονος του αληθινού Θεού
[Εικόνες στη σελίδα 116]
Η συνάθροιση στην οποία ανακοινώθηκε η άρση της απαγόρευσης
[Εικόνα στη σελίδα 118]
Ο χώρος της συνέλευσης στο Καλαβί
[Εικόνα στη σελίδα 123]
Το γραφείο τμήματος στο Μπενίν, με την Επιτροπή του Τμήματος το περασμένο υπηρεσιακό έτος (από αριστερά προς τα δεξιά): Ζακαρί Ελέγκμπε, Ταμπ Χονσμπέργκερ, Σούου Χούνι