ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w61 15/12 σ. 746-748
  • Ανταμοιβές της Εγκαρτερήσεως

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Ανταμοιβές της Εγκαρτερήσεως
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
  • ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΣΤΟ ΚΑΡΙΜΠΟΥ
  • ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΠΛΟΙΑ
  • ΑΥΞΗΜΕΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
  • ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΟΥ ΑΠΗΛΑΥΣΑ
  • Μια Άγονη Γη Γίνεται Εύφορη
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1994
  • ‘Επιζητούν Πρώτα τη Βασιλεία’
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • Η Εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά Φέρνει Ευτυχία
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1990
  • Δούλοι του Θεού Ολοχρονίως
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1967
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
w61 15/12 σ. 746-748

Ανταμοιβές της Εγκαρτερήσεως

Αφήγησις υπό Φ. Ι. Φράνσκε

ΟΙ ΙΝΔΟΙ περιεπλανώντο ακόμη στις πεδιάδες του δυτικού Καναδά και η δουλειά μου ήταν να περιέρχωμαι έφιππος την περιοχή που βοσκούσαν αγελάδες, όταν ήμουν νέο παιδί. Ήταν το είδος ζωής, που απαιτούσε εγκαρτέρησι, αλλ’ έχει και περιωρισμένες αμοιβές. Στο έτος 1921 μου ανοίχθηκε μια καινούργια ζωή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, ήταν και πάλι στη σκληρή δύση, που απαιτούσε, όμως, εγκαρτέρησι στην υπηρεσία του Θεού. Οι αμοιβές ήσαν πολλές.

Η προσεκτική μελέτη του λόγου του Θεού μού έδειξε ότι υπήρχε έργον για να γίνη, για την εκπαίδευσι των άλλων για ζωή. Ήταν το άρθρον «Γέννησις του Έθνους» στο περιοδικό Η Σκοπιά του 1925, που με προσήλωνε πραγματικά στο θέμα. Εδιάβασα και ξαναδιάβασα το άρθρο εκείνο, που ύστερ’ απ’ αυτό μου δήνοιξε μια εκτίμησι της βασιλείας του Θεού, που ήταν τόσο θαυμάσια, που περιελάμβανε τα πάντα, ώστε κατέληξα στην απόφασι ότι το να υπηρετήσω μια τέτοια υπόθεσι άξιζε ό,τι εχρειάζετο για να την κάμω δική μου.

ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Εκείνο το έτος ο αδελφός μου κι εγώ προσεφέρθημεν να κάμωμε υπηρεσία σκαπανέως, η δε Εταιρία Σκοπιά μάς εξαπέστειλε σαν μια από τέσσερις «Σχολικές Ομάδες» για να δώσωμε Γραφικές διαλέξεις στα σχολεία σε όλες τις επαρχίες του κάμπου. Η ανταπόκρισις ήταν καλή και οι έξω πάσσαλοι προσδέσεως ζώων είχαν συχνά στη σειρά σελλωμένα άλογα, ενώ οι βουκόλοι (καουμπόϋδες) που ήσαν μέσα άκουαν τη διάλεξι. Ένα από τα θέματά μας ήταν «Είναι ο Άδης Φλογερός;» και όταν απεδείξαμε ότι ο άδης της Γραφής δεν είναι θερμότερος από τον τάφο, οι τοπικοί κήρυκες άρχισαν να αισθάνωνται ότι θα μπορούσε να υπάρχη πολλή θερμότης ακριβώς εδώ στη γη. Μια φορά, λόγω παρεξηγήσεως, βρέθηκα στο βήμα μαζί μ’ έναν πολιτικό. Ήταν κόκκινο το πρόσωπό του! Αλλά το ακροατήριο απήλαυσε τη σκηνή. Πραγματικά, η οικογένεια, στην οποία εμέναμε, εδέχθη το άγγελμα, κι ένα από τα κορίτσια ανέλαβε το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος ως σκαπανεύς.

Ήλθε το έτος 1929 και η ανάγκη εγκαρτερήσεως σ’ ένα νέον αγρό. Η Εταιρία μ’ έστειλε στη Νέα Γη, επιφορτισμένον με τη διαχείρισι του πλοίου «Μόρτον». Εκείνο τον καιρό η γνώσις μου περί πλοίων ήταν μηδέν, αλλά στη διάρκεια των ετών που επακολούθησαν, από τα οποία τα δώδεκα εδαπανήθησαν στη θάλασσα, είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά. Ο σύντροφός μου, Τζίμμυ Τζαίημς, κι εγώ εκηρύτταμε σε όλους τους μικρολιμένας της Νέας Γης και σε μέρη του Λαμπραντόρ. Συχνά συναντούσαμε τρικυμία, πυκνή ομίχλη και μεγάλους παγετώνες. Μια φορά προσεκρούσαμε σε ύφαλο βαίνοντας με πλήρη ταχύτητα και μια άλλη φορά αποκλεισθήκαμε πίσω από ένα πελώριο παγόβουνο που κατηυθύνετο προς την είσοδο του λιμένος τη νύχτα. Τον χειμώνα διέσχιζα συχνά την ακτή με μια ομάδα σκύλων. Με τους Εσκιμώους εκάναμε ανταλλαγή παίρνοντας γούνες και δερμάτινα είδη· από τους κατοίκους της Νέας Γης ελαμβάναμε μετρητά και αποξηραμένα ψάρια ή άλλα είδη σε αντάλλαγμα με βιβλία της Γραφής, το δε ποσόν των εντύπων που διαθέταμε ήταν πρωτοφανές. Ήταν ένα ικανοποιητικό έργον.

Στο Μόντρεαλ, όπου βρέθηκα στο έτος 1931, δεν υπήρχε τρικυμιώδης θάλασσα ώστε ν’ αγωνισθούμε, αλλά οι οχλοκράται του Κουεμπέκ, υποκινούμενοι από τους ιερείς των, ήσαν εξίσου απρόβλεπτοι, και μας ακολουθούσαν, όταν προσπαθούσαμε να κηρύξωμε από τη Γραφή. Και η αστυνομία ακόμη έκανε τις θελήσεις του κλήρου κι εφαίνετο ότι κάθε αστυνομικός της πόλεως μάς αναζητούσε. Εκάμαμε τακτικές επισκέψεις στον αστυνομικό σταθμό, αλλά δεν εφύγαμε. Εγνωρίζαμε το Γραφικό εδάφιο που λέγει: «Εάν όμως αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομένητε, τούτο είναι χάρις παρά τω Θεώ.»​—1 Πέτρ. 2:20.

Το επόμενο έτος μού ανετέθη η ευθύνη μιας ομάδος σκαπανέων, που ειδικεύετο στη διακονία του αγρού κι έκανε συναθροίσεις τα Σαββατοκύριακα σε όλη την επαρχία του Οντάριο. Ήταν είναι ενδιαφέρον έργον, άλλα σκληρό. Δυστυχώς, δεν είχα μάθει ακόμη να διατηρώ τις δυνάμεις μου· αγωνίσθηκα πολύ σκληρά, και το φθινόπωρο του έτους εκείνου εσταμάτησα από νευρική κατάπτωσι. Η κατάστασις παρουσιάσθη καθ’ υποτροπήν, κι εχρειάσθηκα μια αλλαγή.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΣΤΟ ΚΑΡΙΜΠΟΥ

Επέστρεψα στη δυτική ακτή και συνήντησα ένα πρώην έφιππο αστυνομικό κι επιδοθήκαμε στο κήρυγμα σε όλη τη φημισμένη Καριμπού, μια περιοχή της Βρεττανικής Κολομβίας, γνωστή για την κτηνοτροφία και τα χρυσωρυχεία της, μεταξύ των μεταλλευτών, υλοτόμων, θυρωρών, κτηνοτρόφων και Ινδών. Ήταν χώρα για σκληραγωγημένους, ανώμαλη αλλά παραγωγική. Τόσο αραιοί ήσαν οι συνοικισμοί και τόσο μεγάλες οι αποστάσεις από τις πόλεις και μεταξύ των επισκέψεων, ώστε ήταν δύσκολο να διατηρήση κανείς μια προμήθεια τροφής, κι έτσι εφέραμε μαζί μας όπλο κι εφονεύαμε ζώα για το φαγητό μας ή ψαρεύαμε στα ορμητικά ποτάμια. Το ‘μενού’ μας εξετείνετο από μούρα και αγριόκοττες, έως ελάφια και κρέας της αρκούδας. Το ψωμί εψήνετο σ’ ένα τηγάνι, σε ανοιχτή φωτιά κατασκηνώσεως. Πραγματικά εζούσαμε μακριά από το πάχος της χώρας.

Όταν περνούσε η μέρα, πολύ συχνά εκαθήμεθα κάτω από τα ευώδη πεύκα κοντά στα ψηλά βουνά και παρακολουθούσαμε τη σπινθηρίζουσα χώβολη της φωτιάς μας που τριζοβολούσε! Εκεί, κάτω από τον αστερόεντα ουρανό εξετάζαμε το περιοδικό Η Σκοπιά ή ρεμβάζαμε πάνω στις Γραφές και στη θαυμάσια προοπτική που ήταν εμπρός μας κάτω από τη Βασιλεία, για την οποία εργαζόμεθα και προσευχόμεθα.

Την επόμενη άνοιξι τα σχέδιά μας αντίκρυσαν καταστροφή, όταν ο σύντροφός μου εφονεύθη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Προσπάθησα να προχωρήσω μόνος, αλλά κατά καιρούς, μεμονωμένος επί ένα μήνα κάθε φορά, δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Έπρεπε να γίνη κάποια προσαρμογή στις περιστάσεις μου, αν επρόκειτο να συνεχίσω.

Χρειαζόμουν ένα σύντροφο, κι εκείνη που βρήκα ήταν υπομονητική, πρακτική, ανεκτική και πιστή από την αρχή. Νυμφευθήκαμε στο έτος 1935 και προέβημεν μαζί σε δράσι στο Καριμπού. Ο τομεύς μας ήταν ανώμαλος. Πολλές φορές σχεδόν γλιστρούσαμε από τα απόκρημνα μονοπάτια του βουνού και κάποτε βυθισθήκαμε στα έλη κι εχρειάσθη να μας βγάλουν, με το όχημα και με όλα. Σε μια άλλη περίπτωσι, ενώ έκανα έργον μέρους του χρόνου, δέχθηκα ένα βαθύ κόψιμο με τσεκούρι στο πόδι μου. Κανένας γιατρός δεν υπήρχε, κι ήταν δύσκολη η κατάστασίς μου, αλλά κατωρθώσαμε να το θεραπεύσωμε, επιθέτοντας βάλσαμον κόμμι νωπό από τα δένδρα. Αγαπούσαμε τον τομέα μας και τους ανθρώπους του. Η εύθυμη πρόσκλησίς των «Ελάτε μέσα, η πόρτα είναι ανοιχτή» πάντοτε εφώτιζε την καρδιά μας. Ανεπτύχθησαν πολλές ειλικρινείς φιλίες και με τους Ινδούς και με τους Λευκούς ενόσω ήμεθα εκεί, και τώρα η χώρα είναι κεκαλυμμένη μ’ ένα δίκτυο εκκλησιών των μαρτύρων του Ιεχωβά.

ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΠΛΟΙΑ

Μετά από σύντομες περιόδους υπηρεσίας στη Νήσο Βανκούβερ, στο Ουίννιππεγκ και με το πλοίο της Εταιρίας, τα νεύρα μου άρχισαν πάλι να κλονίζωνται. Συνεπλήρωνα τις ώρες μου αλλά δεν ήμουν πραγματικά επί το έργον. Εχρειάσθη μια πλήρης αλλαγή, κι έτσι μπήκα ως μηχανικός σ’ ένα ρυμουλκό. Μολονότι αυτό μου ήταν καλό από φυσική άποψι, εν τούτοις μ’ εμπόδιζε από τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις και τη συναναστροφή με τους Χριστιανούς αδελφούς μου, κι αυτό με κατέπνιγε. Αγόρασα, λοιπόν, ένα δικό μου αλιευτικό πλοιάριο κι εψάρευα ενώ η σύζυγός μου συνέχιζε το έργον σκαπανέως στο Βανκούβερ. Καθώς κατεστρώναμε σχέδια για τη ναυπήγησι ενός μεγάλου αλιευτικού πλοίου μ’ ευρύχωρο θάλαμο για κατοικία, ώστε να μπορώ να κάνω έργον σκαπανέως κατά μήκος της ακτής της Βρεττανικής Κολομβίας, η σύζυγός μου αρρώστησε από καρκίνο, και τον Νοέμβριο του 1946 την εκήδευσα. Τώρα τι θα εγίνετο;

Η απελπισία με κατεβάρυνε, αλλά και η στασιμότης δεν αποτελεί θεραπεία για μια τέτοια απώλεια. Επροχώρησα στο έργον με το πλοίο κι εκάλεσα τον Τζιμ Κουίν μαζί μου ως σύντροφο. Εφέραμε μαζί το άγγελμα της Βασιλείας σε κάθε νησί και νησίδα, σε κάμπους ξυλευτικούς, φάρους και κατασκηνώσεις κατά μήκος της ακτής. Εδαπανούσαμε διακόσιες και πλέον ώρες τον μήνα κηρύττοντας κι ενενήντα ώρες ταξιδεύοντας, τον πιο περισσότερο καιρό τη νύχτα. Αφήσαμε, όμως, μια σειρά βιβλίων της Γραφής από το Βανκούβερ ως το Πρινς Ρούπερ κι απ’ εκεί ως την Αλάσκα. Σε δώδεκα μήνες ελάβαμε πάνω από χίλιες πεντακόσιες συνδρομές στα περιοδικά Η Σκοπιά και Ξύπνα! Συνήλθα και πάλι.

ΑΥΞΗΜΕΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εκείνο το φθινόπωρο προσεκλήθηκα να γίνω ένας περιοδεύων εκπρόσωπος της Εταιρίας σ’ έργον περιοχής· άφησα λοιπόν το πλοίο για να επισκεφθώ εκκλησίες στη δυτική ακτή. Ήταν εντόνως ενδιαφέρον έργον. Μετά από λίγα χρόνια διωρίσθηκα υπηρέτης περιφερείας, υπηρετώντας τακτικά συνελεύσεις. Ο Καναδάς ήταν τότε διηρημένος σε δύο περιφέρειες εγώ υπηρέτησα τη δυτική, ενώ ο Τζακ Νάθαν υπηρέτησε την ανατολική. Εταξιδεύαμε με αυτοκίνητο, τραίνο, πλοίο και αεροπλάνο για να καλύψωμε τις μεγάλες εκείνες αποστάσεις. Μετά από ένα έτος οι περιφέρειές μας ενηλλάγησαν, κι εγώ πήγα στην ανατολική.

Μετά τη Συνέλευσι Κοινωνίας του Νέου Κόσμου στην Νέα Υόρκη το 1953, προσεκλήθηκα να γίνω μέλος της οικογενείας Μπέθελ του Καναδά. Ο διορισμός μου ως υπηρέτου του αγροκτήματος στο Καναδικό Αγρόκτημα της Βασιλείας ήταν ένα απροσδόκητο προνόμιο και με εισήγαγε σε μια πολύτιμη πείρα. Ενώ εξακολουθούσα να μετέχω στη διακονία αγρού, έφθασα στο να κατανοήσω περισσότερα από κάθε άλλη φορά ότι υπάρχει κι άλλο έργον που αποτελεί μέρος της διακονίας. Σ’ αυτή την περίπτωσι ήταν η προμήθεια φυσικής τροφής που απητείτο για τους σκληρά εργαζομένους στο Μπέθελ για να ρέουν συνεχώς οι Βιβλικές εκδόσεις και οδηγίες στους διακόνους έξω στον αγρό. Ο νέος αυτός διορισμός απαιτούσε γνώσεις γαλακτοκομίας, κηπουρικής, καλλιεργείας οπωρικών, και άλλων σχετικών. Αυτό μ’ επανέφερε στις παιδικές μου μέρες που πέρασα στη δύσι. Επειδή είχα μεγαλώσει σε περιβάλλον κτηνοτροφικό, οι αγελάδες κι εγώ επήγαμε καλά.

ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΟΥ ΑΠΗΛΑΥΣΑ

Πάσα πράγματα εμάθαμε στην υπηρεσία του Ιεχωβά, και πόσο επωφελή είναι αυτά! Στο πέρασμα των χρόνων εμάθαμε πώς να ζούμε και να συνεργαζώμεθα στενά με αδελφούς και αδελφές που είναι ατελείς αλλά πρόθυμοι να παραβλέψουν διαφορές διότι αγαπούν τον Ιεχωβά και αλλήλους. Εμάθαμε πώς να λησμονούμε προσωπικότητες και να εφαρμόζωμε τις Χριστιανικές αρχές με αμεροληψία. Εμάθαμε ότι κανείς μας δεν μπορεί να είναι μεμονωμένος λύκος αλλ’ ότι ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου. Η θερμή φιλία και οι ενθουσιώδεις εκφράσεις των Χριστιανών αδελφών μας μάς ενισχύουν όταν είμεθα κατηφείς, το να κάνωμε δε σκέψεις πάνω στον λόγο του Θεού με ένθερμη προσευχή είναι σαν ένα θεραπευτικό βάλσαμο σε άθυμα πνεύματα.

Ποτέ δεν απήλαυσα τις συνήθεις ευχαριστήσεις της οικογενειακής ζωής, αλλ’ η συνταύτισίς μου με την πελωρία οικογένεια του λαού του Θεού και τα προνόμια που απήλαυσα στην εξυπηρέτησι των συμφερόντων του μου ανέπτυξαν ένα στήριγμα ευχαρίστων σχέσεων, που δεν είναι δυνατόν ούτε να εκτιμηθή ούτε ν’ αντικατασταθή από καμμιά άλλη πείρα. Οπουδήποτε πηγαίνω, σε Αίθουσες Βασιλείας ή συνελεύσεις, άτομα μ’ ερωτούν, «Με θυμάσαι;» και τότε μου υπενθυμίζουν κάποιοι περίπτωσι που υπηρετήσαμε μαζί, ίσως κάποιον καιρό που τους εβοήθησα ν’ αρχίσουν την υπηρεσία ή τους έδωσα την ενθάρρυνσι που εχρειάζοντο για να υπερπηδήσουν μια δυσκολία. Ποιος θα ήθελε ν’ ανταλλάξη έναν τέτοιο πλούτο πειρών, μια τόσο αξία εκτιμήσεως οικογένεια, με οτιδήποτε του παλαιού κόσμου;

Οι πείρες της ζωής μου μού απέδειξαν ότι ο Ιεχωβά πραγματικά πολιτεύεται με τον λαό του μέσω της οργανώσεώς του αλλά και ότι τους διαφυλάττει προσωπικά σε καιρόν ανάγκης. Δεν μπορούμε να βασιζώμεθα στον εαυτό μας, νομίζοντας ότι δεν θα πέσωμε. Πρέπει ν’ αποβλέπωμε σ’ Αυτόν, κι όταν το πράττωμε, Αυτός παρέχει δύναμι ανάλογη με τη ζήτησι. Όπως το εξέφρασε τόσο καλά ο απόστολος Παύλος: «Ο νομίζων ότι ίσταται, ας βλέπη μη πέση. Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος· πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε.»​—1 Κορ. 10:12, 13.

Αν εγκατέλειπα την προσπάθεια, όταν η πορεία των πραγμάτων απέβη σκληρά, θα έχανα πάρα πολύ. Τα προβλήματα που αντιμετώπισα είναι μόνον εκείνα που είναι κοινά στους ατελείς ανθρώπους· κάποτε είναι σκληρά, αλλά για έναν, που εμπιστεύεται στον Ιεχωβά, το πνεύμα του Θεού είναι μια θαυμάσια δύναμις που τον υποστηρίζει.

Τα μαλλιά μου είναι τώρα γκρίζα κι έχω γίνει πιο βραδύς. Παρέστη ανάγκη να παραμερίσω χάριν των νεωτέρων και πιο ικανών, αλλά δεν έχω καταβληθή, ακόμη. Υπάρχει ακόμη ανθηρότης στα βήματά μου κι ένα άσμα αίνου στον Θεό μέσα στην καρδιά μου.

Πόσο ευγνώμων είμαι στον Θεό που με ενίσχυσε να εγκαρτερήσω στην υπηρεσία του! Τι γεμάτη ζωή, τι αμοιβές, τι βαθιά ικανοποίησις ήσαν για μένα, που αφιέρωσα τη ζωή μου στην υπηρεσία του Θεού!

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση