ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • g87 8/11 σ. 21-23
  • Πέθαναν 400 Άτομα, Εγώ Επέζησα

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Πέθαναν 400 Άτομα, Εγώ Επέζησα
  • Ξύπνα!—1987
  • Παρόμοια Ύλη
  • Σεισμός Ερημώνει τη Γουατεμάλα
    Ξύπνα!—1976
  • Επέζησα από την Πτήση 801
    Ξύπνα!—1998
  • Μια Αδελφότητα Ενωμένη και Ακλόνητη
    Ξύπνα!—2001
  • Σεισμός Πλήττει το Λος Άντζελες
    Ξύπνα!—1971
Δείτε Περισσότερα
Ξύπνα!—1987
g87 8/11 σ. 21-23

Πέθαναν 400 Άτομα, Εγώ Επέζησα

ΗΤΑΝ 10 Οκτωβρίου 1986. Ετοιμαζόμουν να κλείσω το κατάστημα καλλυντικών που είχα στο Σαν Σαλβαντόρ και να γυρίσω σπίτι μου για το μεσημεριανό φαγητό. Ξαφνικά, ένα άγριο βουητό ακούστηκε να βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του πενταώροφου κτιρίου Ρουμπέν Ντάριο.

Αργότερα έμαθα ότι αυτός ήταν ο χειρότερος σεισμός στην ιστορία του Ελ Σαλβαντόρ—7,5 της κλίμακας Ρίχτερ. Θανάτωσε 1.200 ανθρώπους—μόνο στο κτίριο Ρουμπέν Ντάριο πέθαναν 400 άτομα—και άφησε 300.000 άστεγους. Ο πρόεδρος Ντουάρτε είπε ότι προξένησε ‘περισσότερες απώλειες απ’ όσες προξένησαν τα εφτά χρόνια του εμφύλιου πολέμου’.

Όταν έγινε ο σεισμός, τραυματίστηκα στο κεφάλι και έπεσα κάτω αναίσθητη. Μόλις συνήλθα, βρέθηκα πεσμένη μπρούμυτα, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Άκουγα ανθρώπους να φωνάζουν από τους πόνους και το φόβο: «Κύριε, σώσε με!» «Γιατί να μας φέρεις αυτή την τιμωρία;» «Βοήθα με!»

Άγγιξα το πρόσωπό μου. Ευτυχώς, δεν είχα πληγωθεί, αλλά τα πόδια μου ήταν παγιδευμένα κάτω από τα χαλάσματα. Ο αέρας ήταν πολύ πνιγηρός και ανάπνεα με μεγάλη δυσκολία. Άκουσα κοντά μου μια φωνή. Ήταν ο θυρωρός του κτιρίου, ο κ. Κουιζάνο, που μου φώναζε, «Είστε η κυρία από το μαγαζί καλλυντικών! Είστε καλά;»

—Ναι, μα τα πόδια μου έχουν πλακωθεί, απάντησα. Εσείς πώς είστε;

—Νομίζω ότι είναι σπασμένα και τα χέρια και τα πόδια μου—δεν μπορώ να κουνηθώ. Βοηθήστε με σας παρακαλώ.

Τέντωσα τα χέρια μου όσο πιο μακριά μπορούσα αλλά το μόνο που ένιωθα να πιάνω ήταν σπασμένα γυαλιά. «Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα πόδια μου έχουν πλακωθεί».

Η έλλειψη οξυγόνου έκανε την ατμόσφαιρα αποπνιχτική, κι εγώ προσευχήθηκα στον Θεό: «Σε παρακαλώ βοήθα με!» Θυμήθηκα τα λόγια του προς τον Ιησού του Ναυή: ‘Να είσαι γενναίος και δυνατός, γιατί Ιεχωβά ο Θεός σου είναι μαζί σου’. (Ιησούς του Ναυή 1:9, ΜΝΚ) Πρέπει, όμως, να κάνω κι εγώ το μέρος μου, υπενθύμισα στον εαυτό μου.

Μετά απ’ αυτό άρχισα να νιώθω πιο δυνατή και πήρα πολύ κουράγιο. Πήρα την απόφαση να ελευθερώσω τα πόδια μου πριν αρχίσουν να μουδιάζουν και να πρήζονται. Χαλάρωσα το ένα μου πόδι και άρχισα να το στριφογυρίζω για να το απαγκιστρώσω. Στο μεταξύ, το έδαφος συνέχιζε να τρέμει, και το κτίριο έτριζε και εξακολουθούσε να καταρρέει. Το κατάστημά μου ήταν στον πρώτο όροφο.

Τελικά, το δεξί μου πόδι ελευθερώθηκε. Ευχαρίστησα γι’ αυτό τον Ιεχωβά δυνατά. Ο κ. Κουιζάνο, που τώρα βαριανάσαινε, πρέπει να με άκουσε. Μου είπε: «Συνεχίστε να προσεύχεστε στον Ιεχωβά και προσευχηθείτε και για μένα σας παρακαλώ!»

Ένιωσα τα πόδια μου κρύα και υγρά. ‘Αιμορραγώ!’ σκέφτηκα. Όταν άγγιξα το κάτω μέρος του αριστερού μου ποδιού, κατάλαβα πως το κολλώδες υγρό που είχα αισθανθεί ήταν ή σαμπουάν ή καμιά υδατική λοσιόν από τη βιτρίνα. Τώρα το αριστερό μου πόδι, έτσι γλιστερό καθώς ήταν, γλίστρησε έξω από το μέρος στο οποίο είχε εγκλωβιστεί.

—Σας βοήθησε ο Ιεχωβά; με ρώτησε ο κ. Κουιζάνο.

—Ναι! απάντησα. Τα πόδια μου είναι τώρα ελεύθερα.

—Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! φώναξε.

Χρησιμοποίησα όλη μου τη δύναμη για να συρθώ προς το μέρος του κ. Κουιζάνο. Σε κάθε μου κίνηση κοβόμουν από τα σπασμένα γυαλιά. Κατόπιν έπιασα μια άμορφη μάζα από μέταλλα που διαπίστωσα ότι βρισκόταν ανάμεσά μας.

—Λυπάμαι κ. Κουιζάνο. Δεν μπορώ να πλησιάσω περισσότερο.

—Καταλαβαίνω, απάντησε. Καλύτερα ας μείνουμε στη θέση μας.

Άκουγα τις φωνές τουλάχιστο δυο αντρών κι ενός νεαρού αγοριού να έρχονται από κάπου κοντά. Αυτοί ήταν άνθρωποι από το δεύτερο όροφο που τώρα δεν βρίσκονταν ούτε ένα μέτρο πιο πάνω από μας. Κατάφερα να ξεπροβάλω το κεφάλι μου μέσα από μια σχισμή αλλά ζαλίστηκα και τραβήχτηκα πίσω αμέσως. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή και είχε μια ψιλή σκόνη που μ’ έκανε να αναπνέω με μεγάλη δυσκολία. Ξαφνικά, ένιωσα αποκαμωμένη και το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ.

Ξύπνησα μέσα σε μια ανατριχιαστική σιωπή. ‘Ή όλοι σώθηκαν ή όλοι πέθαναν’, ήταν η πρώτη μου σκέψη. Φώναξα, αμέσως, τον κ. Κουιζάνο τρεις φορές, αλλά το μόνο που ακούστηκε από κείνον ήταν ένα σιγανό βογγητό. Συνέχισα να προσεύχομαι.

Ύστερα από λίγο άκουσα ένα θόρυβο σαν από σκάψιμο. «Κ. Κουιζάνο», φώναξα, «ο Θεός έστειλε κάποιον να μας σώσει! Σύντομα θα ’ναι εδώ και θα τους πω να σας βγάλουν έξω!» Η απάντησή του ήταν ένας σβησμένος στεναγμός κι έπειτα σιωπή.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και άκουσα μια φωνή που ερχόταν από το σκοτεινό χώρο που βρισκόταν μπροστά μου, «Είναι κανείς εκεί;»

—Ναι, ναι! φώναξα.

—Πόσοι είσαστε;

—Είμαστε αρκετοί, μερικοί είναι βαριά τραυματισμένοι, απάντησα. Κι άλλο σκάψιμο· και μετά, «Βλέπετε κανένα φως;»

—Ναι! απάντησα, βλέπω το φως! Οι άνθρωποι που είχαν έρθει να μας σώσουν συνέχισαν να σκάβουν στο άνοιγμα και σύντομα το φως φώτισε σχεδόν όλο το χώρο στον οποίο βρισκόμουν.

—Μπορείτε να βρείτε διέξοδο ακολουθώντας το φως; ρώτησαν. Ναι, θα προσπαθήσω! απάντησα.

Φώναξα στους άλλους του δεύτερου ορόφου: «Εδώ, προσπαθήστε να φτάσετε ως εδώ! Μπορούμε να βγούμε έξω! Στείλτε πρώτα το αγόρι!»

Άρχισα να σέρνομαι προς τα μπρος πάνω σε κομμάτια λυγισμένα σίδερα, τούβλα, γυαλιά και τσιμέντο. ‘Πρέπει να συνεχίσω να προχωρώ μπροστά’, σκέφτηκα. ‘Δεν μπορώ να μείνω εδώ’. Έφτασα στο άνοιγμα αρκετά κοντά ώστε να φτάνω ένα σωλήνα με μάσκα οξυγόνου που είχαν περάσει μέσα από την τρύπα. Συνέχισα να σέρνομαι σιγά-σιγά προς τα μπρος μέχρι που έφτασα το στενό άνοιγμα.

Οι άνθρωποι που είχαν έρθει να μας σώσουν με τράβηξαν έξω, πρώτα το ένα χέρι και μετά το υπόλοιπο σώμα μου. Τα ρούχα μου ήταν σχισμένα και το σώμα μου γδαρμένο. «Πώς αισθάνεστε;» με ρώτησαν. «Ευτυχισμένη», απάντησα.

Όταν βγήκα έξω στο δρόμο, επικρατούσε πανδαιμόνιο· άλλοι βοηθούσαν τους τραυματίες, άλλοι έσκαβαν στα χαλάσματα του κτιρίου. Μερικοί, που κοίταζαν γεμάτοι αγωνία, έτρεξαν προς το μέρος μου για να μάθουν σε ποιο σημείο του κτιρίου βρισκόμουν.

«Μήπως είδατε τη γυναίκα μου;» «Μήπως είδατε τον πατέρα μου;» «Είδατε την αδελφή μου;» Το μόνο που μπορούσα να τους πω ήταν: «Υπάρχουν ακόμα πολλοί παγιδευμένοι και ζωντανοί εκεί κάτω, συνεχίστε τις προσπάθειες».

Κι άλλοι διασώθηκαν βγαίνοντας από το ίδιο άνοιγμα που βγήκα εγώ, μερικοί σοβαρά τραυματισμένοι. Όμως, πολλοί άλλοι πέθαναν από ασφυξία. Στο δρόμο ακριβώς έξω από το κτίριο, αντίκριζες ένα θλιβερό θέαμα—πτώματα αραδιασμένα στη σειρά. Ο κ. Κουιζάνο και το νεαρό αγόρι του δεύτερου ορόφου βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς τους άτυχους.—Όπως το αφηγήθηκε η Αντονιέτα ντε Ουρμπίνα.

[Πλαίσιο στη σελίδα 22]

Το Κτίριο Ρουμπέν Ντάριο

Το πενταώροφο κτίριο Ρουμπέν Ντάριο βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο της πόλης Σαν Σαλβαντόρ και περιλάμβανε καφετέριες, κουρεία, καταστήματα καλλυντικών, οδοντιατρεία και οδοντιατρικά εργαστήρια, καταστήματα υποδημάτων και γραφεία επιχειρήσεων. Ακριβώς έξω από το κτίριο υπήρχαν αρκετοί μικροπωλητές, με τους πάγκους τους τον ένα δίπλα στον άλλο, που πουλούσαν τα πάντα, από σνακς μέχρι λαχεία. Τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση ανάφεραν ότι γύρω στα 400 άτομα πέθαναν μέσα στο κτίριο, μερικούς τους συνέθλιψαν τα χαλάσματα, άλλοι πέθαναν από ασφυξία και άλλοι κάηκαν· ανάμεσά τους ήταν και αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά. Από τα θύματα που παγιδεύτηκαν, τουλάχιστο 92 ανασύρθηκαν ζωντανοί, αν και μερικοί από αυτούς πέθαναν αργότερα από τα τραύματα που είχαν υποστεί ενόσω βρίσκονταν ακόμα μέσα στο κτίριο.

[Εικόνες στη σελίδα 23]

Το κτίριο Ρουμπέν Ντάριο πριν και μετά το σεισμό.

Η Αντονιέτα ντε Ουρμπίνα ανασύρθηκε ζωντανή νωρίς το βράδυ της πρώτης μέρας του σεισμού

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση