ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ
1 Μετά τον θάνατο του Σαούλ, αφού ο Δαβίδ επέστρεψε από τη νίκη του επί* των Αμαληκιτών, έμεινε στη Σικλάγ+ δύο ημέρες. 2 Την τρίτη ημέρα, ήρθε κάποιος από το στρατόπεδο του Σαούλ με σκισμένα ρούχα και χώμα στο κεφάλι. Όταν πλησίασε τον Δαβίδ, έπεσε στη γη και τον προσκύνησε.
3 Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι;» Εκείνος απάντησε: «Διέφυγα από το στρατόπεδο του Ισραήλ». 4 Κατόπιν ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Πώς πήγαν τα πράγματα; Σε παρακαλώ, πες μου». Εκείνος του είπε: «Ο λαός εγκατέλειψε τη μάχη, και πολλοί έπεσαν νεκροί. Μάλιστα πέθανε και ο Σαούλ και ο γιος του ο Ιωνάθαν».+ 5 Τότε ο Δαβίδ ρώτησε τον νεαρό που του έφερε τα νέα: «Πώς το ξέρεις ότι ο Σαούλ και ο γιος του ο Ιωνάθαν είναι νεκροί;» 6 Ο νεαρός απάντησε: «Βρέθηκα τυχαία στο όρος Γελβουέ+ και είδα τον Σαούλ να στηρίζεται στο δόρυ του, και τα άρματα και οι ιππείς κόντευαν να τον φτάσουν.+ 7 Όταν αυτός γύρισε και με είδε, με φώναξε, και εγώ είπα: “Ορίστε!” 8 Με ρώτησε: “Ποιος είσαι εσύ;” Και εγώ απάντησα: “Είμαι Αμαληκίτης”.+ 9 Τότε είπε: “Σε παρακαλώ, στάσου από πάνω μου και θανάτωσέ με, γιατί υποφέρω πάρα πολύ, αλλά είμαι ακόμη ζωντανός”.* 10 Στάθηκα λοιπόν από πάνω του και τον θανάτωσα,+ γιατί ήξερα ότι δεν θα ζούσε αφού είχε πέσει βαριά τραυματισμένος. Κατόπιν πήρα το στέμμα* που ήταν στο κεφάλι του και το βραχιόλι που ήταν στο μπράτσο του και τα έφερα εδώ στον κύριό μου».
11 Τότε ο Δαβίδ έπιασε τα ρούχα του και τα έσκισε· το ίδιο και όλοι οι άντρες που ήταν μαζί του. 12 Κατόπιν θρήνησαν, έκλαψαν και νήστεψαν+ ως το βράδυ για τον Σαούλ, για τον γιο του τον Ιωνάθαν, για τον λαό του Ιεχωβά και για τον οίκο του Ισραήλ,+ επειδή είχαν πέσει από σπαθί.
13 Ο Δαβίδ ρώτησε τον νεαρό που του έφερε τα νέα: «Από πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Είμαι γιος ενός ξένου κατοίκου, ενός Αμαληκίτη». 14 Και ο Δαβίδ τού είπε: «Δεν φοβήθηκες να σηκώσεις το χέρι σου και να σκοτώσεις τον χρισμένο του Ιεχωβά;»+ 15 Τότε ο Δαβίδ φώναξε έναν από τους νεαρούς και είπε: «Έλα και σκότωσέ τον». Και εκείνος τον σκότωσε.+ 16 Ο Δαβίδ τού είπε: «Το αίμα σου είναι πάνω στο κεφάλι σου, επειδή το ίδιο σου το στόμα κατέθεσε εναντίον σου όταν είπες: “Εγώ θανάτωσα τον χρισμένο του Ιεχωβά”».+
17 Ύστερα ο Δαβίδ έψαλε την ακόλουθη θρηνωδία* για τον Σαούλ και τον γιο του τον Ιωνάθαν,+ 18 και είπε ότι ο λαός του Ιούδα έπρεπε να διδάσκεται τη θρηνωδία που ονομάζεται «Το Τόξο», η οποία είναι γραμμένη στο βιβλίο του Ιασήρ:+
19 «Η ωραιότητα, Ισραήλ, κείτεται σκοτωμένη στα υψώματά σου.+
Πώς έπεσαν οι κραταιοί!
20 Μην το πείτε στη Γαθ·+
μην το αναγγείλετε στους δρόμους της Ασκαλών
για να μη χαρούν οι κόρες των Φιλισταίων,
για να μη νιώσουν αγαλλίαση οι κόρες των απερίτμητων.
21 Βουνά του Γελβουέ,+
να μείνετε χωρίς δροσιά και βροχή
και χωρίς αγρούς που παράγουν άγιες συνεισφορές,+
επειδή εκεί ατιμάστηκε η ασπίδα των κραταιών·
η ασπίδα του Σαούλ δεν είναι πια αλειμμένη με λάδι.
22 Από το αίμα των σκοτωμένων, από το πάχος των κραταιών,
το τόξο του Ιωνάθαν δεν γύριζε πίσω,+
και το σπαθί του Σαούλ δεν επέστρεφε χωρίς επιτυχία.+
24 Κόρες του Ισραήλ, κλάψτε για τον Σαούλ,
που σας έντυνε με κατακόκκινες ολοστόλιστες φορεσιές,
που έβαζε στα ρούχα σας χρυσά στολίδια.
25 Πώς έπεσαν οι κραταιοί στη μάχη!
Ο Ιωνάθαν κείτεται σκοτωμένος στα υψώματά σου!+
26 Νιώθω οδύνη για εσένα, αδελφέ μου Ιωνάθαν·
μου ήσουν πολύ αγαπητός.+
Η αγάπη σου ήταν για εμένα πιο έξοχη από την αγάπη των γυναικών.+
27 Πώς έπεσαν οι κραταιοί
και αφανίστηκαν τα όπλα του πολέμου!»
2 Ύστερα ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά:+ «Να ανεβώ σε μια από τις πόλεις του Ιούδα;» Ο Ιεχωβά τού είπε: «Ανέβα». Στη συνέχεια ο Δαβίδ ρώτησε: «Πού να πάω;» Εκείνος απάντησε: «Στη Χεβρών».+ 2 Ανέβηκε λοιπόν εκεί ο Δαβίδ μαζί με τις δύο συζύγους του, την Αχινοάμ+ από την Ιεζραέλ και την Αβιγαία,+ τη χήρα του Νάβαλ του Καρμηλίτη. 3 Ο Δαβίδ έφερε επίσης τους άντρες που ήταν μαζί του,+ τον καθέναν με το σπιτικό του, και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις γύρω από τη Χεβρών. 4 Κατόπιν οι άντρες του Ιούδα πήγαν και έχρισαν εκεί τον Δαβίδ βασιλιά του οίκου του Ιούδα.+
Είπαν στον Δαβίδ: «Οι άντρες της Ιαβείς-γαλαάδ ήταν αυτοί που έθαψαν τον Σαούλ». 5 Ο Δαβίδ λοιπόν έστειλε αγγελιοφόρους στους άντρες της Ιαβείς-γαλαάδ και τους είπε: «Ο Ιεχωβά να σας ευλογεί, επειδή εκδηλώσατε όσια αγάπη προς τον κύριό σας, τον Σαούλ, θάβοντάς τον.+ 6 Εύχομαι να εκδηλώσει ο Ιεχωβά προς εσάς όσια αγάπη και πιστότητα. Και εγώ θα σας δείξω καλοσύνη για αυτό που κάνατε.+ 7 Ας είναι τα χέρια σας ισχυρά και να είστε θαρραλέοι, επειδή τώρα που ο κύριός σας ο Σαούλ είναι νεκρός, ο οίκος του Ιούδα έχρισε εμένα βασιλιά του».
8 Αλλά ο Αβενήρ,+ ο γιος του Νηρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, είχε πάρει τον γιο του Σαούλ τον Ις-βοσθέ+ και τον είχε φέρει απέναντι, στη Μαχαναΐμ,+ 9 και τον είχε κάνει βασιλιά της Γαλαάδ,+ των Ασουριτών, της Ιεζραέλ,+ του Εφραΐμ,+ του Βενιαμίν και ολόκληρου του Ισραήλ. 10 Ο Ις-βοσθέ, ο γιος του Σαούλ, ήταν 40 χρονών όταν έγινε βασιλιάς του Ισραήλ, και βασίλεψε δύο χρόνια. Ο οίκος του Ιούδα όμως υποστήριζε τον Δαβίδ.+ 11 Το διάστημα* κατά το οποίο ο Δαβίδ βασίλευε στον οίκο του Ιούδα στη Χεβρών ήταν εφτά χρόνια και έξι μήνες.+
12 Αργότερα ο Αβενήρ, ο γιος του Νηρ, και οι υπηρέτες του Ις-βοσθέ, του γιου του Σαούλ, πήγαν από τη Μαχαναΐμ+ στη Γαβαών.+ 13 Ο Ιωάβ,+ ο γιος της Σερουίας,+ και οι υπηρέτες του Δαβίδ πήγαν και εκείνοι και τους συνάντησαν στη δεξαμενή της Γαβαών· και κάθισαν οι μεν από τη μια μεριά της δεξαμενής και οι δε από την άλλη. 14 Τελικά ο Αβενήρ είπε στον Ιωάβ: «Ας σηκωθούν οι νεαροί και ας μονομαχήσουν* μπροστά μας». Ο Ιωάβ αποκρίθηκε: «Ας σηκωθούν». 15 Σηκώθηκαν λοιπόν και βγήκαν μπροστά, 12 για τον Βενιαμίν και τον γιο του Σαούλ τον Ις-βοσθέ, και 12 από τους υπηρέτες του Δαβίδ. 16 Έπιασαν ο ένας τον άλλον από το κεφάλι, και ο καθένας τους βύθισε το σπαθί του στα πλευρά του αντιπάλου του, και έτσι έπεσαν νεκροί όλοι μαζί. Γι’ αυτό εκείνο το μέρος, το οποίο βρίσκεται στη Γαβαών, ονομάστηκε Χελκάθ-ασουρίμ.*
17 Η μάχη που ακολούθησε ήταν εξαιρετικά σφοδρή εκείνη την ημέρα. Ο Αβενήρ και οι άντρες του Ισραήλ νικήθηκαν τελικά από τους υπηρέτες του Δαβίδ. 18 Ήταν εκεί και οι τρεις γιοι της Σερουίας+—ο Ιωάβ,+ ο Αβισαί+ και ο Ασαήλ·+ ο δε Ασαήλ ήταν ταχύς στα πόδια σαν γαζέλα της υπαίθρου. 19 Ο Ασαήλ άρχισε να καταδιώκει τον Αβενήρ χωρίς να στρέφεται δεξιά ή αριστερά. 20 Όταν ο Αβενήρ κοίταξε πίσω του, ρώτησε: «Εσύ είσαι, Ασαήλ;» Και εκείνος απάντησε: «Ναι, εγώ είμαι». 21 Τότε ο Αβενήρ τού είπε: «Στρέψου δεξιά ή αριστερά και πιάσε έναν από τους νεαρούς και πάρε ό,τι βγάλεις από πάνω του». Αλλά αυτός δεν ήθελε να πάψει να τον κυνηγάει. 22 Γι’ αυτό, ο Αβενήρ είπε ξανά στον Ασαήλ: «Πάψε να με κυνηγάς. Γιατί να σε σκοτώσω; Πώς θα αντικρίσω τον αδελφό σου τον Ιωάβ;» 23 Εκείνος όμως αρνούνταν να σταματήσει, γι’ αυτό ο Αβενήρ τον χτύπησε στην κοιλιά με την πίσω άκρη του δόρατος,+ και το δόρυ βγήκε από την πλάτη του· και έπεσε εκεί και πέθανε επί τόπου. Όλοι όσοι έρχονταν στο μέρος όπου έπεσε και πέθανε ο Ασαήλ σταματούσαν και στέκονταν εκεί.
24 Κατόπιν ο Ιωάβ και ο Αβισαί άρχισαν να καταδιώκουν τον Αβενήρ. Καθώς έδυε ο ήλιος, έφτασαν στον λόφο Αμμά, ο οποίος βλέπει προς τη Γία, στον δρόμο προς την έρημο της Γαβαών. 25 Και οι Βενιαμινίτες συσπειρώθηκαν πίσω από τον Αβενήρ ως μία ομάδα και πήραν θέση στην κορυφή ενός λόφου. 26 Τότε ο Αβενήρ φώναξε στον Ιωάβ: «Θα κατατρώει το σπαθί χωρίς τελειωμό; Δεν ξέρεις ότι στο τέλος θα μείνει μόνο πικρία; Πότε λοιπόν θα πεις στον λαό να πάψει να καταδιώκει τους αδελφούς του;» 27 Και ο Ιωάβ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο αληθινός Θεός, αν δεν είχες μιλήσει, ο λαός θα καταδίωκε τους αδελφούς του μέχρι το πρωί». 28 Σάλπισε λοιπόν ο Ιωάβ με το κέρας, και οι άντρες του έπαψαν να κυνηγούν τον Ισραήλ, και η μάχη σταμάτησε.
29 Ο Αβενήρ και οι άντρες του βάδισαν μέσα από την Αραβά+ όλη εκείνη τη νύχτα και πέρασαν τον Ιορδάνη και βάδισαν μέσα από όλο το φαράγγι* και τελικά έφτασαν στη Μαχαναΐμ.+ 30 Όταν ο Ιωάβ επέστρεψε από την καταδίωξη του Αβενήρ, συγκέντρωσε όλο τον λαό. Από τους υπηρέτες του Δαβίδ έλειπαν 19 άντρες, καθώς και ο Ασαήλ. 31 Αλλά οι υπηρέτες του Δαβίδ είχαν νικήσει τους Βενιαμινίτες και τους άντρες του Αβενήρ, και είχαν πεθάνει 360 από εκείνους. 32 Μετά πήραν τον Ασαήλ+ και τον έθαψαν στο μνήμα του πατέρα του στη Βηθλεέμ.+ Κατόπιν ο Ιωάβ και οι άντρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και έφτασαν στη Χεβρών+ τα ξημερώματα.
3 Ο πόλεμος ανάμεσα στον οίκο του Σαούλ και στον οίκο του Δαβίδ τραβούσε σε μάκρος· ο μεν Δαβίδ γινόταν όλο και ισχυρότερος,+ ο δε οίκος του Σαούλ εξασθενούσε όλο και περισσότερο.+
2 Στο μεταξύ, ο Δαβίδ απέκτησε γιους στη Χεβρών.+ Ο πρωτότοκός του ήταν ο Αμνών+ από την Αχινοάμ+ την Ιεζραελίτισσα. 3 Ο δεύτερος ήταν ο Χιλεάβ από την Αβιγαία,+ τη χήρα του Νάβαλ του Καρμηλίτη· και ο τρίτος ήταν ο Αβεσσαλώμ,+ ο γιος της Μααχά, της κόρης του Θαλμαΐ,+ του βασιλιά της Γεσούρ. 4 Ο τέταρτος ήταν ο Αδωνίας,+ ο γιος της Αγγίθ, και ο πέμπτος ήταν ο Σεφατίας, ο γιος της Αβιτάλ. 5 Ο έκτος ήταν ο Ιθραάμ από τη σύζυγο του Δαβίδ, την Αιγλά. Αυτούς απέκτησε ο Δαβίδ στη Χεβρών.
6 Ενόσω συνεχιζόταν ο πόλεμος ανάμεσα στον οίκο του Σαούλ και στον οίκο του Δαβίδ, ο Αβενήρ+ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος στον οίκο του Σαούλ. 7 Είχε δε ο Σαούλ μια παλλακίδα ονόματι Ρεσφά,+ που ήταν κόρη του Αϊά. Αργότερα ο Ις-βοσθέ+ είπε στον Αβενήρ: «Γιατί είχες σχέσεις με την παλλακίδα του πατέρα μου;»+ 8 Ο Αβενήρ θύμωσε πολύ με τα λόγια του Ις-βοσθέ και είπε: «Σκύλος* από τον Ιούδα είμαι εγώ; Μέχρι σήμερα έχω δείξει όσια αγάπη προς τον οίκο του πατέρα σου του Σαούλ και προς τους αδελφούς του και προς τους φίλους του, και δεν σε έχω παραδώσει στα χέρια του Δαβίδ· εσύ όμως σήμερα μου ζητάς λογαριασμό για σφάλμα που σχετίζεται με γυναίκα. 9 Έτσι να κάνει ο Θεός στον Αβενήρ και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν δεν κάνω για τον Δαβίδ ακριβώς ό,τι του ορκίστηκε ο Ιεχωβά:+ 10 να μεταθέσει τη βασιλεία από τον οίκο του Σαούλ και να εδραιώσει τον θρόνο του Δαβίδ στον Ισραήλ και στον Ιούδα από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ».+ 11 Και ο Ις-βοσθέ δεν μπορούσε πια να απαντήσει ούτε λέξη στον Αβενήρ, επειδή τον φοβόταν.+
12 Ο Αβενήρ έστειλε αμέσως αγγελιοφόρους στον Δαβίδ, λέγοντας: «Σε ποιον ανήκει αυτή η γη;» Και πρόσθεσε: «Κάνε διαθήκη* με εμένα, και εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ* για να φέρω όλο τον Ισραήλ με το μέρος σου».+ 13 Εκείνος απάντησε: «Καλώς! Θα κάνω διαθήκη με εσένα υπό έναν όρο: Μην επιδιώξεις να με δεις αν δεν φέρεις πρώτα τη Μιχάλ,+ την κόρη του Σαούλ, όταν έρθεις να με δεις». 14 Κατόπιν ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ις-βοσθέ,+ τον γιο του Σαούλ, λέγοντας: «Δώσε μου τη σύζυγό μου τη Μιχάλ, την οποία αρραβωνιάστηκα με αντάλλαγμα 100 ακροβυστίες Φιλισταίων».+ 15 Και ο Ις-βοσθέ έστειλε και την πήρε από τον σύζυγό της, τον Φαλτιήλ,+ τον γιο του Λαΐς. 16 Ο σύζυγός της όμως την ακολουθούσε κλαίγοντας μέχρι το Βαχουρίμ.+ Τότε ο Αβενήρ τού είπε: «Φύγε, γύρισε πίσω!» Και εκείνος γύρισε πίσω.
17 Στο μεταξύ, ο Αβενήρ έστειλε το εξής μήνυμα στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ: «Εδώ και καιρό θέλετε τον Δαβίδ για βασιλιά σας. 18 Αναλάβετε λοιπόν δράση, γιατί ο Ιεχωβά είπε στον Δαβίδ: “Με το χέρι του υπηρέτη μου του Δαβίδ+ θα σώσω τον λαό μου τον Ισραήλ από το χέρι των Φιλισταίων και από το χέρι όλων των εχθρών του”». 19 Κατόπιν ο Αβενήρ μίλησε στον λαό του Βενιαμίν.+ Επίσης, πήγε στη Χεβρών και μίλησε στον Δαβίδ κατ’ ιδίαν για να του πει τι είχε συμφωνήσει ο Ισραήλ και όλος ο οίκος του Βενιαμίν.
20 Όταν ο Αβενήρ ήρθε στον Δαβίδ στη Χεβρών με 20 άντρες, ο Δαβίδ παρέθεσε συμπόσιο για εκείνον και για τους άντρες που ήταν μαζί του. 21 Κατόπιν ο Αβενήρ είπε στον Δαβίδ: «Ας πάω να συγκεντρώσω όλο τον Ισραήλ ενώπιον του κυρίου μου του βασιλιά για να κάνουν διαθήκη με εσένα, και εσύ θα γίνεις βασιλιάς όλων όσων επιθυμείς».* Ο Δαβίδ λοιπόν άφησε τον Αβενήρ να φύγει και αυτός πήρε τον δρόμο του με ειρήνη.
22 Ακριβώς τότε, οι υπηρέτες του Δαβίδ και ο Ιωάβ επέστρεφαν από μια επιδρομή, φέρνοντας άφθονα λάφυρα. Ο Αβενήρ δεν ήταν μαζί με τον Δαβίδ στη Χεβρών, γιατί εκείνος τον είχε αφήσει να φύγει με ειρήνη. 23 Όταν έφτασε ο Ιωάβ+ και όλο το στράτευμα που ήταν μαζί του, του ανέφεραν: «Ο Αβενήρ,+ ο γιος του Νηρ,+ ήρθε στον βασιλιά, και αυτός τον άφησε να φύγει, και εκείνος πήρε τον δρόμο του με ειρήνη». 24 Ο Ιωάβ λοιπόν πήγε στον βασιλιά και είπε: «Τι έκανες; Ήρθε σε εσένα ο Αβενήρ και τον άφησες να φύγει ανενόχλητος; 25 Τον ξέρεις τον Αβενήρ, τον γιο του Νηρ! Ήρθε εδώ να σε ξεγελάσει και να πληροφορηθεί την κάθε σου κίνηση και να μάθει ό,τι κάνεις».
26 Τότε ο Ιωάβ έφυγε από τον Δαβίδ και έστειλε αγγελιοφόρους να προλάβουν τον Αβενήρ, και αυτοί τον γύρισαν από τη στέρνα Σιρά· ο Δαβίδ όμως δεν ήξερε τίποτα για αυτό. 27 Αφού ο Αβενήρ επέστρεψε στη Χεβρών,+ ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα, μέσα στην πύλη, για να του μιλήσει κατ’ ιδίαν. Αλλά εκεί τον μαχαίρωσε στην κοιλιά και πέθανε·+ αυτό το έκανε επειδή εκείνος είχε σκοτώσει* τον αδελφό του τον Ασαήλ.+ 28 Όταν αργότερα το έμαθε ο Δαβίδ, είπε: «Εγώ και η βασιλεία μου είμαστε για πάντα αθώοι ενώπιον του Ιεχωβά από την ενοχή αίματος+ για τον Αβενήρ, τον γιο του Νηρ. 29 Ας γυρίσει αυτή πάνω στο κεφάλι του Ιωάβ+ και πάνω σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα του. Ας μη λείψει ποτέ από τον οίκο του Ιωάβ άνθρωπος που να υποφέρει από εκκρίσεις+ ή να είναι λεπρός+ ή άντρας που να γνέθει με το αδράχτι* ή κάποιος που να πέφτει από σπαθί ή να του λείπει η τροφή!»+ 30 Έτσι λοιπόν, ο Ιωάβ και ο αδελφός του ο Αβισαί+ σκότωσαν τον Αβενήρ+ επειδή είχε θανατώσει τον Ασαήλ τον αδελφό τους στη μάχη+ της Γαβαών.
31 Κατόπιν ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και σε όλους όσους ήταν μαζί του: «Σκίστε τα ρούχα σας και δέστε πάνω σας σάκο και θρηνήστε για τον Αβενήρ». Ο ίδιος ο βασιλιάς Δαβίδ περπατούσε πίσω από το νεκροκρέβατο. 32 Έθαψαν τον Αβενήρ στη Χεβρών· και ο βασιλιάς έκλαψε δυνατά στο μνήμα του Αβενήρ, και όλος ο λαός ξέσπασε σε κλάματα. 33 Ο βασιλιάς έψαλε την εξής θρηνωδία για τον Αβενήρ:
«Έπρεπε να πεθάνει σαν ασύνετος ο Αβενήρ;
34 Τα χέρια σου δεν είχαν δεθεί,
και τα πόδια σου δεν ήταν σε δεσμά.*
Έπεσες σαν από χέρια εγκληματιών».*+
Τότε όλος ο λαός έκλαψε ξανά για αυτόν.
35 Αργότερα όλος ο λαός πήγε να δώσει στον Δαβίδ ψωμί για παρηγοριά,* ενώ ήταν ακόμη ημέρα, αλλά ο Δαβίδ ορκίστηκε: «Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν γευτώ ψωμί ή οτιδήποτε άλλο πριν δύσει ο ήλιος!»+ 36 Όλος ο λαός το πρόσεξε αυτό και τους άρεσε. Όπως καθετί που έκανε ο βασιλιάς, έτσι και αυτό άρεσε σε όλο τον λαό. 37 Όλος ο λαός λοιπόν και όλος ο Ισραήλ κατάλαβαν εκείνη την ημέρα ότι δεν ευθυνόταν ο βασιλιάς για τη θανάτωση του Αβενήρ, του γιου του Νηρ.+ 38 Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες του: «Δεν ξέρετε ότι αυτός που έπεσε σήμερα στον Ισραήλ ήταν άρχοντας και σπουδαίος άνθρωπος;+ 39 Εγώ σήμερα είμαι αδύναμος, αν και χρισμένος βασιλιάς,+ και αυτοί οι άντρες, οι γιοι της Σερουίας,+ είναι βάναυσοι και δεν μπορώ να τους επιβληθώ.+ Ο Ιεχωβά να ανταποδώσει σε όποιον κάνει το κακό ανάλογα με την κακία του».+
4 Όταν ο γιος του Σαούλ, ο Ις-βοσθέ,+ άκουσε ότι ο Αβενήρ είχε πεθάνει στη Χεβρών,+ έχασε το θάρρος του* και όλοι οι Ισραηλίτες αναστατώθηκαν. 2 Υπήρχαν δύο άντρες που ήταν επικεφαλής των ληστρικών ομάδων του γιου του Σαούλ: ο ένας λεγόταν Βαανάχ και ο άλλος Ρηχάβ. Ήταν γιοι του Ριμμών του Βηρωθίτη, από τη φυλή του Βενιαμίν. (Διότι και η Βηρώθ+ θεωρούνταν τμήμα του Βενιαμίν. 3 Οι Βηρωθίτες κατέφυγαν στη Γιτθαΐμ+ και κατοικούν εκεί ως ξένοι μέχρι σήμερα.)
4 Παρεμπιπτόντως ο γιος του Σαούλ, ο Ιωνάθαν,+ είχε έναν γιο με αναπηρία στα πόδια.*+ Ήταν πέντε χρονών όταν έφτασε από την Ιεζραέλ+ η είδηση για τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Τότε η βρεφοκόμος του τον σήκωσε και τράπηκε σε φυγή, αλλά καθώς έφευγε πανικόβλητη, εκείνος έπεσε και έμεινε ανάπηρος. Το όνομά του ήταν Μεφιβοσθέ.+
5 Οι γιοι του Ριμμών του Βηρωθίτη, ο Ρηχάβ και ο Βαανάχ, πήγαν στην κατοικία του Ις-βοσθέ την πιο ζεστή ώρα της ημέρας, ενώ εκείνος κοιμόταν για μεσημέρι. 6 Μπήκαν μέσα στην κατοικία του δήθεν για να πάρουν σιτάρι και τον χτύπησαν στην κοιλιά· μετά ο Ρηχάβ και ο αδελφός του ο Βαανάχ+ διέφυγαν. 7 Όταν μπήκαν στην κατοικία του, εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μέσα στο υπνοδωμάτιό του· τότε τον χτύπησαν και τον θανάτωσαν, και έπειτα του έκοψαν το κεφάλι. Μετά πήραν το κεφάλι του και βάδισαν όλη τη νύχτα στον δρόμο για την Αραβά. 8 Και έφεραν το κεφάλι του Ις-βοσθέ+ στον Δαβίδ στη Χεβρών και είπαν στον βασιλιά: «Ορίστε το κεφάλι του Ις-βοσθέ, του γιου του Σαούλ, του εχθρού σου,+ ο οποίος ζητούσε τη ζωή* σου.+ Σήμερα ο Ιεχωβά παίρνει εκδίκηση για τον κύριό μου τον βασιλιά από τον Σαούλ και τους απογόνους του».
9 Ωστόσο, ο Δαβίδ απάντησε στον Ρηχάβ και στον αδελφό του τον Βαανάχ, τους γιους του Ριμμών του Βηρωθίτη: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο οποίος με έσωσε* από όλες τις στενοχώριες,+ 10 όταν κάποιος μου ανέφερε: “Ο Σαούλ είναι νεκρός”,+ νομίζοντας ότι μου έφερνε καλά νέα, εγώ τον έπιασα και τον σκότωσα+ στη Σικλάγ. Αυτή την αμοιβή αγγελιοφόρου πήρε από εμένα! 11 Πόσο μάλλον τώρα που πονηροί άνθρωποι σκότωσαν έναν δίκαιο άντρα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, πάνω στο κρεβάτι του! Δεν πρέπει να ζητήσω το αίμα του από τα χέρια σας+ και να απαλλάξω τη γη από εσάς;» 12 Τότε ο Δαβίδ διέταξε τους νεαρούς να τους σκοτώσουν.+ Τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τους κρέμασαν+ στη δεξαμενή της Χεβρών. Αλλά το κεφάλι του Ις-βοσθέ το πήραν και το έθαψαν στον τάφο του Αβενήρ στη Χεβρών.
5 Έπειτα από κάποιο διάστημα, όλες οι φυλές του Ισραήλ πήγαν στον Δαβίδ στη Χεβρών+ και είπαν: «Εμείς είμαστε οστό σου και σάρκα σου.*+ 2 Στο παρελθόν, όταν ήταν βασιλιάς μας ο Σαούλ, εσύ ήσουν αυτός που οδηγούσε τον Ισραήλ στις εκστρατείες του.*+ Και ο Ιεχωβά σού είπε: “Εσύ θα ποιμάνεις τον λαό μου τον Ισραήλ και εσύ θα γίνεις ηγέτης του Ισραήλ”».+ 3 Όλοι λοιπόν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ πήγαν στον βασιλιά στη Χεβρών, και ο βασιλιάς Δαβίδ έκανε διαθήκη μαζί τους+ στη Χεβρών ενώπιον του Ιεχωβά. Κατόπιν έχρισαν τον Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ.+
4 Ο Δαβίδ ήταν 30 χρονών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε 40 χρόνια.+ 5 Από τη Χεβρών βασίλεψε στον Ιούδα 7 χρόνια και 6 μήνες, ενώ από την Ιερουσαλήμ+ βασίλεψε 33 χρόνια σε όλο τον Ισραήλ και τον Ιούδα. 6 Και ο βασιλιάς και οι άντρες του βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ εναντίον των Ιεβουσαίων+ που κατοικούσαν σε εκείνη την περιοχή. Αυτοί χλεύασαν τον Δαβίδ, λέγοντας: «Δεν πρόκειται να μπεις εδώ! Ακόμη και οι τυφλοί και οι κουτσοί θα σε απωθήσουν», επειδή σκέφτονταν: “Ο Δαβίδ δεν πρόκειται να μπει εδώ”.+ 7 Εντούτοις, ο Δαβίδ κατέλαβε το οχυρό της Σιών, το οποίο είναι τώρα η Πόλη του Δαβίδ.+ 8 Και είπε εκείνη την ημέρα: «Αυτοί που θα επιτεθούν στους Ιεβουσαίους πρέπει να μπουν μέσω της σήραγγας του νερού για να σκοτώσουν “τους κουτσούς και τους τυφλούς”, που είναι μισητοί στον Δαβίδ!»* Να γιατί λένε: «Οι τυφλοί και οι κουτσοί δεν θα μπουν στο σπίτι». 9 Έπειτα ο Δαβίδ κατοίκησε στο οχυρό, και αυτό ονομάστηκε* Πόλη του Δαβίδ· και άρχισε να χτίζει ολόγυρα, από το Ύψωμα*+ και προς τα μέσα.+ 10 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος,+ και ο Ιεχωβά, ο Θεός των στρατευμάτων, ήταν μαζί του.+
11 Ο βασιλιάς Χιράμ+ της Τύρου έστειλε αγγελιοφόρους στον Δαβίδ, καθώς και ξύλα κέδρου,+ ξυλουργούς και λιθοδόμους που έφτιαχναν τοίχους, και αυτοί άρχισαν να χτίζουν κατοικία* για τον Δαβίδ.+ 12 Και ο Δαβίδ κατάλαβε ότι ο Ιεχωβά τον είχε εδραιώσει ως βασιλιά του Ισραήλ+ και είχε εξυψώσει τη βασιλεία του+ για χάρη του Ισραήλ του λαού Του.+
13 Αφότου ο Δαβίδ ήρθε από τη Χεβρών, πήρε και άλλες παλλακίδες+ και συζύγους στην Ιερουσαλήμ και απέκτησε και άλλους γιους και κόρες.+ 14 Αυτά είναι τα ονόματα εκείνων που απέκτησε στην Ιερουσαλήμ: Σαμμουά, Σωβάβ, Νάθαν,+ Σολομών,+ 15 Ιεβάρ, Ελισουά, Νεφέγ, Ιαφιά, 16 Ελισαμά, Ελιαδά και Ελιφελέτ.
17 Όταν οι Φιλισταίοι άκουσαν ότι ο Δαβίδ είχε χριστεί βασιλιάς του Ισραήλ,+ ανέβηκαν όλοι να ψάξουν να τον βρουν.+ Μόλις το άκουσε αυτό ο Δαβίδ, κατέβηκε στον οχυρό τόπο.+ 18 Έπειτα οι Φιλισταίοι ήρθαν και απλώθηκαν στην κοιλάδα των Ρεφαΐμ.+ 19 Ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά:+ «Να ανεβώ εναντίον των Φιλισταίων; Θα τους δώσεις στο χέρι μου;» Τότε ο Ιεχωβά τού είπε: «Ανέβα, γιατί οπωσδήποτε θα δώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου».+ 20 Πήγε λοιπόν ο Δαβίδ στο Βάαλ-φερασίμ και τους συνέτριψε εκεί. Κατόπιν είπε: «Ο Ιεχωβά διέσπασε τις γραμμές των εχθρών μου+ μπροστά μου, όπως δημιουργούν ρήγμα τα νερά». Να γιατί ονόμασε εκείνο το μέρος Βάαλ-φερασίμ.*+ 21 Οι Φιλισταίοι εγκατέλειψαν τα είδωλά τους εκεί, και ο Δαβίδ και οι άντρες του τα πήραν.
22 Αργότερα οι Φιλισταίοι ανέβηκαν ξανά και απλώθηκαν στην κοιλάδα των Ρεφαΐμ.+ 23 Ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά, αλλά Εκείνος είπε: «Μην ανεβείς κατευθείαν. Αντί για αυτό, πήγαινε γύρω γύρω ώστε να βρεθείς από πίσω τους, και βγες εναντίον τους μπροστά από τους θάμνους μπακά. 24 Όταν ακούσεις ήχο βηματισμού στις κορυφές των θάμνων μπακά, τότε να δράσεις αποφασιστικά, επειδή ο Ιεχωβά θα έχει βγει μπροστά από εσένα για να συντρίψει το στράτευμα των Φιλισταίων». 25 Ο Δαβίδ λοιπόν ενήργησε ακριβώς όπως τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά, και συνέτριψε τους Φιλισταίους+ από τη Γααβά+ ως τη Γεζέρ.+
6 Ο Δαβίδ συγκέντρωσε ξανά τους καλύτερους στρατιώτες του Ισραήλ, 30.000 άντρες. 2 Κατόπιν ο Δαβίδ και όλοι οι άντρες που ήταν μαζί του ξεκίνησαν για τη Βααλέ-ιούδα για να ανεβάσουν από εκεί την Κιβωτό του αληθινού Θεού,+ μπροστά στην οποία επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ ο οποίος κάθεται ενθρονισμένος πάνω από τα* χερουβείμ.+ 3 Ωστόσο, τοποθέτησαν την Κιβωτό του αληθινού Θεού πάνω σε μια καινούρια άμαξα+ για να τη μεταφέρουν από το σπίτι του Αβιναδάβ,+ το οποίο ήταν στον λόφο. Την οδηγούσαν ο Ουζά και ο Αχιώ, οι γιοι του Αβιναδάβ.
4 Μετέφεραν λοιπόν την Κιβωτό του αληθινού Θεού από το σπίτι του Αβιναδάβ που ήταν στον λόφο, και ο Αχιώ περπατούσε μπροστά από την Κιβωτό. 5 Ο Δαβίδ και όλος ο οίκος του Ισραήλ γιόρταζαν ενώπιον του Ιεχωβά με κάθε είδους όργανα από ξύλο αρκεύθου, άρπες, άλλα έγχορδα,+ ντέφια,+ σείστρα και κύμβαλα.+ 6 Αλλά όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Ουζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό του αληθινού Θεού και την έπιασε,+ γιατί τα βόδια παραλίγο να τη ρίξουν. 7 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ουζά, και ο αληθινός Θεός τον έπληξε+ εκεί για την ανευλαβή πράξη του,+ και πέθανε εκεί, δίπλα στην Κιβωτό του αληθινού Θεού. 8 Ο Δαβίδ όμως θύμωσε* για το ότι η οργή του Ιεχωβά είχε ξεσπάσει εναντίον του Ουζά· και εκείνο το μέρος ονομάζεται Φαρές-ουζά* μέχρι σήμερα. 9 Γι’ αυτό, ο Δαβίδ φοβήθηκε τον Ιεχωβά+ εκείνη την ημέρα και είπε: «Πώς είναι δυνατόν να έρθει η Κιβωτός του Ιεχωβά κοντά μου;»+ 10 Ο Δαβίδ δεν θέλησε να φέρει την Κιβωτό του Ιεχωβά εκεί όπου βρισκόταν αυτός, στην Πόλη του Δαβίδ.+ Αντίθετα, φρόντισε να την πάνε στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ+ του Γιθίτη.
11 Η Κιβωτός του Ιεχωβά έμεινε στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ του Γιθίτη τρεις μήνες, και ο Ιεχωβά ευλογούσε τον Ωβήδ-εδώμ και όλο το σπιτικό του.+ 12 Αναφέρθηκε δε στον βασιλιά Δαβίδ: «Ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ και όλα όσα έχει, λόγω της Κιβωτού του αληθινού Θεού». Τότε ο Δαβίδ πήγε με χαρά να ανεβάσει την Κιβωτό του αληθινού Θεού από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Πόλη του Δαβίδ.+ 13 Μόλις οι μεταφορείς+ της Κιβωτού του Ιεχωβά προχώρησαν έξι βήματα, θυσίασε έναν ταύρο και ένα καλοθρεμμένο ζώο.
14 Ο Δαβίδ χόρευε ενώπιον του Ιεχωβά με όλη του τη δύναμη φορώντας* λινό εφόδ.+ 15 Ο Δαβίδ και όλος ο οίκος του Ισραήλ ανέβαζαν την Κιβωτό+ του Ιεχωβά με χαρούμενες φωνές+ και με τον ήχο του κέρατος.+ 16 Αλλά όταν η Κιβωτός του Ιεχωβά μπήκε στην Πόλη του Δαβίδ, η Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ,+ κοίταξε από το παράθυρο και είδε κάτω τον βασιλιά Δαβίδ να πηδάει και να χορεύει ενώπιον του Ιεχωβά· και άρχισε να τον καταφρονεί στην καρδιά της.+ 17 Έφεραν λοιπόν την Κιβωτό του Ιεχωβά και την έβαλαν στη θέση της μέσα στη σκηνή που είχε στήσει ο Δαβίδ για αυτήν.+ Έπειτα ο Δαβίδ πρόσφερε ολοκαυτώματα+ και θυσίες συμμετοχής+ ενώπιον του Ιεχωβά.+ 18 Όταν τελείωσε την προσφορά ολοκαυτωμάτων και θυσιών συμμετοχής, ευλόγησε τον λαό στο όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων. 19 Επιπλέον, μοίρασε σε όλο τον λαό, σε ολόκληρο το πλήθος του Ισραήλ, σε κάθε άντρα και γυναίκα, μια κουλούρα ψωμί, μια χουρμαδόπιτα και μια σταφιδόπιτα. Ύστερα έφυγε όλος ο λαός, ο καθένας για το σπίτι του.
20 Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε για να ευλογήσει το σπιτικό του, η κόρη του Σαούλ, η Μιχάλ,+ βγήκε να τον προϋπαντήσει και είπε: «Πόσο ένδοξο έκανε τον εαυτό του ο βασιλιάς του Ισραήλ όταν γυμνώθηκε σήμερα μπροστά στις δούλες των υπηρετών του, όπως γυμνώνεται ολότελα ένας άμυαλος!»+ 21 Τότε ο Δαβίδ είπε στη Μιχάλ: «Εγώ γιόρτασα για τον Ιεχωβά, ο οποίος επέλεξε εμένα αντί για τον πατέρα σου και όλο το σπιτικό του και με διόρισε ηγέτη του λαού του Ιεχωβά, του Ισραήλ.+ Γι’ αυτό, θα γιορτάσω για τον Ιεχωβά, 22 και θα ταπεινώσω ακόμη περισσότερο τον εαυτό μου και θα πέσω χαμηλά ακόμη και στα ίδια μου τα μάτια. Όσο για τις δούλες που ανέφερες, μέσω αυτών θα δοξαστώ». 23 Γι’ αυτό, η κόρη του Σαούλ, η Μιχάλ,+ δεν απέκτησε παιδιά ως την ημέρα του θανάτου της.
7 Όταν ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στην κατοικία του,*+ αφού ο Ιεχωβά τού είχε δώσει ανάπαυση από όλους τους εχθρούς του ολόγυρα, 2 ο βασιλιάς είπε στον Νάθαν+ τον προφήτη: «Δες! Εγώ ζω σε κέδρινη κατοικία+ ενώ η Κιβωτός του αληθινού Θεού βρίσκεται ανάμεσα σε υφάσματα σκηνής».+ 3 Ο Νάθαν απάντησε στον βασιλιά: «Εμπρός, κάνε ό,τι βρίσκεται στην καρδιά σου, επειδή ο Ιεχωβά είναι μαζί σου».+
4 Εκείνη τη νύχτα, ο Ιεχωβά είπε στον Νάθαν: 5 «Πήγαινε και πες στον υπηρέτη μου τον Δαβίδ: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά: «Εσύ θα μου χτίσεις οίκο για να κατοικώ;+ 6 Εγώ δεν έχω κατοικήσει σε οίκο από την ημέρα που έβγαλα τον λαό του Ισραήλ από την Αίγυπτο μέχρι αυτή την ημέρα,+ αλλά μετακινούμουν* σε σκηνή και σε πρόχειρο κατάλυμα.+ 7 Ενόσω βάδιζα με όλους τους Ισραηλίτες,* είπα ποτέ σε κανέναν από τους αρχηγούς των φυλών του Ισραήλ, τον οποίο διόρισα να ποιμαίνει τον λαό μου τον Ισραήλ: “Γιατί δεν μου έχτισες κέδρινο οίκο;”»” 8 Τώρα πες στον υπηρέτη μου τον Δαβίδ: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων: «Εγώ σε πήρα από τα βοσκοτόπια, ενώ ακολουθούσες το κοπάδι,+ για να γίνεις ηγέτης του λαού μου του Ισραήλ.+ 9 Θα είμαι μαζί σου οπουδήποτε πας+ και θα εξαλείψω* όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου·+ και θα κάνω μεγάλο όνομα για εσένα,+ σαν το όνομα των μεγάλων της γης. 10 Θα ορίσω τόπο για τον λαό μου τον Ισραήλ όπου θα τους εγκαταστήσω και θα ζουν εκεί, και ποτέ πια δεν θα τους ενοχλήσει κανείς· πονηροί άνθρωποι δεν θα τους καταπιέσουν ξανά όπως στο παρελθόν,+ 11 όταν διόρισα κριτές+ στον λαό μου τον Ισραήλ. Και θα σου δώσω ανάπαυση από όλους τους εχθρούς σου.+
»”»Επίσης ο Ιεχωβά σού είπε ότι ο Ιεχωβά θα κάνει οίκο* για εσένα.+ 12 Όταν τελειώσουν οι ημέρες σου+ και πλαγιάσεις με τους προπάτορές σου, τότε θα αναδείξω τον απόγονό σου* έπειτα από εσένα, τον ίδιο σου τον γιο,* και θα εδραιώσω τη βασιλεία του.+ 13 Αυτός είναι που θα χτίσει οίκο για το όνομά μου,+ και εγώ θα εδραιώσω τον θρόνο της βασιλείας του για πάντα.+ 14 Εγώ θα γίνω πατέρας του, και αυτός θα γίνει γιος μου.+ Όταν ενεργεί εσφαλμένα, θα τον ελέγχω με ραβδί ανθρώπων και με χτυπήματα γιων των ανθρώπων.*+ 15 Δεν θα αποσύρω την όσια αγάπη μου από αυτόν όπως την απέσυρα από τον Σαούλ,+ τον οποίο απομάκρυνα από μπροστά σου. 16 Ο οίκος σου και η βασιλεία σου θα είναι ακλόνητα για πάντα μπροστά σου· ο θρόνος σου θα εδραιωθεί για πάντα»”».+
17 Ο Νάθαν είπε στον Δαβίδ όλα αυτά τα λόγια και όλο αυτό το όραμα.+
18 Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε και κάθισε ενώπιον του Ιεχωβά και είπε: «Ποιος είμαι εγώ, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά; Και ποιος είναι ο οίκος μου ώστε να με έχεις φέρει ως εδώ;+ 19 Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, εσύ μιλάς επίσης για τον οίκο του υπηρέτη σου σχετικά με το μακρινό μέλλον· και αυτό αποτελεί εντολή* για όλους τους ανθρώπους, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά. 20 Τι άλλο να σου πει ο υπηρέτης σου ο Δαβίδ εφόσον εσύ με γνωρίζεις τόσο καλά,+ Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά; 21 Για χάρη του λόγου σου και σε αρμονία με την καρδιά σου* έχεις κάνει όλα αυτά τα μεγάλα πράγματα και τα έχεις αποκαλύψει στον υπηρέτη σου.+ 22 Να γιατί είσαι πράγματι μεγάλος,+ Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά. Δεν υπάρχει κανείς όμοιός σου,+ και δεν υπάρχει Θεός εκτός από εσένα·+ όλα όσα έχουμε ακούσει με τα αφτιά μας το επιβεβαιώνουν αυτό. 23 Ποιο άλλο έθνος στη γη είναι σαν τον λαό σου τον Ισραήλ;+ Ο Θεός πήγε και τους απολύτρωσε ως λαό του+ και δημιούργησε όνομα για τον εαυτό του+ κάνοντας για αυτούς πράγματα μεγάλα που εμπνέουν δέος.+ Εκδίωξες τα έθνη και τους θεούς τους για χάρη του λαού σου τον οποίο απολύτρωσες για τον εαυτό σου από την Αίγυπτο. 24 Εδραίωσες τον λαό σου τον Ισραήλ ως δικό σου λαό για πάντα·+ και εσύ, Ιεχωβά, έγινες Θεός τους.+
25 »Τώρα λοιπόν, Ιεχωβά Θεέ, εκπλήρωσε την υπόσχεση που έδωσες σχετικά με τον υπηρέτη σου και τον οίκο του για πάντα, και κάνε ακριβώς όπως υποσχέθηκες.+ 26 Ας εξυψώνεται το όνομά σου για πάντα+ ώστε να λένε: “Ο Ιεχωβά των στρατευμάτων είναι ο Θεός του Ισραήλ”, και ο οίκος του υπηρέτη σου του Δαβίδ ας εδραιωθεί ενώπιόν σου.+ 27 Διότι εσύ, Ιεχωβά των στρατευμάτων, Θεέ του Ισραήλ, έκανες μια αποκάλυψη στον υπηρέτη σου, λέγοντας: “Θα οικοδομήσω οίκο* για εσένα”.+ Να γιατί ο υπηρέτης σου έχει το θάρρος* να σου απευθύνει αυτή την προσευχή. 28 Τώρα λοιπόν, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, εσύ είσαι ο αληθινός Θεός, και τα λόγια σου είναι αλήθεια,+ και υποσχέθηκες αυτά τα καλά πράγματα στον υπηρέτη σου. 29 Ας ευαρεστηθείς λοιπόν να ευλογήσεις τον οίκο του υπηρέτη σου, ώστε να παραμείνει για πάντα ενώπιόν σου·+ διότι εσύ, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, το υποσχέθηκες, και με την ευλογία σου ας ευημερεί ο οίκος του υπηρέτη σου για πάντα».+
8 Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους+ και τους καθυπέταξε,+ και πήρε από τα χέρια τους τη Μεθέγ-αμμά.
2 Νίκησε τους Μωαβίτες+ και τους έβαλε να ξαπλώσουν στο έδαφος. Τους μέτρησε με σχοινί προκειμένου να θανατώσει τα δύο τρίτα και να χαρίσει τη ζωή στο ένα τρίτο.+ Οι Μωαβίτες έγιναν υπηρέτες του Δαβίδ και έφερναν φόρο υποτελείας.+
3 Ο Δαβίδ νίκησε τον Αδαδέζερ, τον γιο του Ρεώβ, τον βασιλιά της Ζωβά,+ καθώς αυτός πήγαινε να αποκαταστήσει την εξουσία του στον Ευφράτη Ποταμό.+ 4 Ο Δαβίδ αιχμαλώτισε 1.700 ιππείς και 20.000 πεζούς στρατιώτες του. Μετά έκοψε τους τένοντες από όλα τα άλογα των αρμάτων, με εξαίρεση 100 άλογα.+
5 Όταν οι Σύριοι της Δαμασκού+ ήρθαν να βοηθήσουν τον βασιλιά Αδαδέζερ της Ζωβά, ο Δαβίδ εξόντωσε 22.000 Συρίους.+ 6 Ύστερα εγκατέστησε φρουρές στη Συρία, στη Δαμασκό, οι δε Σύριοι έγιναν υπηρέτες του και έφερναν φόρο υποτελείας. Ο Ιεχωβά χάριζε τη νίκη* στον Δαβίδ οπουδήποτε πήγαινε.+ 7 Επιπλέον, ο Δαβίδ πήρε τις χρυσές στρογγυλές ασπίδες από τους υπηρέτες του Αδαδέζερ και τις έφερε στην Ιερουσαλήμ.+ 8 Από τη Βετάχ και τη Βερωθαΐ, πόλεις του Αδαδέζερ, ο βασιλιάς Δαβίδ πήρε πολύ μεγάλη ποσότητα χαλκού.
9 Ο βασιλιάς Θοΐ της Αιμάθ+ άκουσε ότι ο Δαβίδ είχε νικήσει όλο τον στρατό του Αδαδέζερ.+ 10 Γι’ αυτό, ο Θοΐ έστειλε τον γιο του τον Ιεχωράμ στον βασιλιά Δαβίδ να τον ρωτήσει αν είναι καλά και να τον συγχαρεί για το ότι είχε πολεμήσει και είχε νικήσει τον Αδαδέζερ (διότι ο Αδαδέζερ είχε πολεμήσει πολλές φορές εναντίον του Θοΐ), και ο Ιεχωράμ έφερε ασημένια, χρυσά και χάλκινα αντικείμενα. 11 Ο βασιλιάς Δαβίδ τα καθαγίασε αυτά για τον Ιεχωβά, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε καθαγιάσει από όλα τα έθνη τα οποία είχε καθυποτάξει:+ 12 από τη Συρία και τον Μωάβ,+ από τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους,+ τους Αμαληκίτες,+ και από τα λάφυρα που πήρε από τον Αδαδέζερ,+ τον γιο του Ρεώβ, τον βασιλιά της Ζωβά. 13 Επίσης ο Δαβίδ έκανε όνομα για τον εαυτό του όταν εξόντωσε 18.000 Εδωμίτες στην Κοιλάδα του Αλατιού.+ 14 Εγκατέστησε φρουρές στον Εδώμ. Σε όλο τον Εδώμ εγκατέστησε φρουρές, και όλοι οι Εδωμίτες έγιναν υπηρέτες του.+ Ο Ιεχωβά χάριζε τη νίκη* στον Δαβίδ οπουδήποτε πήγαινε.+
15 Ο Δαβίδ εξακολούθησε να βασιλεύει σε όλο τον Ισραήλ,+ και έκρινε όλο τον λαό του+ δίκαια.+ 16 Ο Ιωάβ,+ ο γιος της Σερουίας, ήταν επικεφαλής του στρατεύματος, και ο Ιωσαφάτ,+ ο γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος. 17 Ο Σαδώκ,+ ο γιος του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ, ο γιος του Αβιάθαρ, ήταν ιερείς, ενώ ο Σεραΐας ήταν γραμματέας. 18 Ο Βεναΐας,+ ο γιος του Ιωδαέ, ήταν επικεφαλής των Χερεθαίων και των Φαλεθαίων.+ Οι δε γιοι του Δαβίδ έγιναν ανώτεροι αξιωματούχοι.*
9 Αργότερα ο Δαβίδ είπε: «Έχει απομείνει κανείς από τον οίκο του Σαούλ ώστε να του δείξω όσια αγάπη για χάρη του Ιωνάθαν;»+ 2 Υπήρχε δε ένας υπηρέτης από τον οίκο του Σαούλ που λεγόταν Ζιβά.+ Τον κάλεσαν λοιπόν να πάει στον Δαβίδ και ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Ζιβά;» Εκείνος απάντησε: «Ο υπηρέτης σου». 3 Στη συνέχεια ο βασιλιάς είπε: «Έχει απομείνει κανείς από τον οίκο του Σαούλ ώστε να του δείξω την όσια αγάπη του Θεού;» Ο Ζιβά τού απάντησε: «Έχει απομείνει ένας γιος του Ιωνάθαν, ο οποίος έχει αναπηρία* και στα δύο πόδια».+ 4 Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Πού βρίσκεται αυτός;» Ο Ζιβά τού απάντησε: «Είναι στο σπίτι του Μαχίρ,+ του γιου του Αμμιήλ, στη Λο-δεβάρ».
5 Ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε αμέσως και τον πήραν από το σπίτι του Μαχίρ, του γιου του Αμμιήλ, στη Λο-δεβάρ. 6 Μόλις ο Μεφιβοσθέ, ο γιος του Ιωνάθαν, γιου του Σαούλ, ήρθε στον Δαβίδ, έπεσε με το πρόσωπο κάτω και τον προσκύνησε. Τότε ο Δαβίδ είπε: «Μεφιβοσθέ!» Και εκείνος αποκρίθηκε: «Ορίστε! Ο υπηρέτης σου». 7 Ο Δαβίδ τού είπε: «Μη φοβάσαι, γιατί θα εκδηλώσω οπωσδήποτε όσια αγάπη+ σε εσένα για χάρη του πατέρα σου του Ιωνάθαν, και θα σου επιστρέψω όλη τη γη του Σαούλ του παππού σου, και εσύ θα γευματίζεις* στο τραπέζι μου πάντοτε».+
8 Τότε εκείνος προσκύνησε και είπε: «Τι είναι ο υπηρέτης σου, ώστε έστρεψες την προσοχή σου* σε έναν ψόφιο σκύλο+ σαν εμένα;» 9 Κατόπιν ο βασιλιάς έστειλε να καλέσουν τον Ζιβά, τον υπηρέτη του Σαούλ, και του είπε: «Όλα όσα ανήκαν στον Σαούλ και σε όλο του τον οίκο τα δίνω στον εγγονό του κυρίου σου.+ 10 Εσύ θα καλλιεργείς τη γη για αυτόν—εσύ και οι γιοι σου και οι υπηρέτες σου—και θα μαζεύεις τα προϊόντα της για να έχουν τροφή οι άνθρωποι που ανήκουν στον εγγονό του κυρίου σου. Αλλά ο Μεφιβοσθέ, ο εγγονός του κυρίου σου, θα γευματίζει στο τραπέζι μου πάντοτε».+
Ο δε Ζιβά είχε 15 γιους και 20 υπηρέτες.+ 11 Τότε ο Ζιβά είπε στον βασιλιά: «Ο υπηρέτης σου θα κάνει όλα όσα διατάζει ο κύριός μου ο βασιλιάς». Έτσι λοιπόν, ο Μεφιβοσθέ έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδ* σαν ένας από τους γιους του βασιλιά. 12 Επίσης ο Μεφιβοσθέ είχε έναν μικρό γιο που λεγόταν Μιχά·+ και όλοι όσοι ζούσαν στο σπίτι του Ζιβά έγιναν υπηρέτες του Μεφιβοσθέ. 13 Ο Μεφιβοσθέ ζούσε στην Ιερουσαλήμ, γιατί έτρωγε πάντοτε στο τραπέζι του βασιλιά·+ και είχε αναπηρία και στα δύο πόδια.+
10 Αργότερα πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών,+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ανούν.+ 2 Τότε ο Δαβίδ είπε: «Θα εκδηλώσω καλοσύνη* στον Ανούν, τον γιο του Νάας, όπως και ο πατέρας του εκδήλωσε καλοσύνη σε εμένα». Γι’ αυτό, ο Δαβίδ έστειλε υπηρέτες του για να τον παρηγορήσουν επειδή είχε χάσει τον πατέρα του. Αλλά όταν οι υπηρέτες του Δαβίδ μπήκαν στη γη των Αμμωνιτών, 3 οι άρχοντες των Αμμωνιτών είπαν στον Ανούν τον κύριό τους: «Νομίζεις ότι ο Δαβίδ τιμάει τον πατέρα σου στέλνοντάς σου παρηγορητές; Όχι! Έστειλε τους υπηρέτες του για να διερευνήσει την πόλη, να την κατασκοπεύσει και να την καταστρέψει!» 4 Τότε ο Ανούν πήρε τους υπηρέτες του Δαβίδ και ξύρισε τη μισή γενειάδα τους+ και έκοψε το μισό από τα ρούχα τους, μέχρι τους γλουτούς, και τους έδιωξε. 5 Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, έστειλε αμέσως να τους συναντήσουν, επειδή είχαν ταπεινωθεί πάρα πολύ· και ο βασιλιάς τούς είπε: «Μείνετε στην Ιεριχώ+ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένια σας, και κατόπιν επιστρέψτε».
6 Με το πέρασμα του χρόνου, οι Αμμωνίτες είδαν ότι είχαν γίνει μισητοί* στον Δαβίδ. Γι’ αυτό, έστειλαν και μίσθωσαν Συρίους από τη Βαιθ-ρεώβ+ και Συρίους από τη Ζωβά,+ 20.000 πεζούς στρατιώτες· και τον βασιλιά της Μααχά,+ με 1.000 άντρες· και από την Ιστώβ,* 12.000 άντρες.+ 7 Όταν το άκουσε αυτό ο Δαβίδ, έστειλε τον Ιωάβ και όλο το στράτευμα, μεταξύ αυτών και τους ισχυρότερους πολεμιστές του.+ 8 Και οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στην πύλη της πόλης, ενώ οι Σύριοι από τη Ζωβά και τη Ρεώβ, μαζί με την Ιστώβ* και τη Μααχά, βρίσκονταν μόνοι τους στην ύπαιθρο.
9 Όταν ο Ιωάβ είδε ότι είχε να αντιμετωπίσει δύο μέτωπα, ένα από μπροστά και ένα από πίσω, διάλεξε μερικούς από τους καλύτερους στρατιώτες του Ισραήλ και τους παρέταξε εναντίον των Συρίων.+ 10 Έθεσε τον υπόλοιπο λαό υπό τις διαταγές* του αδελφού του τού Αβισαί,+ προκειμένου να τον παρατάξει εναντίον των Αμμωνιτών.+ 11 Ύστερα είπε: «Αν υπερισχύσουν οι Σύριοι εναντίον μου, τότε να έρθεις να με σώσεις· αλλά αν υπερισχύσουν οι Αμμωνίτες εναντίον σου, τότε θα έρθω να σε σώσω εγώ. 12 Πρέπει να είμαστε ισχυροί και θαρραλέοι+ για τον λαό μας και για τις πόλεις του Θεού μας, και ο Ιεχωβά θα κάνει αυτό που φαίνεται καλό στα μάτια του».+
13 Μετά ο Ιωάβ και οι άντρες του προχώρησαν για να αντιμετωπίσουν τους Συρίους στη μάχη, και αυτοί τράπηκαν σε φυγή.+ 14 Μόλις οι Αμμωνίτες είδαν ότι οι Σύριοι έφυγαν, τράπηκαν σε φυγή εξαιτίας του Αβισαί και μπήκαν στην πόλη. Έπειτα από τη μάχη με τους Αμμωνίτες, ο Ιωάβ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
15 Όταν οι Σύριοι είδαν ότι είχαν νικηθεί από τον Ισραήλ, ανασυντάχθηκαν.+ 16 Και ο Αδαδέζερ+ έστειλε να καλέσουν τους Συρίους από την περιοχή του Ποταμού.*+ Κατόπιν αυτοί ήρθαν στην Αιλάμ έχοντας επικεφαλής τον Σωβάκ, τον αρχιστράτηγο του Αδαδέζερ.
17 Όταν αυτό αναφέρθηκε στον Δαβίδ, εκείνος συγκέντρωσε αμέσως όλο τον Ισραήλ, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύριοι τότε παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον Δαβίδ και πολέμησαν εναντίον του.+ 18 Αλλά οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή εξαιτίας του Ισραήλ· και ο Δαβίδ σκότωσε 700 αρματηλάτες και 40.000 ιππείς από τους Συρίους. Σκότωσε επίσης εκεί τον Σωβάκ, τον αρχιστράτηγό τους.+ 19 Όταν όλοι οι βασιλιάδες, οι υπηρέτες του Αδαδέζερ, είδαν ότι είχαν νικηθεί από τον Ισραήλ, έκαναν αμέσως ειρήνη με τον Ισραήλ και έγιναν υποτελείς τους.+ Έκτοτε οι Σύριοι φοβούνταν να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες.
11 Στην αρχή του έτους,* τότε που εκστρατεύουν οι βασιλιάδες, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ και τους υπηρέτες του και όλο τον στρατό του Ισραήλ για να συντρίψουν τους Αμμωνίτες, και αυτοί πολιόρκησαν τη Ραββά,+ ενώ ο Δαβίδ έμεινε στην Ιερουσαλήμ.+
2 Κάποιο βράδυ,* ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και περπατούσε στην ταράτσα της βασιλικής κατοικίας.* Από εκεί είδε μια γυναίκα να κάνει λουτρό, και η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη. 3 Ο Δαβίδ έστειλε κάποιον να ρωτήσει για τη γυναίκα, και αυτός του ανέφερε: «Είναι η Βηθ-σαβεέ,+ η κόρη του Ελιάμ+ και σύζυγος του Ουρία+ του Χετταίου».+ 4 Τότε ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους για να τη φέρουν.+ Αυτή λοιπόν ήρθε, και εκείνος πλάγιασε μαζί της.+ (Αυτό συνέβη ενόσω εξάγνιζε τον εαυτό της από την ακαθαρσία της.*)+ Μετά επέστρεψε στο σπίτι της.
5 Η γυναίκα έμεινε έγκυος και ειδοποίησε τον Δαβίδ, λέγοντας: «Είμαι έγκυος». 6 Τότε ο Δαβίδ έστειλε το εξής μήνυμα στον Ιωάβ: «Στείλε μου τον Ουρία τον Χετταίο». Και ο Ιωάβ έστειλε τον Ουρία στον Δαβίδ. 7 Όταν ο Ουρίας πήγε στον Δαβίδ, εκείνος άρχισε να τον ρωτάει πώς τα πήγαινε ο Ιωάβ, πώς τα πήγαινε ο στρατός και πώς εξελισσόταν ο πόλεμος. 8 Έπειτα ο Δαβίδ τού είπε: «Κατέβα στο σπίτι σου να ξεκουραστείς».* Όταν ο Ουρίας έφυγε από την κατοικία του βασιλιά, στάλθηκε μαζί του και το τιμητικό δώρο του βασιλιά.* 9 Ωστόσο, ο Ουρίας κοιμήθηκε στην είσοδο της κατοικίας του βασιλιά, μαζί με όλους τους άλλους υπηρέτες του κυρίου του, και δεν κατέβηκε στο σπίτι του. 10 Κάποιοι λοιπόν είπαν στον Δαβίδ: «Ο Ουρίας δεν κατέβηκε στο σπίτι του». Και ο Δαβίδ ρώτησε τον Ουρία: «Μόλις τώρα δεν γύρισες από ταξίδι; Γιατί δεν κατέβηκες στο σπίτι σου;» 11 Ο Ουρίας τού απάντησε: «Η Κιβωτός+ και ο Ισραήλ και ο Ιούδας μένουν σε σκηνές, και ο κύριός μου ο Ιωάβ και οι υπηρέτες του κυρίου μου είναι στρατοπεδευμένοι στην ύπαιθρο. Μπορώ λοιπόν εγώ να μπω στο σπίτι μου για να φάω και να πιω και να πλαγιάσω με τη σύζυγό μου;+ Σου ορκίζομαι, όσο βέβαιο είναι ότι ζεις,* δεν πρόκειται να κάνω αυτό το πράγμα!»
12 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: «Μείνε εδώ και σήμερα, και αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Έτσι λοιπόν, ο Ουρίας έμεινε στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα, καθώς και την επομένη. 13 Έπειτα ο Δαβίδ τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε. Αλλά το βράδυ εκείνος βγήκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του μαζί με τους υπηρέτες του κυρίου του και δεν κατέβηκε στο σπίτι του. 14 Το πρωί ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ και την έστειλε με τον Ουρία. 15 Στην επιστολή έγραψε: «Βάλτε τον Ουρία στην πρώτη γραμμή, όπου η μάχη είναι σκληρότερη. Μετά τραβηχτείτε από κοντά του, ώστε να χτυπηθεί και να πεθάνει».+
16 Ο Ιωάβ είχε παρατηρήσει προσεκτικά την πόλη και έβαλε τον Ουρία εκεί που ήξερε ότι υπήρχαν ισχυροί πολεμιστές. 17 Όταν οι άντρες της πόλης βγήκαν και πολέμησαν εναντίον του Ιωάβ, έπεσαν νεκροί μερικοί από τους υπηρέτες του Δαβίδ, μεταξύ αυτών και ο Ουρίας ο Χετταίος.+ 18 Και ο Ιωάβ έστειλε αναφορά στον Δαβίδ για όλες τις εξελίξεις του πολέμου. 19 Έδωσε στον αγγελιοφόρο την οδηγία: «Μόλις ενημερώσεις τον βασιλιά για όλες τις εξελίξεις του πολέμου, 20 ο βασιλιάς μπορεί να θυμώσει και να σου πει: “Γιατί πλησιάσατε τόσο κοντά στην πόλη για να πολεμήσετε; Δεν ξέρατε ότι θα τόξευαν από το τείχος; 21 Ποιος σκότωσε τον Αβιμέλεχ,+ τον γιο του Ιερουββέσεθ;+ Δεν ήταν μια γυναίκα που του έριξε από το τείχος την πάνω πέτρα ενός μύλου, προκαλώντας τον θάνατό του στη Θεβές; Γιατί πλησιάσατε τόσο πολύ στο τείχος;” Τότε εσύ να πεις: “Πέθανε και ο υπηρέτης σου ο Ουρίας ο Χετταίος”».
22 Πήγε λοιπόν ο αγγελιοφόρος και είπε στον Δαβίδ όλα όσα τον είχε στείλει να πει ο Ιωάβ. 23 Στη συνέχεια του είπε: «Οι άντρες τους υπερίσχυσαν εναντίον μας και βγήκαν να μας αντιμετωπίσουν στους αγρούς· εμείς όμως τους απωθήσαμε μέχρι την είσοδο της πύλης της πόλης. 24 Και οι τοξότες τόξευαν τους υπηρέτες σου από το τείχος, και μερικοί από τους υπηρέτες του βασιλιά πέθαναν· πέθανε και ο υπηρέτης σου ο Ουρίας ο Χετταίος».+ 25 Τότε ο Δαβίδ είπε στον αγγελιοφόρο: «Πες στον Ιωάβ: “Μη στενοχωριέσαι για αυτό, γιατί το σπαθί τρώει πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Να εντείνεις τη μάχη σου εναντίον της πόλης και να την καταλάβεις”.+ Και ενθάρρυνέ τον».
26 Όταν η σύζυγος του Ουρία έμαθε ότι είχε πεθάνει ο άντρας της, άρχισε να πενθεί για αυτόν. 27 Μόλις πέρασε η περίοδος του πένθους, ο Δαβίδ ζήτησε να τη φέρουν στην κατοικία του, και εκείνη έγινε σύζυγός του+ και του γέννησε έναν γιο. Αλλά αυτό που είχε κάνει ο Δαβίδ δυσαρέστησε πολύ τον* Ιεχωβά.+
12 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά έστειλε τον Νάθαν+ στον Δαβίδ. Εκείνος πήγε σε αυτόν+ και είπε: «Ήταν δύο άνθρωποι στην ίδια πόλη, ο ένας πλούσιος και ο άλλος φτωχός. 2 Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια·+ 3 ο φτωχός δεν είχε παρά ένα θηλυκό αρνάκι που είχε αγοράσει.+ Το φρόντιζε, και αυτό μεγάλωνε μαζί με εκείνον και τους γιους του. Έτρωγε από το λιγοστό φαγητό του και έπινε από το ποτήρι του και κοιμόταν στην αγκαλιά του. Το είχε σαν κόρη του. 4 Αργότερα ήρθε στον πλούσιο ένας επισκέπτης, αλλά αυτός δεν θέλησε να πάρει κανένα από τα δικά του πρόβατα και βόδια και να ετοιμάσει γεύμα για τον ταξιδιώτη που είχε έρθει σε αυτόν. Αντίθετα, πήρε το αρνάκι του φτωχού και το ετοίμασε για τον επισκέπτη του».+
5 Ο Δαβίδ θύμωσε πολύ με εκείνον τον άνθρωπο και είπε στον Νάθαν: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι άξιος θανάτου! 6 Πρέπει να πληρώσει τετραπλάσια για το αρνί,+ επειδή το έκανε αυτό και δεν έδειξε συμπόνια».
7 Τότε ο Νάθαν είπε στον Δαβίδ: «Εσύ είσαι αυτός ο άνθρωπος! Να τι λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ σε έχρισα βασιλιά του Ισραήλ+ και σε έσωσα από το χέρι του Σαούλ.+ 8 Σου έδωσα τον οίκο του κυρίου σου+ και έβαλα τις συζύγους του κυρίου σου+ στην αγκαλιά σου, και σου έδωσα τον οίκο του Ισραήλ και του Ιούδα.+ Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, ήμουν διατεθειμένος να κάνω πολύ περισσότερα για εσένα.+ 9 Γιατί εσύ καταφρόνησες τον λόγο του Ιεχωβά πράττοντας το κακό στα μάτια του; Σκότωσες τον Ουρία τον Χετταίο με σπαθί!+ Μετά, αφού τον σκότωσες με το σπαθί των Αμμωνιτών,+ πήρες τη σύζυγό του για δική σου.+ 10 Τώρα το σπαθί δεν θα απομακρυνθεί ποτέ από τον δικό σου οίκο,+ επειδή με καταφρόνησες παίρνοντας τη σύζυγο του Ουρία του Χετταίου για δική σου”. 11 Να τι λέει ο Ιεχωβά: “Εγώ σου φέρνω συμφορά μέσα από τον ίδιο σου τον οίκο·+ μπροστά στα μάτια σου θα πάρω τις συζύγους σου και θα τις δώσω σε κάποιον άλλον,*+ και εκείνος θα πλαγιάσει με αυτές στο φως της ημέρας.*+ 12 Παρότι εσύ ενήργησες στα κρυφά,+ εγώ θα το κάνω αυτό μπροστά σε όλο τον Ισραήλ και στο φως της ημέρας”».*
13 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Νάθαν: «Αμάρτησα εναντίον του Ιεχωβά».+ Ο Νάθαν τού απάντησε: «Ο Ιεχωβά συγχωρεί την αμαρτία σου.*+ Δεν θα πεθάνεις.+ 14 Ωστόσο, επειδή συμπεριφέρθηκες στον Ιεχωβά με απόλυτη έλλειψη σεβασμού σε αυτό το ζήτημα, ο γιος που μόλις απέκτησες οπωσδήποτε θα πεθάνει».
15 Κατόπιν ο Νάθαν πήγε στο σπίτι του.
Και ο Ιεχωβά έπληξε το παιδί που είχε γεννήσει στον Δαβίδ η σύζυγος του Ουρία, και αυτό αρρώστησε. 16 Ο Δαβίδ παρακαλούσε τον αληθινό Θεό για χάρη του αγοριού. Άρχισε αυστηρή νηστεία και πήγαινε και περνούσε τη νύχτα ξαπλωμένος καταγής.+ 17 Γι’ αυτό, οι πρεσβύτεροι του οίκου του στέκονταν από πάνω του και προσπαθούσαν να τον σηκώσουν από τη γη, αλλά εκείνος αρνούνταν και δεν έτρωγε μαζί τους. 18 Την έβδομη ημέρα το παιδί πέθανε, αλλά οι υπηρέτες του Δαβίδ φοβούνταν να του το πουν. Έλεγαν: «Όσο το παιδί ήταν ζωντανό, του μιλούσαμε και δεν μας άκουγε. Πώς να του πούμε τώρα ότι πέθανε; Μπορεί να κάνει κάτι πολύ κακό».
19 Όταν ο Δαβίδ είδε ότι οι υπηρέτες του ψιθύριζαν μεταξύ τους, κατάλαβε ότι το παιδί είχε πεθάνει. Είπε λοιπόν στους υπηρέτες του: «Πέθανε το παιδί;» Εκείνοι απάντησαν: «Πέθανε». 20 Τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε από τη γη. Πλύθηκε, αλείφτηκε με λάδι,+ άλλαξε ρούχα και πήγε στον οίκο+ του Ιεχωβά και προσκύνησε. Μετά μπήκε στην κατοικία του* και ζήτησε να του φέρουν φαγητό και έφαγε. 21 Οι υπηρέτες του τον ρώτησαν: «Γιατί φέρθηκες έτσι; Όσο το παιδί ήταν ζωντανό, νήστευες και έκλαιγες· αλλά μόλις πέθανε, σηκώθηκες και έφαγες». 22 Εκείνος απάντησε: «Όσο το παιδί ήταν ζωντανό, νήστευα+ και έκλαιγα επειδή έλεγα μέσα μου: “Ποιος ξέρει; Ίσως ο Ιεχωβά μού δείξει εύνοια και αφήσει το παιδί να ζήσει”.+ 23 Τώρα που πέθανε, γιατί να νηστεύω; Μπορώ να το φέρω πίσω;+ Εγώ θα πάω σε αυτό,+ αλλά αυτό δεν θα επιστρέψει σε εμένα».+
24 Μετά ο Δαβίδ παρηγόρησε τη σύζυγό του τη Βηθ-σαβεέ.+ Πήγε σε αυτήν και πλάγιασε μαζί της. Αργότερα αυτή γέννησε έναν γιο ο οποίος ονομάστηκε Σολομών.*+ Ο Ιεχωβά τον αγάπησε+ 25 και παρήγγειλε μέσω του Νάθαν+ του προφήτη να τον ονομάσουν Ιεδιδία,* για χάρη του Ιεχωβά.
26 Ο Ιωάβ συνέχισε να πολεμάει εναντίον της Ραββά+ των Αμμωνιτών+ και κατέλαβε τη βασιλική πόλη.*+ 27 Γι’ αυτό, έστειλε αγγελιοφόρους στον Δαβίδ και είπε: «Πολέμησα εναντίον της Ραββά+ και κατέλαβα την πόλη των νερών.* 28 Να συγκεντρώσεις λοιπόν τον υπόλοιπο στρατό και να στρατοπεδεύσεις εναντίον της πόλης και να την καταλάβεις. Αλλιώς, θα την καταλάβω εγώ, και η τιμή θα αποδοθεί σε εμένα».*
29 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ συγκέντρωσε όλο τον στρατό, πήγε στη Ραββά, πολέμησε εναντίον της και την κατέλαβε. 30 Έπειτα πήρε από το κεφάλι του Μαλχάμ το στέμμα, το οποίο ζύγιζε ένα τάλαντο* χρυσού και είχε πολύτιμες πέτρες. Αυτό τέθηκε στο κεφάλι του Δαβίδ. Επίσης πήρε άφθονα λάφυρα+ από την πόλη.+ 31 Και έφερε έξω τους κατοίκους και τους έβαλε να πριονίζουν πέτρες, να δουλεύουν με κοφτερά σιδερένια εργαλεία και με σιδερένια τσεκούρια και να κατασκευάζουν πλίνθους. Αυτό έκανε σε όλες τις πόλεις των Αμμωνιτών. Τελικά ο Δαβίδ και όλος ο στρατός επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.
13 Ο γιος του Δαβίδ ο Αβεσσαλώμ είχε μια όμορφη αδελφή που την έλεγαν Θάμαρ,+ την οποία ερωτεύτηκε ο γιος του Δαβίδ ο Αμνών.+ 2 Αυτός στενοχωριόταν τόσο πολύ ώστε αρρώστησε εξαιτίας της αδελφής του της Θάμαρ, επειδή ήταν παρθένα και του φαινόταν αδύνατον να της κάνει οτιδήποτε. 3 Ο Αμνών είχε έναν φίλο που τον έλεγαν Ιωναδάβ+ και ήταν γιος του Σιμεάχ,+ του αδελφού του Δαβίδ· ο Ιωναδάβ ήταν πολύ έξυπνος. 4 Τον ρώτησε λοιπόν: «Γιατί εσύ, ο γιος του βασιλιά, είσαι τόσο μελαγχολικός κάθε πρωί; Δεν θα μου πεις;» Ο Αμνών τού απάντησε: «Είμαι ερωτευμένος με τη Θάμαρ, την αδελφή+ του Αβεσσαλώμ του αδελφού μου». 5 Ο Ιωναδάβ τού είπε: «Ξάπλωσε στο κρεβάτι σου και κάνε τον άρρωστο. Όταν έρθει να σε δει ο πατέρας σου, να του πεις: “Σε παρακαλώ, ας έρθει η αδελφή μου η Θάμαρ και ας μου δώσει φαγητό. Αν ετοιμάσει μπροστά στα μάτια μου το φαγητό που δίνουν στους αρρώστους,* εγώ θα το φάω από τα χέρια της”».
6 Έτσι λοιπόν, ο Αμνών ξάπλωσε και έκανε τον άρρωστο, και ο βασιλιάς πήγε να τον δει. Τότε ο Αμνών είπε στον βασιλιά: «Σε παρακαλώ, ας έρθει η αδελφή μου η Θάμαρ και ας ψήσει δύο πίτες* μπροστά στα μάτια μου, για να φάω από τα χέρια της». 7 Τότε ο Δαβίδ ειδοποίησε τη Θάμαρ, που ήταν στο σπίτι, λέγοντας: «Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο σπίτι του αδελφού σου του Αμνών και ετοίμασέ του φαγητό».* 8 Πήγε λοιπόν η Θάμαρ στο σπίτι του, όπου αυτός ήταν ξαπλωμένος. Πήρε το ζυμάρι, το ζύμωσε και έφτιαξε πίτες μπροστά στα μάτια του και τις έψησε. 9 Μετά πήρε το τηγάνι και του τις πρόσφερε. Αλλά ο Αμνών αρνήθηκε να φάει και είπε: «Βγάλτε τους όλους έξω!» Και βγήκαν όλοι έξω.
10 Τότε ο Αμνών είπε στη Θάμαρ: «Φέρε το φαγητό* στο υπνοδωμάτιο, για να το φάω από τα χέρια σου». Πήρε λοιπόν η Θάμαρ τις πίτες που είχε φτιάξει και τις έφερε στον αδελφό της τον Αμνών στο υπνοδωμάτιο. 11 Μόλις του τις έφερε για να φάει, αυτός την άρπαξε και είπε: «Έλα, πλάγιασε μαζί μου, αδελφή μου». 12 Αλλά εκείνη του είπε: «Όχι, αδελφέ μου! Μη με ατιμάσεις! Δεν γίνονται τέτοια πράγματα στον Ισραήλ.+ Μην κάνεις αυτό το αισχρό πράγμα!+ 13 Πώς θα ξεπλύνω την ντροπή μου; Και εσύ θα θεωρείσαι αισχρός άνθρωπος στον Ισραήλ. Σε παρακαλώ, μίλησε στον βασιλιά, και εκείνος δεν θα αρνηθεί να με δώσει σε εσένα». 14 Αυτός όμως δεν ήθελε να την ακούσει. Την ακινητοποίησε και την ταπείνωσε βιάζοντάς την. 15 Τότε ο Αμνών τη μίσησε τρομερά, ώστε το μίσος του για αυτήν ξεπέρασε τον έρωτά του. Ο Αμνών τής είπε: «Σήκω, φύγε!» 16 Τότε εκείνη του είπε: «Όχι, αδελφέ μου, μη με διώχνεις, γιατί αυτό θα είναι χειρότερο από ό,τι μου έκανες!» Αυτός όμως αρνήθηκε να την ακούσει.
17 Αμέσως κάλεσε τον νεαρό υπηρέτη του και είπε: «Πάρε αυτήν εδώ από μπροστά μου, σε παρακαλώ, και κλείδωσε την πόρτα πίσω της». 18 (Φορούσε δε εκείνη έναν ιδιαίτερο* χιτώνα, διότι τέτοια ρούχα φορούσαν οι παρθένες κόρες του βασιλιά.) Ο υπηρέτης του λοιπόν την έβγαλε έξω και κλείδωσε την πόρτα πίσω της. 19 Τότε η Θάμαρ έβαλε στάχτες πάνω στο κεφάλι της+ και έσκισε τον ωραίο χιτώνα της· και έφυγε με τα χέρια της πάνω στο κεφάλι, φωνάζοντας καθώς περπατούσε.
20 Τότε ο αδελφός της ο Αβεσσαλώμ+ τη ρώτησε: «Ο αδελφός σου ο Αμνών ήταν μαζί σου; Σώπα, αδελφή μου. Αδελφός σου είναι.+ Ας μη βαραίνει την καρδιά σου αυτό το ζήτημα». Έκτοτε, η Θάμαρ ζούσε απομονωμένη στο σπίτι του αδελφού της του Αβεσσαλώμ. 21 Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ τα άκουσε όλα αυτά, θύμωσε πολύ.+ Αλλά δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τον Αμνών τον γιο του, επειδή ήταν ο πρωτότοκός του και τον αγαπούσε ιδιαίτερα. 22 Ο δε Αβεσσαλώμ δεν είπε τίποτα στον Αμνών, ούτε κακό ούτε καλό· διότι ο Αβεσσαλώμ μίσησε+ τον Αμνών επειδή είχε ατιμάσει την αδελφή του τη Θάμαρ.+
23 Έπειτα από δύο ολόκληρα χρόνια, οι κουρευτές προβάτων του Αβεσσαλώμ ήταν στη Βάαλ-ασώρ, κοντά στην Εφραΐμ,+ και ο Αβεσσαλώμ προσκάλεσε όλους τους γιους του βασιλιά.+ 24 Πήγε λοιπόν στον βασιλιά και είπε: «Ο υπηρέτης σου κουρεύει τα πρόβατά του. Ας έρθουν μαζί μου, παρακαλώ, ο βασιλιάς και οι υπηρέτες του». 25 Ο βασιλιάς όμως του είπε: «Όχι, γιε μου! Αν έρθουμε όλοι, θα σου γίνουμε βάρος». Παρότι εκείνος εξακολούθησε να τον πιέζει, αυτός δεν δέχτηκε να πάει, αλλά τον ευλόγησε. 26 Τότε ο Αβεσσαλώμ είπε: «Αν όχι εσύ, τουλάχιστον ας έρθει μαζί μας ο αδελφός μου ο Αμνών, σε παρακαλώ».+ Ο βασιλιάς τού αποκρίθηκε: «Γιατί να έρθει μαζί σου;» 27 Αλλά ο Αβεσσαλώμ τον πίεσε, και έτσι αυτός έστειλε μαζί του τον Αμνών και όλους τους γιους του βασιλιά.
28 Κατόπιν ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του: «Έχετε τον νου σας! Μόλις η καρδιά του Αμνών ευθυμήσει από το κρασί και σας πω: “Σκοτώστε τον Αμνών!” να τον θανατώσετε. Μη φοβάστε. Εγώ δεν σας διατάζω; Να είστε ισχυροί και θαρραλέοι». 29 Οι υπηρέτες λοιπόν του Αβεσσαλώμ έκαναν στον Αμνών ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Αβεσσαλώμ· τότε όλοι οι άλλοι γιοι του βασιλιά σηκώθηκαν, και ανέβηκε ο καθένας στο μουλάρι του και τράπηκε σε φυγή. 30 Ενώ αυτοί ήταν καθ’ οδόν, έφτασε στον Δαβίδ η είδηση: «Ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του βασιλιά, και δεν γλίτωσε ούτε ένας». 31 Τότε ο βασιλιάς σηκώθηκε, έσκισε τα ρούχα του και ξάπλωσε καταγής, και όλοι οι υπηρέτες του στέκονταν κοντά του με τα ρούχα τους σκισμένα.
32 Ωστόσο, ο Ιωναδάβ,+ ο γιος του Σιμεάχ,+ του αδελφού του Δαβίδ, είπε: «Ας μη νομίζει ο κύριός μου ότι σκότωσαν όλους τους νεαρούς γιους του βασιλιά, γιατί μόνο ο Αμνών πέθανε.+ Αυτό έγινε με εντολή του Αβεσσαλώμ, ο οποίος το είχε αποφασίσει+ από την ημέρα που ο Αμνών ατίμασε την αδελφή του+ τη Θάμαρ.+ 33 Ας μη δίνει σημασία* ο κύριός μου ο βασιλιάς στην είδηση ότι όλοι οι γιοι του βασιλιά πέθαναν· μόνο ο Αμνών πέθανε».
34 Στο μεταξύ, ο Αβεσσαλώμ έσπευσε να φύγει.+ Αργότερα ο φρουρός σήκωσε τα μάτια του και είδε πολλούς ανθρώπους να έρχονται από τον δρόμο που ήταν πίσω του, δίπλα στο βουνό. 35 Τότε ο Ιωναδάβ+ είπε στον βασιλιά: «Δες! Επέστρεψαν οι γιοι του βασιλιά. Τα πράγματα είναι όπως σου τα είπε ο υπηρέτης σου». 36 Μόλις τελείωσε αυτά που έλεγε, μπήκαν οι γιοι του βασιλιά κλαίγοντας δυνατά· επίσης ο βασιλιάς και όλοι οι υπηρέτες του έκλαιγαν πικρά. 37 Ο δε Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον Θαλμαΐ,+ τον γιο του Αμμιούδ, τον βασιλιά της Γεσούρ. Και ο Δαβίδ πένθησε για τον γιο του πολλές ημέρες. 38 Αφού ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στη Γεσούρ,+ έμεινε εκεί τρία χρόνια.
39 Τελικά ο βασιλιάς Δαβίδ επιθύμησε να πάει στον Αβεσσαλώμ, διότι είχε αποδεχτεί* τον θάνατο του Αμνών.
14 Ο Ιωάβ, ο γιος της Σερουίας,+ έμαθε ότι η καρδιά του βασιλιά είχε επιθυμήσει τον Αβεσσαλώμ.+ 2 Έστειλε λοιπόν και κάλεσε από τη Θεκωέ+ μια έξυπνη γυναίκα και της είπε: «Κάνε ότι πενθείς, σε παρακαλώ, και φόρεσε πένθιμα ρούχα και μην αλειφτείς με λάδι.+ Να φέρεσαι σαν γυναίκα που πενθεί εδώ και πολύ καιρό για κάποιον νεκρό. 3 Έπειτα πήγαινε και πες στον βασιλιά αυτό και αυτό». Στη συνέχεια ο Ιωάβ τής είπε τι να πει.*
4 Η Θεκωίτισσα πήγε στον βασιλιά, έπεσε με το πρόσωπο μέχρις εδάφους, τον προσκύνησε και είπε: «Βοήθησέ με, βασιλιά!» 5 Ο βασιλιάς τής αποκρίθηκε: «Τι συμβαίνει;» Εκείνη είπε: «Είμαι χήρα, η δύστυχη· ο σύζυγός μου πέθανε. 6 Και εγώ, η υπηρέτριά σου, είχα δύο γιους, και οι δυο τους μάλωσαν στον αγρό. Δεν υπήρχε κανείς να τους χωρίσει, και ο ένας χτύπησε τον άλλον και τον σκότωσε. 7 Τώρα όλη η οικογένεια έχει ξεσηκωθεί ενάντια σε εμένα, την υπηρέτριά σου, και λέει: “Παράδωσε αυτόν που σκότωσε τον αδελφό του, ώστε να τον θανατώσουμε για τη ζωή* του αδελφού του,+ έστω και αν αφανιστεί ο κληρονόμος!” Θέλουν να σβήσουν το τελευταίο πυρωμένο κάρβουνο που μου έχει απομείνει* και να μην αφήσουν για τον σύζυγό μου ούτε όνομα ούτε επιζώντα* στην επιφάνεια της γης».
8 Τότε ο βασιλιάς τής είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, και εγώ θα δώσω διαταγή σχετικά με εσένα». 9 Και η Θεκωίτισσα αποκρίθηκε στον βασιλιά: «Κύριέ μου βασιλιά, η ενοχή ας είναι πάνω σε εμένα και πάνω στον οίκο του πατέρα μου, ενώ ο βασιλιάς και ο θρόνος του είναι αθώοι». 10 Κατόπιν ο βασιλιάς είπε: «Αν σου ξαναμιλήσει κανείς, να τον φέρεις σε εμένα και δεν θα σε ενοχλήσει ποτέ ξανά». 11 Αλλά εκείνη συνέχισε: «Ας θυμηθεί, παρακαλώ, ο βασιλιάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου, ώστε ο εκδικητής του αίματος+ να μη φέρει καταστροφή και αφανίσει τον γιο μου». Αυτός τη διαβεβαίωσε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ούτε μία τρίχα του γιου σου δεν θα πέσει στη γη». 12 Τότε η γυναίκα είπε: «Ας πει, παρακαλώ, η υπηρέτριά σου έναν λόγο στον κύριό μου τον βασιλιά». Και αυτός είπε: «Μίλησε!»
13 Η γυναίκα είπε: «Γιατί λοιπόν σκέφτηκες να κάνεις κάτι τέτοιο εναντίον του λαού του Θεού;+ Όταν ο βασιλιάς μιλάει έτσι, κάνει τον εαυτό του ένοχο, αφού δεν επαναφέρει τον εκτοπισμένο γιο του.+ 14 Σίγουρα θα πεθάνουμε και θα γίνουμε σαν νερά που χύνονται στη γη και κανείς δεν μπορεί να τα ξαναμαζέψει. Ο Θεός όμως δεν θέλει να αφαιρεί ζωές,* και εξετάζει λόγους για τους οποίους ο εκτοπισμένος δεν πρέπει να μείνει για πάντα εκτοπισμένος από κοντά του. 15 Ήρθα να τα πω αυτά στον κύριό μου τον βασιλιά επειδή με έκαναν να φοβηθώ. Γι’ αυτό, η υπηρέτριά σου είπε: “Ας μιλήσω, παρακαλώ, στον βασιλιά. Πιθανόν να δεχτεί ο βασιλιάς το αίτημα της δούλης του. 16 Ο βασιλιάς ίσως ακούσει και σώσει τη δούλη του από το χέρι του ανθρώπου που ζητάει να αφανίσει εμένα και τον μοναδικό μου γιο από την κληρονομιά που μας έδωσε ο Θεός”.+ 17 Ύστερα η υπηρέτριά σου είπε: “Ας μου δώσει, παρακαλώ, ανακούφιση ο λόγος του κυρίου μου του βασιλιά”, διότι ο κύριός μου ο βασιλιάς είναι σαν άγγελος του αληθινού Θεού στο να διακρίνει το καλό από το κακό. Ο Ιεχωβά ο Θεός σου ας είναι μαζί σου».
18 Τότε ο βασιλιάς απάντησε στη γυναίκα: «Μη μου κρύψεις, σε παρακαλώ, τίποτα από ό,τι σε ρωτήσω». Εκείνη αποκρίθηκε: «Ας μιλήσει ο κύριός μου ο βασιλιάς, παρακαλώ». 19 Τότε ο βασιλιάς ρώτησε: «Ο Ιωάβ σε έβαλε να τα πεις όλα αυτά;»+ Η γυναίκα απάντησε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζεις,* κύριέ μου βασιλιά, τα πράγματα είναι όπως τα* λέει ο κύριός μου ο βασιλιάς, γιατί ο υπηρέτης σου ο Ιωάβ ήταν αυτός που με δασκάλεψε και είπε στην υπηρέτριά σου τι να πει.* 20 Ο υπηρέτης σου ο Ιωάβ το έκανε αυτό για να αλλάξει την εικόνα των πραγμάτων, αλλά ο κύριός μου είναι τόσο σοφός όσο ο άγγελος του αληθινού Θεού και ξέρει όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα».
21 Ο βασιλιάς είπε κατόπιν στον Ιωάβ: «Εντάξει. Θα το κάνω αυτό.+ Πήγαινε και φέρε πίσω τον νεαρό, τον Αβεσσαλώμ».+ 22 Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπο μέχρις εδάφους και προσκύνησε και δόξασε τον βασιλιά. Ο Ιωάβ είπε: «Σήμερα ο υπηρέτης σου γνωρίζει ότι βρήκα εύνοια στα μάτια σου, κύριέ μου βασιλιά, επειδή ο βασιλιάς δέχτηκε το αίτημα του υπηρέτη του». 23 Έπειτα ο Ιωάβ σηκώθηκε και πήγε στη Γεσούρ+ και έφερε τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ. 24 Ωστόσο, ο βασιλιάς είπε: «Ας γυρίσει στο σπίτι του, αλλά εμένα δεν θα με δει». Γύρισε λοιπόν ο Αβεσσαλώμ στο σπίτι του και δεν είδε τον βασιλιά.
25 Παρεμπιπτόντως, σε όλο τον Ισραήλ δεν υπήρχε άντρας που να τον παινεύουν τόσο πολύ για την ωραία του εμφάνιση όσο τον Αβεσσαλώμ. Από το πέλμα του ποδιού του ως την κορυφή του κεφαλιού του δεν είχε το παραμικρό ψεγάδι. 26 Όταν κούρευε το κεφάλι του—το κούρευε στο τέλος κάθε χρόνου επειδή τον βάραινε πολύ—τα μαλλιά του ζύγιζαν διακόσιους σίκλους,* με βάση το βασιλικό πέτρινο ζύγι.* 27 Ο Αβεσσαλώμ απέκτησε τρεις γιους+ και μία κόρη, η οποία λεγόταν Θάμαρ. Αυτή ήταν πολύ όμορφη γυναίκα.
28 Ο Αβεσσαλώμ έζησε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια, αλλά δεν είδε το πρόσωπο του βασιλιά.+ 29 Γι’ αυτό, κάλεσε τον Ιωάβ για να τον στείλει στον βασιλιά, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Αργότερα του έστειλε μήνυμα ξανά, δεύτερη φορά, αλλά εκείνος πάλι αρνήθηκε να πάει. 30 Τελικά είπε στους υπηρέτες του: «Το χωράφι του Ιωάβ είναι δίπλα στο δικό μου, και εκείνος έχει κριθάρι εκεί. Πηγαίνετε και βάλτε του φωτιά». Οι υπηρέτες λοιπόν του Αβεσσαλώμ έβαλαν φωτιά στο χωράφι. 31 Τότε ο Ιωάβ σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του είπε: «Γιατί έβαλαν οι υπηρέτες σου φωτιά στο χωράφι μου;» 32 Ο Αβεσσαλώμ τού απάντησε: «Σου έστειλα το εξής μήνυμα: “Έλα να σε στείλω στον βασιλιά να τον ρωτήσεις: «Γιατί ήρθα από τη Γεσούρ;+ Καλύτερα να έμενα εκεί. Τώρα λοιπόν, ας δω το πρόσωπο του βασιλιά και, αν είμαι ένοχος, ας με θανατώσει»”».
33 Τότε ο Ιωάβ πήγε στον βασιλιά και του μίλησε. Κατόπιν ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ, ο οποίος πήγε σε αυτόν και τον προσκύνησε πέφτοντας με το πρόσωπο μέχρις εδάφους. Μετά ο βασιλιάς φίλησε τον Αβεσσαλώμ.+
15 Έπειτα από όλα αυτά, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε ένα άρμα καθώς και άλογα και έβαλε 50 άντρες να τρέχουν μπροστά από αυτόν.+ 2 Ο Αβεσσαλώμ σηκωνόταν νωρίς και στεκόταν δίπλα στον δρόμο που οδηγούσε στην πύλη της πόλης.+ Όποτε κάποιος είχε να φέρει στον βασιλιά μια δικαστική υπόθεση για κρίση,+ τον φώναζε και ρωτούσε: «Από ποια πόλη είσαι;» Και εκείνος απαντούσε: «Ο υπηρέτης σου είναι από την τάδε φυλή του Ισραήλ». 3 Ο Αβεσσαλώμ τού έλεγε: «Κοίταξε! Τα αιτήματά σου είναι σωστά και δίκαια, αλλά κανείς από τον βασιλιά δεν θα ασχοληθεί με την υπόθεσή σου». 4 Κατόπιν πρόσθετε: «Μακάρι να διοριζόμουν κριτής σε αυτή τη χώρα! Τότε όποιος είχε μια δικαστική υπόθεση ή διαφορά με κάποιον θα μπορούσε να έρθει σε εμένα, και εγώ θα φρόντιζα να του αποδοθεί δικαιοσύνη».
5 Και όποτε κάποιος πλησίαζε να τον προσκυνήσει, ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του, τον έπιανε και τον φιλούσε.+ 6 Το έκανε αυτό σε όλους τους Ισραηλίτες που έρχονταν στον βασιλιά για κρίση· με αυτόν τον τρόπο ο Αβεσσαλώμ έκλεβε τις καρδιές των αντρών του Ισραήλ.+
7 Αφού πέρασαν τέσσερα χρόνια,* ο Αβεσσαλώμ είπε στον βασιλιά: «Ας πάω, σε παρακαλώ, στη Χεβρών+ για να εκπληρώσω την ευχή που έκανα στον Ιεχωβά. 8 Διότι ο υπηρέτης σου έκανε την εξής επίσημη ευχή+ όταν κατοικούσα στη Γεσούρ+ της Συρίας: “Αν ο Ιεχωβά με φέρει πίσω στην Ιερουσαλήμ, εγώ θα κάνω μια προσφορά στον* Ιεχωβά”». 9 Και ο βασιλιάς τού είπε: «Πήγαινε με ειρήνη». Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στη Χεβρών.
10 Ο Αβεσσαλώμ τότε έστειλε κατασκόπους σε όλες τις φυλές του Ισραήλ, λέγοντας: «Μόλις ακούσετε τον ήχο του κέρατος, να αναγγείλετε: “Ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών!”»+ 11 Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει εκεί και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ· αυτοί είχαν προσκληθεί και είχαν πάει ανυποψίαστοι, δίχως να ξέρουν τι συνέβαινε. 12 Επιπλέον, όταν ο Αβεσσαλώμ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να φέρουν τον Αχιτόφελ+ τον Γιλωνίτη, τον σύμβουλο του Δαβίδ,+ από την πόλη του τη Γιλώ.+ Η συνωμοσία γινόταν όλο και ισχυρότερη, και ο αριθμός των υποστηρικτών του Αβεσσαλώμ αυξανόταν.+
13 Κάποια στιγμή πήγε ένας πληροφοριοδότης στον Δαβίδ, λέγοντας: «Η καρδιά των αντρών του Ισραήλ στράφηκε στον Αβεσσαλώμ». 14 Αμέσως ο Δαβίδ είπε σε όλους τους υπηρέτες του που ήταν μαζί του στην Ιερουσαλήμ: «Σηκωθείτε να φύγουμε,+ διότι κανείς μας δεν θα γλιτώσει από τον Αβεσσαλώμ! Βιαστείτε, γιατί μπορεί να μας προλάβει και να μας φέρει συμφορά και να χτυπήσει την πόλη με το σπαθί!»+ 15 Οι υπηρέτες του βασιλιά τού απάντησαν: «Ό,τι και αν αποφασίσει ο κύριός μας ο βασιλιάς, οι υπηρέτες σου είναι πρόθυμοι να το κάνουν».+ 16 Βγήκε λοιπόν ο βασιλιάς και τον ακολούθησε όλο του το σπιτικό. Άφησε όμως ο βασιλιάς 10 παλλακίδες+ να προσέχουν την κατοικία του.* 17 Και ο βασιλιάς συνέχισε τον δρόμο του προς τα έξω με όλο τον λαό να τον ακολουθεί, και σταμάτησαν στο Βαιθ-μερχάκ.
18 Όλοι οι υπηρέτες του που έφυγαν* μαζί του και όλοι οι Χερεθαίοι, οι Φαλεθαίοι+ και οι Γιθίτες,+ 600 άντρες οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαθ,+ περνούσαν μπροστά από τον βασιλιά καθώς αυτός τους επιθεωρούσε.* 19 Κατόπιν ο βασιλιάς είπε στον Ιτταΐ+ τον Γιθίτη: «Γιατί να έρθεις και εσύ μαζί μας; Γύρισε πίσω και μείνε με τον καινούριο βασιλιά, διότι εσύ είσαι ξένος καθώς και εξόριστος από τον τόπο σου. 20 Μόλις χθες ήρθες. Μπορώ εγώ σήμερα να σε κάνω να περιπλανιέσαι μαζί μας, να φεύγεις όταν πρέπει να φύγω εγώ και να πηγαίνεις όπου πρέπει να πάω εγώ; Γύρισε πίσω και πάρε μαζί σου τους αδελφούς σου, και εύχομαι να σου δείξει ο Ιεχωβά όσια αγάπη και πιστότητα!»+ 21 Αλλά ο Ιτταΐ απάντησε στον βασιλιά: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο κύριός μου ο βασιλιάς, οπουδήποτε βρεθεί ο κύριός μου ο βασιλιάς, είτε για θάνατο είτε για ζωή, εκεί θα βρεθεί και ο υπηρέτης σου!»+ 22 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ιτταΐ:+ «Πήγαινε και πέρασε απέναντι». Έτσι λοιπόν, ο Ιτταΐ ο Γιθίτης πέρασε απέναντι μαζί με όλους τους άντρες του και τα παιδιά.
23 Όλοι οι κάτοικοι του τόπου έκλαιγαν δυνατά καθώς όλοι αυτοί περνούσαν απέναντι, και ο βασιλιάς στεκόταν στην κοιλάδα Κιδρόν·+ όλος ο λαός περνούσε στον δρόμο που οδηγούσε στην έρημο. 24 Εκεί ήταν επίσης ο Σαδώκ+ και μαζί του όλοι οι Λευίτες+ οι οποίοι μετέφεραν την κιβωτό+ της διαθήκης του αληθινού Θεού· και άφησαν κάτω την Κιβωτό του αληθινού Θεού·+ πήγε εκεί και ο Αβιάθαρ,+ καθώς όλος ο λαός ολοκλήρωνε το πέρασμά του από την πόλη προς την απέναντι πλευρά. 25 Ο βασιλιάς όμως είπε στον Σαδώκ: «Πάρε την Κιβωτό του αληθινού Θεού πίσω στην πόλη.+ Αν βρω εύνοια στα μάτια του Ιεχωβά, εκείνος θα με επαναφέρει και θα με αφήσει να δω αυτήν και τον τόπο της κατοίκησής της.+ 26 Αν όμως πει: “Δεν έχω βρει ευχαρίστηση σε εσένα”, τότε ας μου κάνει ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια του». 27 Ο βασιλιάς είπε στον Σαδώκ τον ιερέα: «Εσύ δεν είσαι ο βλέπων;+ Επιστρέψτε στην πόλη με ειρήνη, και πάρτε μαζί σας τους δύο γιους σας, τον Αχιμάας τον γιο σου και τον Ιωνάθαν+ τον γιο του Αβιάθαρ. 28 Εγώ θα καθυστερήσω στην έρημο, κοντά στα περάσματα του Ιορδάνη, μέχρι να λάβω μήνυμα από εσάς».+ 29 Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ λοιπόν πήγαν την Κιβωτό του αληθινού Θεού πίσω στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί.
30 Καθώς ο Δαβίδ ανέβαινε στο Όρος* των Ελαιών,+ προχωρούσε κλαίγοντας· το κεφάλι του ήταν καλυμμένο, και περπατούσε ξυπόλυτος. Όλοι όσοι ήταν μαζί του κάλυψαν και αυτοί τα κεφάλια τους και έκλαιγαν καθώς προχωρούσαν. 31 Κάποια στιγμή αναφέρθηκε στον Δαβίδ: «Ανάμεσα σε εκείνους που συνωμοτούν με τον Αβεσσαλώμ+ είναι και ο Αχιτόφελ».+ Τότε ο Δαβίδ είπε: «Σε παρακαλώ, Ιεχωβά, μετάτρεψε τη συμβουλή του Αχιτόφελ σε ανοησία!»+
32 Όταν ο Δαβίδ έφτασε στην κορυφή όπου ο λαός προσκυνούσε τον Θεό, ήταν εκεί για να τον συναντήσει ο Χουσαΐ+ ο Αρχίτης,+ έχοντας σκισμένο τον χιτώνα του και χώμα στο κεφάλι του. 33 Εντούτοις, ο Δαβίδ τού είπε: «Αν περάσεις απέναντι μαζί μου, θα μου γίνεις βάρος. 34 Αλλά αν επιστρέψεις στην πόλη και πεις στον Αβεσσαλώμ: “Εγώ είμαι υπηρέτης σου, βασιλιά. Στο παρελθόν ήμουν υπηρέτης του πατέρα σου, τώρα όμως είμαι δικός σου υπηρέτης”,+ τότε θα μπορέσεις να με βοηθήσεις ανατρέποντας τη συμβουλή του Αχιτόφελ.+ 35 Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς, θα είναι εκεί μαζί σου. Να τους λες ό,τι ακούς από την κατοικία του βασιλιά.+ 36 Μαζί τους είναι οι δύο γιοι τους, ο Αχιμάας+ ο γιος του Σαδώκ και ο Ιωνάθαν+ ο γιος του Αβιάθαρ. Μέσω αυτών να μου στέλνετε μήνυμα για ό,τι ακούτε». 37 Ο Χουσαΐ λοιπόν, ο φίλος* του Δαβίδ,+ πήγε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έμπαινε στην πόλη ο Αβεσσαλώμ.
16 Αφού ο Δαβίδ πέρασε λίγο πιο πέρα από την κορυφή,+ τον συνάντησε ο Ζιβά,+ ο υπηρέτης του Μεφιβοσθέ,+ έχοντας μαζί του δύο σαμαρωμένα γαϊδούρια, φορτωμένα με 200 ψωμιά, 100 σταφιδόπιτες, 100 πίτες με καλοκαιρινούς καρπούς* και μια μεγάλη στάμνα κρασί.+ 2 Τότε ο βασιλιάς είπε στον Ζιβά: «Γιατί τα έφερες όλα αυτά;» Ο Ζιβά απάντησε: «Τα γαϊδούρια είναι για να μετακινείται το σπιτικό του βασιλιά, το ψωμί και οι καλοκαιρινοί καρποί για να φάνε οι νεαροί και το κρασί για να πιουν όσοι εξαντληθούν στην έρημο».+ 3 Μετά ο βασιλιάς ρώτησε: «Πού είναι ο γιος* του κυρίου σου;»+ Ο δε Ζιβά είπε στον βασιλιά: «Έμεινε στην Ιερουσαλήμ, διότι είπε: “Σήμερα ο οίκος του Ισραήλ θα μου δώσει πίσω τη βασιλική εξουσία του πατέρα μου”».+ 4 Τότε ο βασιλιάς είπε στον Ζιβά: «Ό,τι ανήκει στον Μεφιβοσθέ είναι δικό σου».+ Ο Ζιβά απάντησε: «Προσκυνώ. Ας βρω εύνοια στα μάτια σου, κύριέ μου βασιλιά».+
5 Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ έφτασε στο Βαχουρίμ, εμφανίστηκε ένας άντρας από την οικογένεια του Σαούλ ο οποίος λεγόταν Σιμεΐ,+ γιος του Γηρά, και άρχισε να τους πλησιάζει εκστομίζοντας κατάρες.+ 6 Πετούσε πέτρες στον Δαβίδ και σε όλους τους υπηρέτες του βασιλιά Δαβίδ, καθώς και σε όλο τον λαό και στους κραταιούς άντρες στα δεξιά του και στα αριστερά του. 7 Ο Σιμεΐ έλεγε καθώς καταριόταν: «Φύγε, φύγε, ένοχε αίματος! Άχρηστε άνθρωπε! 8 Ο Ιεχωβά έφερε πάνω σου όλη την ενοχή αίματος για τον οίκο του Σαούλ στη θέση του οποίου βασίλεψες. Τώρα ο Ιεχωβά δίνει τη βασιλεία στο χέρι του Αβεσσαλώμ του γιου σου. Σε βρήκε συμφορά επειδή είσαι ένοχος αίματος!»+
9 Τότε ο Αβισαί, ο γιος της Σερουίας,+ είπε στον βασιλιά: «Γιατί να καταριέται αυτός ο ψόφιος σκύλος+ τον κύριό μου τον βασιλιά;+ Άφησέ με, σε παρακαλώ, να πάω να του κόψω το κεφάλι».+ 10 Ο βασιλιάς όμως είπε: «Γιατί ανακατεύεστε εσείς,* γιοι της Σερουίας;+ Ας με καταριέται,+ διότι ο Ιεχωβά τού είπε:+ “Καταράσου τον Δαβίδ!” Επομένως ποιος θα πει: “Γιατί το κάνεις αυτό;”» 11 Κατόπιν ο Δαβίδ είπε στον Αβισαί και σε όλους τους υπηρέτες του: «Εδώ ο ίδιος μου ο γιος, που βγήκε από τα σπλάχνα μου, ζητάει τη ζωή* μου·+ πόσο μάλλον ένας Βενιαμινίτης!+ Αφήστε τον να με καταριέται, γιατί ο Ιεχωβά τού το είπε! 12 Ίσως ο Ιεχωβά δει τα βάσανά μου+ και μου ανταποδώσει ο Ιεχωβά καλό αντί για τις κατάρες που εκστομίζονται εναντίον μου σήμερα».+ 13 Τότε ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν να κατεβαίνουν τον δρόμο, ενώ ο Σιμεΐ περπατούσε στην πλαγιά του βουνού, παράλληλα με εκείνον, εκστομίζοντας κατάρες+ και πετώντας πέτρες και πολύ χώμα.
14 Τελικά ο βασιλιάς και όλος ο λαός που ήταν μαζί του έφτασαν στον προορισμό τους εξουθενωμένοι, και ξεκουράστηκαν εκεί.
15 Στο μεταξύ, ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι άντρες του Ισραήλ έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, και ο Αχιτόφελ+ ήταν μαζί του. 16 Όταν ο Χουσαΐ+ ο Αρχίτης,+ ο φίλος* του Δαβίδ, πήγε στον Αβεσσαλώμ, του είπε: «Ζήτω ο βασιλιάς!+ Ζήτω ο βασιλιάς!» 17 Τότε ο Αβεσσαλώμ είπε στον Χουσαΐ: «Αυτή είναι η αφοσίωσή σου* στον φίλο σου; Γιατί δεν πήγες μαζί του;» 18 Ο Χουσαΐ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Όχι! Εγώ είμαι με εκείνον τον οποίο επέλεξε ο Ιεχωβά, ο λαός και όλοι οι άντρες του Ισραήλ. Μαζί του θα μείνω. 19 Το ξαναλέω: Ποιον να υπηρετώ αν όχι τον γιο του; Όπως υπηρέτησα τον πατέρα σου, έτσι θα υπηρετώ και εσένα».+
20 Ύστερα ο Αβεσσαλώμ είπε στον Αχιτόφελ: «Δώσε μου τη συμβουλή σου.+ Τι πρέπει να κάνουμε;» 21 Ο Αχιτόφελ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Να έχεις σχέσεις με τις παλλακίδες του πατέρα σου,+ εκείνες που άφησε να προσέχουν την κατοικία του.*+ Τότε όλος ο Ισραήλ θα ακούσει ότι έγινες μισητός* στον πατέρα σου, και όσοι σε υποστηρίζουν θα ενισχυθούν». 22 Έτσι λοιπόν, έστησαν μια σκηνή για τον Αβεσσαλώμ στην ταράτσα,+ και ο Αβεσσαλώμ είχε σχέσεις με τις παλλακίδες του πατέρα του+ μπροστά στα μάτια όλου του Ισραήλ.+
23 Εκείνες τις ημέρες, η συμβουλή του Αχιτόφελ+ θεωρούνταν σαν* τον λόγο του αληθινού Θεού. Έτσι έβλεπε κάθε συμβουλή του Αχιτόφελ τόσο ο Δαβίδ όσο και ο Αβεσσαλώμ.
17 Έπειτα ο Αχιτόφελ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Ας διαλέξω, παρακαλώ, 12.000 άντρες και ας σηκωθώ να καταδιώξω τον Δαβίδ απόψε κιόλας. 2 Θα του επιτεθώ ενώ θα είναι αποκαμωμένος και αδύναμος,*+ και θα του προκαλέσω πανικό, οπότε όλος ο λαός που είναι μαζί του θα τραπεί σε φυγή, και θα σκοτώσω μόνο τον βασιλιά.+ 3 Μετά θα επαναφέρω όλο τον λαό σε εσένα. Η επιστροφή όλου του λαού εξαρτάται από το τι θα γίνει με τον άνθρωπο που ζητάς. Τότε όλος ο λαός θα έχει ειρήνη». 4 Η εισήγηση φάνηκε πολύ σωστή στα μάτια του Αβεσσαλώμ και όλων των πρεσβυτέρων του Ισραήλ.
5 Ωστόσο, ο Αβεσσαλώμ είπε: «Κάλεσε, σε παρακαλώ, και τον Χουσαΐ+ τον Αρχίτη, για να ακούσουμε τι έχει να πει και εκείνος». 6 Πήγε λοιπόν ο Χουσαΐ στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος του είπε: «Αυτή τη συμβουλή έδωσε ο Αχιτόφελ. Να την ακολουθήσουμε; Αν όχι, πες μας». 7 Τότε ο Χουσαΐ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Αυτή τη φορά, η συμβουλή του Αχιτόφελ δεν είναι καλή!»+
8 Ο Χουσαΐ συνέχισε: «Ξέρεις καλά ότι ο πατέρας σου και οι άντρες του είναι κραταιοί+ και βρίσκονται σε απόγνωση,* σαν αρκούδα που έχει χάσει τα μικρά της στην ύπαιθρο.+ Επιπλέον, ο πατέρας σου είναι πολεμιστής+ και δεν θα διανυκτερεύσει μαζί με τον λαό. 9 Αυτή τη στιγμή κρύβεται σε κάποια σπηλιά* ή κάπου αλλού·+ αν επιτεθεί πρώτος, όσοι το ακούσουν θα πουν: “Ο λαός που ακολουθεί τον Αβεσσαλώμ ηττήθηκε!” 10 Ακόμη και ο θαρραλέος άντρας που έχει καρδιά λιονταριού+ σίγουρα θα παραλύσει από φόβο, διότι όλος ο Ισραήλ γνωρίζει ότι ο πατέρας σου είναι κραταιός+ και ότι οι άντρες του είναι θαρραλέοι. 11 Εγώ δίνω την εξής συμβουλή: Ας συγκεντρωθεί κοντά σου όλος ο Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ,+ ώστε να είναι αμέτρητοι σαν τους κόκκους της άμμου δίπλα στη θάλασσα,+ και να τους οδηγήσεις εσύ στη μάχη. 12 Θα του επιτεθούμε όπου και αν βρίσκεται και θα πέσουμε πάνω του όπως πέφτει η δροσιά πάνω στη γη· και δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς τους, ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος από τους άντρες του. 13 Αν καταφύγει σε κάποια πόλη, όλος ο Ισραήλ θα φέρει σχοινιά σε εκείνη την πόλη, και θα τη σύρουμε μέχρι την κοιλάδα ώσπου να μη μείνει ούτε πετραδάκι».
14 Τότε ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι άντρες του Ισραήλ είπαν: «Η συμβουλή του Χουσαΐ του Αρχίτη είναι καλύτερη+ από τη συμβουλή του Αχιτόφελ!» Διότι ο Ιεχωβά είχε αποφασίσει να ανατρέψει τη* σωστή συμβουλή του Αχιτόφελ,+ προκειμένου να φέρει συμφορά ο Ιεχωβά στον Αβεσσαλώμ.+
15 Αργότερα ο Χουσαΐ είπε στον Σαδώκ και στον Αβιάθαρ+ τους ιερείς: «Αυτό συμβούλεψε ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, και αυτό συμβούλεψα εγώ. 16 Στείλτε λοιπόν γρήγορα μήνυμα στον Δαβίδ και προειδοποιήστε τον: “Μη μείνεις απόψε στην έρημο, στα περάσματα* του Ιορδάνη. Πέρασε οπωσδήποτε απέναντι για να μην αφανιστεί* ο βασιλιάς και όλος ο λαός μαζί του”».+
17 Ο Ιωνάθαν+ και ο Αχιμάας+ έμεναν στην Εν-ρογήλ.+ Πήγε λοιπόν μια υπηρέτρια και τους ενημέρωσε, και αυτοί έφυγαν για να το πουν στον βασιλιά Δαβίδ, διότι δεν τολμούσαν να εμφανιστούν στην πόλη. 18 Ωστόσο, ένας νεαρός τούς είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ. Αυτοί οι δύο λοιπόν έφυγαν γρήγορα και πήγαν στο σπίτι ενός ανθρώπου στο Βαχουρίμ,+ ο οποίος είχε πηγάδι στην αυλή του. Κατέβηκαν σε αυτό, 19 και η γυναίκα του ανθρώπου άπλωσε ένα ύφασμα πάνω από το στόμιο του πηγαδιού και το κάλυψε με θρυμματισμένα σιτηρά. Κανείς δεν έμαθε τι έγινε. 20 Οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας και τη ρώτησαν: «Πού είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;» Εκείνη απάντησε: «Πέρασαν από εδώ και πήγαν προς το ποτάμι».+ Αυτοί έψαξαν αλλά δεν τους βρήκαν, και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.
21 Αφού έφυγαν, εκείνοι βγήκαν από το πηγάδι και πήγαν και ενημέρωσαν τον βασιλιά Δαβίδ. Του είπαν: «Σηκωθείτε και περάστε γρήγορα το ποτάμι, διότι αυτό συμβούλεψε ο Αχιτόφελ εναντίον σας».+ 22 Αμέσως ο Δαβίδ και όλος ο λαός μαζί του σηκώθηκαν και πέρασαν τον Ιορδάνη. Το ξημέρωμα δεν είχε απομείνει κανείς που να μην είχε περάσει τον Ιορδάνη.
23 Όταν ο Αχιτόφελ είδε ότι δεν είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του, σαμάρωσε ένα γαϊδούρι και πήγε στο σπίτι του, στη γενέτειρά του.+ Αφού έδωσε οδηγίες στο σπιτικό του,+ κρεμάστηκε.+ Πέθανε λοιπόν και θάφτηκε στον τόπο ταφής των προπατόρων του.
24 Στο μεταξύ, ο Δαβίδ πήγε στη Μαχαναΐμ,+ ενώ ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη με όλους τους άντρες του Ισραήλ. 25 Ο Αβεσσαλώμ τοποθέτησε επικεφαλής του στρατεύματος τον Αμασά+ αντί του Ιωάβ·+ ο Αμασά ήταν γιος κάποιου που ονομαζόταν Ιθρά ο Ισραηλίτης και της Αβιγαίας,+ η οποία ήταν κόρη του Νάας και αδελφή της Σερουίας, της μητέρας του Ιωάβ. 26 Ο Ισραήλ και ο Αβεσσαλώμ στρατοπέδευσαν στη γη της Γαλαάδ.+
27 Μόλις έφτασε ο Δαβίδ στη Μαχαναΐμ, ο Σωβί, ο γιος του Νάας, από τη Ραββά+ των Αμμωνιτών, ο Μαχίρ,+ ο γιος του Αμμιήλ, από τη Λο-δεβάρ, και ο Βαρζελαΐ+ ο Γαλααδίτης, από τη Ρογελίμ, 28 έφεραν κρεβάτια, λεκάνες, πήλινα δοχεία, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, ψημένα σιτηρά, κουκιά, φακές, καψαλισμένα σιτηρά, 29 μέλι, βούτυρο, πρόβατα και τυρί.* Τα έφεραν όλα αυτά για να φάει ο Δαβίδ και ο λαός που ήταν μαζί του,+ γιατί είπαν: «Ο λαός είναι πεινασμένος, κουρασμένος και διψασμένος μέσα στην έρημο».+
18 Κατόπιν ο Δαβίδ καταμέτρησε τους άντρες που ήταν μαζί του και τοποθέτησε ως επικεφαλής χιλίαρχους και εκατόνταρχους.+ 2 Και ο Δαβίδ έστειλε ένα τρίτο των αντρών υπό τις διαταγές* του Ιωάβ,+ ένα τρίτο υπό τις διαταγές του αδελφού του Ιωάβ, του Αβισαί,+ του γιου της Σερουίας,+ και ένα τρίτο υπό τις διαταγές του Ιτταΐ+ του Γιθίτη. Μετά ο βασιλιάς είπε στους άντρες: «Θα βγω και εγώ μαζί σας». 3 Αλλά εκείνοι είπαν: «Δεν πρέπει να βγεις+ γιατί, αν εμείς τραπούμε σε φυγή, δεν θα τους νοιάξει για* εμάς· ακόμη και αν πεθάνουν οι μισοί από εμάς, δεν θα τους νοιάξει για εμάς, επειδή εσύ αξίζεις όσο 10.000 από εμάς.+ Καλύτερα λοιπόν να μας βοηθάς από την πόλη». 4 Ο βασιλιάς τούς είπε: «Θα κάνω ό,τι σας φαίνεται καλύτερο». Στάθηκε λοιπόν δίπλα στην πύλη της πόλης, και όλοι οι άντρες βγήκαν κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες. 5 Τότε ο βασιλιάς έδωσε στον Ιωάβ, στον Αβισαί και στον Ιτταΐ την εξής διαταγή: «Μη φερθείτε σκληρά στον νεαρό άντρα, τον Αβεσσαλώμ· σας το ζητώ ως χάρη».+ Όλοι οι άντρες άκουσαν τον βασιλιά να δίνει σε όλους τους αρχηγούς τη διαταγή σχετικά με τον Αβεσσαλώμ.
6 Οι άντρες βγήκαν στην ύπαιθρο για να αντιμετωπίσουν τον Ισραήλ, και η μάχη έλαβε χώρα στο δάσος του Εφραΐμ.+ 7 Εκεί ο λαός του Ισραήλ+ νικήθηκε από τους υπηρέτες του Δαβίδ,+ και έγινε μεγάλη σφαγή εκείνη την ημέρα—έπεσαν 20.000 άντρες. 8 Η μάχη εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή. Επιπλέον, περισσότεροι σκοτώθηκαν στο δάσος παρά από το σπαθί εκείνη την ημέρα.
9 Τελικά ο Αβεσσαλώμ βρέθηκε αντιμέτωπος με τους υπηρέτες του Δαβίδ. Ήταν ανεβασμένος σε ένα μουλάρι, το οποίο πέρασε κάτω από τα πυκνά κλαδιά ενός τεράστιου δέντρου. Τα μαλλιά του Αβεσσαλώμ πιάστηκαν στο μεγάλο δέντρο, ώστε έμεινε κρεμασμένος στον αέρα,* ενώ το μουλάρι του προχώρησε. 10 Τότε κάποιος το είδε αυτό και είπε στον Ιωάβ:+ «Είδα τον Αβεσσαλώμ να κρέμεται σε ένα μεγάλο δέντρο». 11 Ο Ιωάβ αποκρίθηκε: «Αν το είδες αυτό, γιατί δεν τον σκότωσες επί τόπου; Τότε θα σου έδινα ευχαρίστως 10 κομμάτια ασήμι και μια ζώνη». 12 Αλλά εκείνος του είπε: «Ακόμη και αν μου έδιναν* 1.000 κομμάτια ασήμι, δεν θα μπορούσα να σηκώσω το χέρι μου εναντίον του γιου του βασιλιά, διότι ακούσαμε τον βασιλιά να διατάζει εσένα, τον Αβισαί και τον Ιτταΐ: “Όποιοι και αν είστε, προσέξτε τον νεαρό άντρα, τον Αβεσσαλώμ”.+ 13 Αν δεν υπάκουα και του έπαιρνα τη ζωή,* ο βασιλιάς θα το μάθαινε οπωσδήποτε, και εσύ δεν θα με προστάτευες». 14 Τότε ο Ιωάβ είπε: «Δεν θα χάσω άλλον χρόνο μαζί σου!» Πήρε τρεις σαΐτες* στο χέρι του και τις κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ ενώ αυτός ήταν ακόμη ζωντανός στη μέση του μεγάλου δέντρου. 15 Κατόπιν 10 υπηρέτες που μετέφεραν τα όπλα του Ιωάβ ήρθαν και χτύπησαν τον Αβεσσαλώμ και τον αποτελείωσαν.+ 16 Μετά ο Ιωάβ σάλπισε με το κέρας, και οι άντρες επέστρεψαν από την καταδίωξη του Ισραήλ, καθώς τους κάλεσε να σταματήσουν. 17 Πήραν τον Αβεσσαλώμ, τον έριξαν σε έναν μεγάλο λάκκο στο δάσος και στοίβαξαν από πάνω του έναν πολύ μεγάλο σωρό από πέτρες.+ Έπειτα όλοι οι Ισραηλίτες έφυγαν για τα σπίτια τους.
18 Ο Αβεσσαλώμ, ενόσω ζούσε, είχε πάρει μια στήλη και την είχε στήσει για τον εαυτό του στην Κοιλάδα του Βασιλιά,+ γιατί είπε: «Δεν έχω γιο να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός μου».+ Έδωσε λοιπόν στη στήλη το όνομά του, και αυτή ονομάζεται Μνημείο του Αβεσσαλώμ μέχρι σήμερα.
19 Ο Αχιμάας,+ ο γιος του Σαδώκ, είπε: «Ας τρέξω, παρακαλώ, να πω τα νέα στον βασιλιά, επειδή ο Ιεχωβά τον δικαίωσε ελευθερώνοντάς τον από τους εχθρούς του».+ 20 Αλλά ο Ιωάβ αποκρίθηκε: «Δεν θα είσαι εσύ αγγελιοφόρος σήμερα. Άλλη μέρα θα πεις τα νέα. Σήμερα όμως δεν θα τα πεις εσύ, επειδή πέθανε ο γιος του βασιλιά».+ 21 Κατόπιν είπε σε έναν Χουσίτη:+ «Πήγαινε, πες στον βασιλιά ό,τι είδες». Ο Χουσίτης προσκύνησε τον Ιωάβ και άρχισε να τρέχει. 22 Ο Αχιμάας, ο γιος του Σαδώκ, είπε ξανά στον Ιωάβ: «Όπως και να έχει, ας τρέξω και εγώ, παρακαλώ, πίσω από τον Χουσίτη». Αλλά ο Ιωάβ αποκρίθηκε: «Γιατί να τρέξεις, γιε μου, εφόσον δεν έχεις νέα να πεις;» 23 Ωστόσο, εκείνος απάντησε: «Όπως και να έχει, ας τρέξω». Οπότε ο Ιωάβ τού είπε: «Τρέξε!» Και ο Αχιμάας έτρεξε από τον δρόμο της περιφέρειας του Ιορδάνη,* και τελικά προσπέρασε τον Χουσίτη.
24 Καθόταν δε ο Δαβίδ ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλης,+ και ο φρουρός+ ανέβηκε στην οροφή της πύλης του τείχους. Σήκωσε τα μάτια του και είδε έναν άντρα να τρέχει μόνος του. 25 Φώναξε λοιπόν ο φρουρός και το ανήγγειλε στον βασιλιά. Αυτός είπε: «Αν είναι μόνος του, έχει νέα να πει». Καθώς εκείνος πλησίαζε όλο και περισσότερο, 26 ο φρουρός είδε ακόμη έναν άντρα να τρέχει. Τότε φώναξε προς τον φύλακα της πύλης: «Δες! Άλλος ένας άντρας τρέχει μόνος του!» Ο βασιλιάς είπε: «Και αυτός φέρνει νέα». 27 Ο φρουρός είπε: «Βλέπω ότι ο πρώτος τρέχει σαν τον Αχιμάας,+ τον γιο του Σαδώκ», οπότε ο βασιλιάς είπε: «Αυτός είναι καλός άνθρωπος, και έρχεται με καλά νέα». 28 Τότε ο Αχιμάας φώναξε στον βασιλιά: «Όλα καλά!» Και προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπο μέχρις εδάφους. Στη συνέχεια είπε: «Ας είναι δοξασμένος ο Ιεχωβά ο Θεός σου, ο οποίος παρέδωσε εκείνους που στασίασαν* εναντίον του κυρίου μου του βασιλιά!»+
29 Ωστόσο, ο βασιλιάς ρώτησε: «Είναι καλά ο νεαρός άντρας, ο Αβεσσαλώμ;» Ο Αχιμάας απάντησε: «Είδα ότι υπήρχε μεγάλη αναστάτωση όταν ο Ιωάβ έστειλε τον υπηρέτη του βασιλιά και τον υπηρέτη σου, αλλά δεν κατάλαβα τι συνέβη».+ 30 Μετά ο βασιλιάς είπε: «Παραμέρισε, στάσου εδώ». Τότε αυτός παραμέρισε και στάθηκε εκεί.
31 Εκείνη τη στιγμή έφτασε ο Χουσίτης+ και είπε: «Ας μάθει ο κύριός μου ο βασιλιάς τα εξής νέα: Σήμερα ο Ιεχωβά έφερε δικαίωση ελευθερώνοντάς σε από το χέρι όλων όσων στασίασαν εναντίον σου».+ 32 Ο βασιλιάς όμως ρώτησε τον Χουσίτη: «Είναι καλά ο νεαρός άντρας, ο Αβεσσαλώμ;» Τότε ο Χουσίτης απάντησε: «Μακάρι όλοι οι εχθροί του κυρίου μου του βασιλιά και όλοι όσοι στασίασαν εναντίον σου για να σου κάνουν κακό να γίνουν σαν αυτόν τον νεαρό!»+
33 Ο βασιλιάς ταράχτηκε και ανέβηκε στο ανώγειο πάνω από την πύλη και έκλαιγε, λέγοντας καθώς περπατούσε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να πέθαινα εγώ αντί για εσένα, Αβεσσαλώμ γιε μου, γιε μου!»+
19 Κάποιοι ανέφεραν στον Ιωάβ: «Ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ».+ 2 Έτσι λοιπόν, η νίκη* εκείνη την ημέρα μετατράπηκε σε πένθος για όλο τον λαό, επειδή άκουσαν ότι ο βασιλιάς ήταν θλιμμένος για τον γιο του. 3 Ο λαός επέστρεψε αθόρυβα στην πόλη+ εκείνη την ημέρα, όπως αυτοί που ντρέπονται επειδή τράπηκαν σε φυγή στη μάχη. 4 Ο βασιλιάς κάλυψε το πρόσωπό του και φώναζε δυνατά: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ γιε μου, γιε μου!»+
5 Τότε ο Ιωάβ πήγε στον βασιλιά, στην κατοικία του, και είπε: «Σήμερα ντρόπιασες όλους τους υπηρέτες σου που έσωσαν αυτή την ημέρα τη ζωή* σου και τη ζωή* των γιων σου,+ των θυγατέρων σου,+ των συζύγων σου και των παλλακίδων σου.+ 6 Αγαπάς εκείνους που σε μισούν και μισείς εκείνους που σε αγαπούν. Σήμερα έδειξες καθαρά ότι οι αρχηγοί και οι υπηρέτες σου δεν σημαίνουν τίποτα για εσένα. Είμαι βέβαιος ότι, αν σήμερα ο Αβεσσαλώμ ήταν ζωντανός και εμείς οι υπόλοιποι νεκροί, δεν θα σε πείραζε καθόλου. 7 Σήκω, τώρα, βγες και ενθάρρυνε τους υπηρέτες σου,* επειδή ορκίζομαι στον Ιεχωβά ότι, αν δεν βγεις, ούτε ένας δεν θα μείνει μαζί σου απόψε. Και αυτό θα είναι χειρότερο για εσένα από όλες τις συμφορές που σε έχουν βρει από τα νιάτα σου ως τώρα». 8 Τότε ο βασιλιάς σηκώθηκε και κάθισε στην πύλη της πόλης, και όλος ο λαός πληροφορήθηκε: «Ο βασιλιάς κάθεται στην πύλη». Έπειτα όλος ο λαός ήρθε μπροστά στον βασιλιά.
Αλλά οι Ισραηλίτες* είχαν φύγει, ο καθένας για το σπίτι του.+ 9 Όλος ο λαός σε όλες τις φυλές του Ισραήλ λογομαχούσε, λέγοντας: «Ο βασιλιάς μάς έσωσε από τους εχθρούς μας+ και μας γλίτωσε από τους Φιλισταίους· αλλά τώρα έχει φύγει από τη χώρα εξαιτίας του Αβεσσαλώμ.+ 10 Και ο Αβεσσαλώμ, τον οποίο χρίσαμε για να μας κυβερνάει,+ πέθανε στη μάχη.+ Τώρα λοιπόν, γιατί δεν κάνετε τίποτα για να επαναφέρετε τον βασιλιά;»
11 Ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε το εξής μήνυμα στον Σαδώκ+ και στον Αβιάθαρ+ τους ιερείς: «Πείτε στους πρεσβυτέρους του Ιούδα:+ “Γιατί να είστε εσείς οι τελευταίοι που θα επαναφέρετε τον βασιλιά στην κατοικία του, ενώ τα λόγια όλου του Ισραήλ έχουν φτάσει στα αφτιά του βασιλιά στην κατοικία του εδώ; 12 Αδελφοί μου είστε· οστό μου και σάρκα μου.* Γιατί να είστε οι τελευταίοι που θα επαναφέρετε τον βασιλιά;” 13 Και στον Αμασά+ να πείτε: “Δεν είσαι εσύ οστό μου και σάρκα μου; Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και να προσθέσει σε αυτό, αν δεν γίνεις εσύ αρχιστράτηγός μου από εδώ και στο εξής στη θέση του Ιωάβ”».+
14 Κέρδισε* έτσι την καρδιά όλων των αντρών του Ιούδα ανεξαιρέτως. Και εκείνοι έστειλαν στον βασιλιά το μήνυμα: «Γύρισε πίσω, εσύ και όλοι οι υπηρέτες σου».
15 Ο βασιλιάς πήρε τον δρόμο της επιστροφής και έφτασε στον Ιορδάνη, και ο λαός του Ιούδα ήρθε στα Γάλγαλα+ για να προϋπαντήσει τον βασιλιά και να τον συνοδεύσει στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη. 16 Τότε ο Σιμεΐ,+ ο γιος του Γηρά, ο Βενιαμινίτης από το Βαχουρίμ, κατέβηκε γρήγορα μαζί με τους άντρες του Ιούδα για να προϋπαντήσει τον βασιλιά Δαβίδ, 17 έχοντας μαζί του 1.000 άντρες από τον Βενιαμίν. Επίσης ο Ζιβά,+ ο υπηρέτης του οίκου του Σαούλ, με τους 15 γιους και τους 20 υπηρέτες του, έσπευσε και έφτασε στον Ιορδάνη πριν από τον βασιλιά. 18 Αυτός* διάβηκε το πέρασμα για να φέρει το σπιτικό του βασιλιά απέναντι και να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε εκείνος. Αλλά ο Σιμεΐ, ο γιος του Γηρά, προσκύνησε τον βασιλιά όταν εκείνος ετοιμαζόταν να περάσει τον Ιορδάνη. 19 Είπε στον βασιλιά: «Ας μη με θεωρήσει ένοχο ο κύριός μου, και μη θυμηθείς το σφάλμα που έκανε ο υπηρέτης σου+ την ημέρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς έβγαινε από την Ιερουσαλήμ. Ας μην το βάλει αυτό ο βασιλιάς στην καρδιά του, 20 διότι ο υπηρέτης σου γνωρίζει καλά ότι εγώ αμάρτησα· γι’ αυτό σήμερα κατέβηκα πρώτος από όλο τον οίκο του Ιωσήφ για να προϋπαντήσω τον κύριό μου τον βασιλιά».
21 Αμέσως ο Αβισαί,+ ο γιος της Σερουίας,+ είπε: «Δεν πρέπει να θανατωθεί ο Σιμεΐ για το ότι καταράστηκε τον χρισμένο του Ιεχωβά;»+ 22 Ο Δαβίδ όμως είπε: «Τι σας ενδιαφέρει εσάς αυτό, γιοι της Σερουίας,+ και μου εναντιώνεστε σήμερα; Είναι σωστό να θανατωθεί σήμερα άνθρωπος στον Ισραήλ; Μήπως δεν ξέρω ότι είμαι και πάλι βασιλιάς του Ισραήλ;» 23 Κατόπιν ο βασιλιάς είπε στον Σιμεΐ: «Δεν θα πεθάνεις». Και του το υποσχέθηκε με όρκο.+
24 Ο Μεφιβοσθέ,+ ο εγγονός του Σαούλ, κατέβηκε και αυτός να προϋπαντήσει τον βασιλιά. Δεν είχε φροντίσει τα πόδια του ούτε είχε περιποιηθεί το μουστάκι του ούτε είχε πλύνει τα ρούχα του από την ημέρα που έφυγε ο βασιλιάς ως την ημέρα που γύρισε ασφαλής.* 25 Όταν πήγε στην* Ιερουσαλήμ να προϋπαντήσει τον βασιλιά, εκείνος τον ρώτησε: «Γιατί δεν ήρθες μαζί μου, Μεφιβοσθέ;» 26 Αυτός απάντησε: «Κύριέ μου βασιλιά, ο υπηρέτης μου+ με εξαπάτησε. Διότι ο υπηρέτης σου είχε πει: “Ας σαμαρώσουν το γαϊδούρι μου για να ανεβώ σε αυτό και να πάω με τον βασιλιά”, γιατί ο υπηρέτης σου είναι ανάπηρος.+ 27 Αλλά αυτός συκοφάντησε τον υπηρέτη σου στον κύριό μου τον βασιλιά.+ Ωστόσο, ο κύριός μου ο βασιλιάς είναι σαν άγγελος του αληθινού Θεού, γι’ αυτό κάνε ό,τι φαίνεται καλό σε εσένα. 28 Ο κύριός μου ο βασιλιάς θα μπορούσε να έχει καταδικάσει σε θάνατο όλο το σπιτικό του πατέρα μου, και όμως εσύ έβαλες τον υπηρέτη σου ανάμεσα σε εκείνους που τρώνε στο τραπέζι σου.+ Συνεπώς, ποιο δικαίωμα έχω εγώ να απαιτώ και άλλα πράγματα από τον βασιλιά;»
29 Ωστόσο, ο βασιλιάς τού είπε: «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Αποφάσισα ότι εσύ και ο Ζιβά θα μοιραστείτε τους αγρούς».+ 30 Τότε ο Μεφιβοσθέ είπε στον βασιλιά: «Ας τα πάρει και όλα, τώρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς επέστρεψε ασφαλής* στην κατοικία του».
31 Έπειτα ο Βαρζελαΐ+ ο Γαλααδίτης κατέβηκε από τη Ρογελίμ για να συνοδεύσει τον βασιλιά ως τον Ιορδάνη. 32 Ο Βαρζελαΐ ήταν πολύ ηλικιωμένος, 80 χρονών. Ενόσω ο βασιλιάς έμενε στη Μαχαναΐμ,+ ο Βαρζελαΐ τον εφοδίαζε με τροφή, γιατί ήταν πολύ πλούσιος. 33 Ο βασιλιάς λοιπόν του είπε: «Πέρασε απέναντι μαζί μου, και εγώ θα σε εφοδιάζω με τροφή στην Ιερουσαλήμ».+ 34 Ο Βαρζελαΐ όμως είπε στον βασιλιά: «Πόσες ημέρες* ζωής μού απομένουν, για να ανεβώ με τον βασιλιά στην Ιερουσαλήμ; 35 Εγώ είμαι 80 χρονών σήμερα.+ Μήπως μπορώ να διακρίνω τι είναι καλό και τι κακό; Μπορώ εγώ, ο υπηρέτης σου, να νιώσω τη γεύση από ό,τι τρώω και πίνω; Μπορώ να ακούω πια τη φωνή τραγουδιστών και τραγουδιστριών;+ Γιατί λοιπόν να γίνει ο υπηρέτης σου πρόσθετο βάρος στον κύριό μου τον βασιλιά; 36 Αρκεί που ο υπηρέτης σου συνόδευσε τον βασιλιά ως τον Ιορδάνη. Γιατί να μου το ξεπληρώσει ο βασιλιάς με τέτοια ανταμοιβή; 37 Ας επιστρέψει, παρακαλώ, ο υπηρέτης σου, και ας πεθάνω στην πόλη μου, κοντά στον τάφο του πατέρα μου και της μητέρας μου.+ Αλλά ορίστε ο υπηρέτης σου ο Χιμάμ.+ Ας περάσει αυτός απέναντι μαζί με τον κύριό μου τον βασιλιά, και εσύ κάνε για αυτόν ό,τι σου φαίνεται καλό».
38 Ο βασιλιάς είπε: «Ο Χιμάμ θα περάσει απέναντι μαζί μου, και εγώ θα κάνω για αυτόν ό,τι σου φαίνεται καλό· θα κάνω για εσένα ό,τι μου ζητήσεις». 39 Τότε όλος ο λαός άρχισε να περνάει τον Ιορδάνη. Αφού πέρασε και ο βασιλιάς, φίλησε τον Βαρζελαΐ+ και τον ευλόγησε· και εκείνος επέστρεψε στο σπίτι του. 40 Όταν ο βασιλιάς πέρασε απέναντι στα Γάλγαλα,+ πέρασε μαζί του και ο Χιμάμ. Όλος ο λαός του Ιούδα και ο μισός λαός του Ισραήλ έφεραν τον βασιλιά απέναντι.+
41 Έπειτα όλοι οι άντρες του Ισραήλ πλησίασαν τον βασιλιά και του είπαν: «Γιατί οι αδελφοί μας, οι άντρες του Ιούδα, σε πήραν κρυφά και έφεραν τον βασιλιά και το σπιτικό του από την απέναντι πλευρά του Ιορδάνη μαζί με όλους τους άντρες του Δαβίδ;»+ 42 Όλοι οι άντρες του Ιούδα απάντησαν στους άντρες του Ισραήλ: «Επειδή ο βασιλιάς είναι συγγενής μας.+ Εσείς γιατί θυμώσατε; Μήπως φάγαμε τίποτα σε βάρος του βασιλιά ή μήπως μας δόθηκε κάποιο δώρο;»
43 Εντούτοις, οι άντρες του Ισραήλ απάντησαν στους άντρες του Ιούδα: «Εμείς είμαστε 10 φυλές, συνεπώς έχουμε περισσότερα δικαιώματα πάνω στον Δαβίδ από εσάς. Γιατί λοιπόν μας περιφρονήσατε; Δεν έπρεπε να επαναφέρουμε εμείς πρώτοι τον βασιλιά μας;» Επικράτησαν όμως τα λόγια των αντρών του Ιούδα, όχι τα λόγια των αντρών του Ισραήλ.*
20 Υπήρχε κάποιος ταραχοποιός που λεγόταν Σεβά+ και ήταν γιος του Βιχρί, Βενιαμινίτης. Αυτός σάλπισε με το κέρας+ και είπε: «Εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τον Δαβίδ ούτε κληρονομιά από τον γιο του Ιεσσαί.+ Ο καθένας στους θεούς* του, Ισραήλ!»+ 2 Τότε όλοι οι άντρες του Ισραήλ εγκατέλειψαν τον Δαβίδ και ακολούθησαν τον Σεβά, τον γιο του Βιχρί·+ οι άντρες του Ιούδα όμως προσκολλήθηκαν στον βασιλιά τους, από τον Ιορδάνη μέχρι την Ιερουσαλήμ.+
3 Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πήγε στην κατοικία του* στην Ιερουσαλήμ,+ πήρε τις 10 παλλακίδες, τις οποίες είχε αφήσει να προσέχουν την κατοικία του,+ και τις έβαλε σε ένα οίκημα υπό φρούρηση. Τις εφοδίαζε με τροφή, αλλά δεν είχε σχέσεις μαζί τους.+ Έμειναν υπό περιορισμό μέχρι την ημέρα που πέθαναν, ζώντας σαν χήρες παρότι ο σύζυγός τους ήταν ζωντανός.
4 Ύστερα ο βασιλιάς είπε στον Αμασά:+ «Συγκέντρωσέ μου τους άντρες του Ιούδα μέσα σε τρεις ημέρες, και να είσαι και εσύ εδώ». 5 Ο Αμασά λοιπόν πήγε να συγκεντρώσει τον Ιούδα, αλλά ήρθε πιο αργά από την προθεσμία που του είχε τεθεί. 6 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβισαί:+ «Ο Σεβά,+ ο γιος του Βιχρί, ίσως μας προκαλέσει μεγαλύτερο κακό από τον Αβεσσαλώμ.+ Πάρε τους υπηρέτες του κυρίου σου και καταδίωξέ τον για να μη βρει οχυρωμένες πόλεις και μας ξεφύγει». 7 Έτσι λοιπόν, οι άντρες του Ιωάβ,+ οι Χερεθαίοι, οι Φαλεθαίοι+ και όλοι οι κραταιοί άντρες πήγαν μαζί του· έφυγαν από την Ιερουσαλήμ για να καταδιώξουν τον Σεβά, τον γιο του Βιχρί. 8 Ενώ βρίσκονταν κοντά στη μεγάλη πέτρα στη Γαβαών,+ ήρθε να τους συναντήσει ο Αμασά.+ Ο δε Ιωάβ φορούσε την πολεμική του στολή και είχε ζωσμένο στον γοφό του ένα σπαθί που βρισκόταν στη θήκη του. Μόλις αυτός κινήθηκε προς τα εμπρός, το σπαθί έπεσε.
9 Ο Ιωάβ είπε στον Αμασά: «Είσαι καλά, αδελφέ μου;» Τότε με το δεξί του χέρι, ο Ιωάβ έπιασε τον Αμασά από τη γενειάδα δήθεν για να τον φιλήσει. 10 Ο Αμασά δεν φυλάχτηκε από το σπαθί που κρατούσε ο Ιωάβ, και ο Ιωάβ τον μαχαίρωσε με αυτό στην κοιλιά,+ ώστε τα έντερά του χύθηκαν στο χώμα. Δεν χρειάστηκε να τον μαχαιρώσει ξανά· τον σκότωσε με ένα μόνο χτύπημα. Κατόπιν ο Ιωάβ και ο αδελφός του ο Αβισαί καταδίωξαν τον Σεβά, τον γιο του Βιχρί.
11 Κάποιος από τους νεαρούς άντρες του Ιωάβ στεκόταν δίπλα στον Αμασά και έλεγε: «Όποιος είναι με το μέρος του Ιωάβ και όποιος είναι του Δαβίδ ας ακολουθήσει τον Ιωάβ!» 12 Στο μεταξύ, ο Αμασά κειτόταν αιματοκυλισμένος στη μέση του δρόμου. Όταν αυτός ο άντρας είδε ότι όλος ο λαός σταματούσε εκεί, μετακίνησε τον Αμασά από τον δρόμο στον αγρό. Έπειτα τον σκέπασε με ένα ρούχο, επειδή είδε ότι όλοι σταματούσαν μόλις έφταναν εκεί. 13 Αφού τον πήρε από τον δρόμο, όλοι οι άντρες ακολούθησαν τον Ιωάβ για να καταδιώξουν τον Σεβά,+ τον γιο του Βιχρί.
14 Ο Σεβά πέρασε από όλες τις φυλές του Ισραήλ και έφτασε στην Αβέλ του Βαιθ-μααχά.+ Οι δε Βιχρίτες συγκεντρώθηκαν και τον ακολούθησαν μέσα στην πόλη.
15 Ο Ιωάβ και οι άντρες του* πήγαν και τον πολιόρκησαν στην Αβέλ του Βαιθ-μααχά και ανήγειραν πολιορκητικό πρόχωμα εναντίον της πόλης, επειδή ήταν οχυρωμένη. Και όλοι οι άντρες που ήταν μαζί με τον Ιωάβ υπέσκαπταν το τείχος για να το γκρεμίσουν. 16 Τότε μια σοφή γυναίκα φώναξε από την πόλη: «Ακούστε, ακούστε! Πείτε, παρακαλώ, στον Ιωάβ: “Έλα εδώ να σου μιλήσω”». 17 Πήγε λοιπόν κοντά της, και η γυναίκα είπε: «Εσύ είσαι ο Ιωάβ;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι». Και τότε του είπε: «Άκουσε τα λόγια της υπηρέτριάς σου». Εκείνος είπε: «Ακούω». 18 Αυτή συνέχισε: «Παλιότερα συνήθιζαν να λένε: “Ας πάνε να ρωτήσουν στην Αβέλ, και η υπόθεση θα κλείσει”. 19 Εγώ εκπροσωπώ τους ειρηνικούς και πιστούς ανθρώπους του Ισραήλ. Εσύ ζητάς να καταστρέψεις μια πόλη που είναι σαν μητέρα στον Ισραήλ. Γιατί να αφανίσεις* την κληρονομιά του Ιεχωβά;»+ 20 Ο Ιωάβ απάντησε: «Μου είναι αδιανόητο να την αφανίσω και να την καταστρέψω. 21 Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Είμαι εδώ επειδή ένας άντρας που ονομάζεται Σεβά,+ και είναι γιος του Βιχρί από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ στασίασε* εναντίον του βασιλιά Δαβίδ. Παραδώστε αυτόν, και εγώ θα αποσυρθώ από την πόλη». Κατόπιν η γυναίκα είπε στον Ιωάβ: «Θα σου πετάξουμε το κεφάλι του από το τείχος!»
22 Αμέσως η σοφή γυναίκα πήγε και μίλησε σε όλο τον λαό, και έκοψαν το κεφάλι του Σεβά, του γιου του Βιχρί, και το πέταξαν στον Ιωάβ. Τότε εκείνος σάλπισε με το κέρας και οι άντρες του διασκορπίστηκαν και έφυγαν από την πόλη, πηγαίνοντας ο καθένας στο σπίτι του·+ ο δε Ιωάβ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, στον βασιλιά.
23 Ο Ιωάβ ήταν επικεφαλής όλου του στρατεύματος του Ισραήλ·+ ο Βεναΐας,+ ο γιος του Ιωδαέ,+ ήταν επικεφαλής των Χερεθαίων και των Φαλεθαίων.+ 24 Ο Αδωράμ+ ήταν υπεύθυνος των επιστρατευμένων για καταναγκαστική εργασία· ο Ιωσαφάτ,+ ο γιος του Αχιλούδ, ήταν ο υπομνηματογράφος. 25 Ο Σαιβά ήταν ο γραμματέας· ο Σαδώκ+ και ο Αβιάθαρ+ ήταν ιερείς. 26 Επίσης ο Ιρά ο Ιαειρίτης έγινε ανώτερος αξιωματούχος* του Δαβίδ.
21 Στις ημέρες του Δαβίδ υπήρχε πείνα+ επί τρία συνεχόμενα χρόνια. Γι’ αυτό, ο Δαβίδ συμβουλεύτηκε τον Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά είπε: «Ο Σαούλ και ο οίκος του είναι ένοχοι αίματος, επειδή αυτός θανάτωσε τους Γαβαωνίτες».+ 2 Ο βασιλιάς λοιπόν κάλεσε τους Γαβαωνίτες+ και τους μίλησε. (Παρεμπιπτόντως, οι Γαβαωνίτες δεν ήταν Ισραηλίτες, αλλά εναπομείναντες Αμορραίοι,+ και οι Ισραηλίτες είχαν ορκιστεί να τους χαρίσουν τη ζωή,+ αλλά ο Σαούλ επιδίωξε να τους εξαλείψει από ανάρμοστο ζήλο για τον λαό του Ισραήλ και του Ιούδα.) 3 Ο Δαβίδ ρώτησε τους Γαβαωνίτες: «Τι πρέπει να κάνω για εσάς, και πώς να κάνω εξιλέωση ώστε να ευλογήσετε την κληρονομιά του Ιεχωβά;» 4 Οι Γαβαωνίτες τού απάντησαν: «Η διαφορά που έχουμε με τον Σαούλ και το σπιτικό του δεν τακτοποιείται με ασήμι ή χρυσάφι·+ ούτε μπορούμε εμείς να θανατώσουμε άνθρωπο στον Ισραήλ». Εκείνος αποκρίθηκε: «Οτιδήποτε πείτε, θα το κάνω για εσάς». 5 Τότε είπαν στον βασιλιά: «Αυτός ο άνθρωπος μας εξόντωσε και σχεδίαζε να μας αφανίσει ώστε να μη ζούμε πουθενά μέσα στην περιοχή του Ισραήλ.+ 6 Γι’ αυτό, ας μας δοθούν εφτά γιοι του. Εμείς θα κρεμάσουμε τα πτώματά τους*+ ενώπιον του Ιεχωβά στη Γαβαά+ του Σαούλ, του εκλεγμένου του Ιεχωβά».+ Ο βασιλιάς τότε είπε: «Θα τους παραδώσω».
7 Ωστόσο, ο βασιλιάς έδειξε συμπόνια για τον Μεφιβοσθέ,+ τον γιο του Ιωνάθαν, γιου του Σαούλ, λόγω του όρκου που είχε γίνει ενώπιον του Ιεχωβά μεταξύ του Δαβίδ και του Ιωνάθαν,+ γιου του Σαούλ. 8 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς πήρε τον Αρμονί και τον Μεφιβοσθέ, τους δύο γιους της Ρεσφά,+ της κόρης του Αϊά, τους οποίους είχε γεννήσει στον Σαούλ, καθώς και τους πέντε γιους της Μιχάλ,*+ της κόρης του Σαούλ, τους οποίους είχε γεννήσει στον Αδριήλ,+ τον γιο του Βαρζελαΐ του Μεολαθίτη. 9 Κατόπιν τους παρέδωσε στους Γαβαωνίτες, και αυτοί κρέμασαν τα πτώματά τους στο βουνό ενώπιον του Ιεχωβά.+ Πέθαναν και οι εφτά μαζί· θανατώθηκαν τις πρώτες ημέρες του θερισμού, στην αρχή του θερισμού του κριθαριού. 10 Τότε η Ρεσφά,+ η κόρη του Αϊά, πήρε σάκο και τον έστρωσε πάνω στον βράχο, από την αρχή του θερισμού μέχρι που έπεσε στα πτώματα βροχή από τους ουρανούς· δεν άφηνε τα πουλιά των ουρανών να καθίσουν πάνω τους την ημέρα ούτε τα άγρια ζώα της υπαίθρου να πλησιάσουν τη νύχτα.
11 Κάποιοι ανέφεραν στον Δαβίδ τι έκανε η παλλακίδα του Σαούλ η Ρεσφά, η κόρη του Αϊά. 12 Πήγε λοιπόν ο Δαβίδ και πήρε τα κόκαλα του Σαούλ και του γιου του τού Ιωνάθαν από τους αρχηγούς* της Ιαβείς-γαλαάδ.+ Εκείνοι τα είχαν κλέψει από την πλατεία της Βαιθ-σαν, όπου τους είχαν κρεμάσει οι Φιλισταίοι την ημέρα που σκότωσαν τον Σαούλ στο Γελβουέ.+ 13 Ο Δαβίδ ανέβασε από εκεί τα κόκαλα του Σαούλ και του γιου του τού Ιωνάθαν. Επιπλέον μάζεψαν τα κόκαλα των αντρών που είχαν εκτελεστεί.*+ 14 Έπειτα έθαψαν τα κόκαλα του Σαούλ και του Ιωνάθαν του γιου του στη γη του Βενιαμίν, στη Ζηλά,+ στο μνήμα του Κεις+ του πατέρα του. Αφού έκαναν όλα όσα τους είχε διατάξει ο βασιλιάς, ο Θεός άκουσε τις ικεσίες τους για τη χώρα.+
15 Έγινε δε πάλι πόλεμος μεταξύ των Φιλισταίων και του Ισραήλ.+ Ο Δαβίδ λοιπόν και οι υπηρέτες του κατέβηκαν και πολέμησαν τους Φιλισταίους, αλλά ο Δαβίδ εξαντλήθηκε. 16 Κάποιος απόγονος των Ρεφαΐμ+ που λεγόταν Ισβί-βενώβ, του οποίου το χάλκινο δόρυ ζύγιζε 300 σίκλους*+ και ήταν οπλισμένος με ένα καινούριο σπαθί, θέλησε να σκοτώσει τον Δαβίδ. 17 Αμέσως ο Αβισαί,+ ο γιος της Σερουίας, πρόστρεξε σε βοήθειά του+ και χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε. Τότε οι άντρες του Δαβίδ τού ορκίστηκαν: «Δεν θα σε αφήσουμε να ξαναβγείς μαζί μας στη μάχη!+ Δεν πρέπει να σβήσεις το λυχνάρι του Ισραήλ!»+
18 Έπειτα από αυτό, ξέσπασε πάλι πόλεμος με τους Φιλισταίους+ στη Γωβ. Τότε ο Σιββεχαΐ+ ο Χουσαθίτης σκότωσε τον Σαφ, έναν απόγονο των Ρεφαΐμ.+
19 Και ξέσπασε πάλι πόλεμος με τους Φιλισταίους+ στη Γωβ. Ο Ελχανάν, ο γιος του Ιαρέ-ορεγίμ του Βηθλεεμίτη, σκότωσε τον Γολιάθ τον Γιθίτη, του οποίου το δόρυ είχε κοντάρι σαν το αντί εκείνων που δουλεύουν στον αργαλειό.+
20 Άλλη μια φορά ξέσπασε πόλεμος στη Γαθ, όπου υπήρχε ένας υπερμεγέθης άντρας, με 6 δάχτυλα σε κάθε του χέρι και 6 δάχτυλα σε κάθε του πόδι, συνολικά 24· και αυτός επίσης ήταν απόγονος των Ρεφαΐμ.+ 21 Αυτός χλεύαζε τον Ισραήλ.+ Έτσι λοιπόν, ο Ιωνάθαν, ο γιος του Σιμεΐ,+ αδελφού του Δαβίδ, τον σκότωσε.
22 Αυτοί οι τέσσερις ήταν απόγονοι των Ρεφαΐμ στη Γαθ, και έπεσαν από το χέρι του Δαβίδ και από το χέρι των υπηρετών του.+
22 Ο Δαβίδ απηύθυνε στον Ιεχωβά τα λόγια αυτού του ύμνου+ την ημέρα που ο Ιεχωβά τον έσωσε από το χέρι όλων των εχθρών του+ και από το χέρι του Σαούλ.+ 2 Είπε:
«Ο Ιεχωβά είναι ο απόκρημνος βράχος μου και το οχυρό μου,+ Αυτός που με διασώζει.+
3 Ο Θεός μου είναι ο βράχος μου,+ στον οποίο προστρέχω,
η ασπίδα μου+ και το κέρας* της σωτηρίας μου,* η ασφαλής κρυψώνα μου*+
και το καταφύγιό μου,+ ο σωτήρας μου·+ εσύ με σώζεις από τη βία.
4 Επικαλούμαι τον Ιεχωβά, τον αξιύμνητο,
και θα σωθώ από τους εχθρούς μου.
7 Μέσα στη στενοχώρια μου επικαλέστηκα τον Ιεχωβά,+
τον Θεό μου καλούσα συνεχώς.
Από τον ναό του εκείνος άκουσε τη φωνή μου,
και η κραυγή μου για βοήθεια έφτασε στα αφτιά του.+
8 Η γη άρχισε να κλονίζεται και να σείεται·+
τα θεμέλια των ουρανών έτρεμαν+
και κλονίζονταν επειδή εκείνος είχε οργιστεί.+
9 Καπνός ανέβηκε από τα ρουθούνια του,
και φωτιά που κατέτρωγε βγήκε από το στόμα του·+
πυρακτωμένα κάρβουνα εκσφενδονίστηκαν από αυτόν.
11 Ανεβασμένος σε ένα χερούβ,+ ήρθε πετώντας.
Φάνηκε πάνω στις φτερούγες ενός πνεύματος.*+
12 Έπειτα τυλίχτηκε με σκοτάδι,+
με σκοτεινά νερά και πυκνά σύννεφα.
13 Από τη λαμπρότητα μπροστά του πυρακτωμένα κάρβουνα έβγαλαν φλόγες.
16 Φάνηκε ο πυθμένας της θάλασσας,+
ξεσκεπάστηκαν τα θεμέλια της γης από την επίπληξη του Ιεχωβά,
από το φύσημα της πνοής που βγήκε από τα ρουθούνια του.+
17 Άπλωσε το χέρι του από τα ύψη·
με έπιασε και με τράβηξε από βαθιά νερά.+
18 Με έσωσε από τον ισχυρό εχθρό μου,+
από εκείνους που με μισούσαν, που ήταν ισχυρότεροί μου.
19 Μου αντιτάχθηκαν την ημέρα της συμφοράς μου,+
αλλά ο Ιεχωβά ήταν το στήριγμά μου.
21 Ο Ιεχωβά με ανταμείβει κατά τη δικαιοσύνη μου·+
22 Διότι τήρησα τις οδούς του Ιεχωβά,
δεν εγκατέλειψα με ασέβεια τον Θεό μου.
26 Στον όσιο φέρεσαι με οσιότητα·+
στον άμεμπτο και κραταιό φέρεσαι άμεμπτα·+
27 με τον αγνό αποδεικνύεσαι αγνός,+
28 Διότι σώζεις τους ταπεινούς,+
αλλά κοιτάζεις με αποδοκιμασία τους υπερόπτες και τους ρίχνεις χαμηλά.+
30 Με τη βοήθειά σου μπορώ να επιτεθώ ακόμη και σε ληστρική ομάδα·
με τη δύναμη του Θεού μπορώ να σκαρφαλώσω σε τείχος.+
Αυτός είναι ασπίδα για όλους όσους καταφεύγουν σε αυτόν.+
32 Διότι ποιος είναι Θεός εκτός από τον Ιεχωβά;+
Και ποιος είναι βράχος εκτός από τον Θεό μας;+
34 Κάνει τα πόδια μου σαν του ελαφιού·
με βοηθάει να στέκομαι σε ψηλά μέρη.+
35 Εκπαιδεύει τα χέρια μου για πόλεμο·
οι βραχίονές μου μπορούν να λυγίσουν χάλκινο τόξο.
36 Μου δίνεις την ασπίδα της σωτηρίας σου,
και η ταπεινοφροσύνη σου με εξυψώνει.+
38 Θα καταδιώξω τους εχθρούς μου και θα τους αφανίσω·
δεν θα επιστρέψω ωσότου εξαλειφθούν.
39 Θα τους εξαλείψω και θα τους συντρίψω για να μη σηκωθούν·+
θα πέσουν κάτω από τα πόδια μου.
40 Θα με εξοπλίσεις με δύναμη για τη μάχη·+
θα κάνεις τους αντιπάλους μου να σωριαστούν στα πόδια μου.+
42 Κραυγάζουν για βοήθεια, αλλά κανείς δεν τους σώζει·
ακόμη και προς τον Ιεχωβά κραυγάζουν, αλλά δεν τους απαντάει.+
43 Θα τους κοπανίσω ώσπου να γίνουν σαν τη σκόνη της γης·
θα τους κονιορτοποιήσω και θα τους ποδοπατήσω σαν τη λάσπη του δρόμου.
44 Θα με σώσεις από τις επικρίσεις του λαού μου.+
Θα με διαφυλάξεις για να είμαι η κεφαλή των εθνών·+
ένας λαός τον οποίο δεν έχω γνωρίσει θα με υπηρετεί.+
46 Ξένοι θα χάνουν το θάρρος τους·*
θα βγαίνουν τρέμοντας από τα οχυρά τους.
47 Ζει ο Ιεχωβά! Δοξασμένος να είναι ο Βράχος μου!+
Ας είναι εξυψωμένος ο Θεός του βράχου της σωτηρίας μου.+
48 Ο αληθινός Θεός παίρνει εκδίκηση για εμένα·+
υποτάσσει τους λαούς κάτω από τα πόδια μου·+
49 με γλιτώνει από τους εχθρούς μου.
51 Αυτός εκτελεί μεγάλες πράξεις σωτηρίας για τον* βασιλιά του·+
εκδηλώνει όσια αγάπη προς τον χρισμένο του,
23 Τα τελευταία λόγια του Δαβίδ ήταν τα εξής:+
«Αυτά λέει ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί,+
και αυτά λέει ο άντρας που εξυψώθηκε,+
ο χρισμένος+ του Θεού του Ιακώβ,
3 Ο Θεός του Ισραήλ μίλησε·
ο Βράχος του Ισραήλ+ μού είπε:
“Όταν εκείνος που κυβερνάει τους ανθρώπους είναι δίκαιος,+
κυβερνώντας με φόβο Θεού,+
4 αυτό είναι σαν την πρωινή λιακάδα+
ένα ασυννέφιαστο πρωί.
Είναι σαν τη λαμπρότητα ύστερα από τη βροχή,
που κάνει να βγάζει η γη χορτάρι”.+
5 Έτσι δεν είναι ο οίκος μου ενώπιον του Θεού;
Διότι έκανε με εμένα αιώνια διαθήκη,+
διευθετημένη με κάθε λεπτομέρεια και διασφαλισμένη.
Επειδή αυτή σημαίνει την πλήρη σωτηρία μου και όλη την ευχαρίστησή μου·
γι’ αυτό, ο Θεός θα κάνει τον οίκο μου να ευημερεί.+
6 Αλλά όλοι οι άχρηστοι πετιούνται+ σαν τα βάτα,
διότι δεν πιάνονται με το χέρι.
7 Όταν τους αγγίζει κάποιος,
πρέπει να είναι πάνοπλος, με σίδερο και δόρυ,
και πρέπει να κατακαίγονται με φωτιά επί τόπου».
8 Αυτά είναι τα ονόματα των κραταιών πολεμιστών του Δαβίδ:+ Ο Ιοσέβ-βασεβέθ ο Ταχεμονίτης, ο επικεφαλής των τριών.+ Αυτός κάποια φορά σκότωσε με το δόρυ του πάνω από 800 άντρες. 9 Μετά από αυτόν, ήταν ο Ελεάζαρ,+ ο γιος του Δωδώ,+ γιου του Αχωχί, ένας από τους τρεις κραταιούς πολεμιστές που βρίσκονταν μαζί με τον Δαβίδ όταν χλεύασαν τους Φιλισταίους. Αυτοί είχαν συγκεντρωθεί εκεί για τη μάχη και, όταν οι άντρες του Ισραήλ υποχώρησαν, 10 εκείνος κράτησε τη θέση του και συνέχισε να σκοτώνει τους Φιλισταίους ώσπου ο βραχίονάς του κουράστηκε και το χέρι του πιάστηκε κρατώντας το σπαθί.+ Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά χάρισε μια μεγάλη νίκη* εκείνη την ημέρα·+ και ο λαός τον ακολουθούσε για να γδύσει τους σκοτωμένους.
11 Μετά από αυτόν ήταν ο Σαμμάχ, ο γιος του Αγαί του Αραρίτη. Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν στη Λεχί, όπου υπήρχε ένα χωράφι γεμάτο φακή· και ο λαός τράπηκε σε φυγή εξαιτίας των Φιλισταίων. 12 Εκείνος όμως στάθηκε στη μέση του χωραφιού και το υπερασπίστηκε και συνέχισε να σκοτώνει τους Φιλισταίους, ώστε ο Ιεχωβά χάρισε μια μεγάλη νίκη.*+
13 Τρεις από τους 30 επικεφαλής κατέβηκαν στη διάρκεια του θερισμού στη σπηλιά της Οδολλάμ+ όπου βρισκόταν ο Δαβίδ, ενώ ένας λόχος* Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα των Ρεφαΐμ.+ 14 Εκείνο το διάστημα ο Δαβίδ ήταν στον οχυρό τόπο,+ υπήρχε δε μια προφυλακή των Φιλισταίων στη Βηθλεέμ. 15 Και ο Δαβίδ εξέφρασε μια επιθυμία: «Μακάρι να έπινα νερό από τη στέρνα που είναι κοντά στην πύλη της Βηθλεέμ!» 16 Τότε αυτοί οι τρεις κραταιοί πολεμιστές εισέβαλαν στο στρατόπεδο των Φιλισταίων και έβγαλαν νερό από τη στέρνα κοντά στην πύλη της Βηθλεέμ και το έφεραν στον Δαβίδ· αυτός όμως αρνήθηκε να το πιει και το έχυσε ως σπονδή στον Ιεχωβά.+ 17 Είπε: «Μου είναι αδιανόητο, Ιεχωβά, να το κάνω αυτό! Είναι δυνατόν να πιω το αίμα+ των αντρών που πήγαν με κίνδυνο της ζωής* τους;» Έτσι λοιπόν, αρνήθηκε να το πιει. Αυτά έκαναν οι τρεις κραταιοί πολεμιστές του.
18 Ο Αβισαί,+ ο αδελφός του Ιωάβ, ο γιος της Σερουίας,+ ήταν ο επικεφαλής τριών άλλων· αυτός σκότωσε με το δόρυ του πάνω από 300 άντρες και είχε φήμη όμοια με των τριών.+ 19 Μολονότι ήταν ο πιο διακεκριμένος από αυτούς τους τρεις και ήταν αρχηγός τους, δεν έφτασε τους πρώτους τρεις.
20 Ο Βεναΐας,+ ο γιος του Ιωδαέ, ήταν ένας θαρραλέος άνθρωπος* ο οποίος έκανε πολλούς άθλους στην Καβσεήλ.+ Σκότωσε τους δύο γιους του Αριήλ από τον Μωάβ και κατέβηκε μέσα σε έναν νερόλακκο κάποια ημέρα που χιόνιζε και σκότωσε ένα λιοντάρι.+ 21 Επίσης σκότωσε έναν υπερμεγέθη Αιγύπτιο. Παρότι ο Αιγύπτιος κρατούσε δόρυ, αυτός του επιτέθηκε με ένα ραβδί και του άρπαξε το δόρυ από το χέρι και τον σκότωσε με το ίδιο του το δόρυ. 22 Αυτά έκανε ο Βεναΐας, ο γιος του Ιωδαέ, και είχε φήμη όμοια με των τριών κραταιών πολεμιστών. 23 Μολονότι ήταν πιο διακεκριμένος ακόμη και από τους τριάντα, δεν έφτασε τους τρεις. Ο Δαβίδ όμως τον διόρισε επικεφαλής της σωματοφυλακής του.
24 Ο Ασαήλ,+ ο αδελφός του Ιωάβ, ήταν από τους τριάντα. Επίσης μεταξύ των τριάντα ήταν: ο Ελχανάν ο γιος του Δωδώ από τη Βηθλεέμ,+ 25 ο Σαμμάχ ο Αρωδίτης, ο Ελικά ο Αρωδίτης, 26 ο Χελής+ ο Φαλτίτης, ο Ιρά+ ο γιος του Ικκής του Θεκωίτη, 27 ο Αβί-έζερ+ ο Αναθωθίτης,+ ο Μεβουνναΐ ο Χουσαθίτης, 28 ο Ζαλμών ο Αχωχίτης, ο Μαχαραΐ+ ο Νετωφαθίτης, 29 ο Χελέβ ο γιος του Βαανάχ του Νετωφαθίτη, ο Ιτταΐ ο γιος του Ριβαΐ από τη Γαβαά των Βενιαμινιτών, 30 ο Βεναΐας+ ο Πιραθωνίτης, ο Ιδδαΐ από τις κοιλάδες των χειμάρρων* του Γαάς,+ 31 ο Αβί-αλβών ο Αρβαθίτης, ο Αζμαβέθ ο Βαρουμίτης, 32 ο Ελιαβά ο Σααλβωνίτης, οι γιοι του Ιασήν, ο Ιωνάθαν, 33 ο Σαμμάχ ο Αραρίτης, ο Αχιάμ ο γιος του Σαράρ του Αραρίτη, 34 ο Ελιφελέτ ο γιος του Αασβαΐ του γιου του Μααχαθίτη, ο Ελιάμ ο γιος του Αχιτόφελ+ του Γιλωνίτη, 35 ο Εσρώ ο Καρμηλίτης, ο Φααραΐ ο Αρβίτης, 36 ο Ιγάλ ο γιος του Νάθαν από τη Ζωβά, ο Βανί ο Γαδίτης, 37 ο Σελέκ ο Αμμωνίτης, ο Ναχαραΐ ο Βηρωθίτης, ο οπλοφόρος του Ιωάβ, του γιου της Σερουίας, 38 ο Ιρά ο Ιεθρίτης, ο Γαρήβ ο Ιεθρίτης+ 39 και ο Ουρίας+ ο Χετταίος—συνολικά 37.
24 Ο θυμός του Ιεχωβά άναψε ξανά εναντίον του Ισραήλ+ όταν κάποιος υποκίνησε τον Δαβίδ* εναντίον τους, λέγοντας: «Πήγαινε, καταμέτρησε+ τον Ισραήλ και τον Ιούδα».+ 2 Είπε λοιπόν ο βασιλιάς στον Ιωάβ,+ τον αρχιστράτηγο, ο οποίος ήταν μαζί του: «Περιόδευσε, παρακαλώ, όλες τις φυλές του Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ,+ και κάνε απογραφή του λαού για να μάθω τον αριθμό του». 3 Ο Ιωάβ όμως είπε στον βασιλιά: «Εύχομαι να αυξήσει ο Ιεχωβά ο Θεός σου τον λαό 100 φορές, και τα μάτια του κυρίου μου του βασιλιά να το δουν αυτό. Αλλά γιατί ο κύριός μου ο βασιλιάς θέλει να κάνει κάτι τέτοιο;»
4 Εντούτοις, επικράτησε η άποψη του βασιλιά, όχι του Ιωάβ και των αρχηγών του στρατού. Τότε ο Ιωάβ και οι αρχηγοί του στρατού έφυγαν από τον βασιλιά για να κάνουν απογραφή του λαού του Ισραήλ.+ 5 Πέρασαν τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσαν στην Αροήρ,+ στα δεξιά* της πόλης στη μέση της κοιλάδας,* και πήγαν προς τους Γαδίτες και κατόπιν στην Ιαζήρ.+ 6 Μετά πήγαν στη Γαλαάδ+ και στη γη Ταχτίμ-οδσί και προχώρησαν στη Δαν-ιαάν και έστριψαν και πήγαν στη Σιδώνα.+ 7 Ύστερα πήγαν στο φρούριο της Τύρου+ και σε όλες τις πόλεις των Ευαίων+ και των Χαναναίων και κατέληξαν στη Νεγκέμπ+ του Ιούδα, στη Βηρ-σαβεέ.+ 8 Έτσι λοιπόν, περιόδευσαν όλη τη χώρα και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ έπειτα από 9 μήνες και 20 ημέρες. 9 Κατόπιν ο Ιωάβ έδωσε στον βασιλιά τον αριθμό όσων είχαν απογραφεί. Ο Ισραήλ ήταν 800.000 πολεμιστές οπλισμένοι με σπαθιά, οι δε άντρες του Ιούδα ήταν 500.000.+
10 Αλλά αφού ο Δαβίδ καταμέτρησε τον λαό, η καρδιά του τον καταδίκασε.*+ Τότε είπε στον Ιεχωβά: «Αμάρτησα+ πάρα πολύ με αυτό που έκανα. Ιεχωβά, συγχώρησε, παρακαλώ, το σφάλμα του υπηρέτη σου,+ διότι ενήργησα πολύ ανόητα».+ 11 Όταν ο Δαβίδ σηκώθηκε το πρωί, ο Ιεχωβά είπε στον Γαδ+ τον προφήτη, τον οραματιστή του Δαβίδ: 12 «Πήγαινε και πες στον Δαβίδ: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά: «Σου δίνω τρεις επιλογές. Διάλεξε την τιμωρία που θα σου επιφέρω»”».+ 13 Πήγε λοιπόν ο Γαδ και του είπε: «Να έρθουν εφτά χρόνια πείνας στη χώρα σου;+ Να τρέπεσαι σε φυγή τρεις μήνες από τους αντιδίκους σου, ενώ αυτοί θα σε καταδιώκουν;+ Ή μήπως να υπάρξουν τρεις ημέρες επιδημίας στη γη σου;+ Σκέψου προσεκτικά και πες μου τι να απαντήσω σε Αυτόν που με έστειλε». 14 Ο Δαβίδ είπε στον Γαδ: «Νιώθω τρομερή στενοχώρια. Ας πέσουμε, παρακαλώ, στο χέρι του Ιεχωβά,+ γιατί το έλεός του είναι μεγάλο·+ αλλά ας μην πέσω στο χέρι ανθρώπου».+
15 Τότε ο Ιεχωβά έστειλε επιδημία+ στον Ισραήλ από το πρωί μέχρι τον προσδιορισμένο καιρό, ώστε πέθαναν 70.000 άτομα,+ από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ.+ 16 Όταν ο άγγελος άπλωσε το χέρι του προς την Ιερουσαλήμ για να την καταστρέψει, ο Ιεχωβά μεταμελήθηκε* για τη συμφορά+ και είπε στον άγγελο που έφερνε καταστροφή στον λαό: «Αρκεί! Ας κατεβεί τώρα το χέρι σου». Ο άγγελος του Ιεχωβά ήταν κοντά στο αλώνι του Ορνά+ του Ιεβουσαίου.+
17 Όταν ο Δαβίδ είδε τον άγγελο που θανάτωνε τον λαό, είπε στον Ιεχωβά: «Εγώ είμαι που αμάρτησα, εγώ είμαι που ενήργησα εσφαλμένα· αυτά τα πρόβατα+ όμως τι έκαναν; Ας έρθει, παρακαλώ, το χέρι σου ενάντια σε εμένα και στον οίκο του πατέρα μου».+
18 Εκείνη την ημέρα ο Γαδ πήγε στον Δαβίδ και του είπε: «Ανέβα στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και στήσε θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά».+ 19 Ανέβηκε λοιπόν ο Δαβίδ σύμφωνα με τον λόγο του Γαδ, όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά. 20 Όταν ο Ορνά κοίταξε προς τα κάτω και είδε τον βασιλιά και τους υπηρέτες του να έρχονται προς αυτόν, βγήκε αμέσως και προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπο μέχρις εδάφους. 21 Ο Ορνά ρώτησε: «Γιατί ήρθε ο κύριός μου ο βασιλιάς στον υπηρέτη του;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Για να αγοράσω από εσένα το αλώνι προκειμένου να χτίσω θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, ώστε να σταματήσει η μάστιγα εναντίον του λαού».+ 22 Αλλά ο Ορνά είπε στον Δαβίδ: «Ας το πάρει ο κύριός μου ο βασιλιάς και ας προσφέρει ό,τι του φαίνεται καλό.* Ορίστε τα βόδια για το ολοκαύτωμα και η αλωνιστική σβάρνα και τα σύνεργα των βοδιών για ξύλα. 23 Όλα αυτά σου τα δίνω,* βασιλιά». Έπειτα ο Ορνά είπε στον βασιλιά: «Εύχομαι να σου δείξει εύνοια ο Ιεχωβά ο Θεός σου».
24 Ωστόσο, ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: «Όχι, πρέπει να το αγοράσω από εσένα με κάποιο αντίτιμο. Δεν θα προσφέρω στον Ιεχωβά τον Θεό μου ολοκαυτώματα που δεν μου στοιχίζουν τίποτα». Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι και τα βόδια δίνοντας 50 σίκλους* ασήμι.+ 25 Και ο Δαβίδ έχτισε εκεί θυσιαστήριο+ για τον Ιεχωβά και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες συμμετοχής. Τότε ο Ιεχωβά ανταποκρίθηκε στην ικεσία για τη χώρα,+ και η μάστιγα εναντίον του Ισραήλ σταμάτησε.
Ή αλλιώς «την εξόντωση».
Ή αλλιώς «επειδή όλη η ψυχή μου είναι ακόμη μέσα μου».
Ή αλλιώς «διάδημα».
Ή αλλιώς «το ακόλουθο πένθιμο άσμα».
Ή αλλιώς «ευάρεστοι».
Κυριολεκτικά «Ο αριθμός των ημερών».
Ή αλλιώς «ας αγωνιστούν».
Σημαίνει «χωράφι μαχαιριών από πυρόλιθο».
Ή πιθανώς «μέσα από όλη τη Βιθρών».
Κυριολεκτικά «Κεφάλι σκύλου».
Ή αλλιώς «συμφωνία».
Κυριολεκτικά «και δες! το χέρι μου είναι μαζί σου».
Ή αλλιώς «επιθυμεί η ψυχή σου».
Κυριολεκτικά «εξαιτίας του αίματος του».
Ίσως αναφέρεται σε ανάπηρο άντρα που αναγκαζόταν να κάνει γυναικείες δουλειές.
Κυριολεκτικά «χαλκό».
Κυριολεκτικά «γιων της αδικίας».
Ή αλλιώς «ψωμί πένθους».
Κυριολεκτικά «τα χέρια του ατόνησαν».
Ή αλλιώς «κουτσό».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «απολύτρωσε την ψυχή μου».
Ή αλλιώς «εξ αίματος συγγενείς σου».
Κυριολεκτικά «αυτός που οδηγούσε έξω και έφερνε μέσα τον Ισραήλ».
Ή αλλιώς «στην ψυχή του Δαβίδ».
Ή πιθανώς «και το ονόμασε».
Ή αλλιώς «το Μιλλώ». Εβραϊκός όρος που σημαίνει «γεμίζω».
Ή αλλιώς «ανάκτορο».
Σημαίνει «κύριος των διασπάσεων».
Ή πιθανώς «ανάμεσα στα».
Ή αλλιώς «αναστατώθηκε».
Σημαίνει «ξέσπασμα εναντίον του Ουζά».
Κυριολεκτικά «ζωσμένος».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό του».
Κυριολεκτικά «περπατούσα».
Κυριολεκτικά «γιους του Ισραήλ».
Κυριολεκτικά «θα εκκόψω».
Ή αλλιώς «δυναστεία».
Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».
Κυριολεκτικά «αυτόν που θα βγει από τα σπλάχνα σου».
Ή πιθανώς «γιων του Αδάμ».
Ή αλλιώς «νόμο».
Ή αλλιώς «με το θέλημά σου».
Ή αλλιώς «δυναστεία».
Κυριολεκτικά «βρήκε την καρδιά του».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Κυριολεκτικά «έγιναν ιερείς».
Ή αλλιώς «είναι κουτσός».
Κυριολεκτικά «θα τρως ψωμί».
Κυριολεκτικά «το πρόσωπό σου».
Ή πιθανώς «στο τραπέζι μου».
Ή αλλιώς «όσια αγάπη».
Κυριολεκτικά «είχαν γίνει δυσωδία».
Ή αλλιώς «τους άντρες της Τωβ».
Ή αλλιώς «τους άντρες της Τωβ».
Κυριολεκτικά «στο χέρι».
Δηλαδή του Ευφράτη.
Δηλαδή την άνοιξη.
Ή αλλιώς «Αργά κάποιο απόγευμα».
Ή αλλιώς «του βασιλικού ανακτόρου».
Πιθανώς την εμμηνορροϊκή ακαθαρσία της.
Κυριολεκτικά «να πλύνεις τα πόδια σου».
Ή αλλιώς «η μερίδα του βασιλιά», δηλαδή η μερίδα που έστελνε ο οικοδεσπότης στον τιμώμενο επισκέπτη.
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Κυριολεκτικά «ήταν κακό στα μάτια του».
Ή αλλιώς «σε έναν συνάνθρωπό σου».
Κυριολεκτικά «στα μάτια αυτού του ήλιου».
Κυριολεκτικά «μπροστά στον ήλιο».
Ή αλλιώς «αφήνει την αμαρτία σου να παρέλθει».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό του».
Από μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «ειρήνη».
Σημαίνει «αγαπητός του Γιαχ».
Ή αλλιώς «την πόλη του βασιλείου».
Πιθανώς αναφέρεται στις πηγές υδροδότησης της πόλης.
Κυριολεκτικά «και το όνομά μου θα κληθεί πάνω της».
Το τάλαντο ισοδυναμούσε με 34,2 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «το ψωμί της παρηγοριάς».
Κυριολεκτικά «πίτες σε σχήμα καρδιάς».
Ή αλλιώς «το ψωμί της παρηγοριάς».
Ή αλλιώς «το ψωμί της παρηγοριάς».
Ή αλλιώς «στολισμένο».
Κυριολεκτικά «Ας μη βάλει στην καρδιά του».
Ή αλλιώς «είχε παρηγορηθεί για».
Κυριολεκτικά «έβαλε τα λόγια στο στόμα της».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Δηλαδή την τελευταία ελπίδα για απογόνους.
Κυριολεκτικά «υπόλοιπο».
Ή αλλιώς «ψυχές».
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «κανείς δεν μπορεί να πάει αριστερά ή δεξιά από όσα».
Κυριολεκτικά «έβαλε τα λόγια στο στόμα της υπηρέτριάς σου».
Περίπου 2,3 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ίσως πρόκειται για μια σταθερή μονάδα μέτρησης βάρους που φυλασσόταν στο βασιλικό ανάκτορο και διέφερε από τον κοινό σίκλο.
Ή πιθανώς «40 χρόνια».
Ή αλλιώς «θα λατρέψω τον». Κυριολεκτικά «θα αποδώσω υπηρεσία στον».
Ή αλλιώς «το ανάκτορό του».
Ή αλλιώς «περνούσαν απέναντι».
Ή αλλιώς «περνούσαν απέναντι μπροστά από το πρόσωπο του βασιλιά».
Ή αλλιώς «στον ανήφορο».
Ή αλλιώς «έμπιστος».
Κυρίως σύκα αλλά ίσως και χουρμάδες.
Ή αλλιώς «εγγονός».
Κυριολεκτικά «Τι σχέση έχω εγώ με εσάς».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «έμπιστος».
Ή αλλιώς «όσια αγάπη σου».
Ή αλλιώς «το ανάκτορό του».
Κυριολεκτικά «έγινες δυσωδία».
Ή αλλιώς «ήταν όπως όταν κάποιος ρωτούσε να μάθει».
Ή αλλιώς «άτονος και στα δύο χέρια».
Ή αλλιώς «είναι πικραμένοι στην ψυχή».
Ή αλλιώς «κάποιον λάκκο· κάποιο φαράγγι».
Ή αλλιώς «είχε προστάξει να ανατραπεί η».
Ή πιθανώς «στις έρημες πεδιάδες».
Κυριολεκτικά «να μην καταβροχθιστεί».
Κυριολεκτικά «αγελαδινά τυροπήγματα».
Κυριολεκτικά «το χέρι».
Κυριολεκτικά «δεν θα προσηλώσουν την καρδιά τους σε».
Κυριολεκτικά «μεταξύ ουρανού και γης».
Κυριολεκτικά «αν ζύγιζαν στις παλάμες μου».
Ή αλλιώς «Αν φερόμουν δόλια εναντίον της ψυχής του».
Ή πιθανώς «τρία ακόντια». Κυριολεκτικά «τρία ραβδιά».
Κυριολεκτικά «της περιφέρειας».
Κυριολεκτικά «σήκωσαν το χέρι τους».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Κυριολεκτικά «μίλησε στην καρδιά των υπηρετών σου».
Δηλαδή εκείνοι που είχαν υποστηρίξει τον Αβεσσαλώμ.
Ή αλλιώς «εξ αίματος συγγενείς μου».
Κυριολεκτικά «Έκαμψε».
Ή πιθανώς «Αυτοί».
Κυριολεκτικά «με ειρήνη».
Ή πιθανώς «ήρθε από την».
Κυριολεκτικά «με ειρήνη».
Κυριολεκτικά «ημέρες ετών».
Ή αλλιώς «Τα λόγια όμως των αντρών του Ιούδα ήταν πιο σκληρά από τα λόγια των αντρών του Ισραήλ».
Ή πιθανώς «στις σκηνές».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό του».
Κυριολεκτικά «Αυτοί».
Κυριολεκτικά «να καταπιείς».
Κυριολεκτικά «σήκωσε το χέρι του».
Κυριολεκτικά «έγινε ιερέας».
Κυριολεκτικά «θα τους αφήσουμε εκτεθειμένους», δηλαδή με σπασμένα χέρια και πόδια.
Ή πιθανώς «Μεράβ».
Ή πιθανώς «κτηματίες».
Κυριολεκτικά «ήταν εκτεθειμένοι».
Περίπου 3,42 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «ο ισχυρός σωτήρας μου».
Ή αλλιώς «το ασφαλές ύψωμά μου».
Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «του ανέμου».
Ή αλλιώς «ευρύχωρο».
Κυριολεκτικά «καθαρότητα».
Ή πιθανώς «ενεργείς σαν κουτός», δηλαδή με τρόπο που φαίνεται παράλογος στον ανέντιμο.
Ή αλλιώς «οι αστράγαλοί μου».
Ή αλλιώς «Θα μου δώσεις τον αυχένα των εχθρών μου».
Κυριολεκτικά «θα κατασιωπήσω».
Κυριολεκτικά «στο άκουσμα του αφτιού, θα με υπακούν».
Ή αλλιώς «θα σβήνουν».
Ή αλλιώς «θα παίζω μουσική».
Ή αλλιώς «δίνει μεγάλες νίκες στον».
Κυριολεκτικά «το σπέρμα».
Ή αλλιώς «ο ευχάριστος».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «καταυλισμός».
Ή αλλιώς «ψυχής».
Κυριολεκτικά «γιος γενναίου ανθρώπου».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «όταν ο Δαβίδ υποκινήθηκε».
Ή αλλιώς «νότια».
Ή αλλιώς «κοιλάδας του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «ένιωσε τύψεις συνείδησης».
Ή αλλιώς «λυπήθηκε».
Κυριολεκτικά «ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια του».
Κυριολεκτικά «σου τα δίνει ο Ορνά».
Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.