Γένεση
1 Στην αρχή+ ο Θεός+ δημιούργησε+ τους ουρανούς και τη γη.+
2 Η δε γη ήταν άμορφη και έρημη και υπήρχε σκοτάδι πάνω στην επιφάνεια των υδάτινων βαθών·+ και η ενεργός δύναμη του Θεού περιφερόταν+ πάνω από την επιφάνεια των νερών.+
3 Και είπε ο Θεός:+ «Ας γίνει φως». Και έγινε φως.+ 4 Έπειτα από αυτό, ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό, και ο Θεός έκανε να υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.+ 5 Και ο Θεός ονόμασε το φως Ημέρα,+ ενώ το σκοτάδι το ονόμασε Νύχτα.+ Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, πρώτη ημέρα.
6 Και είπε ο Θεός: «Ας γίνει ένα εκπέτασμα+ ανάμεσα στα νερά και ας υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα στα νερά και στα νερά».+ 7 Τότε ο Θεός άρχισε να κάνει το εκπέτασμα και να διαχωρίζει τα νερά που έπρεπε να είναι κάτω από το εκπέτασμα από τα νερά που έπρεπε να είναι πάνω από το εκπέτασμα.+ Και έγινε έτσι. 8 Και ο Θεός ονόμασε το εκπέτασμα Ουρανό.+ Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, δεύτερη ημέρα.
9 Και είπε ο Θεός: «Ας συγκεντρωθούν τα νερά που βρίσκονται κάτω από τους ουρανούς σε ένα μέρος και ας εμφανιστεί η ξηρά».+ Και έγινε έτσι. 10 Και την ξηρά ο Θεός την ονόμασε Γη,+ ενώ τη συγκέντρωση των νερών την ονόμασε Θάλασσες.+ Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό.+ 11 Και είπε ο Θεός: «Ας κάνει η γη να φυτρώσει χορτάρι, βλάστηση που κάνει σπόρο,+ καρποφόρα δέντρα που αποδίδουν καρπό κατά τα είδη τους,+ ο σπόρος του οποίου είναι μέσα του,+ πάνω στη γη». Και έγινε έτσι. 12 Και η γη άρχισε να βγάζει χορτάρι, βλάστηση που κάνει σπόρο κατά το είδος της+ και δέντρα που αποδίδουν καρπό, ο σπόρος του οποίου είναι μέσα του κατά το είδος του.+ Τότε ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό. 13 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, τρίτη ημέρα.
14 Και είπε ο Θεός: «Ας γίνουν φωτοδότες στο εκπέτασμα των ουρανών για να διαχωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα·+ και αυτοί θα χρησιμεύουν ως σημεία και για εποχές και για ημέρες και έτη.+ 15 Και αυτοί θα χρησιμεύουν ως φωτοδότες στο εκπέτασμα των ουρανών για να φωτίζουν τη γη».+ Και έγινε έτσι. 16 Και άρχισε ο Θεός να κάνει τους δύο μεγάλους φωτοδότες, το μεγαλύτερο φωτοδότη για να εξουσιάζει την ημέρα και το μικρότερο φωτοδότη για να εξουσιάζει τη νύχτα, καθώς και τα άστρα.+ 17 Ο Θεός, λοιπόν, τους έβαλε στο εκπέτασμα των ουρανών για να φωτίζουν τη γη+ 18 και για να εξουσιάζουν στη διάρκεια της ημέρας και στη διάρκεια της νύχτας και για να διαχωρίζουν το φως από το σκοτάδι.+ Τότε ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό.+ 19 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, τέταρτη ημέρα.
20 Και είπε ο Θεός: «Ας βγάλουν τα νερά πλήθος ζωντανών ψυχών+ και ας πετούν πετούμενα πλάσματα πάνω από τη γη κατά πρόσωπο του εκπετάσματος των ουρανών».+ 21 Και άρχισε ο Θεός να δημιουργεί τα μεγάλα θαλάσσια τέρατα+ και κάθε ζωντανή ψυχή που κινείται,+ τα οποία έβγαλαν τα νερά, κατά τα είδη τους, και κάθε φτερωτό πετούμενο πλάσμα κατά το είδος του.+ Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό. 22 Τότε ο Θεός τα ευλόγησε, λέγοντας: «Να είστε καρποφόρα και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τα νερά στις θαλάσσιες λεκάνες,+ και τα πετούμενα πλάσματα ας πληθυνθούν στη γη». 23 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, πέμπτη ημέρα.
24 Και είπε ο Θεός: «Ας βγάλει η γη+ ζωντανές ψυχές κατά τα είδη τους, κατοικίδια+ ζώα και κινούμενα+ ζώα και θηρία+ της γης κατά το είδος τους». Και έγινε έτσι. 25 Και άρχισε ο Θεός να κάνει τα θηρία της γης κατά το είδος τους και τα κατοικίδια ζώα κατά το είδος τους και κάθε κινούμενο ζώο της γης κατά το είδος του.+ Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό.
26 Και είπε ο Θεός: «Ας κάνουμε+ άνθρωπο κατά την εικόνα μας,+ σύμφωνα με την ομοίωσή μας,+ και ας έχουν σε υποταγή τα ψάρια της θάλασσας και τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών και τα κατοικίδια ζώα και όλη τη γη και κάθε κινούμενο ζώο που κινείται πάνω στη γη».+ 27 Και άρχισε ο Θεός να δημιουργεί τον άνθρωπο κατά την εικόνα του· κατά την εικόνα του Θεού τον δημιούργησε·+ αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.+ 28 Επιπλέον, τους ευλόγησε+ ο Θεός και τους είπε ο Θεός: «Να είστε καρποφόροι+ και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τη γη και να την καθυποτάξετε+ και να έχετε σε υποταγή+ τα ψάρια της θάλασσας και τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών και κάθε ζωντανό πλάσμα που κινείται πάνω στη γη».
29 Και είπε ο Θεός: «Δείτε! Σας έδωσα όλη τη βλάστηση που κάνει σπόρο, η οποία είναι στην επιφάνεια ολόκληρης της γης, και κάθε δέντρο με καρπό δέντρου ο οποίος κάνει σπόρο.+ Σε εσάς ας χρησιμεύει ως τροφή.+ 30 Και σε κάθε θηρίο της γης και σε κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών και σε καθετί που κινείται πάνω στη γη, στο οποίο υπάρχει ζωή ως ψυχή, [έδωσα] όλη τη χλωρή βλάστηση για τροφή».+ Και έγινε έτσι.
31 Έπειτα από αυτό, ο Θεός είδε καθετί που είχε κάνει, και ήταν πολύ καλό.+ Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, έκτη ημέρα.
2 Έτσι λοιπόν, ολοκληρώθηκαν οι ουρανοί και η γη και όλο το στράτευμά τους.+ 2 Και μέχρι την έβδομη ημέρα ο Θεός ολοκλήρωσε το έργο του που είχε κάνει και άρχισε να αναπαύεται την έβδομη ημέρα από όλο το έργο του που είχε κάνει.+ 3 Και ο Θεός ευλόγησε την έβδομη ημέρα και την κατέστησε ιερή, επειδή σε αυτήν έχει αναπαυτεί από όλο το έργο του, το οποίο δημιούργησε ο Θεός ώστε να το φτιάξει.+
4 Αυτή είναι η ιστορία των ουρανών και της γης τον καιρό που δημιουργήθηκαν, την ημέρα που ο Ιεχωβά Θεός έκανε τη γη και τον ουρανό.+
5 Και δεν βρισκόταν ακόμη θάμνος του αγρού στη γη και δεν βλάστανε ακόμη βλάστηση του αγρού, επειδή ο Ιεχωβά Θεός δεν είχε φέρει βροχή+ πάνω στη γη και δεν υπήρχε άνθρωπος για να καλλιεργεί τη γη. 6 Αλλά αχνός+ ανέβαινε από τη γη και πότιζε ολόκληρη την επιφάνεια της γης.+
7 Και ο Ιεχωβά Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα+ της γης+ και φύσηξε στα ρουθούνια του την πνοή της ζωής,+ και ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ψυχή.+ 8 Επιπλέον, ο Ιεχωβά Θεός φύτεψε έναν κήπο στην Εδέμ,+ προς τα ανατολικά, και έβαλε εκεί τον άνθρωπο που είχε πλάσει.+ 9 Και ο Ιεχωβά Θεός έκανε να βλαστήσει από το έδαφος κάθε δέντρο επιθυμητό στην όραση και καλό για τροφή, καθώς και το δέντρο της ζωής+ στη μέση του κήπου και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.+
10 Έβγαινε, λοιπόν, ένας ποταμός από την Εδέμ για να ποτίζει τον κήπο, και από εκεί χωριζόταν σε τέσσερα παρακλάδια. 11 Το όνομα του πρώτου είναι Φισών· είναι αυτός που περιβάλλει ολόκληρη τη γη Αβιλά,+ όπου υπάρχει χρυσάφι. 12 Και το χρυσάφι εκείνης της γης είναι καλό.+ Εκεί υπάρχει επίσης το βδέλλιο+ και η πέτρα του όνυχα.+ 13 Και το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιών· είναι αυτός που περιβάλλει ολόκληρη τη γη του Χους. 14 Και το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Χιδδέκελ·+ είναι αυτός που πηγαίνει προς τα ανατολικά της Ασσυρίας.+ Και ο τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης.+
15 Και ο Ιεχωβά Θεός πήρε τον άνθρωπο και τον εγκατέστησε στον κήπο της Εδέμ+ για να τον καλλιεργεί και να τον φροντίζει.+ 16 Και ο Ιεχωβά Θεός έδωσε επίσης την εξής εντολή στον άνθρωπο: «Από κάθε δέντρο του κήπου μπορείς να τρως μέχρι να χορτάσεις.+ 17 Αλλά από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν πρέπει να φας, γιατί την ημέρα που θα φας από αυτό οπωσδήποτε θα πεθάνεις».+
18 Και είπε ο Ιεχωβά Θεός: «Δεν είναι καλό να παραμένει ο άνθρωπος μόνος. Θα κάνω για αυτόν έναν βοηθό, ως συμπλήρωμά του».+ 19 Ο Ιεχωβά Θεός, λοιπόν, έπλασε από τη γη κάθε θηρίο του αγρού και κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών και άρχισε να τα φέρνει στον άνθρωπο για να δει πώς θα ονόμαζε το καθένα· και όπως ονόμαζε ο άνθρωπος κάθε ζωντανή ψυχή,+ αυτό ήταν το όνομά της.+ 20 Και ο άνθρωπος καλούσε τα ονόματα όλων των κατοικίδιων ζώων και των πετούμενων πλασμάτων των ουρανών και κάθε θηρίου του αγρού, αλλά για τον άνθρωπο δεν βρισκόταν βοηθός ως συμπλήρωμά του. 21 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά Θεός έριξε τον άνθρωπο σε βαθύ ύπνο+ και, ενόσω αυτός κοιμόταν, πήρε ένα από τα πλευρά του και κατόπιν έκλεισε τη σάρκα πάνω από αυτό. 22 Και ο Ιεχωβά Θεός κατασκεύασε από το πλευρό που είχε πάρει από τον άνθρωπο μια γυναίκα και την έφερε στον άνθρωπο.+
23 Τότε ο άνθρωπος είπε:
«Αυτό είναι επιτέλους οστό από τα οστά μου
Και σάρκα από τη σάρκα μου.+
Αυτή θα ονομαστεί Ανδρίς
Επειδή από τον άντρα πάρθηκε».+
24 Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του+ και θα προσκολληθεί στη σύζυγό του και θα γίνουν μία σάρκα.+ 25 Ήταν δε και οι δύο γυμνοί,+ ο άνθρωπος και η σύζυγός του, και εντούτοις δεν ντρέπονταν.+
3 Το φίδι+ ήταν το πιο προσεκτικό+ από όλα τα θηρία του αγρού που είχε κάνει ο Ιεχωβά Θεός.+ Αυτό άρχισε, λοιπόν, να λέει στη γυναίκα:+ «Είπε πράγματι ο Θεός ότι δεν πρέπει να τρώτε από κάθε δέντρο του κήπου;»+ 2 Τότε η γυναίκα είπε στο φίδι: «Από τον καρπό των δέντρων του κήπου μπορούμε να τρώμε.+ 3 Ωστόσο, για το αν θα τρώμε από τον καρπό του δέντρου που είναι στη μέση του κήπου,+ ο Θεός είπε: “Δεν πρέπει να φάτε από αυτό ούτε και να το αγγίξετε για να μην πεθάνετε”».+ 4 Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Οπωσδήποτε δεν θα πεθάνετε.+ 5 Διότι ο Θεός γνωρίζει πως, την ίδια ημέρα που θα φάτε από αυτό, είναι βέβαιο ότι τα μάτια σας θα ανοιχτούν και εσείς θα γίνετε σαν τον Θεό, γνωρίζοντας το καλό και το κακό».+
6 Και η γυναίκα είδε ότι το δέντρο ήταν καλό για τροφή και ότι ήταν κάτι ποθητό στα μάτια, ναι, το δέντρο ήταν επιθυμητό να το βλέπει κανείς.+ Πήρε, λοιπόν, από τον καρπό του και έφαγε. Ύστερα έδωσε και στο σύζυγό της, όταν ήταν μαζί της, και αυτός έφαγε.+ 7 Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια και των δύο και συνειδητοποίησαν ότι ήταν γυμνοί.+ Γι’ αυτό, έραψαν φύλλα συκιάς και έφτιαξαν καλύμματα για την οσφύ τους.+
8 Αργότερα άκουσαν τη φωνή του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος περπατούσε στον κήπο κατά το διάστημα της ημέρας που φυσάει το αεράκι,+ και ο άνθρωπος και η σύζυγός του κρύφτηκαν από το πρόσωπο του Ιεχωβά Θεού ανάμεσα στα δέντρα του κήπου.+ 9 Και ο Ιεχωβά Θεός φώναζε τον άνθρωπο και του έλεγε: «Πού είσαι;»+ 10 Τελικά αυτός είπε: «Τη φωνή σου άκουσα στον κήπο, αλλά φοβήθηκα επειδή ήμουν γυμνός και γι’ αυτό κρύφτηκα».+ 11 Τότε εκείνος είπε: «Ποιος σου είπε ότι ήσουν γυμνός;+ Μήπως έφαγες από το δέντρο από το οποίο σου έδωσα εντολή να μη φας;»+ 12 Και ο άνθρωπος είπε: «Η γυναίκα που μου έδωσες να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε καρπό από το δέντρο και έφαγα».+ 13 Τότε ο Ιεχωβά Θεός είπε στη γυναίκα: «Τι είναι αυτό που έκανες;» Και η γυναίκα απάντησε: «Το φίδι—αυτό με απάτησε και έφαγα».+
14 Και ο Ιεχωβά Θεός είπε στο φίδι:+ «Επειδή έκανες αυτό το πράγμα, εσύ είσαι το καταραμένο ανάμεσα σε όλα τα κατοικίδια ζώα και σε όλα τα θηρία του αγρού. Με την κοιλιά σου θα προχωρείς και χώμα θα τρως όλες τις ημέρες της ζωής σου.+ 15 Και εγώ+ θα βάλω έχθρα+ ανάμεσα σε εσένα+ και στη γυναίκα+ και ανάμεσα στο σπέρμα σου+ και στο σπέρμα της.+ Εκείνος+ θα σε+ πλήξει στο κεφάλι+ και εσύ+ θα τον πλήξεις+ στη φτέρνα».+
16 Στη γυναίκα είπε: «Θα αυξήσω πολύ τον πόνο της εγκυμοσύνης σου·+ με πόνους θα γεννάς παιδιά+ και η λαχτάρα σου θα είναι για το σύζυγό σου και αυτός θα σε εξουσιάζει».+
17 Και στον Αδάμ είπε: «Επειδή άκουσες τη φωνή της συζύγου σου και έφαγες από το δέντρο σχετικά με το οποίο εγώ σου έδωσα την εντολή+ “Δεν πρέπει να φας από αυτό”, καταραμένη είναι η γη εξαιτίας σου.+ Με πόνο θα τρως τα προϊόντα της όλες τις ημέρες της ζωής σου.+ 18 Και αγκάθια και τριβόλια θα σου βλαστάνει,+ και εσύ θα τρως τη βλάστηση του αγρού. 19 Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως ψωμί μέχρι να επιστρέψεις στη γη, γιατί από αυτήν πάρθηκες.+ Διότι χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις».+
20 Έπειτα από αυτό, ο Αδάμ κάλεσε το όνομα της συζύγου του Εύα,+ επειδή αυτή θα γινόταν η μητέρα όλων όσων είναι ζωντανοί.+ 21 Και ο Ιεχωβά Θεός έφτιαξε μακριά ενδύματα από δέρμα για τον Αδάμ και για τη σύζυγό του και τους έντυσε.+ 22 Και είπε ο Ιεχωβά Θεός: «Ο άνθρωπος έγινε σαν ένας από εμάς στο να γνωρίζει το καλό και το κακό·+ και τώρα για να μην απλώσει το χέρι του και πάρει καρπό και από το δέντρο της ζωής+ και φάει και ζήσει στον αιώνα,—» 23 Τότε ο Ιεχωβά Θεός τον έβγαλε έξω από τον κήπο της Εδέμ+ για να καλλιεργεί τη γη από την οποία είχε παρθεί.+ 24 Και έτσι έδιωξε τον άνθρωπο και τοποθέτησε στα ανατολικά του κήπου της Εδέμ+ τα χερουβείμ+ και τη φλογερή λεπίδα ενός σπαθιού που περιστρεφόταν συνεχώς για να φυλάνε το δρόμο προς το δέντρο της ζωής.
4 Και ο Αδάμ είχε σχέσεις με την Εύα τη σύζυγό του και αυτή έμεινε έγκυος.+ Με τον καιρό γέννησε τον Κάιν+ και είπε: «Έφερα σε ύπαρξη έναν άνθρωπο με τη βοήθεια του Ιεχωβά».+ 2 Αργότερα γέννησε πάλι, τον αδελφό του τον Άβελ.+
Και ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων,+ αλλά ο Κάιν έγινε καλλιεργητής της γης.+ 3 Και αφού πέρασε κάποιος καιρός, έφερε ο Κάιν μερικούς καρπούς της γης+ ως προσφορά στον Ιεχωβά.+ 4 Ο δε Άβελ, έφερε και αυτός μερικά πρωτότοκα+ του ποιμνίου του, και μάλιστα τα κομμάτια του πάχους τους.+ Και ενώ ο Ιεχωβά έβλεπε με εύνοια τον Άβελ και την προσφορά του,+ 5 δεν είδε με καμιά εύνοια τον Κάιν και τη δική του προσφορά.+ Και ο Κάιν άναψε από μεγάλο θυμό+ και η όψη του κατσούφιασε. 6 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Κάιν: «Γιατί έχεις ανάψει από θυμό και γιατί κατσούφιασε η όψη σου; 7 Αν στραφείς στο να κάνεις το καλό, δεν θα υπάρξει εξύψωση;+ Αλλά αν δεν στραφείς στο να κάνεις το καλό, η αμαρτία κάθεται συσπειρωμένη στην είσοδο, και εσένα λαχταράει·+ και εσύ θα της επιβληθείς άραγε;»+
8 Έπειτα από αυτό, ο Κάιν είπε στον Άβελ τον αδελφό του: [«Ας πάμε στον αγρό»]. Ενόσω, λοιπόν, βρίσκονταν στον αγρό, επιτέθηκε ο Κάιν στον Άβελ τον αδελφό του και τον σκότωσε.+ 9 Αργότερα ο Ιεχωβά είπε στον Κάιν: «Πού είναι ο Άβελ ο αδελφός σου;»+ και εκείνος είπε: «Δεν ξέρω. Φύλακας του αδελφού μου είμαι εγώ;»+ 10 Τότε αυτός είπε: «Τι έκανες; Άκου! Το αίμα του αδελφού σου κραυγάζει προς εμένα από τη γη.+ 11 Και τώρα είσαι καταραμένος να εκτοπιστείς από αυτή τη γη,+ η οποία άνοιξε το στόμα της για να δεχτεί το αίμα του αδελφού σου που χύθηκε από το χέρι σου.+ 12 Όταν καλλιεργείς τη γη, αυτή δεν θα σου αποδίδει τη δύναμή της.+ Περιπλανώμενος και φυγάς θα γίνεις στη γη».+ 13 Τότε ο Κάιν είπε στον Ιεχωβά: «Η τιμωρία για το σφάλμα μου είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορώ να τη βαστάξω. 14 Με διώχνεις αυτή την ημέρα από την επιφάνεια της γης, και από το πρόσωπό σου θα κρύβομαι·+ και θα γίνω περιπλανώμενος+ και φυγάς πάνω στη γη και είναι σίγουρο ότι όποιος με βρει θα με σκοτώσει».+ 15 Τότε ο Ιεχωβά τού είπε: «Γι’ αυτόν το λόγο, όποιος σκοτώσει τον Κάιν θα υποστεί εκδίκηση εφτά φορές».+
Και έτσι ο Ιεχωβά όρισε ένα σημείο για τον Κάιν, ώστε όποιος τον βρει να μην τον πατάξει.+ 16 Τότε ο Κάιν έφυγε από το πρόσωπο του Ιεχωβά+ και κατοίκησε στη γη της Φυγής στα ανατολικά της Εδέμ.
17 Μετά ο Κάιν είχε σχέσεις με τη σύζυγό του+ και αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε τον Ενώχ. Κατόπιν εκείνος ασχολήθηκε με το χτίσιμο μιας πόλης και κάλεσε το όνομα της πόλης με το όνομα του γιου του, του Ενώχ.+ 18 Αργότερα γεννήθηκε στον Ενώχ ο Ιράδ. Και ο Ιράδ έγινε πατέρας του Μεχουιαήλ και ο Μεχουιαήλ έγινε πατέρας του Μαθουσαήλ και ο Μαθουσαήλ έγινε πατέρας του Λάμεχ.
19 Και ο Λάμεχ πήρε δύο συζύγους. Το όνομα της πρώτης ήταν Αδά και το όνομα της δεύτερης ήταν Ζιλλά. 20 Με τον καιρό η Αδά γέννησε τον Ιαβάλ. Αυτός υπήρξε ο πρώτος από εκείνους που κατοικούν σε σκηνές+ και έχουν ζωντανά.+ 21 Και το όνομα του αδελφού του ήταν Ιουβάλ. Αυτός υπήρξε ο πρώτος από όλους εκείνους που χειρίζονται την άρπα+ και τη φλογέρα.+ 22 Η δε Ζιλλά, γέννησε και αυτή τον Θουβάλ-κάιν, το σφυρηλάτη κάθε είδους χάλκινου και σιδερένιου εργαλείου.+ Και αδελφή του Θουβάλ-κάιν ήταν η Νααμά. 23 Ο Λάμεχ, λοιπόν, συνέθεσε αυτά τα λόγια για τις συζύγους του Αδά και Ζιλλά:
«Ακούστε τη φωνή μου, σύζυγοι του Λάμεχ·
Δώστε ακρόαση στα λόγια μου:
Έναν άντρα σκότωσα επειδή με τραυμάτισε,
Ναι, έναν νέο άντρα επειδή με χτύπησε.
25 Και ο Αδάμ είχε πάλι σχέσεις με τη σύζυγό του και έτσι αυτή γέννησε έναν γιο και κάλεσε το όνομά του Σηθ,+ επειδή, όπως είπε: «Ο Θεός όρισε για εμένα άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, επειδή εκείνον τον σκότωσε ο Κάιν».+ 26 Και στον Σηθ επίσης γεννήθηκε ένας γιος και αυτός κάλεσε το όνομά του Ενώς.+ Εκείνον τον καιρό έγινε αρχή να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά.+
5 Αυτό είναι το βιβλίο της ιστορίας του Αδάμ. Την ημέρα που ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ τον έκανε κατά την ομοίωση του Θεού.+ 2 Αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.+ Έπειτα τους ευλόγησε και κάλεσε το όνομά τους Άνθρωπο+ την ημέρα που δημιουργήθηκαν.+
3 Και ο Αδάμ έζησε εκατόν τριάντα χρόνια και έγινε πατέρας ενός γιου που ήταν κατά την ομοίωσή του, κατά την εικόνα του, και κάλεσε το όνομά του Σηθ.+ 4 Και οι ημέρες του Αδάμ, αφού έγινε πατέρας του Σηθ, έφτασαν τα οχτακόσια χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.+ 5 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Αδάμ, τις οποίες έζησε, έφτασαν τα εννιακόσια τριάντα χρόνια, και πέθανε.+
6 Και ο Σηθ έζησε εκατόν πέντε χρόνια και έγινε πατέρας του Ενώς.+ 7 Και αφού έγινε πατέρας του Ενώς, ο Σηθ έζησε άλλα οχτακόσια εφτά χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 8 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Σηθ έφτασαν τα εννιακόσια δώδεκα χρόνια, και πέθανε.
9 Και ο Ενώς έζησε ενενήντα χρόνια και έγινε πατέρας του Κενάν.+ 10 Και αφού έγινε πατέρας του Κενάν, ο Ενώς έζησε άλλα οχτακόσια δεκαπέντε χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 11 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Ενώς έφτασαν τα εννιακόσια πέντε χρόνια, και πέθανε.
12 Και ο Κενάν έζησε εβδομήντα χρόνια και έγινε πατέρας του Μααλαλήλ.+ 13 Και αφού έγινε πατέρας του Μααλαλήλ, ο Κενάν έζησε άλλα οχτακόσια σαράντα χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 14 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Κενάν έφτασαν τα εννιακόσια δέκα χρόνια, και πέθανε.
15 Και ο Μααλαλήλ έζησε εξήντα πέντε χρόνια και έγινε πατέρας του Ιάρεδ.+ 16 Και αφού έγινε πατέρας του Ιάρεδ, ο Μααλαλήλ έζησε άλλα οχτακόσια τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 17 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Μααλαλήλ έφτασαν τα οχτακόσια ενενήντα πέντε χρόνια, και πέθανε.
18 Και ο Ιάρεδ έζησε εκατόν εξήντα δύο χρόνια και έγινε πατέρας του Ενώχ.+ 19 Και αφού έγινε πατέρας του Ενώχ, ο Ιάρεδ έζησε άλλα οχτακόσια χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 20 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Ιάρεδ έφτασαν τα εννιακόσια εξήντα δύο χρόνια, και πέθανε.
21 Και ο Ενώχ έζησε εξήντα πέντε χρόνια και έγινε πατέρας του Μαθουσάλα.+ 22 Και αφού έγινε πατέρας του Μαθουσάλα, ο Ενώχ συνέχισε να περπατάει με τον αληθινό Θεό τριακόσια χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 23 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Ενώχ έφτασαν τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια. 24 Και ο Ενώχ περπατούσε+ με τον αληθινό Θεό.+ Κατόπιν δεν υπήρχε πια, γιατί τον πήρε ο Θεός.+
25 Και ο Μαθουσάλα έζησε εκατόν ογδόντα εφτά χρόνια και έγινε πατέρας του Λάμεχ.+ 26 Και αφού έγινε πατέρας του Λάμεχ, ο Μαθουσάλα έζησε άλλα εφτακόσια ογδόντα δύο χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 27 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Μαθουσάλα έφτασαν τα εννιακόσια εξήντα εννιά χρόνια, και πέθανε.
28 Και ο Λάμεχ έζησε εκατόν ογδόντα δύο χρόνια και έγινε πατέρας ενός γιου. 29 Και κάλεσε το όνομά του Νώε,+ λέγοντας: «Αυτός θα μας φέρει παρηγοριά όσον αφορά την εργασία μας και τον πόνο των χεριών μας που έχουμε εξαιτίας της γης, την οποία καταράστηκε ο Ιεχωβά».+ 30 Και αφού έγινε πατέρας του Νώε, ο Λάμεχ έζησε άλλα πεντακόσια ενενήντα πέντε χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 31 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Λάμεχ έφτασαν τα εφτακόσια εβδομήντα εφτά χρόνια, και πέθανε.
32 Και ο Νώε έγινε πεντακοσίων χρονών. Έπειτα ο Νώε έγινε πατέρας του Σημ,+ του Χαμ+ και του Ιάφεθ.+
6 Και όταν οι άνθρωποι άρχισαν να αυξάνονται αριθμητικά πάνω στην επιφάνεια της γης, και γεννήθηκαν κόρες σε αυτούς,+ 2 τότε οι γιοι του αληθινού Θεού+ άρχισαν να παρατηρούν+ τις κόρες των ανθρώπων, ότι ήταν όμορφες· και άρχισαν να παίρνουν συζύγους—όλες όσες διάλεξαν. 3 Έπειτα από αυτό, ο Ιεχωβά είπε: «Το πνεύμα+ μου δεν θα ενεργεί προς τον άνθρωπο επ’ άπειρον+ καθόσον αυτός είναι επίσης σάρκα.+ Οι ημέρες του, λοιπόν, θα φτάσουν τα εκατόν είκοσι χρόνια».+
4 Οι Νεφιλείμ ήταν στη γη εκείνες τις ημέρες, και επίσης έπειτα από αυτό, όταν οι γιοι του αληθινού Θεού συνέχισαν να έχουν σχέσεις με τις κόρες των ανθρώπων και αυτές τους γέννησαν γιους, αυτοί ήταν οι κραταιοί της αρχαιότητας, οι άντρες οι φημισμένοι.
5 Ο Ιεχωβά, λοιπόν, είδε ότι η κακία του ανθρώπου ήταν άφθονη στη γη και ότι κάθε τάση+ των σκέψεων της καρδιάς του ήταν μόνο κακή όλο τον καιρό.+ 6 Και ο Ιεχωβά μεταμελήθηκε+ που είχε κάνει τους ανθρώπους στη γη και ένιωσε λύπη στην καρδιά του.+ 7 Γι’ αυτό ο Ιεχωβά είπε: «Θα εξαλείψω τους ανθρώπους, τους οποίους δημιούργησα,+ από την επιφάνεια της γης, από άνθρωπο μέχρι κατοικίδιο ζώο, μέχρι κινούμενο ζώο και μέχρι πετούμενο πλάσμα των ουρανών,+ επειδή μεταμελούμαι που τους έκανα».+ 8 Αλλά ο Νώε βρήκε εύνοια στα μάτια του Ιεχωβά.
9 Αυτή είναι η ιστορία του Νώε.
Ο Νώε ήταν δίκαιος άνθρωπος.+ Αποδείχτηκε άψογος ανάμεσα στους συγχρόνους του. Ο Νώε περπάτησε με τον αληθινό Θεό.+ 10 Με τον καιρό ο Νώε έγινε πατέρας τριών γιων, του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ.+ 11 Και καταστράφηκε η γη ενώπιον του αληθινού Θεού+ και γέμισε η γη βία.+ 12 Είδε, λοιπόν, ο Θεός τη γη, και αυτή ήταν κατεστραμμένη,+ επειδή κάθε σάρκα είχε καταστρέψει την οδό της πάνω στη γη.+
13 Έπειτα από αυτό, ο Θεός είπε στον Νώε: «Το τέλος κάθε σάρκας ήρθε ενώπιόν μου,+ επειδή η γη είναι γεμάτη βία εξαιτίας τους· και εγώ θα τους καταστρέψω μαζί με τη γη.+ 14 Φτιάξε μια κιβωτό από ξύλο ρητινοφόρου δέντρου.+ Θα φτιάξεις διαμερίσματα στην κιβωτό και θα την καλύψεις εσωτερικά και εξωτερικά με πίσσα.+ 15 Και να πώς θα τη φτιάξεις: τριακόσιους πήχεις+ το μήκος της κιβωτού, πενήντα πήχεις το πλάτος της και τριάντα πήχεις το ύψος της. 16 Θα φτιάξεις ένα τσόχαρ [στέγη· ή παράθυρο] για την κιβωτό και θα την κάνεις να τελειώνει σε ύψος ενός πήχη από το πάνω μέρος, και την είσοδο της κιβωτού θα τη βάλεις στο πλάι·+ θα τη φτιάξεις με κάτω όροφο, δεύτερο όροφο και τρίτο όροφο.
17 »Και εγώ φέρνω τον κατακλυσμό+ των νερών πάνω στη γη για να καταστρέψω κάτω από τους ουρανούς κάθε σάρκα στην οποία είναι ενεργός η δύναμη της ζωής.+ Καθετί που υπάρχει στη γη θα εκπνεύσει.+ 18 Και εγώ θεσπίζω τη διαθήκη μου με εσένα· και εσύ πρέπει να μπεις στην κιβωτό, εσύ και οι γιοι σου και η σύζυγός σου και οι σύζυγοι των γιων σου μαζί σου.+ 19 Και από κάθε ζωντανό πλάσμα κάθε είδους σάρκας,+ δύο από το καθένα, θα φέρεις μέσα στην κιβωτό για να τα διατηρήσεις στη ζωή μαζί σου.+ Αρσενικό και θηλυκό θα είναι. 20 Από τα πετούμενα πλάσματα κατά τα είδη τους και από τα κατοικίδια ζώα κατά τα είδη τους,+ από όλα τα κινούμενα ζώα της γης κατά τα είδη τους, δύο από το καθένα θα μπουν εκεί μαζί σου για να τα διατηρήσεις στη ζωή.+ 21 Και εσύ πάρε κάθε είδους τροφή που τρώγεται·+ και συγκέντρωσέ την και αυτή θα χρησιμεύσει ως τροφή για εσένα και για αυτά».+
22 Και ο Νώε ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Θεός. Ενήργησε έτσι ακριβώς.+
7 Έπειτα ο Ιεχωβά είπε στον Νώε: «Μπες, εσύ και όλο το σπιτικό σου,+ μέσα στην κιβωτό, επειδή εσένα είδα να είσαι δίκαιος ενώπιόν μου ανάμεσα σε αυτή τη γενιά.+ 2 Από κάθε καθαρό ζώο πρέπει να πάρεις από εφτά, το αρσενικό και το ταίρι του·+ και από κάθε ζώο που δεν είναι καθαρό μόνο δύο, το αρσενικό και το ταίρι του· 3 επίσης από τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών από εφτά, αρσενικό και θηλυκό,+ για να διατηρήσεις στη ζωή απογόνους στην επιφάνεια ολόκληρης της γης.+ 4 Διότι μόνο εφτά ημέρες ακόμη και θα φέρω βροχή+ πάνω στη γη σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες·+ και θα εξαλείψω καθετί που υπάρχει, το οποίο έκανα, από την επιφάνεια της γης».+ 5 Και ο Νώε ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά.
6 Και ο Νώε ήταν εξακοσίων χρονών όταν έγινε ο κατακλυσμός των νερών στη γη.+ 7 Μπήκε, λοιπόν, ο Νώε και οι γιοι του και η σύζυγός του και οι σύζυγοι των γιων του μαζί του μέσα στην κιβωτό, πριν αρχίσουν τα νερά του κατακλυσμού.+ 8 Από κάθε καθαρό ζώο και από κάθε ζώο που δεν είναι καθαρό και από τα πετούμενα πλάσματα και από καθετί που κινείται πάνω στη γη,+ 9 μπήκαν από δύο μαζί με τον Νώε μέσα στην κιβωτό, αρσενικό και θηλυκό, ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. 10 Και εφτά ημέρες αργότερα, τα νερά του κατακλυσμού ήρθαν πάνω στη γη.
11 Το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, το δεύτερο μήνα, τη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα, εκείνη την ημέρα όλες οι πηγές των απέραντων υδάτινων βαθών σκίστηκαν και οι πύλες των υδάτων των ουρανών ανοίχτηκαν.+ 12 Και η νεροποντή πάνω στη γη συνεχιζόταν σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες.+ 13 Εκείνη την ημέρα μπήκε ο Νώε και ο Σημ και ο Χαμ και ο Ιάφεθ, οι γιοι του Νώε,+ και η σύζυγος του Νώε και οι τρεις σύζυγοι των γιων του μαζί του, μέσα στην κιβωτό·+ 14 αυτοί και κάθε θηρίο κατά το είδος του,+ και κάθε κατοικίδιο ζώο κατά το είδος του, και κάθε κινούμενο ζώο που κινείται πάνω στη γη κατά το είδος του,+ και κάθε πετούμενο πλάσμα κατά το είδος του,+ κάθε πουλί, κάθε φτερωτό πλάσμα.+ 15 Και πήγαιναν στον Νώε μέσα στην κιβωτό, δύο δύο, από κάθε είδους σάρκα στην οποία ήταν ενεργός η δύναμη της ζωής.+ 16 Και όσα έμπαιναν, αρσενικά και θηλυκά από κάθε είδους σάρκα, έμπαιναν ακριβώς όπως τον είχε διατάξει ο Θεός. Έπειτα από αυτό, ο Ιεχωβά έκλεισε την πόρτα πίσω του.+
17 Και ο κατακλυσμός συνεχιζόταν σαράντα ημέρες πάνω στη γη, και τα νερά αυξάνονταν και άρχισαν να σηκώνουν την κιβωτό και αυτή επέπλεε ψηλά πάνω από τη γη. 18 Και τα νερά έγιναν πλημμύρα και αυξάνονταν πολύ πάνω στη γη, αλλά η κιβωτός κινούνταν πάνω στην επιφάνεια των νερών.+ 19 Και τα νερά πλημμύρισαν τη γη τόσο πολύ ώστε καλύφτηκαν όλα τα ψηλά βουνά, τα οποία ήταν κάτω από ολόκληρο τον ουρανό.+ 20 Μέχρι δεκαπέντε πήχεις τα νερά ξεπέρασαν τα βουνά, και τα βουνά καλύφτηκαν.+
21 Έτσι λοιπόν, εξέπνευσε κάθε σάρκα που κινούνταν πάνω στη γη,+ από τα πετούμενα πλάσματα και από τα κατοικίδια ζώα και από τα θηρία και από όλα τα πολυπληθή πλάσματα που αφθονούσαν πάνω στη γη, και όλοι οι άνθρωποι.+ 22 Καθετί στο οποίο η πνοή της δύναμης της ζωής ήταν ενεργός στα ρουθούνια του, δηλαδή ό,τι υπήρχε στην ξηρά, πέθανε.+ 23 Αυτός, λοιπόν, εξάλειψε καθετί που υπήρχε στην επιφάνεια της γης, από άνθρωπο μέχρι ζώο, μέχρι κινούμενο ζώο και μέχρι πετούμενο πλάσμα των ουρανών, και αυτά εξαλείφθηκαν από τη γη·+ και μόνο ο Νώε και εκείνοι που ήταν μαζί του στην κιβωτό απέμεναν ζωντανοί.+ 24 Και τα νερά συνέχισαν να πλημμυρίζουν τη γη εκατόν πενήντα ημέρες.
8 Έπειτα θυμήθηκε+ ο Θεός τον Νώε και κάθε θηρίο και κάθε κατοικίδιο ζώο που ήταν μαζί του στην κιβωτό,+ και έκανε ο Θεός να περάσει ένας άνεμος πάνω από τη γη και τα νερά άρχισαν να αποτραβιούνται.+ 2 Και οι πηγές των υδάτινων βαθών+ και οι πύλες των υδάτων+ των ουρανών κλείστηκαν, και έτσι εμποδίστηκε η νεροποντή από τους ουρανούς. 3 Και τα νερά άρχισαν να αποσύρονται από τη γη, να αποσύρονται προοδευτικά· και αφού πέρασαν εκατόν πενήντα ημέρες τα νερά είχαν ελαττωθεί.+ 4 Και τον έβδομο μήνα, τη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα, η κιβωτός+ κάθησε στα βουνά του Αραράτ.+ 5 Και τα νερά εξακολούθησαν να λιγοστεύουν προοδευτικά μέχρι το δέκατο μήνα. Το δέκατο μήνα, την πρώτη του μήνα, φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.+
6 Αφού, λοιπόν, πέρασαν σαράντα ημέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο+ της κιβωτού το οποίο είχε φτιάξει. 7 Έπειτα έστειλε ένα κοράκι,+ και αυτό πετούσε έξω, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας, μέχρι που η γη στέγνωσε από τα νερά.
8 Αργότερα έστειλε έξω ένα περιστέρι+ για να δει αν τα νερά είχαν υποχωρήσει από την επιφάνεια της γης. 9 Και το περιστέρι δεν βρήκε κανέναν τόπο ανάπαυσης για το πέλμα του ποδιού του, και γι’ αυτό επέστρεψε προς αυτόν στην κιβωτό επειδή τα νερά ήταν ακόμη πάνω στην επιφάνεια ολόκληρης της γης.+ Τότε εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε και το έφερε μέσα στην κιβωτό. 10 Και περίμενε άλλες εφτά ημέρες και έστειλε πάλι το περιστέρι έξω από την κιβωτό. 11 Αργότερα το περιστέρι ήρθε σε αυτόν περίπου την ώρα που βράδιαζε, και είχε ένα φρεσκοκομμένο φύλλο ελιάς+ στο ράμφος του, και έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι τα νερά είχαν υποχωρήσει από τη γη.+ 12 Και περίμενε άλλες εφτά ημέρες. Κατόπιν έστειλε το περιστέρι, αλλά εκείνο δεν ξαναγύρισε πια σε αυτόν.+
13 Και το εξακοσιοστό πρώτο έτος,+ τον πρώτο μήνα, την πρώτη ημέρα του μήνα, είχε στραγγίσει η γη από τα νερά· και ο Νώε αφαίρεσε το κάλυμμα της κιβωτού και είδε ότι η επιφάνεια της γης είχε στραγγίσει εντελώς.+ 14 Και το δεύτερο μήνα, την εικοστή έβδομη ημέρα του μήνα, η γη είχε στεγνώσει.+
15 Ο Θεός, λοιπόν, μίλησε στον Νώε, λέγοντας: 16 «Βγες από την κιβωτό, εσύ και η σύζυγός σου και οι γιοι σου και οι σύζυγοι των γιων σου μαζί σου.+ 17 Κάθε ζωντανό πλάσμα που είναι μαζί σου από κάθε είδους σάρκα,+ από τα πετούμενα πλάσματα+ και από τα κατοικίδια ζώα+ και από όλα τα κινούμενα ζώα που κινούνται πάνω στη γη,+ βγάλε το έξω μαζί σου, εφόσον αυτά πρέπει να αφθονήσουν στη γη και να είναι καρποφόρα και να πληθυνθούν πάνω στη γη».+
18 Τότε βγήκε ο Νώε, καθώς και οι γιοι του+ και η σύζυγός του και οι σύζυγοι των γιων του μαζί του. 19 Κάθε ζωντανό πλάσμα, κάθε κινούμενο ζώο και κάθε πετούμενο πλάσμα, καθετί που κινείται πάνω στη γη, σύμφωνα με τις οικογένειές τους βγήκαν από την κιβωτό.+ 20 Και ο Νώε έχτισε ένα θυσιαστήριο+ για τον Ιεχωβά και πήρε μερικά από όλα τα καθαρά ζώα+ και από όλα τα καθαρά πετούμενα πλάσματα+ και πρόσφερε ολοκαυτώματα πάνω στο θυσιαστήριο.+ 21 Και μύρισε ο Ιεχωβά κατευναστική οσμή,+ και γι’ αυτό είπε ο Ιεχωβά μέσα στην καρδιά του:+ «Ποτέ ξανά δεν θα καταραστώ τη γη+ εξαιτίας του ανθρώπου, επειδή η τάση+ της καρδιάς του ανθρώπου είναι κακή από τη νεότητά του·+ και ποτέ ξανά δεν θα πλήξω κάθε ζωντανό πλάσμα όπως έκανα.+ 22 Διότι όλες τις ημέρες που παραμένει η γη, η σπορά και ο θερισμός, και το κρύο και η ζέστη, και το καλοκαίρι και ο χειμώνας, και η ημέρα και η νύχτα δεν θα πάψουν ποτέ».+
9 Και ο Θεός ευλόγησε τον Νώε και τους γιους του και τους είπε: «Να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τη γη.+ 2 Φόβος δε και τρόμος για εσάς θα συνεχίσει να βρίσκεται πάνω σε κάθε ζωντανό πλάσμα της γης και πάνω σε κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών, πάνω σε καθετί που κινείται πάνω στη γη, και πάνω σε όλα τα ψάρια της θάλασσας. Στο χέρι σας δίνονται τώρα αυτά.+ 3 Κάθε κινούμενο ζώο που είναι ζωντανό μπορεί να χρησιμεύει ως τροφή για εσάς.+ Όπως έκανα και με τη χλωρή βλάστηση, σας τα δίνω όλα.+ 4 Αλλά κρέας με την ψυχή του+—το αίμα του+—δεν πρέπει να φάτε.+ 5 Και, εκτός από αυτό, το αίμα σας των ψυχών σας θα ζητήσω πίσω. Από το χέρι κάθε ζωντανού πλάσματος θα το ζητήσω πίσω· και από χέρι ανθρώπου, από το χέρι καθενός που είναι αδελφός του, θα ζητήσω πίσω την ψυχή του ανθρώπου.+ 6 Όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του,+ γιατί κατά την εικόνα του Θεού έκανε εκείνος τον άνθρωπο. 7 Εσείς, όμως, να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τη γη και να πληθυνθείτε σε αυτήν».+
8 Και είπε ο Θεός στον Νώε και στους γιους του που ήταν μαζί του: 9 «Και εγώ, δείτε! εγώ θεσπίζω τη διαθήκη+ μου με εσάς και με τους απογόνους σας έπειτα από εσάς,+ 10 και με κάθε ζωντανή ψυχή που είναι μαζί σας, από τα πτηνά, από τα κατοικίδια ζώα και από όλα τα ζωντανά πλάσματα της γης που είναι μαζί σας, από όλα όσα βγαίνουν από την κιβωτό μέχρι κάθε ζωντανό πλάσμα της γης.+ 11 Ναι, θεσπίζω τη διαθήκη μου με εσάς: Δεν θα εκκοπεί πια κάθε σάρκα από νερά κατακλυσμού και δεν θα γίνει πια κατακλυσμός για να καταστρέψει τη γη».+
12 Και ο Θεός πρόσθεσε: «Αυτό είναι το σημείο+ της διαθήκης την οποία δίνω ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς και σε κάθε ζωντανή ψυχή που είναι μαζί σας, για τις γενιές που θα έρχονται στον αιώνα. 13 Το ουράνιο τόξο+ μου δίνω μέσα στο σύννεφο, και αυτό θα χρησιμεύει ως σημείο της διαθήκης ανάμεσα σε εμένα και στη γη. 14 Και όταν φέρνω ένα σύννεφο πάνω από τη γη, τότε το ουράνιο τόξο θα εμφανίζεται στο σύννεφο. 15 Και εγώ ασφαλώς θα θυμάμαι τη διαθήκη+ μου η οποία είναι ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς και σε κάθε ζωντανή ψυχή από κάθε σάρκα·+ και ποτέ πια δεν θα γίνουν τα νερά κατακλυσμός για να καταστρέψουν κάθε σάρκα.+ 16 Και το ουράνιο τόξο θα εμφανίζεται μέσα στο σύννεφο,+ και εγώ θα το βλέπω για να θυμάμαι τη διαθήκη που θα ισχύει στον αιώνα+ μεταξύ του Θεού και κάθε ζωντανής ψυχής ανάμεσα σε κάθε σάρκα που υπάρχει πάνω στη γη».+
17 Και ο Θεός ξαναείπε στον Νώε: «Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης που θεσπίζω ανάμεσα σε εμένα και σε κάθε σάρκα που υπάρχει πάνω στη γη».+
18 Και οι γιοι του Νώε+ που βγήκαν από την κιβωτό ήταν ο Σημ και ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Αργότερα ο Χαμ έγινε πατέρας του Χαναάν.+ 19 Αυτοί οι τρεις ήταν οι γιοι του Νώε και από αυτούς εξαπλώθηκε ο πληθυσμός όλης της γης.+
20 Ο Νώε, λοιπόν, άρχισε να εργάζεται ως γεωργός+ και φύτεψε ένα αμπέλι.+ 21 Και ήπιε από το κρασί και μέθυσε,+ και γι’ αυτό γυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. 22 Αργότερα ο Χαμ,+ ο πατέρας του Χαναάν, είδε τη γύμνια+ του πατέρα του και το είπε στους δύο αδελφούς του που ήταν έξω.+ 23 Τότε ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν έναν μανδύα+ και τον έβαλαν και οι δύο πάνω στους ώμους τους και μπήκαν μέσα περπατώντας προς τα πίσω. Και κάλυψαν τη γύμνια του πατέρα τους, ενώ τα πρόσωπά τους ήταν στραμμένα αλλού, και δεν είδαν τη γύμνια του πατέρα τους.+
24 Τελικά ο Νώε ξύπνησε από το κρασί του και έμαθε τι του είχε κάνει ο νεότερος γιος του. 25 Τότε είπε:
«Καταραμένος να είναι ο Χαναάν.+
Ας γίνει ο κατώτερος δούλος των αδελφών του».+
27 Ας δώσει ο Θεός ευρυχωρία στον Ιάφεθ,
Και ας κατοικεί αυτός στις σκηνές του Σημ.+
Ο Χαναάν ας γίνει και δικός του δούλος».
28 Και ο Νώε έζησε άλλα τριακόσια πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό.+ 29 Όλες, λοιπόν, οι ημέρες του Νώε έφτασαν τα εννιακόσια πενήντα χρόνια, και πέθανε.+
10 Και αυτή είναι η ιστορία των γιων του Νώε,+ του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ.
Άρχισαν, λοιπόν, να γεννιούνται σε αυτούς γιοι μετά τον κατακλυσμό.+ 2 Οι γιοι του Ιάφεθ ήταν ο Γόμερ+ και ο Μαγώγ+ και ο Μαδαΐ+ και ο Ιαυάν+ και ο Θουβάλ+ και ο Μεσέχ+ και ο Θιράς.+
3 Και οι γιοι του Γόμερ ήταν ο Ασκενάζ+ και ο Ριφάθ+ και ο Θογαρμά.+
4 Και οι γιοι του Ιαυάν ήταν ο Ελισά+ και ο Θαρσείς,+ ο Κιττίμ+ και ο Δοδανίμ.+
5 Από αυτούς εξαπλώθηκε ο νησιωτικός πληθυσμός των εθνών στις χώρες τους, ο καθένας σύμφωνα με τη γλώσσα του, σύμφωνα με τις οικογένειές τους, κατά τα έθνη τους.
6 Και οι γιοι του Χαμ ήταν ο Χους+ και ο Μισραΐμ+ και ο Φουθ+ και ο Χαναάν.+
7 Και οι γιοι του Χους ήταν ο Σηβά+ και ο Αβιλά και ο Σαβθά και ο Ρααμά+ και ο Σαβθεκά.
Και οι γιοι του Ρααμά ήταν ο Σεβά και ο Δαιδάν.+
8 Και ο Χους έγινε πατέρας του Νεβρώδ.+ Αυτός ήταν ο πρώτος που έγινε κραταιός στη γη. 9 Παρουσιάστηκε ως κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά. Να γιατί λέγεται: «Ακριβώς σαν τον Νεβρώδ—κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά».+ 10 Και αρχή του βασιλείου του έγινε η Βαβέλ+ και η Ερέχ+ και η Ακκάδ και η Καλνέ, στη γη Σεναάρ.+ 11 Από εκείνη τη γη πήγε στην Ασσυρία+ και άρχισε να χτίζει τη Νινευή+ και τη Ρεχωβώθ-Ιρ και τη Χαλάχ 12 και τη Ρεσέν ανάμεσα στη Νινευή και στη Χαλάχ· αυτή είναι η μεγάλη πόλη.
13 Και ο Μισραΐμ+ έγινε πατέρας του Λουδίμ+ και του Αναμίμ και του Λεαβίμ και του Ναφθουχίμ+ 14 και του Παθρουσίμ+ και του Χασλουχίμ+ (από τον οποίο προήλθαν οι Φιλισταίοι+) και του Καφθορίμ.+
15 Και ο Χαναάν έγινε πατέρας του Σιδώνα,+ του πρωτοτόκου του, και του Χετ+ 16 και του Ιεβουσαίου+ και του Αμορραίου+ και του Γεργεσαίου 17 και του Ευαίου+ και του Αρκίτη και του Σινίτη 18 και του Αρβαδίτη+ και του Ζεμαρίτη και του Αιμαθίτη·+ και έπειτα διασκορπίστηκαν οι οικογένειες του Χαναναίου. 19 Το όριο, λοιπόν, του Χαναναίου ήταν από τη Σιδώνα ως τα Γέραρα,+ κοντά στη Γάζα,+ ως τα Σόδομα και τα Γόμορρα+ και την Αδμά+ και τη Ζεβωγίμ,+ κοντά στη Λασά. 20 Αυτοί ήταν οι γιοι του Χαμ σύμφωνα με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στις χώρες τους, κατά τα έθνη τους.
21 Και στον Σημ επίσης, τον προπάτορα όλων των γιων του Έβερ,+ τον αδελφό του Ιάφεθ του μεγαλύτερου, γεννήθηκαν παιδιά. 22 Οι γιοι του Σημ ήταν ο Ελάμ+ και ο Ασσούρ+ και ο Αρφαξάδ+ και ο Λουδ και ο Αράμ.
23 Και οι γιοι του Αράμ ήταν ο Ουζ και ο Ουλ και ο Γεθέρ και ο Μας.+
24 Και ο Αρφαξάδ έγινε πατέρας του Σηλά+ και ο Σηλά έγινε πατέρας του Έβερ.
25 Και στον Έβερ γεννήθηκαν δύο γιοι. Το όνομα του ενός ήταν Φάλεκ,+ επειδή στις ημέρες του διαιρέθηκε+ η γη· και το όνομα του αδελφού του ήταν Ιοκτάν.+
26 Και ο Ιοκτάν έγινε πατέρας του Αλμωδάδ και του Σαλέφ και του Ασαρμαβέθ και του Ιαράχ+ 27 και του Χαδωράμ και του Ουζάλ και του Δικλά+ 28 και του Οβάλ και του Αβιμαήλ και του Σεβά+ 29 και του Οφείρ+ και του Αβιλά+ και του Ιωβάβ·+ όλοι αυτοί ήταν οι γιοι του Ιοκτάν.
30 Και ο τόπος της κατοίκησής τους εκτεινόταν από τη Μησά ως τη Σεφάρ, την ορεινή περιοχή της Ανατολής.
31 Αυτοί ήταν οι γιοι του Σημ σύμφωνα με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στις χώρες τους, σύμφωνα με τα έθνη τους.+
32 Αυτές ήταν οι οικογένειες των γιων του Νώε σύμφωνα με την οικογενειακή τους καταγωγή, κατά τα έθνη τους, και από αυτές εξαπλώθηκαν τα έθνη στη γη μετά τον κατακλυσμό.+
11 Όλη η γη, λοιπόν, συνέχιζε να είναι μιας γλώσσας και ενός λεξιλογίου. 2 Και καθώς ταξίδευαν προς τα ανατολικά, ανακάλυψαν τελικά ένα λεκανοπέδιο στη γη Σεναάρ+ και κατοίκησαν εκεί. 3 Και άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Εμπρός! Ας φτιάξουμε πλίθους και ας τους ψήσουμε στη φωτιά». Έτσι λοιπόν, ο πλίθος τούς χρησίμευσε ως πέτρα, ενώ η άσφαλτος τους χρησίμευσε ως κονίαμα.+ 4 Είπαν λοιπόν: «Εμπρός! Ας χτίσουμε μια πόλη, καθώς και έναν πύργο με την κορυφή του στους ουρανούς,+ και ας κάνουμε ξακουστό όνομα για τον εαυτό μας,+ μη τυχόν και διασκορπιστούμε σε όλη την επιφάνεια της γης».+
5 Και κατέβηκε ο Ιεχωβά να δει την πόλη και τον πύργο που είχαν χτίσει οι γιοι των ανθρώπων.+ 6 Έπειτα από αυτό, ο Ιεχωβά είπε: «Ορίστε! Ο λαός είναι ένας και η γλώσσα μία για όλους τους,+ και να τι αρχίζουν να κάνουν. Τώρα λοιπόν, τίποτα από όσα μπορεί να έχουν στο νου τους να κάνουν δεν θα τους είναι ακατόρθωτο.+ 7 Εμπρός! Ας κατεβούμε+ και ας συγχύσουμε+ εκεί τη γλώσσα τους ώστε να μην καταλαβαίνουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου».+ 8 Ο Ιεχωβά, λοιπόν, τους διασκόρπισε από εκεί σε όλη την επιφάνεια της γης+ και αυτοί σταδιακά έπαψαν να χτίζουν την πόλη.+ 9 Γι’ αυτό, το όνομά της κλήθηκε Βαβέλ·+ επειδή εκεί ο Ιεχωβά είχε συγχύσει τη γλώσσα όλης της γης, και ο Ιεχωβά τούς είχε διασκορπίσει+ από εκεί σε όλη την επιφάνεια της γης.
10 Αυτή είναι η ιστορία του Σημ.+
Ο Σημ ήταν εκατό χρονών όταν έγινε πατέρας του Αρφαξάδ,+ δύο χρόνια μετά τον κατακλυσμό. 11 Και αφού έγινε πατέρας του Αρφαξάδ, ο Σημ έζησε άλλα πεντακόσια χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.+
12 Και ο Αρφαξάδ έζησε τριάντα πέντε χρόνια και έγινε πατέρας του Σηλά.+ 13 Και αφού έγινε πατέρας του Σηλά, ο Αρφαξάδ έζησε άλλα τετρακόσια τρία χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
14 Και ο Σηλά έζησε τριάντα χρόνια και έγινε πατέρας του Έβερ.+ 15 Και αφού έγινε πατέρας του Έβερ, ο Σηλά έζησε άλλα τετρακόσια τρία χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
16 Και ο Έβερ έζησε τριάντα τέσσερα χρόνια και έγινε πατέρας του Φάλεκ.+ 17 Και αφού έγινε πατέρας του Φάλεκ, ο Έβερ έζησε άλλα τετρακόσια τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
18 Και ο Φάλεκ έζησε τριάντα χρόνια και έγινε πατέρας του Ραγαύ.+ 19 Και αφού έγινε πατέρας του Ραγαύ, ο Φάλεκ έζησε άλλα διακόσια εννιά χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
20 Και ο Ραγαύ έζησε τριάντα δύο χρόνια και έγινε πατέρας του Σερούχ.+ 21 Και αφού έγινε πατέρας του Σερούχ, ο Ραγαύ έζησε άλλα διακόσια εφτά χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
22 Και ο Σερούχ έζησε τριάντα χρόνια και έγινε πατέρας του Ναχώρ.+ 23 Και αφού έγινε πατέρας του Ναχώρ, ο Σερούχ έζησε άλλα διακόσια χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
24 Και ο Ναχώρ έζησε είκοσι εννιά χρόνια και έγινε πατέρας του Θάρα.+ 25 Και αφού έγινε πατέρας του Θάρα, ο Ναχώρ έζησε άλλα εκατόν δεκαεννιά χρόνια. Στο μεταξύ, έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.
26 Και ο Θάρα έζησε εβδομήντα χρόνια, μετά τα οποία έγινε πατέρας του Άβραμ,+ του Ναχώρ+ και του Αρράν.
27 Και αυτή είναι η ιστορία του Θάρα.
Ο Θάρα έγινε πατέρας του Άβραμ, του Ναχώρ και του Αρράν· και ο Αρράν έγινε πατέρας του Λωτ.+ 28 Αργότερα ο Αρράν πέθανε ενώ ήταν μαζί με τον Θάρα, τον πατέρα του, στη γη της γέννησής του, στην Ουρ+ των Χαλδαίων.+ 29 Και ο Άβραμ και ο Ναχώρ πήραν συζύγους για τον εαυτό τους. Το όνομα της συζύγου του Άβραμ ήταν Σαραΐ+ και το όνομα της συζύγου του Ναχώρ ήταν Μελχά,+ κόρη του Αρράν, του πατέρα της Μελχά και πατέρα της Ιεσχά. 30 Η δε Σαραΐ ήταν στείρα·+ δεν είχε παιδί.
31 Έπειτα ο Θάρα πήρε τον Άβραμ, το γιο του, και τον Λωτ, το γιο του Αρράν, τον εγγονό του,+ και τη Σαραΐ,+ τη νύφη του, τη σύζυγο του Άβραμ, του γιου του, και αυτοί βγήκαν μαζί του από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη γη Χαναάν.+ Με τον καιρό έφτασαν στη Χαρράν+ και κατοίκησαν εκεί. 32 Και οι ημέρες του Θάρα έφτασαν τα διακόσια πέντε χρόνια. Τότε ο Θάρα πέθανε στη Χαρράν.
12 Και είπε ο Ιεχωβά στον Άβραμ: «Βγες από τη χώρα σου και από τους συγγενείς σου και από το σπίτι του πατέρα σου και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω·+ 2 και εγώ θα σε κάνω μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω και θα μεγαλύνω το όνομά σου· και εσύ να αποδειχτείς ευλογία.+ 3 Και θα ευλογήσω εκείνους που σε ευλογούν, και εκείνον που σε καταριέται θα τον καταραστώ,+ και όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους μέσω εσένα».+
4 Τότε ο Άβραμ έφυγε, όπως ακριβώς του είχε πει ο Ιεχωβά, και ο Λωτ έφυγε μαζί του. Και ο Άβραμ ήταν εβδομήντα πέντε χρονών όταν βγήκε από τη Χαρράν.+ 5 Ο Άβραμ, λοιπόν, πήρε τη Σαραΐ, τη σύζυγό του,+ και τον Λωτ, το γιο του αδελφού του,+ και όλα τα αγαθά που είχαν συγκεντρώσει+ και τις ψυχές που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν και βγήκαν να πάνε στη γη Χαναάν.+ Τελικά έφτασαν στη γη Χαναάν. 6 Και ο Άβραμ διέσχισε τον τόπο ως την τοποθεσία της Συχέμ,+ κοντά στα μεγάλα δέντρα του Μορέχ·+ και εκείνον τον καιρό βρισκόταν σε αυτόν τον τόπο ο Χαναναίος. 7 Ο δε Ιεχωβά εμφανίστηκε στον Άβραμ και είπε: «Στο σπέρμα+ σου πρόκειται να δώσω αυτή τη γη».+ Έπειτα αυτός έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, ο οποίος είχε εμφανιστεί σε αυτόν. 8 Αργότερα μετακινήθηκε από εκεί προς την ορεινή περιοχή ανατολικά της Βαιθήλ+ και έστησε τη σκηνή του έχοντας τη Βαιθήλ στα δυτικά και τη Γαι+ στα ανατολικά. Τότε έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά+ και άρχισε να επικαλείται το όνομα του Ιεχωβά.+ 9 Μετά ο Άβραμ μάζεψε τις σκηνές, πηγαίνοντας κατόπιν από κατασκήνωση σε κατασκήνωση προς τη Νεγκέμπ.+
10 Και έγινε πείνα σε αυτή τη γη και ο Άβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να κατοικήσει εκεί ως πάροικος,+ επειδή η πείνα ήταν μεγάλη σε αυτή τη γη.+ 11 Και μόλις πλησίαζε να μπει στην Αίγυπτο, είπε στη Σαραΐ τη σύζυγό του: «Δες, σε παρακαλώ! Ξέρω καλά ότι είσαι γυναίκα με όμορφη εμφάνιση.+ 12 Έτσι λοιπόν, είναι βέβαιο ότι οι Αιγύπτιοι θα σε δουν και θα πουν: “Αυτή είναι σύζυγός του”. Και ασφαλώς εμένα θα με σκοτώσουν, ενώ εσένα θα σε αφήσουν να ζήσεις. 13 Σε παρακαλώ, πες ότι είσαι αδελφή μου,+ ώστε χάρη σε εσένα να πάνε καλά τα πράγματα για εμένα, και είναι σίγουρο ότι η ψυχή μου θα ζήσει χάρη σε εσένα».+
14 Μόλις, λοιπόν, μπήκε ο Άβραμ στην Αίγυπτο, είδαν οι Αιγύπτιοι τη γυναίκα, ότι ήταν πολύ όμορφη. 15 Και οι άρχοντες του Φαραώ επίσης την είδαν και άρχισαν να την επαινούν στον Φαραώ, ώστε η γυναίκα οδηγήθηκε στην κατοικία του Φαραώ. 16 Και χάρη σε αυτήν εκείνος συμπεριφέρθηκε καλά στον Άβραμ, και αυτός απέκτησε πρόβατα και βόδια και γαϊδούρια και υπηρέτες και υπηρέτριες και θηλυκά γαϊδούρια και καμήλες.+ 17 Κατόπιν ο Ιεχωβά άγγιξε τον Φαραώ και το σπιτικό του με μεγάλες πληγές+ εξαιτίας της Σαραΐ, της συζύγου του Άβραμ.+ 18 Τότε ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ και είπε: «Τι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου είπες ότι είναι σύζυγός σου;+ 19 Γιατί είπες: “Είναι αδελφή μου”,+ και εγώ ήμουν έτοιμος να την πάρω σύζυγό μου; Και τώρα, να η σύζυγός σου. Πάρε την και φύγε!» 20 Και ο Φαραώ έδωσε εντολές σε μερικούς άντρες σχετικά με αυτόν, και εκείνοι συνόδευσαν αυτόν και τη σύζυγό του και όλα όσα είχε.+
13 Ύστερα ο Άβραμ ανέβηκε από την Αίγυπτο, αυτός και η σύζυγός του και όλα όσα είχε, και ο Λωτ μαζί του, και πήγε προς τη Νεγκέμπ.+ 2 Και ο Άβραμ είχε κοπάδια και ασήμι και χρυσάφι σε μεγάλη αφθονία.+ 3 Και κατασκηνώνοντας από τόπο σε τόπο πήγε από τη Νεγκέμπ προς τη Βαιθήλ, στη θέση όπου ήταν η σκηνή του στην αρχή, ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι,+ 4 στη θέση του θυσιαστηρίου που είχε φτιάξει εκεί αρχικά·+ και ο Άβραμ άρχισε να επικαλείται εκεί το όνομα του Ιεχωβά.+
5 Αλλά και ο Λωτ επίσης, που πήγαινε μαζί με τον Άβραμ, είχε στην ιδιοκτησία του πρόβατα και βόδια και σκηνές. 6 Ο τόπος, λοιπόν, δεν τους επέτρεπε να κατοικούν όλοι μαζί, επειδή τα αγαθά τους είχαν γίνει πολλά και δεν μπορούσαν να κατοικούν όλοι μαζί.+ 7 Και συνέβη φιλονικία ανάμεσα στους βοσκούς των ζώων του Άβραμ και στους βοσκούς των ζώων του Λωτ· και εκείνον τον καιρό κατοικούσε σε αυτόν τον τόπο ο Χαναναίος και ο Φερεζαίος.+ 8 Γι’ αυτό ο Άβραμ είπε στον Λωτ:+ «Σε παρακαλώ, ας μην υπάρχει φιλονικία ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, και ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου, γιατί είμαστε αδελφοί.+ 9 Δεν είναι όλος ο τόπος στη διάθεσή σου; Σε παρακαλώ, χωρίσου από εμένα. Αν εσύ πας αριστερά, τότε εγώ θα πάω δεξιά· αλλά αν εσύ πας δεξιά, τότε εγώ θα πάω αριστερά».+ 10 Ο Λωτ, λοιπόν, σήκωσε τα μάτια του και είδε όλη την Περιφέρεια του Ιορδάνη,+ ότι ήταν ολόκληρη μια περιοχή με άφθονα νερά (προτού ο Ιεχωβά καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα) σαν τον κήπο του Ιεχωβά,+ σαν τη γη της Αιγύπτου, μέχρι τη Σηγώρ.+ 11 Τότε ο Λωτ διάλεξε όλη την Περιφέρεια του Ιορδάνη, και ο Λωτ μετέφερε την κατασκήνωσή του στα ανατολικά. Έτσι λοιπόν, χώρισαν ο ένας από τον άλλον. 12 Ο Άβραμ κατοίκησε στη γη Χαναάν, αλλά ο Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις της Περιφέρειας.+ Τελικά κατασκήνωσε κοντά στα Σόδομα. 13 Και οι άντρες των Σοδόμων ήταν κακοί και αμάρταναν χονδροειδώς εναντίον του Ιεχωβά.+
14 Και ο Ιεχωβά είπε στον Άβραμ όταν πια ο Λωτ είχε χωριστεί από αυτόν: «Σήκωσε τα μάτια σου, σε παρακαλώ, και δες από τον τόπο όπου βρίσκεσαι προς τα βόρεια και προς τα νότια και προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά,+ 15 επειδή όλη τη γη την οποία βλέπεις, σε εσένα και στο σπέρμα σου πρόκειται να τη δώσω για να είναι δική σας στον αιώνα.+ 16 Και θα καταστήσω το σπέρμα σου σαν τους κόκκους του χώματος της γης, ώστε αν κάποιος μπορούσε να μετρήσει τους κόκκους του χώματος της γης, τότε θα μπορούσε να αριθμηθεί το σπέρμα σου.+ 17 Σήκω, περιηγήσου αυτή τη γη κατά μήκος και κατά πλάτος, επειδή σε εσένα πρόκειται να τη δώσω».+ 18 Ο Άβραμ, λοιπόν, συνέχισε να ζει σε σκηνές. Αργότερα ήρθε και κατοίκησε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Μαμβρή,+ τα οποία είναι στη Χεβρών·+ και εκεί έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά.+
14 Στις ημέρες, λοιπόν, του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ,+ του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ, του Χοδολλογομόρ,+ βασιλιά του Ελάμ,+ και του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ,+ 2 αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων,+ και με τον Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων,+ με τον Σεναάβ, βασιλιά της Αδμά,+ και με τον Σεμεβέρ, βασιλιά της Ζεβωγίμ,+ και με το βασιλιά της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ).+ 3 Όλοι αυτοί προέλασαν ως σύμμαχοι+ προς την Κοιλάδα Σιδδίμ,+ δηλαδή την Αλμυρή Θάλασσα.+
4 Δώδεκα χρόνια είχαν υπηρετήσει τον Χοδολλογομόρ, αλλά το δέκατο τρίτο χρόνο στασίασαν. 5 Και το δέκατο τέταρτο χρόνο ήρθε ο Χοδολλογομόρ, καθώς και οι βασιλιάδες που ήταν μαζί του, και επέφεραν ήττες στους Ρεφαΐμ στην Αστερώθ-καρναΐμ+ και στους Ζουζίμ στη Χαμ και στους Εμίμ+ στη Σαυή-κιριαθαΐμ 6 και στους Χορίτες+ στο βουνό τους το Σηείρ,+ μέχρι κάτω στην Ελ-φαράν,+ η οποία είναι στην έρημο. 7 Κατόπιν γύρισαν και ήρθαν στην Εν-μισπάτ, δηλαδή στην Κάδης,+ και νίκησαν ολόκληρη την περιοχή των Αμαληκιτών,+ καθώς και τους Αμορραίους+ που κατοικούσαν στην Ασασών-θάμαρ.+
8 Τότε άρχισε να προελαύνει ο βασιλιάς των Σοδόμων, καθώς και ο βασιλιάς των Γομόρρων και ο βασιλιάς της Αδμά και ο βασιλιάς της Ζεβωγίμ και ο βασιλιάς της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ) και παρατάχθηκαν για μάχη εναντίον τους στην Κοιλάδα Σιδδίμ,+ 9 εναντίον του Χοδολλογομόρ, βασιλιά του Ελάμ, και του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ, και του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ, και του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ·+ τέσσερις βασιλιάδες εναντίον των πέντε. 10 Η Κοιλάδα Σιδδίμ,+ λοιπόν, ήταν γεμάτη λάκκους με άσφαλτο·+ και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων+ τράπηκαν σε φυγή και έπεσαν μέσα σε αυτούς· και όσοι απέμειναν κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή.+ 11 Τότε οι νικητές πήραν όλα τα αγαθά των Σοδόμων και των Γομόρρων και όλη την τροφή τους και έφυγαν.+ 12 Πήραν επίσης τον Λωτ, το γιο του αδελφού του Άβραμ, και τα αγαθά του και συνέχισαν το δρόμο τους. Αυτός κατοικούσε τότε στα Σόδομα.+
13 Κατόπιν ένας άνθρωπος που είχε διαφύγει ήρθε και τα είπε αυτά στον Άβραμ τον Εβραίο.+ Αυτός τότε κατασκήνωνε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα του Μαμβρή του Αμορραίου,+ του αδελφού του Εσχώλ και αδελφού του Ανέρ·+ και αυτοί είχαν συνθήκη με τον Άβραμ. 14 Έτσι ο Άβραμ άκουσε ότι ο αδελφός του είχε αιχμαλωτιστεί.+ Τότε συγκέντρωσε τους εκπαιδευμένους άντρες του,+ τριακόσιους δεκαοχτώ δούλους γεννημένους στο σπιτικό του,+ και έσπευσε σε καταδίωξη μέχρι τη Δαν.+ 15 Και τη νύχτα χώρισε τις δυνάμεις του,+ αυτός και οι δούλοι του, εναντίον τους, και έτσι τους νίκησε και εξακολούθησε να τους καταδιώκει μέχρι τη Χοβά, η οποία είναι βόρεια της Δαμασκού. 16 Και πήρε πίσω όλα τα αγαθά,+ και επίσης πήρε πίσω τον Λωτ, τον αδελφό του, και τα αγαθά του, καθώς και τις γυναίκες και το λαό.+
17 Τότε ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε να τον συναντήσει αφού εκείνος γύρισε έχοντας νικήσει τον Χοδολλογομόρ και τους βασιλιάδες που ήταν μαζί του, στην Κοιλάδα Σαυή, δηλαδή στην Κοιλάδα του Βασιλιά.+ 18 Και ο Μελχισεδέκ,+ ο βασιλιάς της Σαλήμ,+ έφερε έξω ψωμί και κρασί·+ και αυτός ήταν ιερέας του Υψίστου Θεού.+ 19 Κατόπιν τον ευλόγησε και είπε:
«Ευλογημένος να είναι ο Άβραμ από τον Ύψιστο Θεό,+
Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη·+
20 Και ευλογημένος να είναι ο Ύψιστος Θεός,+
Που παρέδωσε τους δυνάστες σου στο χέρι σου!»+
Τότε ο Άβραμ τού έδωσε ένα δέκατο από το καθετί.+
21 Έπειτα ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: «Δώσε μου τις ψυχές+ και κράτησε εσύ τα αγαθά». 22 Τότε ο Άβραμ είπε στο βασιλιά των Σοδόμων: «Σηκώνω το χέρι μου για να ορκιστώ+ στον Ιεχωβά τον Ύψιστο Θεό, Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη, 23 ότι, από κλωστή μέχρι λουρί σανδαλιού, όχι, δεν θα πάρω τίποτα από οτιδήποτε είναι δικό σου,+ για να μην πεις: “Εγώ ήμουν που έκανα πλούσιο τον Άβραμ”. 24 Τίποτα για εμένα!+ Μόνο ό,τι έφαγαν ήδη οι νεαροί άντρες, και το μερίδιο των αντρών που πήγαν μαζί μου, του Ανέρ, του Εσχώλ και του Μαμβρή+—αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους».+
15 Έπειτα από αυτά, ο λόγος του Ιεχωβά ήρθε στον Άβραμ σε όραμα,+ λέγοντας: «Μη φοβάσαι,+ Άβραμ. Εγώ είμαι ασπίδα για εσένα.+ Η ανταμοιβή σου θα είναι πολύ μεγάλη».+ 2 Τότε ο Άβραμ είπε: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, τι θα μου δώσεις, εφόσον εγώ φεύγω άτεκνος και αυτός που θα γίνει κάτοχος του σπιτιού μου είναι ένας άντρας από τη Δαμασκό, ο Ελιέζερ;»+ 3 Και ο Άβραμ πρόσθεσε: «Δες! Δεν μου έχεις δώσει σπέρμα,+ και θα με κληρονομήσει ένας γιος+ του σπιτικού μου». 4 Αλλά ο Ιεχωβά τού μίλησε με τα εξής λόγια: «Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά κάποιος που θα βγει από τα σπλάχνα σου θα σε κληρονομήσει».+
5 Εκείνος, λοιπόν, τον έφερε έξω και είπε: «Σήκωσε, σε παρακαλώ, τα μάτια σου στους ουρανούς και μέτρησε τα άστρα—αν μπορείς να τα μετρήσεις».+ Και στη συνέχεια του είπε: «Έτσι θα γίνει το σπέρμα σου».+ 6 Και αυτός έθεσε πίστη στον Ιεχωβά·+ και εκείνος του το υπολόγισε ως δικαιοσύνη.+ 7 Κατόπιν πρόσθεσε προς αυτόν: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων για να σου δώσω αυτή τη γη ώστε να την πάρεις στην κατοχή σου».+ 8 Τότε αυτός είπε: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, από τι θα γνωρίσω ότι θα την πάρω στην κατοχή μου;»+ 9 Και εκείνος του είπε: «Πάρε για εμένα μια δαμαλίδα τριών χρονών και μια κατσίκα τριών χρονών και ένα κριάρι τριών χρονών και ένα τρυγόνι και ένα νεαρό περιστέρι».+ 10 Αυτός, λοιπόν, τα πήρε όλα αυτά και τα έκοψε στα δύο και τοποθέτησε το κάθε κομμάτι τους έτσι ώστε να ταιριάζει με το άλλο, αλλά τα πουλιά δεν τα έκοψε σε κομμάτια.+ 11 Και τα αρπακτικά πουλιά κατέβαιναν πάνω στα πτώματα,+ αλλά ο Άβραμ τα έδιωχνε.
12 Έπειτα από λίγο, ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει, και βαθύς ύπνος έπεσε στον Άβραμ,+ και ένα φοβερά μεγάλο σκοτάδι έπεφτε πάνω του. 13 Και εκείνος άρχισε να λέει στον Άβραμ: «Να ξέρεις ότι το σπέρμα σου θα γίνουν πάροικοι σε γη που δεν θα είναι δική τους+ και θα τους υπηρετούν, και εκείνοι θα τους ταλαιπωρούν τετρακόσια χρόνια.+ 14 Το έθνος, όμως, το οποίο θα υπηρετούν εγώ θα το κρίνω·+ και έπειτα από αυτό, θα βγουν με πολλά αγαθά.+ 15 Όσο για εσένα, εσύ θα πας στους προπάτορές σου με ειρήνη· θα θαφτείς σε καλά γηρατειά.+ 16 Αλλά στην τέταρτη γενιά θα επιστρέψουν εδώ,+ επειδή το σφάλμα των Αμορραίων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη».+
17 Ο ήλιος τώρα έδυε και ήρθε πυκνό σκοτάδι, και φάνηκε ένα καμίνι που κάπνιζε και ένας πύρινος πυρσός, ο οποίος πέρασε ανάμεσα σε αυτά τα κομμάτια.+ 18 Εκείνη την ημέρα ο Ιεχωβά σύναψε με τον Άβραμ μια διαθήκη,+ λέγοντας: «Στο σπέρμα σου θα δώσω αυτή τη γη,+ από τον ποταμό της Αιγύπτου ως το μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Ευφράτη:+ 19 τους Κεναίους+ και τους Κενεζαίους και τους Καδμωναίους 20 και τους Χετταίους+ και τους Φερεζαίους+ και τους Ρεφαΐμ+ 21 και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους».+
16 Η Σαραΐ, λοιπόν, η σύζυγος του Άβραμ, δεν του είχε κάνει παιδιά·+ είχε, όμως, μια Αιγύπτια υπηρέτρια, της οποίας το όνομα ήταν Άγαρ.+ 2 Γι’ αυτό η Σαραΐ είπε στον Άβραμ: «Δες, σε παρακαλώ! Ο Ιεχωβά με έχει αποκλείσει από το να κάνω παιδιά.+ Κοιμήσου, σε παρακαλώ, με την υπηρέτριά μου. Ίσως αποκτήσω παιδιά από αυτήν».+ Και ο Άβραμ άκουσε τη φωνή της Σαραΐ.+ 3 Τότε η Σαραΐ, η σύζυγος του Άβραμ, πήρε την Άγαρ, την Αιγύπτια υπηρέτριά της, αφού πέρασαν δέκα χρόνια κατοίκησης του Άβραμ στη γη Χαναάν, και την έδωσε στον Άβραμ τον άντρα της για σύζυγο.+ 4 Και εκείνος είχε σχέσεις με την Άγαρ, και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να βλέπει την κυρία της με καταφρόνηση.+
5 Τότε η Σαραΐ είπε στον Άβραμ: «Η βία που μου ασκήθηκε να είναι πάνω σου. Εγώ παρέδωσα την υπηρέτριά μου στην αγκαλιά σου και αυτή κατάλαβε ότι είναι έγκυος και άρχισε να με βλέπει με καταφρόνηση. Ο Ιεχωβά ας κρίνει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα».+ 6 Ο Άβραμ, λοιπόν, είπε στη Σαραΐ:+ «Ορίστε! Η υπηρέτριά σου είναι στη διάθεσή σου. Κάνε της ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».+ Τότε η Σαραΐ άρχισε να την ταπεινώνει και εκείνη έφυγε μακριά της.+
7 Αργότερα τη βρήκε άγγελος του Ιεχωβά+ σε μια πηγή νερών στην έρημο, στην πηγή που βρισκόταν στο δρόμο προς τη Σιουρ.+ 8 Και άρχισε να λέει: «Άγαρ, υπηρέτρια της Σαραΐ, από πού ήρθες και πού πηγαίνεις;» Τότε εκείνη είπε: «Από τη Σαραΐ την κυρία μου φεύγω». 9 Και ο άγγελος του Ιεχωβά τής είπε: «Γύρισε στην κυρία σου και ταπεινώσου κάτω από το χέρι της».+ 10 Κατόπιν ο άγγελος του Ιεχωβά τής είπε: «Θα πληθύνω πολύ το σπέρμα σου,+ ώστε δεν θα αριθμείται λόγω του πλήθους του».+ 11 Επιπλέον, ο άγγελος του Ιεχωβά πρόσθεσε προς αυτήν: «Ορίστε! Είσαι έγκυος και θα γεννήσεις γιο και θα καλέσεις το όνομά του Ισμαήλ·+ διότι ο Ιεχωβά άκουσε την ταλαιπωρία σου.+ 12 Και αυτός θα γίνει όμοιος με ζέβρα. Το χέρι του θα είναι εναντίον όλων, και το χέρι όλων θα είναι εναντίον του·+ και μπροστά στο πρόσωπο όλων των αδελφών του θα κατασκηνώνει».+
13 Τότε εκείνη κάλεσε το όνομα του Ιεχωβά, ο οποίος της μιλούσε: «Είσαι Θεός όρασης»,+ γιατί είπε: «Είδα πράγματι εδώ αυτόν που με βλέπει;» 14 Γι’ αυτόν το λόγο ονομάστηκε το πηγάδι Βηρ-λαχαΐ-ροΐ.+ Αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και στη Βερέδ. 15 Αργότερα η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ έναν γιο και ο Άβραμ κάλεσε το όνομα του γιου του, τον οποίο γέννησε η Άγαρ, Ισμαήλ.+ 16 Και ο Άβραμ ήταν ογδόντα έξι χρονών όταν η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ τον Ισμαήλ.
17 Όταν ο Άβραμ έγινε ενενήντα εννιά χρονών, τότε ο Ιεχωβά εμφανίστηκε στον Άβραμ και του είπε:+ «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοδύναμος.+ Περπάτησε ενώπιόν μου και αποδείξου άψογος.+ 2 Και εγώ θα θεσπίσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα,+ ώστε να σε πληθύνω πάρα πάρα πολύ».+
3 Τότε ο Άβραμ έπεσε με το πρόσωπο κάτω,+ και ο Θεός συνέχισε να μιλάει μαζί του, λέγοντας: 4 «Και εγώ, δες! κάνω τη διαθήκη μου με εσένα,+ και εσύ θα γίνεις οπωσδήποτε πατέρας πλήθους εθνών.+ 5 Και το όνομά σου δεν θα καλείται πια Άβραμ, αλλά το όνομά σου θα γίνει Αβραάμ, επειδή πατέρα πλήθους εθνών θα σε κάνω. 6 Και θα σε κάνω πάρα πολύ καρποφόρο και θα σε κάνω να γίνεις έθνη, και βασιλιάδες θα βγουν από εσένα.+
7 »Και θα εκτελέσω τη διαθήκη μου που γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα+ και στο σπέρμα σου έπειτα από εσένα, σε όλες τις γενιές τους, για μια διαθήκη που θα ισχύει στον αιώνα,+ ώστε να αποδειχτώ Θεός για εσένα και για το σπέρμα σου έπειτα από εσένα.+ 8 Και θα δώσω σε εσένα και στο σπέρμα σου έπειτα από εσένα τη γη των παροικήσεών σου,+ ολόκληρη τη γη Χαναάν, ως ιδιοκτησία σας στον αιώνα· και θα αποδειχτώ Θεός για αυτούς».+
9 Και ο Θεός είπε περαιτέρω στον Αβραάμ: «Όσο για εσένα, εσύ πρέπει να τηρείς τη διαθήκη μου, εσύ και το σπέρμα σου έπειτα από εσένα σε όλες τις γενιές τους.+ 10 Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε εσείς, η οποία γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς και στο σπέρμα σου έπειτα από εσένα:+ Κάθε αρσενικό σας πρέπει να περιτέμνεται.+ 11 Και πρέπει να περιτέμνετε τη σάρκα της ακροβυστίας σας, και αυτό θα χρησιμεύει ως σημείο της διαθήκης που γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς.+ 12 Και κάθε αρσενικό σας ηλικίας οχτώ ημερών πρέπει να περιτέμνεται,+ σε όλες τις γενιές σας, όσοι γεννήθηκαν στο σπίτι και όσοι αγοράστηκαν με χρήματα από οποιονδήποτε αλλοεθνή, που δεν είναι από το σπέρμα σου. 13 Κάθε άντρας που γεννήθηκε στο σπίτι σου και κάθε άντρας που αγοράστηκε με χρήματα δικά σου πρέπει εξάπαντος να περιτέμνεται·+ και η διαθήκη μου στη σάρκα σας θα αποτελεί διαθήκη που θα ισχύει στον αιώνα.+ 14 Και το απερίτμητο αρσενικό που δεν θα περιτμηθεί στη σάρκα της ακροβυστίας του, ναι, εκείνη η ψυχή πρέπει να εκκοπεί από το λαό της.+ Αυτός παραβίασε τη διαθήκη μου».
15 Και στη συνέχεια ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Όσο για τη Σαραΐ τη σύζυγό σου, δεν πρέπει να καλείς το όνομά της Σαραΐ, επειδή Σάρρα είναι το όνομά της.+ 16 Και εγώ θα την ευλογήσω και θα σου δώσω επίσης έναν γιο από αυτήν·+ ναι, θα την ευλογήσω και θα γίνει έθνη·+ βασιλιάδες λαών θα βγουν από αυτήν».+ 17 Τότε ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο κάτω και γέλασε και είπε μέσα στην καρδιά του:+ «Θα γεννηθεί παιδί σε άντρα εκατό χρονών, και θα γεννήσει η Σάρρα, γυναίκα ενενήντα χρονών;»+
18 Έπειτα ο Αβραάμ είπε στον αληθινό Θεό: «Μακάρι να ζήσει ο Ισμαήλ ενώπιόν σου!»+ 19 Τότε ο Θεός είπε: «Η Σάρρα η σύζυγός σου θα σου γεννήσει πράγματι έναν γιο, και εσύ θα καλέσεις το όνομά του Ισαάκ.+ Και εγώ θα θεσπίσω τη διαθήκη μου με αυτόν για μια διαθήκη που θα ισχύει στον αιώνα προς το σπέρμα του έπειτα από αυτόν.+ 20 Αλλά σε ό,τι αφορά τον Ισμαήλ σε άκουσα. Δες! Θα τον ευλογήσω και θα τον κάνω καρποφόρο και θα τον πληθύνω πάρα πάρα πολύ.+ Θα γίνει πατέρας δώδεκα αρχηγών, και εγώ θα τον κάνω μεγάλο έθνος.+ 21 Ωστόσο, τη διαθήκη μου θα τη θεσπίσω με τον Ισαάκ,+ τον οποίο θα σου γεννήσει η Σάρρα αυτόν τον προσδιορισμένο καιρό τον επόμενο χρόνο».+
22 Τότε ο Θεός τελείωσε τη συνομιλία με αυτόν και ανέβηκε από τον Αβραάμ.+ 23 Κατόπιν ο Αβραάμ πήρε τον Ισμαήλ το γιο του και όλους τους άντρες που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του και όσους είχαν αγοραστεί με χρήματα δικά του, κάθε αρσενικό από τους ανθρώπους του σπιτικού του Αβραάμ, και άρχισε να περιτέμνει τη σάρκα της ακροβυστίας τους την ίδια εκείνη ημέρα, ακριβώς όπως του είχε πει ο Θεός.+ 24 Και ο Αβραάμ ήταν ενενήντα εννιά χρονών όταν του έγινε περιτομή+ στη σάρκα της ακροβυστίας του. 25 Και ο Ισμαήλ ο γιος του ήταν δεκατριών χρονών όταν του έγινε περιτομή στη σάρκα της ακροβυστίας του.+ 26 Την ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε ο Αβραάμ, καθώς και ο Ισμαήλ ο γιος του.+ 27 Και όλοι οι άντρες του σπιτικού του, όσοι είχαν γεννηθεί στο σπίτι και όσοι είχαν αγοραστεί με χρήματα από κάποιον αλλοεθνή, περιτμήθηκαν μαζί του.+
18 Ύστερα ο Ιεχωβά εμφανίστηκε+ σε αυτόν ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Μαμβρή,+ ενώ αυτός καθόταν στην είσοδο της σκηνής την πιο ζεστή ώρα της ημέρας.+ 2 Όταν σήκωσε τα μάτια του,+ τότε είδε τρεις άντρες να στέκονται σε κάποια απόσταση από αυτόν. Όταν τους είδε, έτρεξε από την είσοδο της σκηνής να τους συναντήσει και προσκύνησε μέχρις εδάφους.+ 3 Κατόπιν είπε: «Ιεχωβά, αν, τώρα, έχω βρει εύνοια στα μάτια σου, σε παρακαλώ, μην προσπεράσεις τον υπηρέτη σου.+ 4 Ας φέρουν λίγο νερό, παρακαλώ, για να σας πλύνουν τα πόδια.+ Μετά πλαγιάστε κάτω από το δέντρο.+ 5 Και ας φέρω ένα κομμάτι ψωμί, και αναζωογονήστε την καρδιά σας.+ Έπειτα μπορείτε να συνεχίσετε το δρόμο σας, επειδή γι’ αυτό περάσατε από τον υπηρέτη σας». Τότε αυτοί είπαν: «Εντάξει. Μπορείς να κάνεις όπως ακριβώς είπες».
6 Ο Αβραάμ, λοιπόν, πήγε γρήγορα στη σκηνή, στη Σάρρα, και είπε: «Γρήγορα! Πάρε τρία σεάχ λεπτό αλεύρι, ζύμωσε το ζυμάρι και φτιάξε στρογγυλές πίτες».+ 7 Μετά ο Αβραάμ έτρεξε στο κοπάδι και πήρε έναν τρυφερό και καλό νεαρό ταύρο και τον έδωσε στον υπηρέτη· και έτρεξε να τον ετοιμάσει.+ 8 Κατόπιν πήρε βούτυρο και γάλα και το νεαρό ταύρο που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά τους.+ Μετά εκείνος στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο καθώς αυτοί έτρωγαν.+
9 Τότε αυτοί του είπαν: «Πού είναι η Σάρρα η σύζυγός σου;»+ Και εκείνος είπε: «Εδώ, στη σκηνή!»+ 10 Αυτός, λοιπόν, συνέχισε: «Οπωσδήποτε θα επιστρέψω σε εσένα τον επόμενο χρόνο αυτόν τον καιρό, και η Σάρρα η σύζυγός σου θα έχει γιο».+ Και η Σάρρα άκουγε από την είσοδο της σκηνής, η οποία βρισκόταν πίσω από τον άντρα. 11 Ο δε Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροι, προχωρημένοι στα χρόνια.+ Η Σάρρα είχε πάψει να έχει εμμηνόρροια.+ 12 Γι’ αυτό η Σάρρα γέλασε μέσα της,+ λέγοντας: «Τώρα που έχω πια φθαρεί, θα έχω άραγε ευχαρίστηση, τη στιγμή που και ο κύριός μου είναι γέρος;»+ 13 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: “Άραγε, στ’ αλήθεια θα γεννήσω μολονότι έχω γεράσει;”+ 14 Υπάρχει τίποτα που να είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τον Ιεχωβά;+ Στον προσδιορισμένο καιρό θα επιστρέψω σε εσένα, τον επόμενο χρόνο αυτόν τον καιρό, και η Σάρρα θα έχει γιο». 15 Αλλά η Σάρρα το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν γέλασα!» Διότι φοβήθηκε. Τότε αυτός είπε: «Όχι! Γέλασες».+
16 Αργότερα οι άντρες σηκώθηκαν από εκεί και κοίταξαν κάτω προς τα Σόδομα,+ και ο Αβραάμ περπατούσε μαζί τους για να τους συνοδεύσει.+ 17 Και ο Ιεχωβά είπε: «Κρατώ εγώ καλυμμένο από τον Αβραάμ αυτό που κάνω;+ 18 Μα ο Αβραάμ πρόκειται ασφαλώς να γίνει έθνος μεγάλο και κραταιό, και όλα τα έθνη της γης θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους μέσω εκείνου.+ 19 Διότι γνωρίστηκα μαζί του προκειμένου να διατάξει τους γιους του και το σπιτικό του έπειτα από αυτόν ώστε να τηρούν την οδό του Ιεχωβά για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση·+ προκειμένου ο Ιεχωβά να φέρει στον Αβραάμ ό,τι έχει πει σχετικά με εκείνον».+
20 Και ο Ιεχωβά είπε: «Η κραυγή του παραπόνου για τα Σόδομα και τα Γόμορρα,+ ναι, είναι δυνατή και η αμαρτία τους, ναι, είναι πολύ βαριά.+ 21 Έχω αποφασίσει να κατεβώ για να δω αν ενεργούν εξ ολοκλήρου σύμφωνα με την κραυγή που έφτασε σε εμένα σχετικά με αυτό· και αν όχι, θα το μάθω».+
22 Τότε οι άντρες στράφηκαν από εκεί και έφυγαν για τα Σόδομα· ο Ιεχωβά,+ όμως, στεκόταν ακόμη μπροστά στον Αβραάμ.+ 23 Κατόπιν ο Αβραάμ πλησίασε και άρχισε να λέει: «Θα σαρώσεις άραγε τον δίκαιο μαζί με τον πονηρό;+ 24 Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν πενήντα δίκαιοι μέσα στην πόλη. Θα τους σαρώσεις, λοιπόν, και δεν θα συγχωρήσεις τον τόπο για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται μέσα σε αυτόν;+ 25 Είναι αδιανόητο για εσένα να ενεργήσεις με αυτόν τον τρόπο ώστε να θανατώσεις τον δίκαιο μαζί με τον πονηρό με αποτέλεσμα να συμβεί στον δίκαιο ό,τι και στον πονηρό!+ Είναι αδιανόητο για εσένα.+ Μήπως δεν πρόκειται να κάνει ο Κριτής όλης της γης αυτό που είναι σωστό;»+ 26 Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Αν βρω στα Σόδομα πενήντα δικαίους μέσα στην πόλη θα συγχωρήσω όλο τον τόπο λόγω αυτών».+ 27 Ο Αβραάμ, όμως, απάντησε και είπε: «Δες, σε παρακαλώ! Εγώ αποφάσισα να μιλήσω στον Ιεχωβά, ενώ είμαι χώμα και στάχτη.+ 28 Ας υποθέσουμε ότι από τους πενήντα δικαίους λείπουν πέντε. Θα καταστρέψεις για αυτούς τους πέντε όλη την πόλη;» Και εκείνος είπε: «Δεν θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε».+
29 Αυτός, όμως, του μίλησε και άλλη μια φορά και είπε: «Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί σαράντα». Και εκείνος είπε: «Δεν θα το κάνω, λόγω των σαράντα». 30 Αυτός, όμως, συνέχισε: «Ας μην ανάψει, παρακαλώ, ο Ιεχωβά από θυμό,+ αλλά ας μου επιτραπεί να συνεχίσω να μιλώ:+ Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί τριάντα». Και εκείνος είπε: «Δεν θα το κάνω αν βρω εκεί τριάντα». 31 Αυτός, όμως, συνέχισε: «Δες, σε παρακαλώ! Εγώ αποφάσισα να μιλήσω στον Ιεχωβά:+ Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί είκοσι». Και εκείνος είπε: «Δεν θα την καταστρέψω, λόγω των είκοσι».+ 32 Τελικά αυτός είπε: «Ας μην ανάψει, παρακαλώ, ο Ιεχωβά από θυμό,+ αλλά ας μου επιτραπεί να μιλήσω μόνο μία φορά ακόμη:+ Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί δέκα». Και εκείνος είπε: «Δεν θα την καταστρέψω, λόγω των δέκα».+ 33 Τότε ο Ιεχωβά+ έφυγε, αφού τελείωσε τη συνομιλία με τον Αβραάμ, και ο Αβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.
19 Οι δύο άγγελοι, λοιπόν, έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στην πύλη των Σοδόμων.+ Όταν τους είδε ο Λωτ, σηκώθηκε να τους συναντήσει και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους.+ 2 Και είπε: «Σας παρακαλώ, τώρα, κύριοί μου, στραφείτε, σας παρακαλώ, στο σπίτι του υπηρέτη σας και διανυκτερεύστε και ας σας πλύνουν τα πόδια.+ Κατόπιν μπορείτε να σηκωθείτε νωρίς και να συνεχίσετε το δρόμο σας».+ Τότε εκείνοι είπαν: «Όχι! Στην πλατεία θα διανυκτερεύσουμε».+ 3 Αυτός, όμως, ήταν πολύ επίμονος μαζί τους,+ ώστε εκείνοι στράφηκαν προς αυτόν και μπήκαν στο σπίτι του. Κατόπιν έκανε συμπόσιο για αυτούς+ και έψησε άζυμους άρτους,+ και εκείνοι άρχισαν να τρώνε.
4 Προτού μπορέσουν αυτοί να πλαγιάσουν, οι άντρες της πόλης, οι άντρες των Σοδόμων, περικύκλωσαν το σπίτι,+ από αγόρι μέχρι γέρο, όλοι οι άνθρωποι σε έναν όχλο.+ 5 Και φώναζαν στον Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι οι άντρες που ήρθαν σε εσένα απόψε; Φέρε τους έξω σε εμάς για να έχουμε σχέσεις μαζί τους».+
6 Τελικά ο Λωτ βγήκε έξω σε αυτούς, στην είσοδο, αλλά έκλεισε την πόρτα πίσω του. 7 Κατόπιν είπε: «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, μην κάνετε κάτι κακό.+ 8 Σας παρακαλώ, ορίστε! Έχω δύο κόρες που δεν είχαν ποτέ σχέσεις με άντρα.+ Σας παρακαλώ, ας τις φέρω έξω σε εσάς. Τότε κάντε σε αυτές όπως φαίνεται καλό στα μάτια σας.+ Μόνο σε αυτούς τους άντρες μην κάνετε τίποτα,+ επειδή γι’ αυτό έχουν έρθει κάτω από τη σκιά της στέγης μου».+ 9 Τότε εκείνοι είπαν: «Κάνε στην άκρη!» Και πρόσθεσαν: «Αυτός ο άνθρωπος ήρθε μονάχος να κατοικήσει εδώ ως πάροικος+ και όμως θέλει να παραστήσει τον κριτή.+ Τώρα θα κάνουμε χειρότερα σε εσένα από ό,τι σε αυτούς». Και στρίμωχναν πάρα πολύ τον άνθρωπο,+ τον Λωτ, και πλησίαζαν για να σπάσουν την πόρτα.+ 10 Οι άντρες, λοιπόν, άπλωσαν τα χέρια τους και έφεραν τον Λωτ κοντά τους, μέσα στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα. 11 Αλλά τους άντρες που βρίσκονταν στην είσοδο του σπιτιού τούς πάταξαν με τύφλωση,+ από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο,+ ώστε εκείνοι απέκαμαν προσπαθώντας να βρουν την είσοδο.+
12 Τότε οι άντρες είπαν στον Λωτ: «Έχεις κανέναν άλλον εδώ; Γαμπρούς, γιους, κόρες καθώς και όλους τους δικούς σου στην πόλη, βγάλε τους έξω από τον τόπο!+ 13 Διότι εμείς καταστρέφουμε αυτόν τον τόπο, επειδή η κραυγή εναντίον τους έχει δυναμώσει ενώπιον του Ιεχωβά,+ ώστε ο Ιεχωβά μάς έστειλε να καταστρέψουμε την πόλη».+ 14 Ο Λωτ, λοιπόν, βγήκε έξω και άρχισε να μιλάει στους γαμπρούς του που θα έπαιρναν τις κόρες του και τους έλεγε: «Σηκωθείτε! Φύγετε από αυτόν τον τόπο, επειδή ο Ιεχωβά καταστρέφει την πόλη!»+ Αλλά στα μάτια των γαμπρών του φάνηκε σαν να αστειεύεται.+
15 Ωστόσο, όταν χάραξε η αυγή, οι άγγελοι άρχισαν να πιέζουν τον Λωτ, λέγοντας: «Σήκω! Πάρε τη γυναίκα σου και τις δύο κόρες σου που βρίσκονται εδώ,+ για να μη σαρωθείς μέσα στο σφάλμα της πόλης!»+ 16 Καθώς αυτός χρονοτριβούσε,+ τότε, χάρη στη συμπόνια του Ιεχωβά προς αυτόν,+ οι άντρες έπιασαν το χέρι του και το χέρι της γυναίκας του και τα χέρια των δύο θυγατέρων του και τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον άφησαν εκεί.+ 17 Και μόλις τους έβγαλαν στα περίχωρα, άρχισε εκείνος να λέει: «Διάφυγε για την ψυχή σου!+ Μην κοιτάξεις πίσω σου+ και μη σταθείς πουθενά στην Περιφέρεια!+ Διάφυγε στην ορεινή περιοχή για να μη σαρωθείς!»+
18 Τότε ο Λωτ τούς είπε: «Όχι αυτό, σε παρακαλώ, Ιεχωβά! 19 Δες, σε παρακαλώ! Ο υπηρέτης σου βρήκε εύνοια στα μάτια σου+ ώστε εσύ μεγαλύνεις τη στοργική σου καλοσύνη,+ την οποία εκδήλωσες προς εμένα για να διατηρήσεις την ψυχή μου ζωντανή,+ αλλά εγώ—εγώ δεν μπορώ να διαφύγω στην ορεινή περιοχή μήπως και η συμφορά μείνει κοντά μου και πεθάνω.+ 20 Δες, σε παρακαλώ! Αυτή η πόλη είναι κοντά ώστε να καταφύγω εκεί και είναι κάτι το μικρό.+ Μπορώ, σε παρακαλώ, να διαφύγω εκεί—δεν είναι κάτι το μικρό;—και η ψυχή μου θα συνεχίσει να ζει».+ 21 Εκείνος, λοιπόν, του είπε: «Ορίστε! Εγώ σε λαβαίνω υπόψη μου και μέχρι αυτού του σημείου,+ ώστε να μην καταστρέψω την πόλη για την οποία μίλησες.+ 22 Γρήγορα! Διάφυγε εκεί, επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτα μέχρι να φτάσεις εκεί!»+ Γι’ αυτό κάλεσε το όνομα της πόλης Σηγώρ.+
23 Ο ήλιος είχε βγει πάνω από τον τόπο όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ.+ 24 Τότε ο Ιεχωβά έκανε να βρέξει θειάφι και φωτιά από τον Ιεχωβά, από τους ουρανούς, πάνω στα Σόδομα και πάνω στα Γόμορρα.+ 25 Έτσι λοιπόν, κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, μάλιστα ολόκληρη την Περιφέρεια και όλους τους κατοίκους των πόλεων και τα φυτά της γης.+ 26 Και η γυναίκα του άρχισε να κοιτάζει γύρω, καθώς ήταν πίσω του, και έγινε στήλη αλατιού.+
27 Ο δε Αβραάμ πήγε νωρίς το πρωί στον τόπο όπου είχε σταθεί ενώπιον του Ιεχωβά.+ 28 Κατόπιν κοίταξε κάτω προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και προς όλη τη γη της Περιφέρειας· και είδε να ανεβαίνει από τη γη πυκνός καπνός σαν τον πυκνό καπνό ενός καμινιού!+ 29 Και όταν ο Θεός ερήμωσε τις πόλεις της Περιφέρειας, θυμήθηκε ο Θεός τον Αβραάμ κάνοντας ενέργειες για να βγάλει τον Λωτ μέσα από την καταστροφή όταν κατέστρεφε τις πόλεις ανάμεσα στις οποίες κατοικούσε ο Λωτ.+
30 Αργότερα ο Λωτ ανέβηκε από τη Σηγώρ και κατοίκησε στην ορεινή περιοχή, και οι δύο κόρες του μαζί του,+ επειδή φοβήθηκε να κατοικήσει στη Σηγώρ.+ Και άρχισε να κατοικεί σε μια σπηλιά, αυτός και οι δύο κόρες του. 31 Και η πρωτότοκη είπε στη νεότερη: «Ο πατέρας μας είναι γέρος και δεν υπάρχει άντρας σε αυτόν τον τόπο για να έχει σχέσεις μαζί μας σύμφωνα με την οδό όλης της γης.+ 32 Έλα να δώσουμε στον πατέρα μας να πιει κρασί+ και να πλαγιάσουμε μαζί του και να αφήσουμε απογόνους από τον πατέρα μας».+
33 Έδιναν, λοιπόν, στον πατέρα τους να πιει κρασί στη διάρκεια εκείνης της νύχτας·+ κατόπιν η πρωτότοκη πήγε και πλάγιασε με τον πατέρα της, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε πότε πλάγιασε αυτή και πότε σηκώθηκε. 34 Και την επόμενη ημέρα είπε η πρωτότοκη στη νεότερη: «Εγώ πλάγιασα με τον πατέρα μου χθες τη νύχτα. Ας του δώσουμε και απόψε να πιει κρασί. Κατόπιν πήγαινε εσύ, πλάγιασε μαζί του, και ας αφήσουμε απογόνους από τον πατέρα μας». 35 Επανειλημμένα, λοιπόν, έδωσαν στον πατέρα τους να πιει κρασί στη διάρκεια και εκείνης της νύχτας· κατόπιν η νεότερη σηκώθηκε και πλάγιασε μαζί του, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε πότε πλάγιασε αυτή και πότε σηκώθηκε. 36 Έμειναν δε και οι δύο κόρες του Λωτ έγκυες από τον πατέρα τους.+ 37 Με τον καιρό η πρωτότοκη γέννησε έναν γιο και κάλεσε το όνομά του Μωάβ.+ Αυτός είναι ο πατέρας του Μωάβ μέχρι αυτή την ημέρα.+ 38 Η δε νεότερη γέννησε και αυτή γιο και κατόπιν κάλεσε το όνομά του Βεν-αμμί. Αυτός είναι ο πατέρας των γιων του Αμμών+ μέχρι αυτή την ημέρα.
20 Ο δε Αβραάμ μετέφερε την κατασκήνωσή του από εκεί+ στη γη της Νεγκέμπ και κατοίκησε ανάμεσα στην Κάδης+ και στη Σιουρ+ και έμεινε ως πάροικος στα Γέραρα.+ 2 Και ο Αβραάμ ξαναείπε σχετικά με τη Σάρρα τη σύζυγό του: «Είναι αδελφή μου».+ Τότε ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα.+ 3 Ύστερα ο Θεός ήρθε στον Αβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα και του είπε: «Δεν γλιτώνεις το θάνατο εξαιτίας της γυναίκας που πήρες,+ εφόσον αυτή αποτελεί ιδιοκτησία άλλου ιδιοκτήτη ως σύζυγός του».+ 4 Ωστόσο, ο Αβιμέλεχ δεν την είχε πλησιάσει.+ Γι’ αυτό είπε: «Ιεχωβά, θα θανατώσεις ένα έθνος που είναι πράγματι δίκαιο;+ 5 Μήπως εκείνος δεν μου είπε: “Είναι αδελφή μου”; και εκείνη πάλι—δεν είπε και εκείνη: “Είναι αδελφός μου”; Με την εντιμότητα της καρδιάς μου και με την αθωότητα των χεριών μου το έκανα αυτό».+ 6 Τότε ο αληθινός Θεός τού είπε στο όνειρο: «Και εγώ γνωρίζω ότι με την εντιμότητα της καρδιάς σου το έκανες αυτό+ και επίσης σε συγκρατούσα από το να αμαρτήσεις εναντίον μου.+ Γι’ αυτό δεν σε άφησα να την αγγίξεις.+ 7 Τώρα, όμως, επίστρεψε τη σύζυγο του ανθρώπου, γιατί είναι προφήτης,+ και εκείνος θα κάνει δέηση για εσένα.+ Και έτσι θα συνεχίσεις να ζεις. Αν, όμως, δεν την επιστρέψεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις, εσύ και όλοι οι δικοί σου».+
8 Ο Αβιμέλεχ, λοιπόν, σηκώθηκε νωρίς το πρωί και κάλεσε όλους τους υπηρέτες του και τους μίλησε για όλα αυτά τα πράγματα. Και οι άνθρωποι φοβήθηκαν πάρα πολύ. 9 Κατόπιν ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: «Τι μας έκανες, και τι αμαρτία διέπραξα εγώ εναντίον σου ώστε να φέρεις πάνω σε εμένα και στο βασίλειό μου μια μεγάλη αμαρτία;+ Πράξεις που δεν έπρεπε να γίνουν έκανες σχετικά με εμένα».+ 10 Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: «Τι είχες υπόψη σου και έκανες αυτό το πράγμα;»+ 11 Και ο Αβραάμ είπε: «Ήταν επειδή είπα μέσα μου: “Χωρίς αμφιβολία δεν υπάρχει φόβος Θεού σε αυτόν τον τόπο,+ και ασφαλώς θα με σκοτώσουν εξαιτίας της συζύγου μου”.+ 12 Και, άλλωστε, είναι πράγματι αδελφή μου, κόρη του πατέρα μου—μόνο που δεν είναι κόρη της μητέρας μου· και έγινε σύζυγός μου.+ 13 Και όταν ο Θεός με έκανε να περιπλανηθώ μακριά από το σπίτι του πατέρα μου,+ της είπα: “Αυτή είναι η στοργική σου καλοσύνη+ την οποία μπορείς να εκδηλώνεις προς εμένα: Σε όποιον τόπο πηγαίνουμε να λες για εμένα: «Είναι αδελφός μου»”».+
14 Ύστερα ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα και βόδια και υπηρέτες και υπηρέτριες και τα έδωσε στον Αβραάμ και του επέστρεψε τη Σάρρα τη σύζυγό του.+ 15 Επιπρόσθετα ο Αβιμέλεχ είπε: «Ορίστε! Η γη μου είναι στη διάθεσή σου. Κατοίκησε όπου φαίνεται καλό στα μάτια σου».+ 16 Και στη Σάρρα είπε: «Δίνω χίλια κομμάτια ασήμι στον αδελφό σου.+ Αυτό είναι για εσένα κάλυμμα+ των ματιών προς όλους όσους είναι μαζί σου, και ενώπιον όλων, και είσαι απαλλαγμένη από το όνειδος». 17 Και ο Αβραάμ έκανε δέηση στον αληθινό Θεό·+ και ο Θεός γιάτρεψε τον Αβιμέλεχ και τη σύζυγό του και τις δούλες του, και αυτές άρχισαν να κάνουν παιδιά. 18 Διότι ο Ιεχωβά είχε κλείσει τελείως κάθε μήτρα του οίκου του Αβιμέλεχ εξαιτίας της Σάρρας, της συζύγου του Αβραάμ.+
21 Και ο Ιεχωβά έστρεψε την προσοχή του στη Σάρρα ακριβώς όπως είχε πει, και ο Ιεχωβά ενήργησε τώρα προς τη Σάρρα ακριβώς όπως είχε αναφέρει.+ 2 Και η Σάρρα έμεινε έγκυος+ και κατόπιν γέννησε στον Αβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του, τον προσδιορισμένο καιρό που του είχε πει ο Θεός.+ 3 Ο Αβραάμ, λοιπόν, κάλεσε το όνομα του γιου του που γεννήθηκε σε αυτόν, τον οποίο του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ.+ 4 Και ο Αβραάμ έκανε περιτομή στον Ισαάκ το γιο του, όταν αυτός έγινε οχτώ ημερών, ακριβώς όπως τον είχε διατάξει ο Θεός.+ 5 Και ο Αβραάμ ήταν εκατό χρονών όταν γεννήθηκε σε αυτόν ο Ισαάκ ο γιος του. 6 Τότε η Σάρρα είπε: «Ο Θεός ετοίμασε γέλιο για εμένα· όποιος το ακούσει θα γελάσει μαζί μου».+ 7 Και πρόσθεσε: «Ποιος θα έλεγε στον Αβραάμ: “Η Σάρρα θα θηλάσει παιδιά”; Και όμως, εγώ γέννησα γιο στα γηρατειά του».
8 Το παιδί, λοιπόν, μεγάλωνε και απογαλακτίστηκε·+ και ο Αβραάμ ετοίμασε ένα μεγάλο συμπόσιο την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ. 9 Και η Σάρρα παρατηρούσε ότι ο γιος της Άγαρ της Αιγυπτίας,+ τον οποίο εκείνη είχε γεννήσει στον Αβραάμ, περιγελούσε.+ 10 Γι’ αυτό άρχισε να λέει στον Αβραάμ: «Διώξε αυτή τη δούλη και το γιο της, γιατί ο γιος αυτής της δούλης δεν πρόκειται να είναι κληρονόμος μαζί με το γιο μου, με τον Ισαάκ!»+ 11 Αυτό, όμως, ήταν πολύ δυσάρεστο για τον Αβραάμ, σχετικά με το γιο του.+ 12 Τότε ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Τίποτα από όσα σου λέει η Σάρρα ας μη σου είναι δυσάρεστο σχετικά με το αγόρι και σχετικά με τη δούλη σου. Άκουσε τη φωνή της, επειδή μέσω του Ισαάκ θα είναι αυτό που θα αποκληθεί σπέρμα σου.+ 13 Και όσο για το γιο της δούλης,+ και αυτόν θα τον καταστήσω έθνος, επειδή είναι απόγονός σου».+
14 Ο Αβραάμ, λοιπόν, σηκώθηκε νωρίς το πρωί και πήρε ψωμί και ένα ασκί νερό, και τα έδωσε αυτά στην Άγαρ,+ βάζοντάς τα πάνω στον ώμο της, καθώς και το παιδί,+ και κατόπιν την απέπεμψε. Και αυτή έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της Βηρ-σαβεέ.+ 15 Τελικά το νερό εξαντλήθηκε+ στο ασκί και εκείνη έριξε+ το παιδί κάτω από έναν θάμνο. 16 Κατόπιν προχώρησε και κάθησε μόνη της, περίπου σε απόσταση βολής τόξου, επειδή είπε: «Να μη δω το παιδί που θα πεθαίνει».+ Και κάθησε σε κάποια απόσταση και ύψωσε τη φωνή της και έκλαιγε.+
17 Τότε ο Θεός άκουσε τη φωνή του αγοριού,+ και άγγελος του Θεού φώναξε στην Άγαρ από τους ουρανούς και της είπε:+ «Τι σου συμβαίνει, Άγαρ; Μη φοβάσαι, επειδή ο Θεός άκουσε τη φωνή του αγοριού εκεί που βρίσκεται αυτό. 18 Σήκω, πάρε το αγόρι και κράτα το με το χέρι σου, επειδή θα το καταστήσω μεγάλο έθνος».+ 19 Τότε ο Θεός άνοιξε τα μάτια της ώστε αυτή είδε ένα πηγάδι με νερό·+ και πήγε και γέμισε το ασκί με νερό και έδωσε στο αγόρι να πιει. 20 Και ο Θεός συνέχισε να είναι με το αγόρι,+ και αυτό μεγάλωνε και κατοικούσε στην έρημο· και έγινε τοξότης.+ 21 Και κατοίκησε στην έρημο Φαράν,+ και η μητέρα του τού πήρε μια σύζυγο από τη γη της Αιγύπτου.
22 Εκείνον, λοιπόν, τον καιρό ο Αβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχηγό του στρατεύματός του, είπε στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί σου σε ό,τι κάνεις.+ 23 Τώρα λοιπόν, ορκίσου μου εδώ στον Θεό+ ότι δεν θα αποδειχτείς ψευδής προς εμένα και προς τα παιδιά μου και προς τα εγγόνια μου·+ ότι σύμφωνα με την όσια αγάπη με την οποία σου φέρθηκα εγώ+ θα φερθείς και εσύ σε εμένα, καθώς και στη γη στην οποία κατοικείς ως πάροικος».+ 24 Και ο Αβραάμ είπε: «Θα ορκιστώ».+
25 Όταν ο Αβραάμ επέκρινε αυστηρά τον Αβιμέλεχ για το πηγάδι νερού που είχαν αρπάξει με τη βία οι υπηρέτες του Αβιμέλεχ,+ 26 τότε ο Αβιμέλεχ είπε: «Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα ούτε εσύ μου το είπες· και εγώ μόλις σήμερα το άκουσα».+ 27 Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και βόδια και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ,+ και σύναψαν οι δυο τους διαθήκη.+ 28 Αφού ο Αβραάμ έβαλε κατά μέρος εφτά θηλυκά αρνιά του ποιμνίου, 29 ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: «Τι σημαίνουν αυτά εδώ τα εφτά αρνιά που έβαλες κατά μέρος;» 30 Τότε εκείνος είπε: «Θα δεχτείς τα εφτά αρνιά από το χέρι μου, ώστε αυτό να αποτελεί μαρτυρία+ για εμένα ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». 31 Γι’ αυτό ονόμασε εκείνον τον τόπο Βηρ-σαβεέ·+ επειδή εκεί είχαν ορκιστεί οι δυο τους. 32 Σύναψαν, λοιπόν, διαθήκη+ στη Βηρ-σαβεέ, και μετά σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχηγό του στρατεύματός του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων.+ 33 Έπειτα από αυτό, εκείνος φύτεψε ένα αλμυρίκι στη Βηρ-σαβεέ και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Ιεχωβά,+ του αιώνιου Θεού.+ 34 Και ο Αβραάμ συνέχισε να διαμένει ως πάροικος στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες.+
22 Και έπειτα από αυτά, ο αληθινός Θεός υπέβαλε τον Αβραάμ σε δοκιμή.+ Και του είπε: «Αβραάμ!» Και εκείνος είπε: «Ορίστε!»+ 2 Και αυτός είπε: «Πάρε, σε παρακαλώ, το γιο σου, το μοναχογιό σου που τόσο αγαπάς,+ τον Ισαάκ,+ και κάνε ένα ταξίδι στη γη Μοριά,+ και εκεί πρόσφερέ τον ως ολοκαύτωμα σε ένα από τα βουνά το οποίο θα σου ορίσω».+
3 Έτσι λοιπόν, ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί και σαμάρωσε το γαϊδούρι του και πήρε μαζί του δύο από τους υπηρέτες του και τον Ισαάκ το γιο του·+ και έσκισε τα ξύλα για το ολοκαύτωμα. Κατόπιν σηκώθηκε και έφυγε για το ταξίδι στον τόπο που του όρισε ο αληθινός Θεός. 4 Την τρίτη ημέρα ο Αβραάμ, σηκώνοντας τα μάτια του, είδε για πρώτη φορά τον τόπο από απόσταση. 5 Είπε, λοιπόν, ο Αβραάμ στους υπηρέτες+ του: «Εσείς μείνετε εδώ με το γαϊδούρι, αλλά εγώ και το αγόρι θέλουμε να προχωρήσουμε προς τα εκεί και να προσφέρουμε λατρεία+ και να επιστρέψουμε σε εσάς».
6 Έπειτα ο Αβραάμ πήρε τα ξύλα του ολοκαυτώματος και τα έβαλε πάνω στον Ισαάκ το γιο του·+ και πήρε στα χέρια του τη φωτιά και το μαχαίρι της σφαγής, και προχώρησαν και οι δύο μαζί.+ 7 Και ο Ισαάκ είπε στον Αβραάμ τον πατέρα του: «Πατέρα μου!»+ Και εκείνος είπε: «Ορίστε, γιε μου!»+ Αυτός, λοιπόν, συνέχισε: «Να η φωτιά και τα ξύλα, αλλά πού είναι το πρόβατο για το ολοκαύτωμα;»+ 8 Τότε ο Αβραάμ είπε: «Ο Θεός θα προμηθεύσει για τον εαυτό του το πρόβατο για το ολοκαύτωμα,+ γιε μου». Και προχωρούσαν και οι δύο μαζί.
9 Τελικά έφτασαν στον τόπο που του είχε ορίσει ο αληθινός Θεός, και ο Αβραάμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο+ και τακτοποίησε τα ξύλα και έδεσε χειροπόδαρα τον Ισαάκ το γιο του και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα.+ 10 Κατόπιν ο Αβραάμ άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι της σφαγής για να θανατώσει το γιο του.+ 11 Αλλά άγγελος του Ιεχωβά άρχισε να φωνάζει σε αυτόν από τους ουρανούς και να λέει:+ «Αβραάμ, Αβραάμ!» Και αυτός απάντησε: «Ορίστε!» 12 Και εκείνος είπε: «Μην απλώσεις το χέρι σου ενάντια στο αγόρι και μην του κάνεις απολύτως τίποτα,+ γιατί τώρα ξέρω ότι είσαι θεοφοβούμενος επειδή δεν αρνήθηκες να δώσεις το γιο σου, το μοναδικό παιδί σου, σε εμένα».+ 13 Τότε ο Αβραάμ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε, και στο βάθος υπήρχε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατά του σε μια συστάδα. Ο Αβραάμ, λοιπόν, πήγε και πήρε το κριάρι και το πρόσφερε ως ολοκαύτωμα αντί για το γιο του.+ 14 Και ο Αβραάμ κάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Ιεχωβά-ιρέ. Γι’ αυτό είναι συνηθισμένο να λέγεται σήμερα: «Στο βουνό του Ιεχωβά θα γίνει προμήθεια».+
15 Και ο άγγελος του Ιεχωβά φώναξε στον Αβραάμ δεύτερη φορά από τους ουρανούς 16 και είπε: «“Στον εαυτό μου ορκίζομαι”, λέει ο Ιεχωβά,+ “πως λόγω του ότι έκανες αυτό το πράγμα και δεν αρνήθηκες να δώσεις το γιο σου, το μοναδικό παιδί σου,+ 17 ασφαλώς θα σε ευλογήσω και ασφαλώς θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα άστρα των ουρανών και σαν τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά·+ και το σπέρμα σου θα πάρει στην κατοχή του την πύλη των εχθρών του.+ 18 Και μέσω του σπέρματός σου+ όλα τα έθνη της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους λόγω του ότι άκουσες τη φωνή μου”».+
19 Έπειτα ο Αβραάμ επέστρεψε στους υπηρέτες του και σηκώθηκαν και πήγαν μαζί στη Βηρ-σαβεέ·+ και ο Αβραάμ συνέχισε να κατοικεί στη Βηρ-σαβεέ.
20 Έπειτα λοιπόν από αυτά, αναφέρθηκε στον Αβραάμ: «Η Μελχά+ γέννησε και αυτή γιους στον Ναχώρ+ τον αδελφό σου: 21 τον Ουζ, τον πρωτότοκό του, και τον Βουζ,+ τον αδελφό του, και τον Κεμουήλ, τον πατέρα του Αράμ, 22 και τον Κεσέδ και τον Αζώ και τον Φαλδές και τον Ιεδλάφ και τον Βαθουήλ».+ 23 Και ο Βαθουήλ έγινε πατέρας της Ρεβέκκας.+ Αυτούς τους οχτώ γέννησε η Μελχά στον Ναχώρ, τον αδελφό του Αβραάμ. 24 Ήταν και η παλλακίδα του, το όνομα της οποίας ήταν Ρευμά. Με τον καιρό γέννησε και αυτή τον Τεβάχ και τον Γαάμ και τον Ταχάς και τον Μααχά.+
23 Και η ζωή της Σάρρας έφτασε τα εκατόν είκοσι εφτά χρόνια. Αυτά ήταν τα χρόνια της ζωής της Σάρρας.+ 2 Και η Σάρρα πέθανε στην Κιριάθ-αρβά,+ δηλαδή στη Χεβρών,+ στη γη Χαναάν,+ και ο Αβραάμ ήρθε να θρηνήσει τη Σάρρα και να κλάψει για αυτήν. 3 Κατόπιν ο Αβραάμ σηκώθηκε μπροστά από τον νεκρό του και μίλησε στους γιους του Χετ,+ λέγοντας: 4 «Πάροικος και μέτοικος είμαι μεταξύ σας.+ Παραχωρήστε μου την ιδιοκτησία ενός τόπου ταφής για να θάψω τον νεκρό μου ώστε να μην είναι μπροστά στα μάτια μου».+ 5 Τότε οι γιοι του Χετ απάντησαν στον Αβραάμ, λέγοντάς του: 6 «Άκουσέ μας, κύριέ μου.+ Αρχηγός από τον Θεό είσαι ανάμεσά μας.+ Στον εκλεκτότερο από τους τόπους ταφής μας θάψε τον νεκρό σου.+ Κανείς μας δεν θα σου αρνηθεί τον τόπο ταφής του ώστε να σε εμποδίσει να θάψεις τον νεκρό σου».+
7 Τότε ο Αβραάμ σηκώθηκε και προσκύνησε τους αυτόχθονες,+ τους γιους του Χετ,+ 8 και τους μίλησε, λέγοντας: «Αν οι ψυχές σας συμφωνούν να θάψω τον νεκρό μου ώστε να μην είναι μπροστά στα μάτια μου, ακούστε με και παρακινήστε για χάρη μου τον Εφρών, το γιο του Ζωάρ,+ 9 να μου δώσει τη σπηλιά Μαχπελάχ,+ η οποία είναι δική του και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του. Ας μου την παραχωρήσει ανάμεσά σας στην πλήρη της αξία σε ασήμι για την ιδιοκτησία ενός τόπου ταφής».+
10 Και ο Εφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους του Χετ. Ο Εφρών, λοιπόν, ο Χετταίος+ απάντησε στον Αβραάμ ενώ άκουγαν οι γιοι του Χετ μαζί με όλους όσους έμπαιναν από την πύλη της πόλης του, λέγοντας:+ 11 «Όχι, κύριέ μου! Άκουσέ με. Τον αγρό τον δίνω σε εσένα και τη σπηλιά που υπάρχει μέσα σε αυτόν σε εσένα τη δίνω. Μπροστά στα μάτια των γιων του λαού μου σου τη δίνω.+ Θάψε τον νεκρό σου». 12 Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε μπροστά στους αυτόχθονες 13 και μίλησε στον Εφρών ενώ άκουγαν οι αυτόχθονες, λέγοντας: «Μόνο αν εσύ—όχι, άκουσέ με! Θα σου δώσω το ασήμι για τον αγρό. Πάρε το από εμένα,+ ώστε να θάψω τον νεκρό μου εκεί».
14 Κατόπιν ο Εφρών απάντησε στον Αβραάμ, λέγοντάς του: 15 «Κύριέ μου, άκουσέ με. Ένα κομμάτι γης αξίας τετρακοσίων σίκλων ασημιού, τι είναι αυτό ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου».+ 16 Και ο Αβραάμ άκουσε τον Εφρών, και ο Αβραάμ ζύγισε στον Εφρών το ασήμι για το οποίο είχε μιλήσει ενώ άκουγαν οι γιοι του Χετ, τετρακόσιους σίκλους ασήμι που ήταν αποδεκτοί μεταξύ των εμπόρων.+ 17 Έτσι λοιπόν, ο αγρός του Εφρών που ήταν στη Μαχπελάχ, η οποία βρίσκεται μπροστά στη Μαμβρή, ο αγρός και η σπηλιά που υπήρχε μέσα σε αυτόν και όλα τα δέντρα που υπήρχαν στον αγρό,+ τα οποία υπήρχαν μέσα σε όλα του τα όρια ολόγυρα, κατακυρώθηκαν+ 18 στον Αβραάμ ως δική του αγορά μπροστά στα μάτια των γιων του Χετ ανάμεσα σε όλους όσους έμπαιναν από την πύλη της πόλης του.+ 19 Και έπειτα από αυτό, ο Αβραάμ έθαψε τη Σάρρα τη σύζυγό του στη σπηλιά του αγρού Μαχπελάχ μπροστά στη Μαμβρή, δηλαδή στη Χεβρών, στη γη Χαναάν.+ 20 Έτσι λοιπόν, ο αγρός και η σπηλιά που υπήρχε μέσα σε αυτόν κατακυρώθηκαν στον Αβραάμ για την ιδιοκτησία ενός τόπου ταφής από τα χέρια των γιων του Χετ.+
24 Ο Αβραάμ, λοιπόν, ήταν γέρος, προχωρημένος στα χρόνια· και ο Ιεχωβά είχε ευλογήσει τον Αβραάμ στο καθετί.+ 2 Γι’ αυτό ο Αβραάμ είπε στον υπηρέτη του, το γεροντότερο από το σπιτικό του, ο οποίος διαχειριζόταν όλα όσα είχε:+ «Βάλε το χέρι σου, σε παρακαλώ, κάτω από το μηρό μου,+ 3 επειδή θα σε βάλω να ορκιστείς στον Ιεχωβά,+ τον Θεό των ουρανών και τον Θεό της γης, ότι δεν θα πάρεις σύζυγο για το γιο μου από τις κόρες των Χαναναίων ανάμεσα στους οποίους κατοικώ,+ 4 αλλά θα πας στη χώρα μου και στους συγγενείς μου,+ και θα πάρεις σύζυγο για το γιο μου, για τον Ισαάκ».
5 Ωστόσο, ο υπηρέτης τού είπε: «Τι θα γίνει αν η γυναίκα δεν θέλει να έρθει μαζί μου σε αυτόν τον τόπο; Πρέπει να φροντίσω να επαναφέρω το γιο σου στον τόπο από τον οποίο βγήκες;»+ 6 Τότε ο Αβραάμ τού είπε: «Πρόσεξε να μην επαναφέρεις το γιο μου εκεί.+ 7 Ο Ιεχωβά, ο Θεός των ουρανών, ο οποίος με πήρε από το σπίτι του πατέρα μου και από τη γη των συγγενών μου+ και ο οποίος μου μίλησε και ο οποίος μου ορκίστηκε,+ λέγοντας: “Στο σπέρμα σου+ πρόκειται να δώσω αυτή τη γη”,+ εκείνος θα στείλει τον άγγελό του μπροστά από εσένα,+ και εσύ θα πάρεις σύζυγο για το γιο μου από εκεί.+ 8 Αν, όμως, η γυναίκα δεν θελήσει να έρθει μαζί σου, θα έχεις και εσύ ελευθερωθεί από αυτόν τον όρκο που μου έδωσες.+ Μόνο που δεν πρέπει να επαναφέρεις το γιο μου εκεί». 9 Τότε ο υπηρέτης έβαλε το χέρι του κάτω από το μηρό του Αβραάμ του κυρίου του και του ορκίστηκε σχετικά με αυτό το ζήτημα.+
10 Και πήρε ο υπηρέτης δέκα καμήλες από τις καμήλες του κυρίου του και ξεκίνησε να φύγει με κάθε είδους αγαθά του κυρίου του στο χέρι του.+ Κατόπιν σηκώθηκε και έφυγε για τη Μεσοποταμία, για την πόλη του Ναχώρ. 11 Τελικά, έβαλε τις καμήλες να γονατίσουν έξω από την πόλη κοντά σε ένα πηγάδι νερού περίπου την ώρα που βράδιαζε,+ την ώρα που συνήθιζαν να βγαίνουν έξω οι γυναίκες που βγάζουν νερό.+ 12 Και είπε: «Ιεχωβά, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ,+ κάνε να συμβεί αυτό, σε παρακαλώ, μπροστά μου αυτή την ημέρα και εκδήλωσε στοργική καλοσύνη+ προς τον κύριό μου τον Αβραάμ.+ 13 Δες! Στέκομαι κοντά σε μια πηγή νερού, και οι κόρες των αντρών της πόλης έρχονται να βγάλουν νερό.+ 14 Η κοπέλα στην οποία θα πω: “Κατέβασε τη στάμνα σου, σε παρακαλώ, για να πιω”, και η οποία θα πει: “Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, αυτή να είναι που θα ορίσεις στον υπηρέτη σου,+ στον Ισαάκ· και από αυτό θα καταλάβω ότι εκδήλωσες όσια αγάπη προς τον κύριό μου».+
15 Προτού, λοιπόν, τελειώσει αυτά που έλεγε,+ είδε να έρχεται η Ρεβέκκα, η οποία είχε γεννηθεί στον Βαθουήλ,+ το γιο της Μελχά,+ της συζύγου του Ναχώρ,+ του αδελφού του Αβραάμ· και η στάμνα της ήταν πάνω στον ώμο της.+ 16 Και η κοπέλα είχε πολύ ελκυστική εμφάνιση,+ ήταν παρθένα και κανένας άντρας δεν είχε ακόμη σεξουαλικές σχέσεις μαζί της·+ και κατέβηκε στην πηγή και γέμισε τη στάμνα της και κατόπιν ανέβηκε. 17 Αμέσως ο υπηρέτης έτρεξε να τη συναντήσει και είπε: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, μια μικρή γουλιά νερό από τη στάμνα σου».+ 18 Και εκείνη είπε: «Πιες, κύριέ μου». Τότε κατέβασε γρήγορα τη στάμνα της στο χέρι της και του έδωσε να πιει.+ 19 Αφού του έδωσε να πιει, τότε είπε: «Και για τις καμήλες σου θα βγάλω νερό μέχρι να σταματήσουν να πίνουν».+ 20 Άδειασε, λοιπόν, γρήγορα τη στάμνα της μέσα στην ποτίστρα και έτρεξε επανειλημμένα στο πηγάδι να βγάλει νερό·+ και έβγαζε για όλες τις καμήλες του. 21 Όλο αυτό το διάστημα ο άνθρωπος την κοίταζε έκπληκτος, μένοντας σιωπηλός για να καταλάβει αν ο Ιεχωβά είχε κάνει το ταξίδι του να πετύχει ή όχι.+
22 Και αφού ήπιαν οι καμήλες, πήρε ο άνθρωπος έναν χρυσό κρίκο για τη μύτη,+ βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια+ για τα χέρια της, το βάρος των οποίων ήταν δέκα σίκλοι χρυσάφι, 23 και είπε: «Τίνος κόρη είσαι; Πες μου, σε παρακαλώ. Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσουμε;»+ 24 Τότε εκείνη του είπε: «Είμαι η κόρη του Βαθουήλ,+ του γιου της Μελχά, τον οποίο γέννησε στον Ναχώρ».+ 25 Και ακόμη του είπε: «Υπάρχει και άχυρο και πολλή ζωοτροφή σε εμάς, καθώς και τόπος για να διανυκτερεύσετε».+ 26 Και ο άνθρωπος προσκύνησε και πρόσπεσε ενώπιον του Ιεχωβά+ 27 και είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά,+ ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, ο οποίος δεν εγκατέλειψε τη στοργική του καλοσύνη και την αξιοπιστία του προς τον κύριό μου. Ενώ εγώ ήμουν στο δρόμο, ο Ιεχωβά με οδήγησε στο σπίτι των αδελφών του κυρίου μου».+
28 Και η κοπέλα έτρεξε και είπε στο σπιτικό της μητέρας της τα καθέκαστα. 29 Και η Ρεβέκκα είχε έναν αδελφό του οποίου το όνομα ήταν Λάβαν.+ Ο Λάβαν, λοιπόν, έτρεξε στον άνθρωπο που ήταν έξω στην πηγή. 30 Και μόλις είδε τον κρίκο για τη μύτη και τα βραχιόλια+ στα χέρια της αδελφής του και μόλις άκουσε τα λόγια της Ρεβέκκας της αδελφής του, που έλεγε: «Έτσι μου μίλησε αυτός ο άνθρωπος», πήγε στον άνθρωπο· και εκείνος στεκόταν κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή. 31 Αμέσως είπε: «Έλα, εσύ, ευλογημένε από τον Ιεχωβά.+ Γιατί στέκεσαι εδώ έξω, ενώ εγώ ετοίμασα το σπίτι, καθώς και χώρο για τις καμήλες;» 32 Τότε ο άνθρωπος πήγε στο σπίτι, και αυτός άρχισε να βγάζει τα χάμουρα από τις καμήλες και να δίνει άχυρο και ζωοτροφή στις καμήλες, καθώς και νερό για το πλύσιμο των ποδιών εκείνου και των αντρών που ήταν μαζί του.+ 33 Κατόπιν του έβαλαν μπροστά του κάτι να φάει, αλλά εκείνος είπε: «Δεν θα φάω μέχρι να μιλήσω για τα ζητήματά μου». Είπε, λοιπόν, αυτός: «Μίλησε!»+
34 Και εκείνος είπε: «Εγώ είμαι υπηρέτης του Αβραάμ.+ 35 Και ο Ιεχωβά ευλόγησε τον κύριό μου πάρα πολύ μεγαλύνοντάς τον και δίνοντάς του πρόβατα και βόδια και ασήμι και χρυσάφι και υπηρέτες και υπηρέτριες και καμήλες και γαϊδούρια.+ 36 Επίσης, η Σάρρα, η σύζυγος του κυρίου μου, γέννησε στα γηρατειά της έναν γιο στον κύριό μου·+ και εκείνος θα δώσει σε αυτόν όλα όσα έχει.+ 37 Ο κύριός μου, λοιπόν, με έβαλε να ορκιστώ, λέγοντας: “Δεν πρέπει να πάρεις σύζυγο για το γιο μου από τις κόρες των Χαναναίων στη γη των οποίων κατοικώ.+ 38 Όχι, αλλά θα πας στο σπίτι του πατέρα μου και στην οικογένειά μου+ και θα πάρεις σύζυγο για το γιο μου”.+ 39 Εγώ, όμως, είπα στον κύριό μου: “Τι θα γίνει αν η γυναίκα αρνηθεί να έρθει μαζί μου;”+ 40 Τότε εκείνος μου είπε: “Ο Ιεχωβά, ενώπιον του οποίου περπάτησα,+ θα στείλει τον άγγελό του+ μαζί σου και θα φέρει επιτυχία στο δρόμο σου·+ και εσύ θα πάρεις σύζυγο για το γιο μου από την οικογένειά μου και από το σπίτι του πατέρα μου.+ 41 Τότε θα απαλλαχτείς από την υποχρέωση που έχεις σε εμένα μέσω όρκου, όταν φτάσεις στην οικογένειά μου, και αν εκείνοι αρνηθούν να σου τη δώσουν, τότε θα ελευθερωθείς από την υποχρέωση που έχεις σε εμένα μέσω όρκου”.+
42 »Όταν έφτασα στην πηγή σήμερα, τότε είπα: “Ιεχωβά, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ, αν πράγματι φέρνεις επιτυχία στο δρόμο μου στον οποίο πηγαίνω,+ 43 δες! στέκομαι κοντά σε μια πηγή νερού. Η κοπέλα+ που θα έρθει να βγάλει νερό, στην οποία θα πω: «Σε παρακαλώ, ας πιω λίγο νερό από τη στάμνα σου», 44 και η οποία θα μου πει: «Πιες εσύ, και θα βγάλω νερό και για τις καμήλες σου», αυτή να είναι η γυναίκα που όρισε ο Ιεχωβά για το γιο του κυρίου μου”.+
45 »Προτού εγώ τελειώσω αυτά που έλεγα+ μέσα στην καρδιά μου,+ να η Ρεβέκκα που έβγαινε με τη στάμνα της πάνω στον ώμο της· και κατέβηκε στην πηγή και έβγαλε νερό.+ Τότε της είπα: “Δώσε μου να πιω, σε παρακαλώ”.+ 46 Εκείνη, λοιπόν, κατέβασε γρήγορα τη στάμνα της από πάνω της και είπε: “Πιες,+ και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”. Τότε ήπια, και εκείνη πότισε και τις καμήλες. 47 Έπειτα τη ρώτησα και είπα: “Τίνος κόρη είσαι;”+ Και εκείνη είπε: “Η κόρη του Βαθουήλ, του γιου του Ναχώρ, τον οποίο του γέννησε η Μελχά”. Έβαλα, λοιπόν, τον κρίκο στο ρουθούνι της και τα βραχιόλια στα χέρια της.+ 48 Και προσκύνησα και πρόσπεσα ενώπιον του Ιεχωβά και ευλόγησα τον Ιεχωβά, τον Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ,+ ο οποίος με είχε οδηγήσει στον αληθινό δρόμο+ για να πάρω την κόρη του αδελφού του κυρίου μου για το γιο του. 49 Και τώρα, αν εσείς σκοπεύετε να εκδηλώσετε στοργική καλοσύνη και αξιοπιστία προς τον κύριό μου,+ πείτε μου· αλλά αν όχι, πείτε μου, για να στραφώ δεξιά ή αριστερά».+
50 Κατόπιν ο Λάβαν και ο Βαθουήλ απάντησαν και είπαν: «Από τον Ιεχωβά προήλθε αυτό.+ Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε κακό ή καλό.+ 51 Να η Ρεβέκκα μπροστά σου. Πάρε την και πήγαινε, και ας γίνει σύζυγος για το γιο του κυρίου σου, ακριβώς όπως είπε ο Ιεχωβά».+ 52 Και αφού ο υπηρέτης του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσπεσε αμέσως μέχρις εδάφους ενώπιον του Ιεχωβά.+ 53 Και ο υπηρέτης άρχισε να βγάζει ασημένια αντικείμενα και χρυσά αντικείμενα και ενδύματα και να τα δίνει στη Ρεβέκκα· και έδωσε εκλεκτά πράγματα στον αδελφό της και στη μητέρα της.+ 54 Έπειτα έφαγαν και ήπιαν, αυτός και οι άντρες που ήταν μαζί του, και διανυκτέρευσαν εκεί και σηκώθηκαν το πρωί.
Κατόπιν είπε: «Στείλτε με στον κύριό μου».+ 55 Τότε ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κοπέλα μαζί μας τουλάχιστον δέκα ημέρες. Ύστερα μπορεί να φύγει». 56 Αυτός, όμως, τους είπε: «Μη με κρατάτε, εφόσον ο Ιεχωβά έφερε επιτυχία στο δρόμο μου.+ Στείλτε με να πάω στον κύριό μου».+ 57 Είπαν λοιπόν: «Ας φωνάξουμε την κοπέλα και ας ρωτήσουμε να μάθουμε από το στόμα της».+ 58 Κατόπιν φώναξαν τη Ρεβέκκα και της είπαν: «Θα πας μαζί με αυτόν τον άνθρωπο;» Και εκείνη είπε: «Είμαι πρόθυμη να πάω».+
59 Τότε άφησαν τη Ρεβέκκα+ την αδελφή τους και την παραμάνα+ της και τον υπηρέτη του Αβραάμ και τους άντρες του να φύγουν. 60 Και άρχισαν να ευλογούν τη Ρεβέκκα και να της λένε: «Ω! αδελφή μας, είθε να γίνεις χιλιάδες φορές δέκα χιλιάδες και είθε το σπέρμα σου να πάρει στην κατοχή του την πύλη εκείνων που το μισούν».+ 61 Έπειτα η Ρεβέκκα και οι υπηρέτριές της+ σηκώθηκαν και ανέβηκαν στις καμήλες+ και ακολούθησαν τον άνθρωπο· και ο υπηρέτης πήρε τη Ρεβέκκα και έφυγε.
62 Ο δε Ισαάκ είχε έρθει από το δρόμο που πηγαίνει στη Βηρ-λαχαΐ-ροΐ,+ γιατί κατοικούσε στη γη της Νεγκέμπ.+ 63 Και ο Ισαάκ είχε βγει και περπατούσε στον αγρό για να κάνει στοχασμούς+ την ώρα που βράδιαζε. Όταν σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε, είδε να έρχονται καμήλες! 64 Όταν η Ρεβέκκα σήκωσε τα μάτια της, είδε τον Ισαάκ και με ένα πήδημα κατέβηκε από την καμήλα. 65 Κατόπιν είπε στον υπηρέτη: «Ποιος είναι εκείνος ο άντρας που περπατάει στον αγρό για να μας συναντήσει;» Και ο υπηρέτης είπε: «Είναι ο κύριός μου». Και εκείνη πήρε μια μαντίλα και καλύφτηκε.+ 66 Και ο υπηρέτης άρχισε να αφηγείται στον Ισαάκ όλα όσα είχε κάνει. 67 Έπειτα ο Ισαάκ την έφερε στη σκηνή της Σάρρας της μητέρας του.+ Πήρε, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και αυτή έγινε σύζυγός του·+ και την αγάπησε,+ και βρήκε παρηγοριά ο Ισαάκ αφού έχασε τη μητέρα του.+
25 Ο δε Αβραάμ πήρε και πάλι μια σύζυγο, της οποίας το όνομα ήταν Χετούρα.+ 2 Με τον καιρό αυτή του γέννησε τον Ζεμβράν και τον Ιοξάν και τον Μαδάν και τον Μαδιάμ+ και τον Ιεσβώκ και τον Σουάχ.+
3 Και ο Ιοξάν έγινε πατέρας του Σεβά+ και του Δαιδάν.+
Και οι γιοι του Δαιδάν ήταν ο Ασσουρίμ και ο Λετουσίμ και ο Λεουμμίμ.
4 Και οι γιοι του Μαδιάμ ήταν ο Εφά+ και ο Εφέρ και ο Ανώχ και ο Αβιδά και ο Ελδαά.+
Όλοι αυτοί ήταν οι γιοι της Χετούρας.
5 Αργότερα ο Αβραάμ έδωσε όλα όσα είχε στον Ισαάκ,+ 6 αλλά στους γιους των παλλακίδων που είχε ο Αβραάμ, ο Αβραάμ έδωσε δώρα.+ Κατόπιν, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός, τους έστειλε μακριά από τον Ισαάκ το γιο του,+ προς τα ανατολικά, στη γη της Ανατολής.+ 7 Και αυτές είναι οι ημέρες των ετών ζωής που έζησε ο Αβραάμ: εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια. 8 Κατόπιν ο Αβραάμ εξέπνευσε και πέθανε σε καλά γηρατειά, γέρος και ικανοποιημένος, και συνάχθηκε στο λαό του.+ 9 Και ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, οι γιοι του, τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελάχ στον αγρό του Εφρών, του γιου του Ζωάρ του Χετταίου, που βρίσκεται μπροστά στη Μαμβρή,+ 10 τον αγρό που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Χετ. Εκεί θάφτηκε ο Αβραάμ, καθώς και η Σάρρα η σύζυγός του.+ 11 Και ύστερα από το θάνατο του Αβραάμ, συνέχισε ο Θεός να ευλογεί τον Ισαάκ το γιο του·+ και ο Ισαάκ κατοικούσε κοντά στη Βηρ-λαχαΐ-ροΐ.+
12 Και αυτή είναι η ιστορία του Ισμαήλ,+ του γιου του Αβραάμ, τον οποίο γέννησε στον Αβραάμ η Άγαρ η Αιγύπτια, η υπηρέτρια της Σάρρας.+
13 Αυτά είναι τα ονόματα των γιων του Ισμαήλ, κατά τα ονόματά τους, σύμφωνα με την προέλευση των οικογενειών τους: Νεβαϊώθ,+ ο πρωτότοκος του Ισμαήλ, και Κηδάρ+ και Αδβεήλ και Μιβσάμ+ 14 και Μισμά και Δουμά και Μασσά, 15 Αδάδ+ και Θεμά,+ Ιετούρ, Ναφίς και Κεδημά.+ 16 Αυτοί είναι οι γιοι του Ισμαήλ, και αυτά είναι τα ονόματά τους κατά τις αυλές τους και κατά τους περιτειχισμένους καταυλισμούς+ τους· δώδεκα αρχηγοί σύμφωνα με τις φυλετικές τους ομάδες.+ 17 Και αυτά είναι τα χρόνια της ζωής του Ισμαήλ: εκατόν τριάντα εφτά χρόνια. Κατόπιν εξέπνευσε και πέθανε και συνάχθηκε στο λαό του.+ 18 Και κατασκήνωναν από την Αβιλά+ κοντά στη Σιουρ,+ η οποία βρίσκεται μπροστά στην Αίγυπτο, μέχρι την Ασσυρία. Μπροστά σε όλους τους αδελφούς του εγκαταστάθηκε.+
19 Και αυτή είναι η ιστορία του Ισαάκ, του γιου του Αβραάμ.+
Ο Αβραάμ έγινε πατέρας του Ισαάκ. 20 Και ο Ισαάκ ήταν σαράντα χρονών όταν πήρε τη Ρεβέκκα, την κόρη του Βαθουήλ+ του Συρίου+ από την Παδάν-αράμ, την αδελφή του Λάβαν του Συρίου, για σύζυγό του. 21 Και ο Ισαάκ ικέτευε τον Ιεχωβά ειδικά για τη σύζυγό του,+ επειδή ήταν στείρα·+ ο Ιεχωβά, λοιπόν, δέχτηκε να ακούσει την ικεσία για αυτόν,+ και η Ρεβέκκα η σύζυγός του έμεινε έγκυος. 22 Και οι γιοι μέσα της πάλευαν,+ ώστε εκείνη είπε: «Αν είναι έτσι, γιατί να είμαι ζωντανή;» Τότε πήγε να ρωτήσει τον Ιεχωβά.+ 23 Και ο Ιεχωβά τής είπε: «Δύο έθνη είναι στην κοιλιά+ σου και δύο εθνότητες θα χωριστούν από τα σπλάχνα σου·+ και η μία εθνότητα θα είναι ισχυρότερη από την άλλη εθνότητα,+ και ο μεγαλύτερος θα υπηρετεί τον νεότερο».+
24 Με τον καιρό συμπληρώθηκαν οι ημέρες της να γεννήσει, και στην κοιλιά της ήταν δίδυμα.+ 25 Τότε βγήκε ο πρώτος και ήταν κόκκινος παντού, σαν τρίχινο επίσημο ένδυμα·+ γι’ αυτό κάλεσαν το όνομά του Ησαύ.+ 26 Και έπειτα βγήκε ο αδελφός του και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ·+ γι’ αυτό κλήθηκε το όνομά του Ιακώβ.+ Και ο Ισαάκ ήταν εξήντα χρονών όταν εκείνη τους γέννησε.
27 Και τα αγόρια μεγάλωσαν, και ο Ησαύ έγινε άνθρωπος που ήξερε να κυνηγάει,+ άνθρωπος του αγρού, αλλά ο Ιακώβ έγινε άμεμπτος άνθρωπος,+ που κατοικούσε σε σκηνές.+ 28 Και ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, επειδή αυτό σήμαινε κυνήγι για το στόμα του, ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ.+ 29 Κάποτε, ενώ ο Ιακώβ έβραζε φαγητό, ήρθε ο Ησαύ από τον αγρό και ήταν κουρασμένος. 30 Είπε, λοιπόν, ο Ησαύ στον Ιακώβ: «Γρήγορα, σε παρακαλώ, δώσε μου μια μπουκιά από το κόκκινο—αυτό εκεί το κόκκινο, γιατί είμαι κουρασμένος!» Γι’ αυτό κλήθηκε το όνομά του Εδώμ.+ 31 Τότε ο Ιακώβ είπε: «Πούλησέ μου, πρώτα, τα δικαιώματα που έχεις ως πρωτότοκος!»+ 32 Και ο Ησαύ συνέχισε: «Εδώ εγώ κοντεύω να πεθάνω, και τι με ωφελούν τα πρωτοτόκια;» 33 Και ο Ιακώβ πρόσθεσε: «Ορκίσου μου πρώτα!»+ Και εκείνος του ορκίστηκε και πούλησε στον Ιακώβ τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος.+ 34 Και ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και βρασμένες φακές, και εκείνος άρχισε να τρώει και να πίνει.+ Κατόπιν σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι λοιπόν, ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκια.+
26 Έγινε, λοιπόν, πείνα στον τόπο, εκτός από την πρώτη πείνα που είχε συμβεί στις ημέρες του Αβραάμ,+ και γι’ αυτό ο Ισαάκ κατευθύνθηκε στον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα.+ 2 Τότε ο Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν και είπε:+ «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο. Κατασκήνωσε στη γη που σου ορίζω.+ 3 Κατοίκησε ως πάροικος σε αυτή τη γη,+ και εγώ θα παραμείνω μαζί σου και θα σε ευλογώ, επειδή σε εσένα και στο σπέρμα σου θα δώσω όλους αυτούς τους τόπους,+ και θα εκπληρώσω την ένορκη δήλωση που ορκίστηκα στον Αβραάμ τον πατέρα σου:+ 4 “Και θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα άστρα των ουρανών και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τους τόπους·+ και μέσω του σπέρματός σου όλα τα έθνη της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους”,+ 5 λόγω του ότι ο Αβραάμ άκουσε τη φωνή μου και συνέχισε να τηρεί τις υποχρεώσεις του προς εμένα, τις εντολές μου, τα νομοθετήματά μου και τους νόμους μου».+ 6 Γι’ αυτό ο Ισαάκ κατοίκησε στα Γέραρα.+
7 Οι άντρες, λοιπόν, του τόπου ρωτούσαν σχετικά με τη σύζυγό του, και αυτός έλεγε: «Είναι αδελφή μου».+ Διότι φοβόταν να πει «Σύζυγός μου» μήπως, όπως είπε, «οι άντρες του τόπου με σκοτώσουν εξαιτίας της Ρεβέκκας», επειδή είχε ελκυστική εμφάνιση.+ 8 Καθώς, λοιπόν, οι ημέρες του εκεί παρατείνονταν, κοίταξε ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, από το παράθυρο και είδε τον Ισαάκ να απολαμβάνει στιγμές ευτυχίας με τη Ρεβέκκα τη σύζυγό του.+ 9 Αμέσως ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Ισαάκ και είπε: «Μα αυτή δεν είναι άλλη από τη σύζυγό σου! Πώς, λοιπόν, είπες: “Είναι αδελφή μου”;» Τότε ο Ισαάκ τού είπε: «Το είπα από φόβο μήπως πεθάνω εξαιτίας της».+ 10 Αλλά ο Αβιμέλεχ συνέχισε: «Τι είναι αυτό που μας έκανες;+ Λίγο ακόμη και σίγουρα κάποιος από το λαό θα είχε πλαγιάσει με τη σύζυγό σου, και θα μας είχες επιφέρει ενοχή!»+ 11 Κατόπιν ο Αβιμέλεχ διέταξε όλο το λαό, λέγοντας: «Όποιος αγγίξει αυτόν τον άνθρωπο και τη σύζυγό του εξάπαντος θα θανατωθεί!»
12 Ύστερα ο Ισαάκ άρχισε να σπέρνει σε εκείνη τη γη,+ και εκείνον το χρόνο μάζευε μέχρι και εκατονταπλάσια ποσότητα,+ επειδή ο Ιεχωβά τον ευλογούσε.+ 13 Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος έγινε μεγάλος και συνέχισε να προκόβει όλο και περισσότερο και να μεγαλύνεται μέχρι που έγινε πολύ μεγάλος.+ 14 Και απέκτησε ποίμνια προβάτων και κοπάδια βοδιών και πολύ υπηρετικό προσωπικό,+ ώστε οι Φιλισταίοι άρχισαν να τον φθονούν.+
15 Και όλα τα πηγάδια που είχαν σκάψει οι υπηρέτες του πατέρα του στις ημέρες του Αβραάμ του πατέρα του,+ οι Φιλισταίοι τα έφραξαν και τα γέμισαν με χώμα.+ 16 Τελικά ο Αβιμέλεχ είπε στον Ισαάκ: «Φύγε από τα μέρη μας, επειδή έγινες πολύ ισχυρότερος από εμάς».+ 17 Ο Ισαάκ, λοιπόν, έφυγε από εκεί και κατασκήνωσε στην κοιλάδα του χειμάρρου των Γεράρων+ και κατοίκησε εκεί. 18 Και ο Ισαάκ άρχισε να σκάβει πάλι τα πηγάδια νερού που είχαν σκάψει στις ημέρες του Αβραάμ του πατέρα του και τα οποία έφραξαν οι Φιλισταίοι μετά το θάνατο του Αβραάμ·+ και κάλεσε πάλι τα ονόματά τους με τα ονόματα με τα οποία τα είχε καλέσει ο πατέρας του.+
19 Και οι υπηρέτες του Ισαάκ έσκαψαν στην κοιλάδα του χειμάρρου και βρήκαν εκεί ένα πηγάδι καθαρού νερού. 20 Και οι ποιμένες των Γεράρων άρχισαν να μαλώνουν με τους ποιμένες του Ισαάκ,+ λέγοντας: «Το νερό είναι δικό μας!» Γι’ αυτό κάλεσε το όνομα του πηγαδιού Έσεκ, επειδή είχαν φιλονικήσει μαζί του. 21 Και έσκαψαν άλλο πηγάδι και άρχισαν να μαλώνουν και για αυτό. Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Σιτνά. 22 Αργότερα έφυγε από εκεί και έσκαψε άλλο πηγάδι,+ αλλά δεν μάλωσαν για αυτό. Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Ρεχωβώθ και είπε: «Επειδή τώρα ο Ιεχωβά μάς έδωσε ευρυχωρία+ και μας έκανε καρποφόρους στη γη».+
23 Κατόπιν ανέβηκε από εκεί στη Βηρ-σαβεέ.+ 24 Και ο Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν στη διάρκεια εκείνης της νύχτας και είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου.+ Μη φοβάσαι,+ επειδή είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω και θα πληθύνω το σπέρμα σου λόγω του Αβραάμ του υπηρέτη μου».+ 25 Αυτός, λοιπόν, έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά+ και έστησε εκεί τη σκηνή+ του· και οι υπηρέτες του Ισαάκ έσκαψαν εκεί ένα πηγάδι.
26 Αργότερα ο Αβιμέλεχ ήρθε σε αυτόν από τα Γέραρα με τον Οχοζάθ, τον έμπιστο φίλο του, και τον Φιχόλ, τον αρχηγό του στρατεύματός του.+ 27 Τότε ο Ισαάκ τούς είπε: «Γιατί ήρθατε σε εμένα, εφόσον εσείς με μισήσατε και με εξαποστείλατε από τα μέρη σας;»+ 28 Και είπαν: «Είδαμε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Ιεχωβά είναι μαζί σου.+ Είπαμε λοιπόν: “Ας γίνει, σε παρακαλούμε, ένας όρκος υποχρέωσης ανάμεσά μας,+ ανάμεσα σε εμάς και σε εσένα, και ας συνάψουμε διαθήκη μαζί σου,+ 29 ότι δεν θα κάνεις τίποτα κακό σε εμάς ακριβώς όπως εμείς δεν σε αγγίξαμε και ακριβώς όπως εμείς κάναμε μόνο καλό σε εσένα εφόσον σε εξαποστείλαμε με ειρήνη.+ Εσύ, τώρα, είσαι ο ευλογημένος από τον Ιεχωβά”».+ 30 Τότε έκανε συμπόσιο για αυτούς και έφαγαν και ήπιαν.+ 31 Το επόμενο πρωί σηκώθηκαν νωρίς και έκαναν ένορκες δηλώσεις ο ένας στον άλλον.+ Έπειτα ο Ισαάκ τούς εξαπέστειλε και έφυγαν από αυτόν με ειρήνη.+
32 Εκείνη την ημέρα ήρθαν οι υπηρέτες του Ισαάκ και του ανέφεραν σχετικά με το πηγάδι που είχαν σκάψει,+ και του είπαν: «Βρήκαμε νερό!» 33 Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Σιβά. Γι’ αυτόν το λόγο το όνομα της πόλης είναι Βηρ-σαβεέ,+ μέχρι αυτή την ημέρα.
34 Και ο Ησαύ έγινε σαράντα χρονών. Κατόπιν πήρε για σύζυγο την Ιουδίθ, την κόρη του Βηρί του Χετταίου, καθώς και τη Βασεμάθ, την κόρη του Αιλών του Χετταίου.+ 35 Και αυτές έφερναν πίκρα στο πνεύμα του Ισαάκ και της Ρεβέκκας.+
27 Και όταν γέρασε ο Ισαάκ και τα μάτια του θάμπωσαν τόσο που δεν έβλεπε,+ φώναξε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του, και του είπε:+ «Γιε μου!» Και εκείνος του είπε: «Ορίστε!» 2 Και αυτός είπε: «Εγώ πια γέρασα.+ Δεν ξέρω την ημέρα του θανάτου μου.+ 3 Τώρα λοιπόν, πάρε, σε παρακαλώ, τα σύνεργά σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στον αγρό και κυνήγησε κάποιο θήραμα για εμένα.+ 4 Κατόπιν φτιάξε μου ένα νόστιμο γεύμα όπως μου αρέσει και φέρε το σε εμένα και ας φάω, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου προτού πεθάνω».+
5 Ωστόσο, η Ρεβέκκα άκουγε ενόσω ο Ισαάκ μιλούσε στον Ησαύ το γιο του. Και ο Ησαύ πήγε στον αγρό να κυνηγήσει κάποιο θήραμα και να το φέρει.+ 6 Και είπε η Ρεβέκκα στον Ιακώβ το γιο της:+ «Μόλις άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον Ησαύ τον αδελφό σου, λέγοντας: 7 “Φέρε μου κυνήγι και φτιάξε μου ένα νόστιμο γεύμα και ας φάω, για να σε ευλογήσω ενώπιον του Ιεχωβά πριν από το θάνατό μου”.+ 8 Και τώρα, γιε μου, άκουσε τη φωνή μου σε ό,τι σου παραγγέλλω.+ 9 Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο κοπάδι και φέρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια για να φτιάξω με αυτά ένα νόστιμο γεύμα για τον πατέρα σου, όπως του αρέσει. 10 Κατόπιν θα το φέρεις στον πατέρα σου και θα το φάει, για να σε ευλογήσει πριν από το θάνατό του».
11 Και ο Ιακώβ είπε στη Ρεβέκκα τη μητέρα του: «Ο Ησαύ ο αδελφός μου, όμως, είναι δασύτριχος άντρας ενώ εγώ έχω απαλό δέρμα.+ 12 Τι θα γίνει αν ο πατέρας μου με ψηλαφήσει;+ Τότε θα γίνω στα μάτια του σαν εμπαίκτης+ και θα φέρω πάνω μου κατάρα και όχι ευλογία».+ 13 Τότε η μητέρα του τού είπε: «Πάνω μου να είναι η κατάρα που θα προοριζόταν για εσένα, γιε μου.+ Μόνο άκουσε τη φωνή μου και πήγαινε, φέρε τα σε εμένα».+ 14 Εκείνος, λοιπόν, πήγε και τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του, και η μητέρα του έφτιαξε ένα νόστιμο γεύμα, όπως άρεσε στον πατέρα του. 15 Έπειτα η Ρεβέκκα πήρε ενδύματα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της,+ τα πιο επιθυμητά που είχε εκεί στο σπίτι,+ και τα φόρεσε στον Ιακώβ, το νεότερο γιο της.+ 16 Και τα δέρματα από τα κατσικάκια τα έβαλε πάνω στα χέρια του και πάνω στο άτριχο μέρος του λαιμού του.+ 17 Κατόπιν έδωσε στα χέρια του Ιακώβ του γιου της το νόστιμο γεύμα και το ψωμί που είχε φτιάξει.+
18 Εκείνος, λοιπόν, πήγε στον πατέρα του και είπε: «Πατέρα μου!» Και αυτός απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι, γιε μου;» 19 Και ο Ιακώβ είπε στον πατέρα του: «Είμαι ο Ησαύ ο πρωτότοκός σου.+ Έκανα όπως ακριβώς μου είπες. Σήκω, σε παρακαλώ. Κάθησε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου».+ 20 Τότε ο Ισαάκ είπε στο γιο του: «Πώς έγινε να το βρεις τόσο γρήγορα, γιε μου;» Και εκείνος είπε: «Επειδή ο Ιεχωβά ο Θεός σου το έκανε να έρθει μπροστά μου». 21 Κατόπιν ο Ισαάκ είπε στον Ιακώβ: «Πλησίασε, σε παρακαλώ, για να σε ψηλαφήσω, γιε μου, ώστε να καταλάβω αν είσαι πράγματι ο γιος μου ο Ησαύ ή όχι».+ 22 Ο Ιακώβ, λοιπόν, πλησίασε τον Ισαάκ τον πατέρα του· και αυτός άρχισε να τον ψηλαφεί και μετά είπε: «Η φωνή είναι η φωνή του Ιακώβ, αλλά τα χέρια είναι τα χέρια του Ησαύ».+ 23 Και δεν τον αναγνώρισε, επειδή τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ του αδελφού του. Και έτσι τον ευλόγησε.+
24 Έπειτα είπε: «Είσαι πράγματι ο γιος μου ο Ησαύ;» Και εκείνος είπε: «Είμαι».+ 25 Κατόπιν είπε: «Φέρε το κοντά μου για να φάω από το κυνήγι του γιου μου, ώστε να σε ευλογήσει η ψυχή μου».+ Τότε το έφερε κοντά του και αυτός άρχισε να τρώει· και του έφερε κρασί και άρχισε να πίνει. 26 Κατόπιν ο Ισαάκ ο πατέρας του τού είπε: «Πλησίασε, σε παρακαλώ, και φίλησέ με, γιε μου».+ 27 Πλησίασε, λοιπόν, και τον φίλησε, και αυτός μπόρεσε να μυρίσει τη μυρωδιά των ενδυμάτων του.+ Και τον ευλόγησε και είπε:
«Δείτε! Η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν τη μυρωδιά του αγρού που ευλόγησε ο Ιεχωβά. 28 Και είθε να σου δώσει ο αληθινός Θεός τις δροσιές των ουρανών+ και τα εύφορα εδάφη της γης+ και αφθονία σιτηρών και καινούριου κρασιού.+ 29 Ας σε υπηρετούν λαοί και ας σε προσκυνούν εθνότητες.+ Γίνε κύριος των αδελφών σου, και ας σε προσκυνούν οι γιοι της μητέρας σου.+ Καταραμένος να είναι όποιος σε καταριέται και ευλογημένος να είναι όποιος σε ευλογεί».+
30 Και μόλις ο Ισαάκ ολοκλήρωσε την ευλογία που έδινε στον Ιακώβ, ναι, μόλις βγήκε ο Ιακώβ φεύγοντας από το πρόσωπο του Ισαάκ του πατέρα του, γύρισε ο Ησαύ ο αδελφός του από το κυνήγι του.+ 31 Και άρχισε και εκείνος να φτιάχνει ένα νόστιμο γεύμα. Κατόπιν το έφερε στον πατέρα του και είπε στον πατέρα του: «Ας σηκωθεί ο πατέρας μου και ας φάει από το κυνήγι του γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου».+ 32 Τότε ο Ισαάκ ο πατέρας του τού είπε: «Ποιος είσαι;» Και εκείνος είπε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ».+ 33 Και ο Ισαάκ άρχισε να τρέμει πολύ, σε υπερβολικό βαθμό, και είπε: «Ποιος ήταν, λοιπόν, εκείνος που κυνήγησε κάποιο θήραμα και μου το έφερε, ώστε έφαγα από καθετί προτού μπεις εσύ και τον ευλόγησα; Και πράγματι ευλογημένος θα είναι!»+
34 Όταν άκουσε τα λόγια του πατέρα του, ο Ησαύ άρχισε να φωνάζει πάρα πολύ δυνατά και πικρά και να λέει στον πατέρα του:+ «Ευλόγησε και εμένα, ναι και εμένα, πατέρα μου!»+ 35 Αλλά αυτός είπε: «Ο αδελφός σου ήρθε με απάτη να πάρει την ευλογία που προοριζόταν για εσένα».+ 36 Τότε εκείνος είπε: «Δεν είναι αυτός ο λόγος που το όνομά του καλείται Ιακώβ, εφόσον επρόκειτο να με υποσκελίσει αυτές τις δύο φορές;+ Τα πρωτοτόκιά μου τα πήρε ήδη,+ και ορίστε! αυτή τη φορά πήρε την ευλογία+ μου!» Κατόπιν πρόσθεσε: «Δεν φύλαξες ευλογία για εμένα;» 37 Αλλά απαντώντας στον Ησαύ ο Ισαάκ συνέχισε: «Εγώ τον διόρισα κύριό σου,+ και όλους τους αδελφούς του τους έδωσα σε αυτόν ως υπηρέτες,+ και σιτηρά και καινούριο κρασί χορήγησα για τη συντήρησή του,+ και πού υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω για εσένα, γιε μου;»
38 Κατόπιν ο Ησαύ είπε στον πατέρα του: «Μόνο μία ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησε και εμένα, ναι και εμένα, πατέρα μου!»+ Τότε ο Ησαύ ύψωσε τη φωνή του και ξέσπασε σε κλάματα.+ 39 Απαντώντας, λοιπόν, ο Ισαάκ ο πατέρας του τού είπε:
«Δες! Μακριά από τα εύφορα εδάφη της γης θα είναι η κατοικία σου, και μακριά από τη δροσιά των ουρανών που βρίσκονται από πάνω.+ 40 Και από το σπαθί σου θα ζεις,+ και τον αδελφό σου θα υπηρετείς.+ Αλλά όταν δυσανασχετήσεις, θα σπάσεις το ζυγό του από τον τράχηλό σου».+
41 Ωστόσο, ο Ησαύ έτρεφε εχθρότητα για τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας με την οποία τον είχε ευλογήσει ο πατέρας του,+ και έλεγε ο Ησαύ μέσα στην καρδιά του:+ «Οι ημέρες της περιόδου πένθους για τον πατέρα μου πλησιάζουν.+ Έπειτα θα σκοτώσω τον Ιακώβ τον αδελφό μου».+ 42 Όταν ειπώθηκαν στη Ρεβέκκα τα λόγια του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, εκείνη έστειλε αμέσως και κάλεσε τον Ιακώβ, το νεότερο γιο της, και του είπε: «Δες! Ο Ησαύ ο αδελφός σου παρηγορείται σχετικά με εσένα—ότι θα σε σκοτώσει.+ 43 Τώρα λοιπόν, γιε μου, άκουσε τη φωνή μου και σήκω,+ φύγε να πας στον Λάβαν τον αδελφό μου στη Χαρράν.+ 44 Και πρέπει να μείνεις μαζί του μερικές ημέρες μέχρι να κοπάσει+ η οργή του αδελφού σου, 45 μέχρι να απομακρυνθεί από εσένα ο θυμός του αδελφού σου και να ξεχάσει τι του έκανες.+ Και εγώ θα στείλω και θα σε πάρω από εκεί. Γιατί να σας στερηθώ και τους δύο σε μία ημέρα;»
46 Έπειτα από αυτό, η Ρεβέκκα έλεγε στον Ισαάκ: «Έχω αποστραφεί τη ζωή μου εξαιτίας των θυγατέρων του Χετ.+ Αν ο Ιακώβ πάρει ποτέ σύζυγο από τις κόρες του Χετ σαν αυτές, από τις κόρες του τόπου, τι με ωφελεί η ζωή;»+
28 Ο Ισαάκ, λοιπόν, κάλεσε τον Ιακώβ και τον ευλόγησε και του έδωσε εντολή και του είπε: «Δεν πρέπει να πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν.+ 2 Σήκω, πήγαινε στην Παδάν-αράμ στο σπίτι του Βαθουήλ, του πατέρα της μητέρας σου, και από εκεί πάρε σύζυγο από τις κόρες του Λάβαν, του αδελφού της μητέρας σου.+ 3 Και ο Θεός ο Παντοδύναμος θα σε ευλογήσει και θα σε κάνει καρποφόρο και θα σε πληθύνει, και θα γίνεις οπωσδήποτε εκκλησία λαών.+ 4 Και θα δώσει σε εσένα την ευλογία του Αβραάμ,+ σε εσένα και στο σπέρμα σου μαζί σου,+ ώστε να πάρεις στην κατοχή σου τη γη των παροικήσεών σου,+ την οποία ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ».+
5 Έτσι λοιπόν, ο Ισαάκ εξαπέστειλε τον Ιακώβ, και αυτός έφυγε για να πάει στην Παδάν-αράμ, στον Λάβαν, το γιο του Βαθουήλ του Συρίου,+ τον αδελφό της Ρεβέκκας,+ της μητέρας του Ιακώβ και του Ησαύ.+
6 Όταν ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ είχε ευλογήσει τον Ιακώβ και τον είχε στείλει στην Παδάν-αράμ για να πάρει από εκεί σύζυγο και ότι όταν τον ευλόγησε του έδωσε την εντολή, λέγοντας: «Μην πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν»+ 7 και ότι ο Ιακώβ υπάκουε στον πατέρα του και στη μητέρα του και πήγαινε στην Παδάν-αράμ,+ 8 τότε ο Ησαύ είδε ότι οι κόρες της Χαναάν ήταν δυσάρεστες στα μάτια του Ισαάκ του πατέρα του.+ 9 Γι’ αυτό, ο Ησαύ πήγε στον Ισμαήλ και πήρε για σύζυγο τη Μαχαλάθ, την κόρη του Ισμαήλ, του γιου του Αβραάμ, την αδελφή του Νεβαϊώθ, εκτός από τις άλλες συζύγους του.+
10 Και ο Ιακώβ συνέχισε το δρόμο του βγαίνοντας από τη Βηρ-σαβεέ και πήγαινε προς τη Χαρράν.+ 11 Αργότερα έφτασε σε έναν τόπο και ετοιμάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί επειδή ο ήλιος είχε δύσει. Πήρε, λοιπόν, μια από τις πέτρες του τόπου και την έβαλε για προσκεφάλι του και ξάπλωσε σε εκείνον τον τόπο.+ 12 Και άρχισε να ονειρεύεται,+ και είδε μια σκάλα που ήταν στημένη πάνω στη γη και η κορυφή της έφτανε μέχρι τους ουρανούς· και άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σε αυτήν.+ 13 Και ο Ιεχωβά στεκόταν από πάνω της και άρχισε να λέει:+
«Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου και ο Θεός του Ισαάκ.+ Τη γη πάνω στην οποία είσαι ξαπλωμένος σε εσένα πρόκειται να τη δώσω και στο σπέρμα σου.+ 14 Και το σπέρμα σου θα γίνει σαν τους κόκκους του χώματος της γης,+ και θα εξαπλωθείς προς τη δύση και προς την ανατολή και προς το βορρά και προς το νότο·+ και μέσω εσένα, καθώς και μέσω του σπέρματός σου, όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους.+ 15 Και εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω σε όλο το δρόμο στον οποίο πηγαίνεις και θα σε επαναφέρω σε αυτή τη γη,+ επειδή δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω μέχρι να κάνω ό,τι σου είπα».+
16 Κατόπιν ο Ιακώβ ξύπνησε από τον ύπνο του και είπε: «Αληθινά ο Ιεχωβά βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο και εγώ δεν το ήξερα». 17 Και τον έπιασε φόβος και πρόσθεσε:+ «Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος!+ Αυτός δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού+ και αυτή είναι η πύλη των ουρανών». 18 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Ιακώβ νωρίς το πρωί και πήρε την πέτρα που ήταν εκεί για προσκεφάλι του και την έστησε ως στήλη και έχυσε λάδι στην κορυφή της.+ 19 Επίσης, κάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Βαιθήλ·+ αλλά, στην πραγματικότητα, Λουζ ήταν το όνομα της πόλης προηγουμένως.+
20 Και ο Ιακώβ ευχήθηκε μια ευχή,+ λέγοντας: «Αν ο Θεός παραμείνει μαζί μου και με φυλάξει σε αυτόν το δρόμο στον οποίο πηγαίνω και μου δώσει ψωμί να φάω και ενδύματα να φορέσω+ 21 και επιστρέψω με ειρήνη στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Ιεχωβά θα έχει αποδειχτεί Θεός μου.+ 22 Και αυτή η πέτρα που έστησα ως στήλη θα γίνει οίκος του Θεού,+ και από όλα όσα μου δώσεις, εξάπαντος θα δώσω το ένα δέκατο σε εσένα».+
29 Έπειτα ο Ιακώβ ξεκίνησε με τα πόδια και ταξίδεψε προς τη γη των κατοίκων της Ανατολής.+ 2 Κάποια στιγμή κοίταξε, και είδε ένα πηγάδι στον αγρό και τρία κοπάδια πρόβατα ξαπλωμένα εκεί κοντά, επειδή από εκείνο το πηγάδι συνήθιζαν να ποτίζουν τα κοπάδια·+ και μια μεγάλη πέτρα ήταν πάνω από το στόμιο του πηγαδιού.+ 3 Αφού μαζεύονταν εκεί όλα τα κοπάδια, κυλούσαν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού και πότιζαν τα ποίμνια, και μετά ξανάφερναν την πέτρα πάνω από το στόμιο του πηγαδιού στη θέση της.
4 Τους είπε, λοιπόν, ο Ιακώβ: «Αδελφοί μου, από ποιο μέρος είστε;» Και αυτοί είπαν: «Είμαστε από τη Χαρράν».+ 5 Κατόπιν τους είπε: «Ξέρετε τον Λάβαν,+ τον εγγονό του Ναχώρ;»+ Και είπαν: «Τον ξέρουμε». 6 Τότε τους είπε: «Είναι καλά;»+ Και αυτοί είπαν: «Καλά είναι. Και δες! η Ραχήλ+ η κόρη του έρχεται με τα πρόβατα!»+ 7 Και είπε: «Μα έχουμε ακόμη ημέρα μπροστά μας. Δεν είναι ώρα να μαζέψετε τα κοπάδια. Ποτίστε τα πρόβατα και μετά πηγαίνετε να τα βοσκήσετε».+ 8 Τότε είπαν: «Δεν επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό μέχρι να μαζευτούν όλα τα κοπάδια και να κυλήσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού. Μετά θα ποτίσουμε τα πρόβατα».
9 Ενώ ακόμη μιλούσε μαζί τους, ήρθε η Ραχήλ+ με τα πρόβατα του πατέρα της· διότι ήταν βοσκοπούλα.+ 10 Και όταν ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, του αδελφού της μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού της μητέρας του, ο Ιακώβ πλησίασε αμέσως και κύλησε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού της μητέρας του.+ 11 Κατόπιν ο Ιακώβ φίλησε+ τη Ραχήλ και ύψωσε τη φωνή του και ξέσπασε σε κλάματα.+ 12 Και ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι ήταν αδελφός+ του πατέρα της και ότι ήταν γιος της Ρεβέκκας. Και εκείνη έτρεξε και το είπε στον πατέρα της.+
13 Μόλις, λοιπόν, ο Λάβαν άκουσε την είδηση για τον Ιακώβ, το γιο της αδελφής του, έτρεξε να τον συναντήσει.+ Κατόπιν τον αγκάλιασε και τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του.+ Και αυτός αφηγήθηκε στον Λάβαν όλα αυτά τα πράγματα. 14 Έπειτα ο Λάβαν τού είπε: «Είσαι πράγματι οστό μου και σάρκα μου».+ Και κατοίκησε μαζί του έναν ολόκληρο μήνα.
15 Έπειτα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι αδελφός μου,+ πρέπει να με υπηρετείς δωρεάν;+ Πες μου: Ποιος θα είναι ο μισθός σου;»+ 16 Και ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία+ και το όνομα της νεότερης Ραχήλ. 17 Τα μάτια, όμως, της Λείας δεν είχαν λάμψη, ενώ η Ραχήλ+ είχε αποκτήσει ωραία διάπλαση και ωραία όψη.+ 18 Και ο Ιακώβ αγαπούσε τη Ραχήλ. Είπε λοιπόν: «Είμαι πρόθυμος να σε υπηρετώ εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη νεότερη κόρη σου».+ 19 Τότε ο Λάβαν είπε: «Καλύτερα να τη δώσω σε εσένα παρά να τη δώσω σε άλλον άντρα.+ Εξακολούθησε να κατοικείς μαζί μου». 20 Και ο Ιακώβ υπηρέτησε εφτά χρόνια για τη Ραχήλ,+ αλλά στα μάτια του φάνηκαν σαν λίγες ημέρες λόγω της αγάπης του για αυτήν.+
21 Κατόπιν ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: «Δώσε μου τη σύζυγό μου, επειδή οι ημέρες μου συμπληρώθηκαν, για να έχω σχέσεις μαζί της».+ 22 Τότε ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τους άντρες του τόπου και έκανε συμπόσιο.+ 23 Αλλά το βράδυ πήρε τη Λεία την κόρη του και την έφερε σε εκείνον για να έχει σχέσεις μαζί της. 24 Επιπλέον, ο Λάβαν έδωσε τη Ζελφά+ την υπηρέτριά του σε εκείνη—στη Λεία την κόρη του—ως υπηρέτρια. 25 Το πρωί, λοιπόν, εκείνος είδε ότι ήταν η Λεία! Και είπε στον Λάβαν: «Τι είναι αυτό που μου έκανες; Για τη Ραχήλ δεν υπηρέτησα κοντά σου; Γιατί, λοιπόν, με εξαπάτησες;»+ 26 Τότε ο Λάβαν είπε: «Δεν συνηθίζεται να κάνουμε έτσι στον τόπο μας, να δίνουμε τη νεότερη γυναίκα πριν από την πρωτότοκη. 27 Γιόρτασε+ στο πλήρες την εβδομάδα αυτής της γυναίκας. Έπειτα θα σου δοθεί και η άλλη για την υπηρεσία που μπορείς να αποδώσεις κοντά μου άλλα εφτά χρόνια».+ 28 Έτσι και έκανε ο Ιακώβ και γιόρτασε πλήρως την εβδομάδα αυτής της γυναίκας, και μετά εκείνος του έδωσε τη Ραχήλ την κόρη του για σύζυγό του. 29 Εκτός από αυτό, ο Λάβαν έδωσε τη Βαλλά+ την υπηρέτριά του στη Ραχήλ την κόρη του ως δική της υπηρέτρια.
30 Κατόπιν αυτός είχε σχέσεις και με τη Ραχήλ και μάλιστα εκδήλωσε περισσότερη αγάπη για τη Ραχήλ παρά για τη Λεία·+ και υπηρετούσε κοντά του άλλα εφτά χρόνια.+ 31 Όταν ο Ιεχωβά είδε ότι η Λεία μισούνταν, άνοιξε τη μήτρα της·+ αλλά η Ραχήλ ήταν στείρα.+ 32 Και η Λεία έμεινε έγκυος και γέννησε γιο και κάλεσε το όνομά του Ρουβήν,+ γιατί είπε: «Επειδή ο Ιεχωβά είδε τα βάσανά μου·+ διότι τώρα ο σύζυγός μου θα αρχίσει να με αγαπάει». 33 Και έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο και είπε: «Επειδή ο Ιεχωβά άκουσε+—διότι μισούμουν—και έτσι μου έδωσε και αυτόν επίσης». Γι’ αυτό κάλεσε το όνομά του Συμεών.+ 34 Και έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε γιο και είπε: «Αυτή πια τη φορά ο σύζυγός μου θα προσκολληθεί σε εμένα, επειδή του έχω γεννήσει τρεις γιους». Έτσι λοιπόν, το όνομά του κλήθηκε Λευί.+ 35 Και έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και γέννησε γιο και είπε: «Αυτή τη φορά θα εξυμνήσω τον Ιεχωβά». Γι’ αυτό κάλεσε το όνομά του Ιούδα.+ Έπειτα έπαψε να γεννάει.
30 Όταν η Ραχήλ είδε ότι δεν είχε γεννήσει στον Ιακώβ, η Ραχήλ ζήλεψε την αδελφή της και είπε στον Ιακώβ:+ «Δώσε μου παιδιά, αλλιώς θα είμαι μια νεκρή γυναίκα».+ 2 Τότε ο θυμός του Ιακώβ εξάφθηκε εναντίον της Ραχήλ και είπε:+ «Μήπως είμαι εγώ στη θέση του Θεού, ο οποίος σου στέρησε τον καρπό της κοιλιάς;»+ 3 Και εκείνη είπε: «Ορίστε η δούλη μου η Βαλλά.+ Κοιμήσου μαζί της, ώστε να γεννήσει στα γόνατά μου και να αποκτήσω εγώ, ναι εγώ, παιδιά από αυτήν».+ 4 Τότε του έδωσε τη Βαλλά την υπηρέτριά της για σύζυγο και ο Ιακώβ είχε σχέσεις μαζί της.+ 5 Και η Βαλλά έμεινε έγκυος και με τον καιρό γέννησε στον Ιακώβ έναν γιο.+ 6 Τότε η Ραχήλ είπε: «Ο Θεός ενήργησε ως κριτής+ μου και επίσης άκουσε τη φωνή μου, ώστε μου έδωσε έναν γιο». Γι’ αυτό κάλεσε το όνομά του Δαν.+ 7 Και η Βαλλά, η υπηρέτρια της Ραχήλ, έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και με τον καιρό γέννησε έναν δεύτερο γιο στον Ιακώβ. 8 Τότε η Ραχήλ είπε: «Με δυνατή πάλη πάλεψα με την αδελφή μου. Και βγήκα νικήτρια!» Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Νεφθαλί.+
9 Όταν η Λεία είδε ότι η ίδια είχε πάψει να γεννάει, πήρε τη Ζελφά την υπηρέτριά της και την έδωσε στον Ιακώβ για σύζυγο.+ 10 Με τον καιρό η Ζελφά, η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν γιο στον Ιακώβ. 11 Τότε η Λεία είπε: «Τι καλοτυχία!» Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Γαδ.+ 12 Έπειτα η Ζελφά, η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν δεύτερο γιο στον Ιακώβ. 13 Τότε η Λεία είπε: «Τι ευτυχία! Διότι οι κόρες θα με αποκαλούν ευτυχισμένη».+ Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Ασήρ.+
14 Και τις ημέρες του θερισμού του σιταριού+ ο Ρουβήν+ περπατούσε και βρήκε μανδραγόρες στον αγρό. Τους έφερε, λοιπόν, στη Λεία τη μητέρα του. Κατόπιν η Ραχήλ είπε στη Λεία: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, μερικούς από τους μανδραγόρες+ του γιου σου». 15 Τότε εκείνη της είπε: «Μήπως είναι μικρό πράγμα που πήρες το σύζυγό μου,+ και τώρα παίρνεις και τους μανδραγόρες του γιου μου;» Είπε, λοιπόν, η Ραχήλ: «Γι’ αυτόν το λόγο, θα πλαγιάσει μαζί σου απόψε σε αντάλλαγμα για τους μανδραγόρες του γιου σου».
16 Καθώς ο Ιακώβ ερχόταν από τον αγρό το βράδυ,+ η Λεία βγήκε να τον συναντήσει και είπε: «Με εμένα θα έχεις σχέσεις, επειδή σε μίσθωσα με τους μανδραγόρες του γιου μου». Αυτός, λοιπόν, πλάγιασε μαζί της εκείνη τη νύχτα.+ 17 Και ο Θεός άκουσε και απάντησε στη Λεία και αυτή έμεινε έγκυος και με τον καιρό γέννησε στον Ιακώβ έναν πέμπτο γιο.+ 18 Τότε η Λεία είπε: «Ο Θεός μού έδωσε μισθό, επειδή έδωσα την υπηρέτριά μου στο σύζυγό μου». Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Ισσάχαρ.+ 19 Και η Λεία έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και με τον καιρό γέννησε έναν έκτο γιο στον Ιακώβ.+ 20 Τότε η Λεία είπε: «Ο Θεός προίκισε εμένα, ναι εμένα, με καλή προίκα. Επιτέλους ο σύζυγός μου θα με ανεχτεί,+ επειδή του γέννησα έξι γιους».+ Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Ζαβουλών.+ 21 Ύστερα γέννησε μια κόρη και κάλεσε το όνομά της Δείνα.+
22 Τελικά ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ και ο Θεός άκουσε και της απάντησε ανοίγοντας τη μήτρα της.+ 23 Και έμεινε έγκυος και γέννησε έναν γιο. Τότε είπε: «Ο Θεός αφαίρεσε το όνειδός μου!»+ 24 Κάλεσε, λοιπόν, το όνομά του Ιωσήφ,+ λέγοντας: «Ο Ιεχωβά προσθέτει σε εμένα και άλλον γιο».
25 Και αφού η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε αμέσως στον Λάβαν: «Άφησέ με να φύγω ώστε να πάω στον τόπο μου και στη χώρα μου.+ 26 Δώσε μου τις συζύγους και τα παιδιά μου, για τους οποίους υπηρέτησα κοντά σου, ώστε να φύγω· διότι εσύ ξέρεις την υπηρεσία μου την οποία σου πρόσφερα».+ 27 Τότε ο Λάβαν τού είπε: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου—συμπέρανα από τους οιωνούς ότι ο Ιεχωβά με ευλογεί χάρη σε εσένα».+ 28 Και πρόσθεσε: «Καθόρισέ μου το μισθό σου και εγώ θα τον δώσω».+ 29 Αυτός, λοιπόν, του είπε: «Εσύ ξέρεις πώς σε υπηρέτησα και πώς πέρασε το κοπάδι σου μαζί μου·+ 30 ότι είχες λίγα πριν από τον ερχομό μου και αυτά αυξήθηκαν μέχρι που έγιναν πλήθος, εφόσον ο Ιεχωβά σε ευλόγησε από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ.+ Τώρα λοιπόν, πότε θα κάνω κάτι και για το δικό μου σπίτι;»+
31 Τότε εκείνος είπε: «Τι να σου δώσω;» Και ο Ιακώβ είπε: «Δεν θα μου δώσεις τίποτα απολύτως!+ Αν κάνεις το εξής για εμένα, εγώ θα ξαναρχίσω να ποιμαίνω το ποίμνιό σου.+ Θα συνεχίσω να το φυλάω.+ 32 Θα περάσω ανάμεσα από όλο το ποίμνιό σου σήμερα. Εσύ βάλε στην άκρη από εκεί κάθε πρόβατο πιτσιλωτό και με χρωματιστές κηλίδες και κάθε σκούρο καφετί πρόβατο ανάμεσα στα νεαρά κριάρια και όποιο ζώο έχει χρωματιστές κηλίδες και είναι πιτσιλωτό ανάμεσα στις κατσίκες. Στο εξής αυτός θα είναι ο μισθός+ μου. 33 Και η δίκαιη πορεία μου θα απαντήσει για εμένα οποιαδήποτε μελλοντική ημέρα έρθεις να επιθεωρήσεις το μισθό μου·+ κάθε ζώο που δεν είναι πιτσιλωτό και δεν έχει χρωματιστές κηλίδες ανάμεσα στις κατσίκες και δεν είναι σκούρο καφετί ανάμεσα στα νεαρά κριάρια είναι κλεμμένο αν βρίσκεται σε εμένα».+
34 Και ο Λάβαν είπε: «Θαυμάσια! Ας γίνει σύμφωνα με το λόγο σου».+ 35 Κατόπιν έβαλε στην άκρη εκείνη την ημέρα τους τράγους που είχαν ραβδώσεις και χρωματιστές κηλίδες και όλες τις κατσίκες που ήταν πιτσιλωτές και είχαν χρωματιστές κηλίδες, κάθε ζώο στο οποίο υπήρχε κάποιο λευκό σημείο και κάθε σκούρο καφετί ζώο ανάμεσα στα νεαρά κριάρια, αλλά τα παρέδωσε στα χέρια των γιων του. 36 Έπειτα έθεσε μια απόσταση ταξιδιού τριών ημερών ανάμεσα στον εαυτό του και στον Ιακώβ, και ο Ιακώβ ποίμαινε τα ποίμνια του Λάβαν που είχαν απομείνει.
37 Κατόπιν ο Ιακώβ πήρε χλωρές βέργες από αγριοκυδωνιά+ και από αμυγδαλιά+ και από πλάτανο+ και ξεφλουδίζοντάς τες δημιούργησε άσπρα ξεφλουδισμένα σημεία, καθώς έκανε να φανεί το άσπρο από τις βέργες.+ 38 Τελικά, τις βέργες που είχε ξεφλουδίσει τις έβαλε μπροστά στο ποίμνιο, μέσα στα αυλάκια, στις ποτίστρες,+ όπου τα ποίμνια έρχονταν να πιουν, ώστε να γίνονται έτοιμα για ζευγάρωμα μπροστά τους όταν έρχονταν να πιουν.
39 Ως αποτέλεσμα τα ποίμνια γίνονταν έτοιμα για ζευγάρωμα μπροστά στις βέργες, και τα ποίμνια γεννούσαν ζώα με ραβδώσεις, πιτσιλωτά και με χρωματιστές κηλίδες.+ 40 Και ο Ιακώβ ξεχώρισε τα νεαρά κριάρια και κατόπιν έστρεψε τα πρόσωπα των ποιμνίων προς τα ζώα που είχαν ραβδώσεις και προς όλα τα σκούρα καφετιά ανάμεσα στα ποίμνια του Λάβαν. Κατόπιν έβαλε τα κοπάδια του κατά μέρος και δεν τα έβαλε κοντά στα ποίμνια του Λάβαν. 41 Και πάντοτε, όποτε τα εύρωστα+ ποίμνια γίνονταν έτοιμα για ζευγάρωμα, ο Ιακώβ τοποθετούσε τις βέργες μέσα στα αυλάκια+ μπροστά στα μάτια των ποιμνίων, ώστε να γίνονται έτοιμα για ζευγάρωμα κοντά στις βέργες. 42 Όταν, όμως, τα ποίμνια φαίνονταν καχεκτικά δεν τις τοποθετούσε εκεί. Έτσι λοιπόν, τα καχεκτικά ζώα ήταν πάντοτε του Λάβαν, αλλά τα εύρωστα του Ιακώβ.+
43 Και ο άνθρωπος αύξανε ολοένα και περισσότερο, και απέκτησε μεγάλα ποίμνια και υπηρέτριες και υπηρέτες και καμήλες και γαϊδούρια.+
31 Κάποτε άκουσε τα λόγια των γιων του Λάβαν, που έλεγαν: «Ο Ιακώβ πήρε καθετί που ανήκε στον πατέρα μας· και από ό,τι ανήκε στον πατέρα μας συγκέντρωσε όλο αυτόν τον πλούτο».+ 2 Και έβλεπε ο Ιακώβ το πρόσωπο του Λάβαν, ότι δεν ήταν απέναντί του όπως παλιότερα.+ 3 Τελικά ο Ιεχωβά είπε στον Ιακώβ: «Επίστρεψε στη γη των πατέρων σου και στους συγγενείς σου+ και εγώ θα παραμείνω μαζί σου».+ 4 Τότε ο Ιακώβ έστειλε και κάλεσε τη Ραχήλ και τη Λεία έξω στον αγρό, στο ποίμνιό του, 5 και τους είπε:
«Βλέπω το πρόσωπο του πατέρα σας, ότι δεν είναι το ίδιο απέναντί μου όπως παλιότερα·+ αλλά ο Θεός του πατέρα μου ήταν μαζί μου.+ 6 Και εσείς ξέρετε ότι με όλη μου τη δύναμη υπηρέτησα τον πατέρα σας.+ 7 Και ο πατέρας σας με κορόιδεψε και άλλαξε το μισθό μου δέκα φορές, αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάνει κακό.+ 8 Αν έλεγε: “Τα πιτσιλωτά θα γίνουν μισθός σου”, τότε όλο το ποίμνιο γεννούσε πιτσιλωτά· αλλά αν πάλι έλεγε: “Αυτά με τις ραβδώσεις θα γίνουν μισθός σου”, τότε όλο το ποίμνιο γεννούσε ζώα με ραβδώσεις.+ 9 Έτσι λοιπόν, ο Θεός έπαιρνε το κοπάδι του πατέρα σας και το έδινε σε εμένα.+ 10 Τελικά, όταν το ποίμνιο έγινε έτοιμο για ζευγάρωμα, σήκωσα τα μάτια μου και είδα σε όνειρο+ ότι οι τράγοι που βάτευαν το ποίμνιο ήταν με ραβδώσεις, πιτσιλωτοί και με στίγματα.+ 11 Τότε ο άγγελος του αληθινού Θεού μού είπε στο όνειρο: “Ιακώβ!” Και εγώ είπα: “Ορίστε!”+ 12 Και συνέχισε: “Σήκωσε τα μάτια σου, σε παρακαλώ, και δες ότι όλοι οι τράγοι που βατεύουν το ποίμνιο είναι με ραβδώσεις, πιτσιλωτοί και με στίγματα, γιατί είδα όλα όσα σου κάνει ο Λάβαν.+ 13 Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός της Βαιθήλ,+ όπου έχρισες μια στήλη+ και όπου ευχήθηκες μια ευχή σε εμένα.+ Τώρα σήκω, βγες από αυτή τη γη και επίστρεψε στη γη της γέννησής σου”».+
14 Η Ραχήλ, λοιπόν, και η Λεία απάντησαν και του είπαν: «Υπάρχει πια μερίδιο κληρονομιάς για εμάς στο σπίτι του πατέρα μας;+ 15 Δεν μας θεωρεί ξένες εφόσον μας πούλησε και μάλιστα τρώει διαρκώς τα χρήματα που δόθηκαν για εμάς;+ 16 Διότι όλα τα πλούτη που πήρε ο Θεός από τον πατέρα μας είναι δικά μας και των παιδιών μας.+ Τώρα λοιπόν, κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός».+
17 Τότε ο Ιακώβ σηκώθηκε και ανέβασε τα παιδιά του και τις συζύγους του πάνω στις καμήλες·+ 18 και άρχισε να οδηγεί όλο το κοπάδι του και όλα τα αγαθά που είχε συγκεντρώσει,+ το κοπάδι που είχε αποκτήσει και το οποίο είχε συγκεντρώσει στην Παδάν-αράμ, προκειμένου να πάει στον Ισαάκ τον πατέρα του στη γη Χαναάν.+
19 Και ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του. Στο μεταξύ, η Ραχήλ έκλεψε τα θεραφίμ+ του πατέρα της. 20 Και έτσι ο Ιακώβ ξεγέλασε τον Λάβαν τον Σύριο, επειδή δεν του είχε πει ότι έφευγε. 21 Και έφυγε και σηκώθηκε και πέρασε τον Ποταμό,+ αυτός και όλα όσα είχε. Έπειτα έστρεψε το πρόσωπό του προς την ορεινή περιοχή της Γαλαάδ.+ 22 Αργότερα, την τρίτη ημέρα, ειπώθηκε στον Λάβαν ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. 23 Τότε εκείνος πήρε τους αδελφούς του μαζί του και άρχισε να τον καταδιώκει+ κάνοντας ταξίδι εφτά ημερών και τον πρόφτασε στην ορεινή περιοχή της Γαλαάδ. 24 Κατόπιν ο Θεός ήρθε στον Λάβαν τον Σύριο+ σε ένα όνειρο τη νύχτα+ και του είπε: «Πρόσεξε να μην πεις ούτε καλό ούτε κακό στον Ιακώβ».+
25 Και ο Λάβαν πλησίασε τον Ιακώβ, καθώς ο Ιακώβ είχε στήσει τη σκηνή του στο βουνό και ο Λάβαν είχε βάλει σε σκηνές τους αδελφούς του στην ορεινή περιοχή της Γαλαάδ. 26 Κατόπιν ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Τι ήταν αυτό που έκανες, να με ξεγελάσεις και να πάρεις τις κόρες μου σαν αιχμάλωτους που πιάνονται με το σπαθί;+ 27 Γιατί έφυγες στα κρυφά και με ξεγέλασες και δεν μου το είπες, ώστε να σε στείλω με χαρές και με τραγούδια,+ με ντέφια και με άρπες;+ 28 Και δεν μου έδωσες την ευκαιρία να φιλήσω τα παιδιά μου και τις κόρες μου.+ Ενήργησες, λοιπόν, ανόητα. 29 Είναι στη δύναμη του χεριού μου να σας κάνω κακό,+ αλλά ο Θεός του πατέρα σας μου μίλησε χθες τη νύχτα, λέγοντας: “Πρόσεξε να μην πεις ούτε καλό ούτε κακό στον Ιακώβ”.+ 30 Και τώρα, έστω, έφυγες επειδή λαχταρούσες πολύ το σπίτι του πατέρα σου· γιατί, όμως, έκλεψες τους θεούς μου;»+
31 Απαντώντας ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: «Το έκανα επειδή φοβήθηκα.+ Διότι είπα μέσα μου ότι μπορεί να άρπαζες τις κόρες σου από εμένα. 32 Όποιος είναι αυτός στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου, ας μη ζήσει.+ Μπροστά στους αδελφούς μας, εξέτασε τι βρίσκεται σε εμένα και πάρε τους».+ Ο Ιακώβ, όμως, δεν ήξερε ότι η Ραχήλ τους είχε κλέψει.+ 33 Ο Λάβαν, λοιπόν, μπήκε στη σκηνή του Ιακώβ και στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή όπου βρίσκονταν οι δύο δούλες,+ αλλά δεν τους βρήκε. Τελικά, βγήκε από τη σκηνή της Λείας και μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. 34 Και η Ραχήλ είχε πάρει τα θεραφίμ και τα έβαλε μέσα στο καλάθι του γυναικείου σαμαριού της καμήλας και καθόταν πάνω τους. Και ο Λάβαν έψαξε καλά όλη τη σκηνή αλλά δεν τα βρήκε. 35 Τότε εκείνη είπε στον πατέρα της: «Ας μη λάμψει θυμός στα μάτια του κυρίου μου,+ επειδή δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, γιατί έχω τα συνηθισμένα των γυναικών».+ Και εκείνος έψαξε προσεκτικά αλλά δεν βρήκε τα θεραφίμ.+
36 Και ο Ιακώβ θύμωσε+ και άρχισε να φιλονικεί με τον Λάβαν· και απαντώντας ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: «Ποια είναι η ανταρσία μου,+ ποια η αμαρτία μου, και με καταδίωξες με δριμύτητα;+ 37 Τώρα που έψαξες καλά όλα μου τα αγαθά, ποιο από όλα τα αγαθά του σπιτιού σου βρήκες;+ Βάλε το εδώ, μπροστά στους αδελφούς μου και στους αδελφούς σου,+ και ας κρίνουν αυτοί ανάμεσα στους δυο μας.+ 38 Είκοσι χρόνια τώρα ήμουν μαζί σου. Οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου δεν απέβαλλαν,+ και τα κριάρια του ποιμνίου σου ποτέ δεν έφαγα. 39 Κανένα κατασπαραγμένο ζώο δεν σου έφερα.+ Εγώ επιβαρυνόμουν τη ζημιά για αυτό. Είτε έκλεβαν κάποιο την ημέρα είτε το έκλεβαν τη νύχτα, από το χέρι μου το ζητούσες.+ 40 Την ημέρα με κατέτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο, και ο ύπνος μου έφευγε από τα μάτια μου.+ 41 Πάνε είκοσι χρόνια που είμαι στο σπίτι σου. Σε υπηρέτησα δεκατέσσερα χρόνια για τις δύο κόρες σου και έξι χρόνια για το ποίμνιό σου, και εσύ άλλαζες το μισθό μου δέκα φορές.+ 42 Αν ο Θεός του πατέρα μου,+ ο Θεός του Αβραάμ και ο Τρόμος του Ισαάκ,+ δεν ήταν στο πλευρό μου, θα με είχες στείλει τώρα με άδεια χέρια. Τα βάσανά μου και το μόχθο των χεριών μου είδε ο Θεός, και γι’ αυτό σε έλεγξε χθες τη νύχτα».+
43 Κατόπιν ο Λάβαν, απαντώντας, είπε στον Ιακώβ: «Οι κόρες είναι κόρες μου και τα παιδιά, παιδιά μου, και το ποίμνιο, ποίμνιό μου, και καθετί που βλέπεις είναι δικό μου και των θυγατέρων μου. Τι μπορώ να κάνω ενάντια σε αυτές σήμερα ή ενάντια στα παιδιά που έχουν γεννήσει; 44 Και τώρα, έλα να συνάψουμε διαθήκη,+ εγώ και εσύ, και αυτή θα αποτελεί μάρτυρα ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα».+ 45 Και ο Ιακώβ πήρε μια πέτρα και την έστησε ως στήλη.+ 46 Κατόπιν ο Ιακώβ είπε στους αδελφούς του: «Μαζέψτε πέτρες!» Και άρχισαν να μαζεύουν πέτρες και να φτιάχνουν έναν σωρό.+ Έπειτα έφαγαν εκεί, πάνω στο σωρό. 47 Και ο Λάβαν τον ονόμασε Ιεγάρ-σαχαδουθά, αλλά ο Ιακώβ τον ονόμασε Γαλεέδ.
48 Και ο Λάβαν είπε: «Αυτός ο σωρός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα σήμερα». Γι’ αυτό κάλεσε το όνομά του Γαλεέδ+ 49 και «Η Σκοπιά», επειδή είπε: «Ας στέκεται σκοπός ο Ιεχωβά ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα όταν δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον.+ 50 Αν ταλαιπωρήσεις τις κόρες μου+ και αν πάρεις συζύγους εκτός από τις κόρες μου, δεν είναι κανένας άνθρωπος μαζί μας. Δες! Ο Θεός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα».+ 51 Στη συνέχεια ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Ορίστε αυτός ο σωρός και ορίστε η στήλη που έστησα ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα. 52 Αυτός ο σωρός είναι μάρτυρας, και η στήλη είναι κάτι που δίνει μαρτυρία,+ ότι δεν θα περάσω αυτόν το σωρό ερχόμενος εναντίον σου και ότι δεν θα περάσεις αυτόν το σωρό και αυτή τη στήλη ερχόμενος εναντίον μου για κακό.+ 53 Ο θεός του Αβραάμ+ και ο θεός του Ναχώρ+ ας κρίνει ανάμεσά μας, ο θεός του πατέρα τους». Ο Ιακώβ, όμως, ορκίστηκε στον Τρόμο του πατέρα του, του Ισαάκ.+
54 Έπειτα ο Ιακώβ θυσίασε μια θυσία πάνω στο βουνό και προσκάλεσε τους αδελφούς του να φάνε ψωμί.+ Και αυτοί έφαγαν ψωμί και διανυκτέρευσαν στο βουνό. 55 Ωστόσο, ο Λάβαν σηκώθηκε νωρίς το πρωί και φίλησε+ τα παιδιά του και τις κόρες του και τους ευλόγησε.+ Κατόπιν ο Λάβαν τράβηξε το δρόμο του για να επιστρέψει στον τόπο του.+
32 Ο δε Ιακώβ τράβηξε το δρόμο του και αργότερα τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού.+ 2 Μόλις τους είδε ο Ιακώβ, είπε: «Το στρατόπεδο του Θεού είναι αυτό!»+ Γι’ αυτό κάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Μαχαναΐμ.+
3 Κατόπιν ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους+ μπροστά από αυτόν, στον Ησαύ τον αδελφό του στη γη Σηείρ,+ στην περιοχή του Εδώμ,+ 4 και τους διέταξε, λέγοντας: «Αυτό θα πείτε στον κύριό μου,+ στον Ησαύ: “Αυτό είπε ο δούλος σου Ιακώβ: «Με τον Λάβαν κατοίκησα ως πάροικος και έμεινα πολύ καιρό μέχρι τώρα.+ 5 Και απέκτησα ταύρους και γαϊδούρια, πρόβατα, και υπηρέτες και υπηρέτριες,+ και θα ήθελα να στείλω και να ειδοποιήσω τον κύριό μου, ώστε να βρω εύνοια στα μάτια σου»”».+
6 Αργότερα οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν στον Ιακώβ, λέγοντας: «Πήγαμε στον αδελφό σου τον Ησαύ, και έρχεται και αυτός να σε συναντήσει, και τετρακόσιοι άντρες μαζί του».+ 7 Και ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και άρχισε να ανησυχεί.+ Χώρισε, λοιπόν, το λαό που ήταν μαζί του και τα ποίμνια και τα βόδια και τις καμήλες σε δύο καταυλισμούς+ 8 και είπε: «Αν ο Ησαύ έρθει στον έναν καταυλισμό και του επιτεθεί, τότε είναι σίγουρο ότι θα απομείνει ένας καταυλισμός ώστε να διαφύγει».+
9 Έπειτα ο Ιακώβ είπε: «Θεέ του πατέρα μου Αβραάμ και Θεέ του πατέρα μου Ισαάκ,+ Ιεχωβά, εσύ που μου λες: “Επίστρεψε στη γη σου και στους συγγενείς σου και εγώ θα πολιτευτώ καλά με εσένα”,+ 10 εγώ είμαι ανάξιος όλων των εκδηλώσεων στοργικής καλοσύνης και όλης της πιστότητας που έδειξες προς τον υπηρέτη σου,+ γιατί μόνο με το μπαστούνι μου διάβηκα αυτόν τον Ιορδάνη και τώρα έχω γίνει δύο καταυλισμοί.+ 11 Ελευθέρωσέ με, σε ικετεύω,+ από το χέρι του αδελφού μου, από το χέρι του Ησαύ, επειδή τον φοβάμαι, μήπως έρθει και επιτεθεί σε εμένα,+ σε μητέρα και παιδιά. 12 Και εσύ, εσύ είπες: “Αναμφίβολα θα πολιτευτώ καλά με εσένα και θα καταστήσω το σπέρμα σου σαν τους κόκκους της άμμου της θάλασσας, οι οποίοι δεν μπορούν να αριθμηθούν λόγω του πλήθους τους”».+
13 Και έμεινε εκεί τη νύχτα εκείνη. Και από ό,τι βρέθηκε στο χέρι του πήρε ένα δώρο για τον Ησαύ τον αδελφό του:+ 14 διακόσιες κατσίκες και είκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες και είκοσι κριάρια, 15 τριάντα καμήλες που θήλαζαν μαζί με τα μικρά τους, σαράντα αγελάδες και δέκα ταύρους, είκοσι θηλυκά γαϊδούρια και δέκα ενήλικα γαϊδούρια.+
16 Κατόπιν παρέδιδε στους υπηρέτες του το ένα κοπάδι μετά το άλλο, το καθένα ξεχωριστά, και έλεγε επανειλημμένα στους υπηρέτες του: «Διαβείτε μπροστά από εμένα και αφήστε ένα διάστημα από κοπάδι σε κοπάδι».+ 17 Επιπλέον, διέταξε τον πρώτο, λέγοντας: «Σε περίπτωση που σε συναντήσει ο Ησαύ ο αδελφός μου και σε ρωτήσει, λέγοντας: “Σε ποιον ανήκεις και πού πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν αυτά μπροστά από εσένα;” 18 τότε εσύ θα πεις: “Στον υπηρέτη σου, στον Ιακώβ. Δώρο είναι,+ σταλμένο στον κύριό μου,+ στον Ησαύ· δες! είναι και αυτός πίσω μας”». 19 Και διέταξε και τον δεύτερο και τον τρίτο και όλους όσους ακολουθούσαν τα κοπάδια, λέγοντας: «Σύμφωνα με αυτά τα λόγια θα μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον ανταμώσετε.+ 20 Και ακόμη θα πείτε: “Ο υπηρέτης σου ο Ιακώβ είναι πίσω μας”».+ Διότι είπε μέσα του: «Ίσως τον εξευμενίσω με το δώρο που θα πηγαίνει μπροστά από εμένα,+ και έπειτα θα δω το πρόσωπό του. Μπορεί να με δεχτεί με καλό τρόπο».+ 21 Έτσι λοιπόν, το δώρο διάβηκε μπροστά από αυτόν, ο ίδιος, όμως, έμεινε εκείνη τη νύχτα στον καταυλισμό.+
22 Αργότερα εκείνη τη νύχτα, σηκώθηκε και πήρε τις δύο συζύγους του+ και τις δύο υπηρέτριές του+ και τους έντεκα νεαρούς γιους του+ και διάβηκε το πέρασμα του Ιαβόκ.+ 23 Τους πήρε, λοιπόν, και τους έφερε στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας του χειμάρρου+ και έφερε στην απέναντι πλευρά ό,τι είχε.
24 Τελικά ο Ιακώβ έμεινε μόνος του. Τότε ένας άντρας άρχισε να παλεύει μαζί του μέχρι που χάραξε η αυγή.+ 25 Όταν είδε ότι δεν είχε υπερισχύσει πάνω του,+ τότε άγγιξε την κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού του· και η κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού του Ιακώβ εξαρθρώθηκε στη διάρκεια της πάλης του με αυτόν.+ 26 Έπειτα είπε: «Άφησέ με να φύγω, γιατί χάραξε η αυγή». Τότε εκείνος είπε: «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις ώσπου να με ευλογήσεις».+ 27 Και του είπε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Και εκείνος είπε: «Ιακώβ». 28 Τότε είπε: «Το όνομά σου δεν θα καλείται πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ,+ γιατί αναμετρήθηκες+ με τον Θεό και τους ανθρώπους και στο τέλος υπερίσχυσες». 29 Ο δε Ιακώβ ρώτησε και είπε: «Πες μου, σε παρακαλώ, το όνομά σου». Ωστόσο, αυτός είπε: «Γιατί ρωτάς να μάθεις το όνομά μου;»+ Τότε τον ευλόγησε εκεί. 30 Και ο Ιακώβ κάλεσε το όνομα του τόπου Φανουήλ+ επειδή, όπως είπε: «Είδα τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο και όμως η ψυχή μου διασώθηκε».+
31 Και ο ήλιος άρχισε να λάμπει πάνω του μόλις πέρασε από τη Φανουήλ, αλλά κούτσαινε από το μηρό του.+ 32 Γι’ αυτό οι γιοι του Ισραήλ δεν συνηθίζουν να τρώνε τον τένοντα του μηριαίου νεύρου, που βρίσκεται στην κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού, μέχρι αυτή την ημέρα: επειδή εκείνος άγγιξε την κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού του Ιακώβ κοντά στον τένοντα του μηριαίου νεύρου.+
33 Κάποια στιγμή ο Ιακώβ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε, και είδε να έρχεται ο Ησαύ έχοντας μαζί του τετρακόσιους άντρες.+ Μοίρασε, λοιπόν, τα παιδιά στη Λεία και στη Ραχήλ και στις δύο υπηρέτριες+ 2 και έβαλε τις υπηρέτριες και τα παιδιά τους πρώτα,+ τη Λεία και τα παιδιά της έπειτα+ και τη Ραχήλ και τον Ιωσήφ τελευταίους.+ 3 Και ο ίδιος πέρασε μπροστά από αυτούς και προσκύνησε μέχρις εδάφους εφτά φορές ώσπου έφτασε κοντά στον αδελφό του.+
4 Και ο Ησαύ έτρεξε να τον συναντήσει+ και άρχισε να τον αγκαλιάζει+ και να πέφτει στο λαιμό του και να τον φιλάει· και ξέσπασαν σε κλάματα. 5 Κατόπιν σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες και τα παιδιά και είπε: «Ποιοι είναι αυτοί μαζί σου;» Και αυτός είπε: «Τα παιδιά με τα οποία ευνόησε ο Θεός τον υπηρέτη σου».+ 6 Τότε πλησίασαν οι υπηρέτριες, αυτές και τα παιδιά τους, και προσκύνησαν· 7 πλησίασε επίσης και η Λεία και τα παιδιά της και προσκύνησαν, και έπειτα πλησίασε ο Ιωσήφ και η Ραχήλ και προσκύνησαν.+
8 Εκείνος, λοιπόν, είπε: «Τι σκοπεύεις να κάνεις με όλο αυτόν τον καταυλισμό ταξιδιωτών που συνάντησα;»+ Και αυτός είπε: «Να βρω εύνοια στα μάτια του κυρίου μου».+ 9 Κατόπιν ο Ησαύ είπε: «Έχω πολλά, αδελφέ μου.+ Ας παραμείνουν δικά σου όσα είναι δικά σου». 10 Ωστόσο, ο Ιακώβ είπε: «Όχι, σε παρακαλώ. Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου,+ πρέπει να πάρεις το δώρο μου από το χέρι μου, επειδή, σε αρμονία με το σκοπό του, είδα το πρόσωπό σου σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού εφόσον με δέχτηκες με ευχαρίστηση.+ 11 Πάρε, σε παρακαλώ, το δώρο που εκφράζει την ευλογία μου, το οποίο φέρθηκε σε εσένα,+ επειδή ο Θεός με ευνόησε και επειδή έχω τα πάντα».+ Και συνέχισε να τον πιέζει, ώστε το πήρε.+
12 Αργότερα εκείνος είπε: «Ας ξεκινήσουμε και ας φύγουμε, και ας πηγαίνω εγώ μπροστά από εσένα». 13 Αυτός, όμως, του είπε: «Ο κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και προβατίνες και αγελάδες που θηλάζουν είναι στην ευθύνη μου,+ και αν τις κάνουν να προχωρήσουν πολύ γρήγορα έστω μία ημέρα, τότε όλο το ποίμνιο οπωσδήποτε θα πεθάνει.+ 14 Ας περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον υπηρέτη του, αλλά εγώ ας συνεχίσω το ταξίδι με την άνεσή μου σύμφωνα με το βάδισμα των ζώων+ που είναι μπροστά μου και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών+ μέχρι να έρθω στον κύριό μου στο Σηείρ».+ 15 Κατόπιν ο Ησαύ είπε: «Ας θέσω, σε παρακαλώ, στη διάθεσή σου μερικούς από τους ανθρώπους που είναι μαζί μου». Και αυτός είπε: «Γιατί αυτό; Ας βρω εύνοια στα μάτια του κυρίου μου».+ 16 Και έτσι εκείνη την ημέρα ο Ησαύ επέστρεψε παίρνοντας το δρόμο για το Σηείρ.
17 Και ο Ιακώβ ξεκίνησε για τη Σοκχώθ,+ και έχτισε ένα σπίτι για τον εαυτό του, και για το κοπάδι του έφτιαξε στέγαστρα.+ Γι’ αυτό κάλεσε το όνομα του τόπου Σοκχώθ.
18 Με τον καιρό ο Ιακώβ έφτασε σώος και αβλαβής στην πόλη Συχέμ,+ η οποία βρίσκεται στη γη Χαναάν,+ ενώ ερχόταν από την Παδάν-αράμ·+ και στρατοπέδευσε μπροστά στην πόλη. 19 Κατόπιν απέκτησε ένα τμήμα αγρού, όπου έστησε τη σκηνή του, από τα χέρια των γιων του Εμμώρ, του πατέρα του Συχέμ, δίνοντας εκατό κομμάτια χρήματος.+ 20 Έπειτα έστησε εκεί ένα θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός, ο Θεός του Ισραήλ».+
34 Και η Δείνα, η κόρη της Λείας,+ την οποία είχε γεννήσει εκείνη στον Ιακώβ, συνήθιζε να πηγαίνει και να βλέπει+ τις κόρες του τόπου.+ 2 Και ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ του Ευαίου,+ ένας αρχηγός του τόπου, την είδε και κατόπιν την πήρε και πλάγιασε μαζί της και την ατίμασε.+ 3 Και η ψυχή του προσκολλήθηκε στη Δείνα, την κόρη του Ιακώβ, και αγάπησε την κοπέλα και μιλούσε με πειστικότητα στην κοπέλα. 4 Τελικά ο Συχέμ είπε στον Εμμώρ τον πατέρα του:+ «Πάρε μου αυτή την κοπέλα για σύζυγο».+
5 Και ο Ιακώβ άκουσε ότι είχε μολύνει τη Δείνα την κόρη του. Και οι γιοι του ήταν με το κοπάδι του στον αγρό·+ και ο Ιακώβ σώπαινε μέχρι να έρθουν.+ 6 Αργότερα ο Εμμώρ, ο πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να μιλήσει μαζί του.+ 7 Και οι γιοι του Ιακώβ ήρθαν από τον αγρό αμέσως μόλις το άκουσαν· και πόνεσαν οι άντρες μέσα τους και θύμωσαν πολύ,+ επειδή εκείνος είχε διαπράξει μια επαίσχυντη ανοησία εναντίον του Ισραήλ με το να πλαγιάσει με την κόρη του Ιακώβ,+ ενώ τίποτα τέτοιο δεν έπρεπε να γίνει.+
8 Και ο Εμμώρ μίλησε μαζί τους, λέγοντας: «Σχετικά με τον Συχέμ το γιο μου, η ψυχή του είναι προσκολλημένη στην κόρη σας.+ Δώστε την, σας παρακαλώ, σε αυτόν για σύζυγο+ 9 και συμπεθερέψτε μαζί μας.+ Τις κόρες σας θα δώσετε σε εμάς, και τις κόρες μας θα πάρετε εσείς.+ 10 Και μπορείτε να κατοικείτε με εμάς και ο τόπος θα είναι στη διάθεσή σας. Κατοικήστε και κάντε εμπόριο σε αυτόν και εγκατασταθείτε σε αυτόν».+ 11 Κατόπιν ο Συχέμ είπε στον πατέρα της και στους αδελφούς της: «Ας βρω εύνοια στα μάτια σας και οτιδήποτε μου πείτε θα το δώσω. 12 Ανεβάστε πάρα πολύ το γαμήλιο τίμημα και το δώρο, τα οποία επιβάλλεται να δοθούν από μέρους μου,+ και εγώ είμαι πρόθυμος να δώσω ό,τι μου πείτε· μόνο δώστε μου την κοπέλα για σύζυγο».
13 Και οι γιοι του Ιακώβ απάντησαν στον Συχέμ και στον Εμμώρ τον πατέρα του με δόλο και μίλησαν έτσι επειδή εκείνος είχε μολύνει τη Δείνα την αδελφή τους.+ 14 Και τους είπαν: «Μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι τέτοιο, να δώσουμε την αδελφή μας σε άντρα που έχει ακροβυστία,+ επειδή αυτό είναι όνειδος για εμάς. 15 Μόνο με αυτόν τον όρο μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί σας: να γίνετε σαν εμάς, με το να περιτμηθεί κάθε αρσενικό σας.+ 16 Τότε ασφαλώς θα σας δώσουμε τις κόρες μας, και τις κόρες σας θα πάρουμε εμείς, και ασφαλώς θα κατοικήσουμε με εσάς και θα γίνουμε ένας λαός.+ 17 Αν, όμως, δεν μας ακούσετε ώστε να περιτμηθείτε, τότε θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».
18 Και τα λόγια τους φάνηκαν καλά στα μάτια του Εμμώρ και στα μάτια του Συχέμ, του γιου του Εμμώρ,+ 19 και ο νεαρός άντρας δεν καθυστέρησε να εκτελέσει τον όρο,+ επειδή έβρισκε πράγματι ευχαρίστηση στην κόρη του Ιακώβ και ήταν ο πιο τιμημένος+ σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα του.+
20 Έτσι λοιπόν, ο Εμμώρ και ο Συχέμ ο γιος του πήγαν στην πύλη της πόλης τους και άρχισαν να μιλούν στους άντρες της πόλης τους,+ λέγοντας: 21 «Αυτοί οι άνθρωποι είναι φιλειρηνικοί προς εμάς.+ Επομένως, ας κατοικήσουν στον τόπο και ας κάνουν εμπόριο σε αυτόν, εφόσον ο τόπος είναι αρκετά ευρύχωρος μπροστά τους.+ Τις κόρες τους μπορούμε να πάρουμε για συζύγους και τις κόρες μας μπορούμε να δώσουμε σε αυτούς.+ 22 Μόνο με αυτόν τον όρο θα συμφωνήσουν μαζί μας οι άνθρωποι να κατοικήσουν με εμάς ώστε να γίνουμε ένας λαός: να περιτμηθεί κάθε αρσενικό μας όπως ακριβώς περιτέμνονται αυτοί.+ 23 Τότε τα αποκτήματά τους και τα πλούτη τους και όλα τα ζωντανά τους δεν θα είναι δικά μας;+ Μόνο ας συμφωνήσουμε μαζί τους, ώστε να κατοικήσουν με εμάς».+ 24 Τότε όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης του άκουσαν τον Εμμώρ και τον Συχέμ το γιο του, και όλα τα αρσενικά περιτμήθηκαν, όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης του.
25 Ωστόσο, την τρίτη ημέρα, όταν εκείνοι πονούσαν,+ οι δύο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί,+ αδελφοί της Δείνας,+ πήραν ο καθένας το σπαθί του και πήγαν στην πόλη χωρίς να προκαλέσουν υποψίες και σκότωσαν κάθε αρσενικό.+ 26 Και τον Εμμώρ και το γιο του τον Συχέμ τούς σκότωσαν με την κόψη του σπαθιού.+ Κατόπιν πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και βγήκαν έξω.+ 27 Οι άλλοι γιοι του Ιακώβ επιτέθηκαν στους θανάσιμα τραυματισμένους άντρες και λεηλάτησαν την πόλη, επειδή εκείνοι είχαν μολύνει την αδελφή τους.+ 28 Τα ποίμνιά τους και τα βόδια τους και τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην πόλη και ό,τι υπήρχε στον αγρό τα πήραν.+ 29 Και αιχμαλώτισαν όλο το βιος τους και όλα τα μικρά παιδιά τους και τις συζύγους τους, ώστε λεηλάτησαν όλα όσα υπήρχαν στα σπίτια.+
30 Τότε ο Ιακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί:+ «Μου επιφέρατε εξοστρακισμό κάνοντάς με δυσωδία στους κατοίκους του τόπου,+ στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους· και καθώς εγώ είμαι λιγοστός σε αριθμό,+ αυτοί ασφαλώς θα συγκεντρωθούν εναντίον μου και θα μου επιτεθούν και θα αφανιστώ, εγώ και ο οίκος μου». 31 Αυτοί όμως είπαν: «Έπρεπε, λοιπόν, να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη;»+
35 Έπειτα ο Θεός είπε στον Ιακώβ: «Σήκω, ανέβα στη Βαιθήλ και κατοίκησε εκεί+ και φτιάξε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον αληθινό Θεό ο οποίος εμφανίστηκε σε εσένα όταν έφευγες από τον Ησαύ τον αδελφό σου».+
2 Τότε ο Ιακώβ είπε στο σπιτικό του και σε όλους εκείνους που ήταν μαζί του: «Αποβάλετε τους θεούς των αλλοεθνών από ανάμεσά σας+ και καθαριστείτε και αλλάξτε τους μανδύες σας·+ 3 και ας σηκωθούμε να ανεβούμε στη Βαιθήλ. Και εκεί θα φτιάξω ένα θυσιαστήριο για τον αληθινό Θεό που μου απάντησε την ημέρα της στενοχώριας μου,+ εφόσον ήταν μαζί μου στο δρόμο στον οποίο πήγα».+ 4 Έδωσαν, λοιπόν, στον Ιακώβ όλους τους θεούς αλλοεθνών+ που ήταν στα χέρια τους και τα σκουλαρίκια που ήταν στα αφτιά τους, και ο Ιακώβ τα έκρυψε+ κάτω από το μεγάλο δέντρο που βρισκόταν κοντά στη Συχέμ.
5 Έπειτα αναχώρησαν και τρόμος από τον Θεό έπεσε πάνω στις πόλεις που βρίσκονταν γύρω τους,+ έτσι ώστε δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ. 6 Τελικά ο Ιακώβ έφτασε στη Λουζ,+ η οποία είναι στη γη Χαναάν, δηλαδή στη Βαιθήλ, αυτός και όλος ο λαός που ήταν μαζί του. 7 Κατόπιν έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και ονόμασε τον τόπο Ελ-βαιθήλ, επειδή εκεί του είχε αποκαλυφτεί ο αληθινός Θεός όταν αυτός έφευγε από τον αδελφό του.+ 8 Αργότερα η Δεββώρα,+ η παραμάνα της Ρεβέκκας, πέθανε και θάφτηκε στους πρόποδες της Βαιθήλ κάτω από ένα πελώριο δέντρο. Και αυτός κάλεσε το όνομά του Αλλόν-βακούθ.
9 Κατόπιν ο Θεός εμφανίστηκε στον Ιακώβ άλλη μια φορά καθώς εκείνος ερχόταν από την Παδάν-αράμ+ και τον ευλόγησε.+ 10 Και ο Θεός τού είπε: «Το όνομά σου είναι Ιακώβ.+ Δεν θα καλείται πια το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ θα γίνει το όνομά σου». Και κάλεσε το όνομά του Ισραήλ.+ 11 Και επιπλέον ο Θεός τού είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοδύναμος.+ Να είσαι καρποφόρος και να πληθυνθείς. Έθνη και εκκλησία εθνών θα προέλθουν από εσένα και βασιλιάδες θα βγουν από την οσφύ σου.+ 12 Και τη γη που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ, σε εσένα θα τη δώσω, και στο σπέρμα σου+ έπειτα από εσένα θα δώσω αυτή τη γη».+ 13 Έπειτα ο Θεός ανέβηκε αφήνοντάς τον εκεί που είχε μιλήσει μαζί του.+
14 Ο δε Ιακώβ έστησε μια στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του,+ μια πέτρινη στήλη, και έκανε πάνω της σπονδή και έχυσε πάνω της λάδι.+ 15 Και ο Ιακώβ συνέχισε να καλεί το όνομα του τόπου όπου ο Θεός είχε μιλήσει μαζί του Βαιθήλ.+
16 Κατόπιν αναχώρησαν από τη Βαιθήλ. Και ενώ απέμενε αρκετός δρόμος προτού φτάσουν στην Εφράθ,+ η Ραχήλ γέννησε και είχε δύσκολο τοκετό.+ 17 Αλλά ενώ δυσκολευόταν στον τοκετό, η μαία τής είπε: «Μη φοβάσαι, γιατί θα τον αποκτήσεις και αυτόν το γιο».+ 18 Και καθώς έβγαινε η ψυχή+ της (επειδή πέθανε)+ κάλεσε το όνομά του Βεν-ονί· ο πατέρας του, όμως, τον ονόμασε Βενιαμίν.+ 19 Η Ραχήλ, λοιπόν, πέθανε και θάφτηκε στο δρόμο για την Εφράθ, δηλαδή τη Βηθλεέμ.+ 20 Και ο Ιακώβ έστησε μια στήλη πάνω από τον τάφο της. Αυτή είναι η στήλη του τάφου της Ραχήλ μέχρι αυτή την ημέρα.+
21 Έπειτα ο Ισραήλ αναχώρησε και έστησε τη σκηνή του σε κάποια απόσταση από τον πύργο Εδέρ.+ 22 Και ενόσω ο Ισραήλ κατασκήνωνε+ σε εκείνον τον τόπο, πήγε κάποια φορά ο Ρουβήν και πλάγιασε με τη Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του· και ο Ισραήλ το άκουσε.+
Οι δε γιοι του Ιακώβ ήταν δώδεκα. 23 Οι γιοι από τη Λεία ήταν ο πρωτότοκος του Ιακώβ, ο Ρουβήν,+ και ο Συμεών και ο Λευί και ο Ιούδας και ο Ισσάχαρ και ο Ζαβουλών. 24 Οι γιοι από τη Ραχήλ ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. 25 Και οι γιοι από τη Βαλλά, την υπηρέτρια της Ραχήλ, ήταν ο Δαν και ο Νεφθαλί. 26 Και οι γιοι από τη Ζελφά, την υπηρέτρια της Λείας, ήταν ο Γαδ και ο Ασήρ. Αυτοί είναι οι γιοι του Ιακώβ που γεννήθηκαν σε αυτόν στην Παδάν-αράμ.
27 Τελικά ο Ιακώβ ήρθε στον Ισαάκ τον πατέρα του στη Μαμβρή,+ στην Κιριάθ-αρβά,+ δηλαδή στη Χεβρών, όπου ο Αβραάμ καθώς και ο Ισαάκ είχαν κατοικήσει ως πάροικοι.+ 28 Και οι ημέρες του Ισαάκ έγιναν εκατόν ογδόντα χρόνια.+ 29 Έπειτα ο Ισαάκ εξέπνευσε και πέθανε και συνάχθηκε στο λαό του, γέρος και χορτασμένος από ημέρες·+ και τον έθαψαν+ ο Ησαύ και ο Ιακώβ οι γιοι του.
36 Και αυτή είναι η ιστορία του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ.+
2 Ο Ησαύ πήρε τις συζύγους του από τις κόρες της Χαναάν:+ την Αδά,+ την κόρη του Αιλών του Χετταίου,+ και την Οολιβαμά,+ την κόρη του Ανά, την εγγονή του Σεβεγών του Ευαίου, 3 και τη Βασεμάθ,+ την κόρη του Ισμαήλ, την αδελφή του Νεβαϊώθ.+
4 Και η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάς, και η Βασεμάθ γέννησε τον Ραγουήλ, 5 και η Οολιβαμά γέννησε τον Ιεούς και τον Ιαλάμ και τον Κορέ.+
Αυτοί είναι οι γιοι του Ησαύ που γεννήθηκαν σε αυτόν στη γη Χαναάν. 6 Έπειτα ο Ησαύ πήρε τις συζύγους του και τους γιους του και τις κόρες του και όλες τις ψυχές του σπιτιού του και το κοπάδι του και όλα τα άλλα ζώα του και όλα τα πλούτη του,+ τα οποία είχε συγκεντρώσει στη γη Χαναάν, και πήγε σε μια γη μακριά από τον Ιακώβ τον αδελφό του,+ 7 επειδή τα αγαθά τους είχαν γίνει τόσο πολλά ώστε δεν μπορούσαν να κατοικούν μαζί και η γη των παροικήσεών τους δεν μπορούσε να τους συντηρεί λόγω των κοπαδιών τους.+ 8 Και έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στην ορεινή περιοχή του Σηείρ.+ Ο Ησαύ είναι ο Εδώμ.+
9 Και αυτή είναι η ιστορία του Ησαύ, του πατέρα του Εδώμ, στην ορεινή περιοχή του Σηείρ.+
10 Αυτά είναι τα ονόματα των γιων του Ησαύ: Ελιφάς, ο γιος της Αδά, της συζύγου του Ησαύ· Ραγουήλ, ο γιος της Βασεμάθ, της συζύγου του Ησαύ.+
11 Και οι γιοι του Ελιφάς ήταν ο Θεμάν,+ ο Ωμάρ, ο Ζεφώ και ο Γοθώμ και ο Κενέζ.+ 12 Και η Θιμνά+ έγινε παλλακίδα του Ελιφάς, του γιου του Ησαύ. Με τον καιρό αυτή γέννησε στον Ελιφάς τον Αμαλήκ.+ Αυτοί είναι οι γιοι της Αδά, της συζύγου του Ησαύ.
13 Αυτοί είναι οι γιοι του Ραγουήλ: ο Ναχάθ και ο Ζερά, ο Σαμμάχ και ο Μιζά.+ Αυτοί ήταν οι γιοι της Βασεμάθ,+ της συζύγου του Ησαύ.
14 Και αυτοί ήταν οι γιοι της Οολιβαμά, της κόρης του Ανά, της εγγονής του Σεβεγών, της συζύγου του Ησαύ, καθώς αυτή γέννησε στον Ησαύ τον Ιεούς και τον Ιαλάμ και τον Κορέ.+
15 Αυτοί είναι οι σεΐχηδες+ των γιων του Ησαύ: οι γιοι του Ελιφάς, του πρωτοτόκου του Ησαύ: ο σεΐχης Θεμάν,+ ο σεΐχης Ωμάρ, ο σεΐχης Ζεφώ, ο σεΐχης Κενέζ, 16 ο σεΐχης Κορέ, ο σεΐχης Γοθώμ, ο σεΐχης Αμαλήκ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Ελιφάς+ στη γη του Εδώμ. Αυτοί είναι οι γιοι από την Αδά.
17 Αυτοί είναι οι γιοι του Ραγουήλ, του γιου του Ησαύ: ο σεΐχης Ναχάθ, ο σεΐχης Ζερά, ο σεΐχης Σαμμάχ, ο σεΐχης Μιζά. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Ραγουήλ στη γη του Εδώμ.+ Αυτοί είναι οι γιοι από τη Βασεμάθ, τη σύζυγο του Ησαύ.
18 Τελικά, αυτοί είναι οι γιοι της Οολιβαμά, της συζύγου του Ησαύ: ο σεΐχης Ιεούς, ο σεΐχης Ιαλάμ, ο σεΐχης Κορέ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες της Οολιβαμά, της κόρης του Ανά, της συζύγου του Ησαύ.
19 Αυτοί είναι οι γιοι του Ησαύ και αυτοί είναι οι σεΐχηδές τους. Αυτός είναι ο Εδώμ.+
20 Αυτοί είναι οι γιοι του Σηείρ του Χορίτη, οι κάτοικοι εκείνης της γης:+ ο Λωτάν και ο Σωβάλ και ο Σεβεγών και ο Ανά+ 21 και ο Δησών και ο Εζέρ και ο Δησάν.+ Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Χορίτη, οι γιοι του Σηείρ, στη γη του Εδώμ.
22 Και οι γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορί και ο Αιμάμ· και αδελφή του Λωτάν ήταν η Θιμνά.+
23 Και αυτοί είναι οι γιοι του Σωβάλ: ο Αλβάν και ο Μαναχάθ και ο Εβάλ, ο Σεφώ και ο Ωνάμ.
24 Και αυτοί είναι οι γιοι του Σεβεγών: ο Αϊά και ο Ανά. Αυτός είναι ο Ανά που βρήκε τις θερμές πηγές στην έρημο ενώ έβοσκε τα γαϊδούρια για τον Σεβεγών τον πατέρα του.+
25 Και αυτά είναι τα παιδιά του Ανά: ο Δησών και η Οολιβαμά, η κόρη του Ανά.
26 Και αυτοί είναι οι γιοι του Δησών: ο Αμαδάν και ο Εσβάν και ο Ιθράν και ο Χεράν.+
27 Αυτοί είναι οι γιοι του Εζέρ: ο Βαλαάν και ο Ζααβάν και ο Ακάν.
28 Αυτοί είναι οι γιοι του Δησάν: ο Ουζ και ο Αράν.+
29 Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Χορίτη: ο σεΐχης Λωτάν, ο σεΐχης Σωβάλ, ο σεΐχης Σεβεγών, ο σεΐχης Ανά, 30 ο σεΐχης Δησών, ο σεΐχης Εζέρ, ο σεΐχης Δησάν.+ Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Χορίτη σύμφωνα με τους σεΐχηδές τους στη γη Σηείρ.
31 Και αυτοί είναι οι βασιλιάδες που βασίλεψαν στη γη του Εδώμ+ προτού βασιλέψει βασιλιάς στους γιους του Ισραήλ.+ 32 Και βασίλεψε στον Εδώμ ο Βελά, ο γιος του Βεώρ·+ και το όνομα της πόλης του ήταν Διναβά. 33 Όταν πέθανε ο Βελά, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Ιωβάβ, ο γιος του Ζερά από τη Βοσόρρα.+ 34 Όταν πέθανε ο Ιωβάβ, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Χουσάμ από τη γη των Θεμανιτών.+ 35 Όταν πέθανε ο Χουσάμ, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Αδάδ, ο γιος του Βεδάδ, ο οποίος νίκησε τους Μαδιανίτες+ στην περιοχή του Μωάβ·+ και το όνομα της πόλης του ήταν Αβίθ.+ 36 Όταν πέθανε ο Αδάδ, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Σαμλά από τη Μασρεκά.+ 37 Όταν πέθανε ο Σαμλά, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Σιαούλ από τη Ρεχωβώθ που είναι κοντά στον Ποταμό.+ 38 Όταν πέθανε ο Σιαούλ, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Βάαλ-χανάν, ο γιος του Αχβώρ.+ 39 Όταν πέθανε ο Βάαλ-χανάν, ο γιος του Αχβώρ, βασίλεψε αντί για αυτόν ο Αδάρ· και το όνομα της πόλης του ήταν Παού και το όνομα της συζύγου του ήταν Μεεταβεήλ, κόρη της Ματρέδ, της κόρης του Μεζαάβ.+
40 Αυτά είναι, λοιπόν, τα ονόματα των σεΐχηδων του Ησαύ σύμφωνα με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τους τόπους τους, κατά τα ονόματά τους: ο σεΐχης Θιμνά, ο σεΐχης Αλβά, ο σεΐχης Ιεθέθ,+ 41 ο σεΐχης Οολιβαμά, ο σεΐχης Ηλά, ο σεΐχης Φινών,+ 42 ο σεΐχης Κενέζ, ο σεΐχης Θεμάν, ο σεΐχης Μιβσάρ,+ 43 ο σεΐχης Μαγδιήλ, ο σεΐχης Ιράμ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Εδώμ+ σύμφωνα με τις κατοικίες τους στη γη της ιδιοκτησίας τους.+ Αυτός είναι ο Ησαύ, ο πατέρας του Εδώμ.+
37 Και ο Ιακώβ συνέχισε να κατοικεί στη γη των παροικήσεων του πατέρα του,+ στη γη Χαναάν.+
2 Αυτή είναι η ιστορία του Ιακώβ.
Ο Ιωσήφ+ σε ηλικία δεκαεφτά χρονών έβοσκε πρόβατα μαζί με τους αδελφούς του ανάμεσα στο ποίμνιο+ και, καθώς ήταν μικρός ακόμη, βρισκόταν μαζί με τους γιους της Βαλλά+ και τους γιους της Ζελφά,+ των συζύγων του πατέρα του. Ο Ιωσήφ, λοιπόν, έφερε άσχημη αναφορά για αυτούς στον πατέρα τους.+ 3 Και ο Ισραήλ αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερο από όλους τους άλλους γιους του,+ επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του· και του είχε φτιάξει έναν μακρύ ριγωτό χιτώνα.+ 4 Όταν οι αδελφοί του είδαν ότι ο πατέρας τους αγαπούσε εκείνον περισσότερο από όλους τους αδελφούς του, άρχισαν να τον μισούν+ και δεν μπορούσαν να του μιλούν ειρηνικά.+
5 Αργότερα ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το είπε στους αδελφούς του,+ και αυτοί βρήκαν έναν επιπλέον λόγο για να τον μισούν. 6 Και τους είπε: «Ακούστε, σας παρακαλώ, αυτό το όνειρο που ονειρεύτηκα.+ 7 Δέναμε δεμάτια στη μέση του αγρού, όταν το δεμάτι μου σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο· και τα δεμάτια σας έκαναν κύκλο και προσκύνησαν το δικό μου δεμάτι».+ 8 Και οι αδελφοί του τού είπαν: «Πρόκειται στ’ αλήθεια να γίνεις βασιλιάς μας;+ ή Πρόκειται στ’ αλήθεια να μας εξουσιάσεις;»+ Βρήκαν, λοιπόν, καινούριο λόγο να τον μισούν για τα όνειρά του και για τα λόγια του.
9 Έπειτα εκείνος είδε άλλο ένα όνειρο και το αφηγήθηκε στους αδελφούς του και είπε: «Είδα και πάλι ένα όνειρο: τον ήλιο και τη σελήνη και έντεκα άστρα να με προσκυνούν».+ 10 Κατόπιν το αφηγήθηκε στον πατέρα του καθώς και στους αδελφούς του, και ο πατέρας του άρχισε να τον επιπλήττει και να του λέει:+ «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που ονειρεύτηκες; Μήπως εγώ και η μητέρα σου και οι αδελφοί σου πρόκειται στ’ αλήθεια να έρθουμε και να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους;» 11 Και οι αδελφοί του άρχισαν να τον ζηλεύουν,+ αλλά ο πατέρας του πρόσεξε αυτόν το λόγο.+
12 Οι αδελφοί του, λοιπόν, πήγαν να βοσκήσουν το ποίμνιο του πατέρα τους κοντά στη Συχέμ.+ 13 Έπειτα από λίγο, ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Οι αδελφοί σου βόσκουν ποίμνια κοντά στη Συχέμ, έτσι δεν είναι; Έλα να σε στείλω σε αυτούς». Τότε εκείνος του είπε: «Ορίστε!»+ 14 Του είπε λοιπόν: «Πήγαινε, σε παρακαλώ. Δες αν οι αδελφοί σου είναι καλά και αν το ποίμνιο είναι καλά, και φέρε μου νέα».+ Τότε τον απέστειλε από την κοιλάδα της Χεβρών+ και εκείνος πήγε προς τη Συχέμ. 15 Αργότερα τον βρήκε ένας άνθρωπος να περιπλανιέται σε έναν αγρό. Τότε ο άνθρωπος τον ρώτησε, λέγοντας: «Τι ψάχνεις;» 16 Και εκείνος είπε: «Τους αδελφούς μου ψάχνω. Πες μου, σε παρακαλώ: Πού βόσκουν ποίμνια;» 17 Και ο άνθρωπος είπε: «Αναχώρησαν από εδώ, επειδή τους άκουσα να λένε: “Ας πάμε στη Δωθάν”». Έτσι λοιπόν, ο Ιωσήφ συνέχισε να ακολουθεί τους αδελφούς του και τους βρήκε στη Δωθάν.
18 Όταν αυτοί τον είδαν από απόσταση, και προτού μπορέσει να τους πλησιάσει, άρχισαν να κάνουν πανούργα σχέδια εναντίον του για να τον θανατώσουν.+ 19 Είπαν, λοιπόν, ο ένας στον άλλον: «Δείτε! Έρχεται ο άνθρωπος των ονείρων.+ 20 Και τώρα ελάτε να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε μέσα σε έναν από τους νερόλακκους·+ και θα πούμε ότι τον καταβρόχθισε άγριο θηρίο.+ Τότε να δούμε τι θα γίνουν τα όνειρά του». 21 Όταν ο Ρουβήν το άκουσε αυτό προσπάθησε να τον ελευθερώσει από το χέρι τους.+ Είπε λοιπόν: «Ας μη χτυπήσουμε θανάσιμα την ψυχή του».+ 22 Στη συνέχεια ο Ρουβήν τούς είπε: «Μη χύσετε αίμα.+ Ρίξτε τον μέσα σε αυτόν το νερόλακκο που είναι στην έρημο και μην απλώσετε χέρι πάνω του».+ Σκοπός του ήταν να τον ελευθερώσει από το χέρι τους για να τον επιστρέψει στον πατέρα του.
23 Μόλις, λοιπόν, ο Ιωσήφ ήρθε στους αδελφούς του, αυτοί έβγαλαν από τον Ιωσήφ το μακρύ του ένδυμα, το μακρύ ριγωτό ένδυμα που ήταν πάνω του·+ 24 και μετά τον πήραν και τον έριξαν μέσα στο νερόλακκο.+ Τότε ο λάκκος ήταν άδειος· δεν είχε νερό.
25 Κατόπιν κάθησαν να φάνε ψωμί.+ Όταν σήκωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν, είδαν ένα καραβάνι Ισμαηλιτών+ να έρχεται από τη Γαλαάδ με τις καμήλες τους φορτωμένες λάδανο και βάλσαμο και ρητινοφόρο φλοιό,+ τα οποία εκείνοι μετέφεραν κάτω στην Αίγυπτο. 26 Τότε ο Ιούδας είπε στους αδελφούς του: «Ποιο το όφελος σε περίπτωση που σκοτώσουμε τον αδελφό μας και καλύψουμε το αίμα του;+ 27 Ελάτε να τον πουλήσουμε στους Ισμαηλίτες,+ και ας μην είναι το χέρι μας πάνω του.+ Άλλωστε είναι αδελφός μας, σάρκα μας». Και άκουσαν τον αδελφό τους.+ 28 Περνούσαν δε από εκεί κάποιοι άντρες, Μαδιανίτες έμποροι.+ Τράβηξαν, λοιπόν, και έβγαλαν τον Ιωσήφ από το νερόλακκο+ και κατόπιν πούλησαν τον Ιωσήφ στους Ισμαηλίτες για είκοσι κομμάτια ασήμι.+ Τελικά εκείνοι έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο.
29 Αργότερα ο Ρουβήν επέστρεψε στο νερόλακκο και είδε ότι ο Ιωσήφ δεν βρισκόταν στο νερόλακκο. Και έσκισε τα ενδύματά του.+ 30 Όταν επέστρεψε στους άλλους αδελφούς του αναφώνησε: «Πάει το παιδί! Και εγώ—πού να πάω εγώ;»+
31 Ωστόσο, πήραν το μακρύ ένδυμα του Ιωσήφ και έσφαξαν έναν τράγο και βούτηξαν πολλές φορές το μακρύ ένδυμα στο αίμα.+ 32 Έπειτα έστειλαν το μακρύ ριγωτό ένδυμα και φρόντισαν να δοθεί στον πατέρα τους και είπαν: «Βρήκαμε αυτό εδώ. Εξέτασε,+ σε παρακαλούμε, αν είναι το μακρύ ένδυμα του γιου σου ή όχι».+ 33 Και εκείνος το εξέτασε και αναφώνησε: «Είναι το μακρύ ένδυμα του γιου μου! Πρέπει να τον καταβρόχθισε άγριο θηρίο!+ Δίχως άλλο κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!»+ 34 Τότε ο Ιακώβ έσκισε τους μανδύες του και έβαλε σάκο πάνω στους γοφούς του και πένθησε για το γιο του πολλές ημέρες.+ 35 Και όλοι οι γιοι του και όλες οι κόρες του σηκώνονταν να τον παρηγορήσουν,+ αλλά εκείνος αρνούνταν να παρηγορηθεί και έλεγε:+ «Διότι πενθώντας θα κατεβώ στο γιο μου μέσα στον Σιεόλ!» Και ο πατέρας του συνέχισε να κλαίει για αυτόν.
36 Ωστόσο, οι Μαδιανίτες τον πούλησαν στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, έναν αυλικό του Φαραώ,+ τον αρχηγό της σωματοφυλακής.+
38 Στο μεταξύ, λοιπόν, όταν ο Ιούδας κατέβηκε από εκεί που ήταν οι αδελφοί του, έστησε τη σκηνή του κοντά σε κάποιον Οδολλαμίτη,+ του οποίου το όνομα ήταν Ειρά. 2 Και εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου,+ του οποίου το όνομα ήταν Σιουά. Και την πήρε και είχε σχέσεις μαζί της. 3 Και αυτή έμεινε έγκυος. Με τον καιρό γέννησε έναν γιο και εκείνος κάλεσε το όνομά του Ηρ.+ 4 Πάλι αυτή έμεινε έγκυος. Με τον καιρό γέννησε έναν γιο και κάλεσε το όνομά του Αυνάν. 5 Και γέννησε γιο άλλη μια φορά και κατόπιν κάλεσε το όνομά του Σηλά. Και εκείνος βρισκόταν στην Αχζίβ όταν τον γέννησε αυτή.+
6 Με τον καιρό ο Ιούδας πήρε μια σύζυγο για τον Ηρ, τον πρωτότοκό του, της οποίας το όνομα ήταν Θάμαρ.+ 7 Ο Ηρ, όμως, ο πρωτότοκος του Ιούδα, αποδείχτηκε κακός στα μάτια του Ιεχωβά·+ γι’ αυτό ο Ιεχωβά τον θανάτωσε.+ 8 Λόγω αυτού του γεγονότος ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Κοιμήσου με τη σύζυγο του αδελφού σου και κάνε ανδραδελφικό γάμο μαζί της για να εγείρεις απόγονο για τον αδελφό σου».+ 9 Ο Αυνάν, όμως, ήξερε ότι ο απόγονος δεν θα γινόταν δικός του·+ και, όταν είχε σχέσεις με τη σύζυγο του αδελφού του, άφηνε να χάνεται το σπέρμα του στη γη, ώστε να μη δώσει απόγονο στον αδελφό του.+ 10 Αυτό, όμως, που έκανε ήταν κακό στα μάτια του Ιεχωβά·+ γι’ αυτό τον θανάτωσε και αυτόν.+ 11 Έτσι λοιπόν, ο Ιούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: «Κατοίκησε ως χήρα στο σπίτι του πατέρα σου μέχρι να μεγαλώσει ο Σηλά ο γιος μου».+ Διότι είπε μέσα του: «Μπορεί να πεθάνει και αυτός σαν τους αδελφούς του».+ Και η Θάμαρ πήγε και κατοίκησε στο σπίτι του πατέρα της.+
12 Πέρασαν, λοιπόν, πολλές ημέρες και η κόρη του Σιουά, η σύζυγος του Ιούδα,+ πέθανε· και ο Ιούδας τήρησε την περίοδο του πένθους.+ Έπειτα ανέβηκε στους κουρευτές των προβάτων του, αυτός και ο Ειρά, ο φίλος του ο Οδολλαμίτης,+ στη Θιμνάχ.+ 13 Κατόπιν ειπώθηκε στη Θάμαρ: «Ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θιμνάχ να κουρέψει τα πρόβατά του».+ 14 Τότε εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της από πάνω της και σκεπάστηκε με σάλι και φόρεσε πέπλο και κάθησε στην είσοδο της Εναΐμ, η οποία βρίσκεται δίπλα στο δρόμο για τη Θιμνάχ. Διότι είδε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει και εντούτοις εκείνη δεν είχε δοθεί σε αυτόν για σύζυγος.+
15 Όταν ο Ιούδας την είδε, την πέρασε αμέσως για πόρνη,+ επειδή είχε σκεπάσει το πρόσωπό της.+ 16 Στράφηκε, λοιπόν, προς το μέρος της κοντά στο δρόμο και είπε: «Άφησέ με, σε παρακαλώ, να έχω σχέσεις μαζί σου».+ Διότι δεν ήξερε ότι ήταν η νύφη του.+ Ωστόσο, εκείνη είπε: «Τι θα μου δώσεις για να έχεις σχέσεις μαζί μου;»+ 17 Τότε είπε: «Θα στείλω ένα κατσικάκι από το κοπάδι». Εκείνη, όμως, είπε: «Θα δώσεις κάποια εγγύηση μέχρι να το στείλεις;»+ 18 Και αυτός συνέχισε: «Τι εγγύηση να σου δώσω;» Και εκείνη είπε: «Το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι+ σου και το κορδόνι σου και το ραβδί σου που είναι στο χέρι σου». Τότε της τα έδωσε και είχε σχέσεις μαζί της ώστε εκείνη έμεινε έγκυος από αυτόν. 19 Έπειτα σηκώθηκε και έφυγε και έβγαλε το σάλι της από πάνω της και ντύθηκε με τα ενδύματα της χηρείας της.+
20 Και ο Ιούδας έστειλε ένα κατσικάκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη+ για να πάρει πίσω την εγγύηση από το χέρι της γυναίκας, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. 21 Και άρχισε να ρωτάει τους άντρες του τόπου της, λέγοντας: «Πού είναι εκείνη η ιερόδουλη, που ήταν στην Εναΐμ δίπλα στο δρόμο;» Αλλά αυτοί έλεγαν: «Δεν υπήρξε ποτέ ιερόδουλη+ σε αυτόν τον τόπο». 22 Τελικά επέστρεψε στον Ιούδα και είπε: «Δεν τη βρήκα και, εκτός από αυτό, οι άντρες του τόπου είπαν: “Δεν υπήρξε ποτέ ιερόδουλη σε αυτόν τον τόπο”». 23 Και ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει, ώστε να μην πέσουμε σε περιφρόνηση.+ Πάντως, εγώ έστειλα αυτό το κατσικάκι, αλλά εσύ δεν τη βρήκες».
24 Ωστόσο, περίπου τρεις μήνες αργότερα ειπώθηκε στον Ιούδα: «Η Θάμαρ η νύφη σου έκανε την πόρνη,+ και ορίστε! είναι και έγκυος+ από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Φέρτε την έξω και ας καεί».+ 25 Καθώς την έφερναν έξω, εκείνη έστειλε μήνυμα στον πεθερό της, λέγοντας: «Από τον άντρα στον οποίο ανήκουν αυτά είμαι έγκυος».+ Και πρόσθεσε: «Εξέτασε,+ σε παρακαλώ, σε ποιον ανήκουν αυτά, το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι και το κορδόνι και το ραβδί».+ 26 Τότε ο Ιούδας τα εξέτασε και είπε:+ «Εκείνη είναι πιο δίκαιη από εμένα,+ επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά το γιο μου».+ Και δεν είχε πια σχέσεις μαζί της έπειτα από αυτό.+
27 Και όταν ήρθε ο καιρός της να γεννήσει, στην κοιλιά της ήταν δίδυμα. 28 Και καθώς γεννούσε, ο ένας άπλωσε το χέρι του και η μαία πήρε αμέσως και έδεσε μια κατακόκκινη κορδέλα γύρω από το χέρι του, λέγοντας: «Αυτός βγήκε πρώτος». 29 Τελικά, μόλις αυτός τράβηξε το χέρι του, βγήκε ο αδελφός του· και αυτή αναφώνησε: «Τι είναι αυτό που έκανες, να διαρρήξεις το περίνεο;» Γι’ αυτό το όνομά του κλήθηκε Φαρές.+ 30 Και μετά βγήκε ο αδελφός του, στο χέρι του οποίου ήταν η κατακόκκινη κορδέλα, και το όνομά του κλήθηκε Ζερά.+
39 Όσο για τον Ιωσήφ, αυτόν τον κατέβασαν στην Αίγυπτο,+ και ο Πετεφρής,+ ένας αυλικός του Φαραώ, ο αρχηγός της σωματοφυλακής, ένας Αιγύπτιος, τον αγόρασε από τα χέρια των Ισμαηλιτών+ που τον είχαν κατεβάσει εκεί. 2 Αλλά ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, έτσι ώστε αυτός εξελίχθηκε σε επιτυχημένο άνθρωπο+ και έγινε υπεύθυνος για το σπιτικό του κυρίου του, του Αιγυπτίου. 3 Και ο κύριός του είδε ότι ο Ιεχωβά ήταν μαζί του και ότι, καθετί που έκανε αυτός, ο Ιεχωβά το έστεφε με επιτυχία στα χέρια του.
4 Και ο Ιωσήφ έβρισκε εύνοια στα μάτια του και τον υπηρετούσε συνεχώς, ώστε εκείνος τον διόρισε υπεύθυνο για το σπιτικό του,+ και όλα όσα ήταν δικά του τα έδωσε στα χέρια του. 5 Και από τότε που τον διόρισε υπεύθυνο για το σπιτικό του και επιστάτη όλων όσων ήταν δικά του, ο Ιεχωβά ευλογούσε το σπίτι του Αιγυπτίου χάρη στον Ιωσήφ, και η ευλογία του Ιεχωβά ήταν σε όλα όσα είχε εκείνος στο σπίτι και στον αγρό.+ 6 Τελικά, άφησε καθετί δικό του στα χέρια του Ιωσήφ·+ και δεν γνώριζε καθόλου τι είχε εκτός από το ψωμί που έτρωγε. Επιπλέον, ο Ιωσήφ απέκτησε ωραία διάπλαση και ωραία εμφάνιση.
7 Έπειτα λοιπόν από αυτά, η σύζυγος του κυρίου του άρχισε να στρέφει τα μάτια της+ προς τον Ιωσήφ και να λέει: «Πλάγιασε μαζί μου».+ 8 Αλλά αυτός αρνούνταν+ και έλεγε στη σύζυγο του κυρίου του: «Ο κύριός μου δεν γνωρίζει τι υπάρχει υπό την επίβλεψή μου στο σπίτι, και καθετί δικό του το έχει δώσει στα χέρια μου.+ 9 Δεν υπάρχει μεγαλύτερος σε αυτό το σπίτι από εμένα, και εκείνος δεν μου έχει απαγορεύσει τίποτα απολύτως εκτός από εσένα, επειδή είσαι σύζυγός του.+ Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να διαπράξω αυτό το μεγάλο κακό και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;»+
10 Και μολονότι εκείνη μιλούσε στον Ιωσήφ καθημερινά, αυτός δεν την άκουγε ποτέ ώστε να πλαγιάσει δίπλα της, να παραμείνει μαζί της.+ 11 Εκείνη την ημέρα, όμως, όπως τις άλλες ημέρες, μπήκε στο σπίτι να κάνει την εργασία του και δεν υπήρχε κανείς από τους ανθρώπους του σπιτιού εκεί στο σπίτι.+ 12 Τότε εκείνη τον άρπαξε από το ένδυμά του,+ λέγοντας: «Πλάγιασε μαζί μου!»+ Αλλά αυτός άφησε το ένδυμά του στο χέρι της και τράπηκε σε φυγή και βγήκε έξω.+ 13 Και μόλις εκείνη είδε ότι είχε αφήσει το ένδυμά του στο χέρι της για να φύγει έξω, 14 άρχισε να φωνάζει στους ανθρώπους του σπιτιού της και να τους λέει: «Δείτε! Μας έφερε έναν άντρα, έναν Εβραίο, για να μας κάνει περίγελο. Αυτός ήρθε σε εμένα για να πλαγιάσει μαζί μου, αλλά εγώ άρχισα να φωνάζω με όλη τη δύναμη της φωνής μου.+ 15 Και μόλις άκουσε ότι ύψωσα τη φωνή μου και άρχισα να φωνάζω, άφησε το ένδυμά του δίπλα μου και τράπηκε σε φυγή και βγήκε έξω». 16 Έπειτα εκείνη κράτησε το ένδυμά του δίπλα της μέχρι που ο κύριός του γύρισε στο σπίτι του.+
17 Κατόπιν του μίλησε λέγοντάς του τα εξής: «Ο Εβραίος υπηρέτης που μας έφερες ήρθε σε εμένα για να με κάνει περίγελο. 18 Αλλά μόλις ύψωσα τη φωνή μου και άρχισα να φωνάζω, άφησε το ένδυμά του δίπλα μου και έφυγε έξω».+ 19 Μόλις ο κύριός του άκουσε τα λόγια της συζύγου του, με τα οποία του μίλησε, λέγοντας: «Αυτό και αυτό μου έκανε ο υπηρέτης σου», ο θυμός του άναψε.+ 20 Έτσι λοιπόν, ο κύριος του Ιωσήφ τον πήρε και τον παρέδωσε στη φυλακή, το μέρος όπου κρατούνταν οι φυλακισμένοι του βασιλιά, και αυτός παρέμενε εκεί, στη φυλακή.+
21 Ωστόσο, ο Ιεχωβά παρέμενε με τον Ιωσήφ και του έδειχνε στοργική καλοσύνη και έκανε να βρίσκει εύνοια στα μάτια του ανώτατου αξιωματικού της φυλακής.+ 22 Και ο ανώτατος αξιωματικός της φυλακής παρέδωσε στα χέρια του Ιωσήφ όλους τους φυλακισμένους που βρίσκονταν στη φυλακή· και ό,τι και αν έκαναν εκεί αυτός ήταν που φρόντιζε να γίνεται.+ 23 Ο ανώτατος αξιωματικός της φυλακής δεν φρόντιζε απολύτως τίποτα από όσα ήταν στα χέρια του, επειδή ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον Ιωσήφ και, ό,τι έκανε αυτός, ο Ιεχωβά το έστεφε με επιτυχία.+
40 Έπειτα λοιπόν από αυτά, ο οινοχόος+ του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρτοποιός αμάρτησαν εναντίον του κυρίου τους, του βασιλιά της Αιγύπτου.+ 2 Και ο Φαραώ αγανάκτησε με τους δύο αξιωματούχους του,+ με τον αρχιοινοχόο και με τον αρχιαρτοποιό.+ 3 Και τους έβαλε στο δεσμωτήριο του σπιτιού του αρχηγού της σωματοφυλακής,+ στη φυλακή,+ στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος ο Ιωσήφ. 4 Κατόπιν ο αρχηγός της σωματοφυλακής διόρισε τον Ιωσήφ να είναι μαζί τους για να τους υπηρετεί·+ και εκείνοι παρέμειναν στο δεσμωτήριο μερικές ημέρες.
5 Και ονειρεύτηκαν και οι δύο όνειρο,+ ο καθένας το δικό του όνειρο την ίδια νύχτα,+ ο καθένας το όνειρό του με τη δική του ερμηνεία,+ ο οινοχόος και ο αρτοποιός που ανήκαν στο βασιλιά της Αιγύπτου, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι στη φυλακή.+ 6 Όταν ο Ιωσήφ μπήκε το πρωί εκεί που βρίσκονταν και τους είδε, αυτοί ήταν κατηφείς.+ 7 Και ρώτησε τους αξιωματούχους του Φαραώ που ήταν μαζί του στο δεσμωτήριο του σπιτιού του κυρίου του, λέγοντας: «Για ποιο λόγο είναι τα πρόσωπά σας σκυθρωπά σήμερα;»+ 8 Τότε εκείνοι του είπαν: «Ονειρευτήκαμε ένα όνειρο και δεν έχουμε εδώ ερμηνευτή». Ο Ιωσήφ, λοιπόν, τους είπε: «Δεν ανήκουν οι ερμηνείες στον Θεό;+ Αφηγηθείτε το σε εμένα, σας παρακαλώ».
9 Και αφηγήθηκε ο αρχιοινοχόος το όνειρό του στον Ιωσήφ και του είπε: «Στο όνειρό μου υπήρχε ένα κλήμα μπροστά μου. 10 Και το κλήμα είχε τρεις κληματόβεργες και φαινόταν να βγάζει βλαστάρια.+ Τα άνθη του πρόβαλαν. Τα τσαμπιά του έκαναν τα σταφύλια τους να ωριμάσουν. 11 Και το ποτήρι του Φαραώ ήταν στο χέρι μου· και πήρα τα σταφύλια και τα έστυψα μέσα στο ποτήρι του Φαραώ.+ Έπειτα έδωσα το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ».+ 12 Τότε ο Ιωσήφ τού είπε: «Αυτή είναι η ερμηνεία του:+ Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις ημέρες. 13 Σε τρεις ημέρες από τώρα ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου και ασφαλώς θα σε επαναφέρει στο αξίωμά σου·+ και θα δίνεις το ποτήρι του Φαραώ στο χέρι του, όπως συνήθιζες προηγουμένως, όταν υπηρετούσες ως οινοχόος του.+ 14 Παρ’ όλα αυτά, να με θυμηθείς μόλις πάνε καλά τα πράγματα για εσένα,+ και να εκδηλώσεις, σε παρακαλώ, στοργική καλοσύνη προς εμένα και να κάνεις λόγο για εμένα στον Φαραώ,+ και να με βγάλεις από αυτό το οίκημα. 15 Διότι εμένα με απήγαγαν από τη γη των Εβραίων·+ και ούτε και εδώ έκανα κάτι για το οποίο θα έπρεπε να με βάλουν στην τρύπα της φυλακής».+
16 Όταν ο αρχιαρτοποιός είδε ότι εκείνος είχε δώσει καλή ερμηνεία, είπε, με τη σειρά του, στον Ιωσήφ: «Είδα και εγώ ένα όνειρο, στο οποίο τρία καλάθια με άσπρο ψωμί ήταν πάνω στο κεφάλι μου, 17 και μέσα στο καλάθι που βρισκόταν στην κορυφή υπήρχαν κάθε είδους φαγώσιμα για τον Φαραώ,+ παρασκευάσματα αρτοποιού, και υπήρχαν πτηνά+ που τα έτρωγαν από το καλάθι πάνω από το κεφάλι μου». 18 Τότε ο Ιωσήφ απάντησε και είπε: «Αυτή είναι η ερμηνεία του:+ Τα τρία καλάθια είναι τρεις ημέρες. 19 Σε τρεις ημέρες από τώρα ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου αφαιρώντας το από πάνω σου και θα σε κρεμάσει πάνω σε ξύλο·+ και τα πτηνά θα τρώνε τη σάρκα σου από πάνω σου».+
20 Την τρίτη ημέρα, λοιπόν, συνέβη να είναι τα γενέθλια+ του Φαραώ· και έκανε συμπόσιο για όλους τους υπηρέτες του και ύψωσε το κεφάλι του αρχιοινοχόου και το κεφάλι του αρχιαρτοποιού ανάμεσα στους υπηρέτες του.+ 21 Και επανέφερε τον αρχιοινοχόο στη θέση που είχε ως οινοχόος,+ και εκείνος συνέχισε να δίνει το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ. 22 Τον αρχιαρτοποιό, όμως, τον κρέμασε,+ ακριβώς όπως τους είχε δώσει την ερμηνεία ο Ιωσήφ.+ 23 Ωστόσο, ο αρχιοινοχόος δεν θυμήθηκε τον Ιωσήφ και διαρκώς τον ξεχνούσε.+
41 Και αφού πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, ο Φαραώ είδε όνειρο+ ότι στεκόταν κοντά στον ποταμό Νείλο. 2 Και από τον ποταμό Νείλο ανέβαιναν εφτά αγελάδες ωραίες σε εμφάνιση και παχύσαρκες, και άρχισαν να βόσκουν στο χορτάρι του Νείλου.+ 3 Και εφτά άλλες αγελάδες ανέβαιναν έπειτα από αυτές από τον ποταμό Νείλο, άσχημες σε εμφάνιση και λεπτόσαρκες,+ και στάθηκαν δίπλα στις αγελάδες κοντά στην όχθη του ποταμού Νείλου. 4 Κατόπιν οι αγελάδες που ήταν άσχημες σε εμφάνιση και λεπτόσαρκες έφαγαν τις εφτά αγελάδες που ήταν ωραίες σε εμφάνιση και παχιές.+ Τότε ο Φαραώ ξύπνησε.+
5 Ωστόσο, ξανακοιμήθηκε και είδε όνειρο για δεύτερη φορά. Και είδε εφτά στάχυα που ανέβαιναν από ένα στέλεχος, παχιά και καλά.+ 6 Και εφτά στάχυα, αδύνατα και καμένα από τον ανατολικό άνεμο,+ μεγάλωναν έπειτα από αυτά.+ 7 Και τα αδύνατα στάχυα κατάπιαν τα εφτά παχιά και μεστά στάχυα.+ Τότε ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε ότι ήταν όνειρο.
8 Και το πρωί ταράχτηκε το πνεύμα του.+ Έστειλε, λοιπόν, και κάλεσε όλους τους μάγους ιερείς της Αιγύπτου+ και όλους τους σοφούς της άντρες,+ και ο Φαραώ τούς αφηγήθηκε τα όνειρά του.+ Αλλά δεν βρέθηκε κανείς να τα ερμηνεύσει στον Φαραώ.
9 Τότε ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ,+ λέγοντας: «Τις αμαρτίες μου αναφέρω σήμερα.+ 10 Ο Φαραώ ήταν αγανακτισμένος με τους υπηρέτες του.+ Και με έβαλε στο δεσμωτήριο του σπιτιού του αρχηγού της σωματοφυλακής,+ εμένα και τον αρχιαρτοποιό. 11 Έπειτα ονειρευτήκαμε και οι δύο όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ και εκείνος. Ονειρευτήκαμε ο καθένας το όνειρό του με τη δική του ερμηνεία.+ 12 Και υπήρχε μαζί μας εκεί κάποιος νεαρός άντρας, Εβραίος,+ υπηρέτης του αρχηγού της σωματοφυλακής.+ Όταν του τα αφηγηθήκαμε,+ μας ερμήνευσε τα όνειρά μας. Έδωσε στον καθένα μας ερμηνεία σύμφωνα με το όνειρό του. 13 Και ακριβώς όπως ήταν η ερμηνεία που μας είχε δώσει, έτσι έγιναν τα πράγματα. Εμένα με επανέφερε στο αξίωμά μου,+ αλλά εκείνον τον κρέμασε».+
14 Και ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ,+ ώστε να τον φέρουν γρήγορα από την τρύπα της φυλακής.+ Αυτός, λοιπόν, ξυρίστηκε+ και άλλαξε τους μανδύες του+ και πήγε στον Φαραώ. 15 Κατόπιν ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Ονειρεύτηκα ένα όνειρο, αλλά δεν βρίσκεται κανείς να το ερμηνεύσει. Και άκουσα να λέγεται για εσένα ότι μπορείς να ακούσεις ένα όνειρο και να το ερμηνεύσεις».+ 16 Τότε ο Ιωσήφ απάντησε στον Φαραώ, λέγοντας: «Ας μη γίνεται λόγος για εμένα! Ο Θεός θα αναγγείλει ευημερία στον Φαραώ».+
17 Στη συνέχεια ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Στο όνειρό μου στεκόμουν στην όχθη του ποταμού Νείλου. 18 Και από τον ποταμό Νείλο ανέβαιναν εφτά αγελάδες παχύσαρκες και ωραίες σε μορφή, και έβοσκαν στο χορτάρι του Νείλου.+ 19 Και εφτά άλλες αγελάδες ανέβαιναν έπειτα από αυτές, ισχνές και πολύ άσχημες σε μορφή και λεπτόσαρκες.+ Ασχήμια σαν τη δική τους δεν έχω δει σε όλη τη γη της Αιγύπτου. 20 Και οι σκελετωμένες και άσχημες αγελάδες έφαγαν τις πρώτες εφτά παχιές αγελάδες.+ 21 Εκείνες, λοιπόν, κατέβηκαν στην κοιλιά τους, και όμως δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κάποιος ότι είχαν κατεβεί στην κοιλιά τους, εφόσον η εμφάνισή τους ήταν άσχημη ακριβώς όπως στην αρχή.+ Τότε ξύπνησα.
22 »Έπειτα είδα στο όνειρό μου εφτά στάχυα που ανέβαιναν από ένα στέλεχος, μεστά και καλά.+ 23 Και εφτά στάχυα ζαρωμένα, αδύνατα, καμένα από τον ανατολικό άνεμο,+ μεγάλωναν έπειτα από αυτά. 24 Και τα αδύνατα στάχυα κατάπιαν τα εφτά καλά στάχυα.+ Το ανέφερα, λοιπόν, στους μάγους ιερείς,+ αλλά δεν βρέθηκε κανείς να μου πει».+
25 Τότε ο Ιωσήφ είπε στον Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα και μόνο. Ο αληθινός Θεός είπε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.+ 26 Οι εφτά καλές αγελάδες είναι εφτά χρόνια. Παρόμοια, τα εφτά καλά στάχυα είναι εφτά χρόνια. Το όνειρο είναι ένα και μόνο. 27 Και οι εφτά σκελετωμένες και άσχημες αγελάδες που ανέβηκαν έπειτα από αυτές είναι εφτά χρόνια· και τα εφτά άδεια στάχυα, τα καμένα από τον ανατολικό άνεμο,+ θα αποδειχτούν εφτά χρόνια πείνας.+ 28 Αυτό είπα στον Φαραώ: Ο αληθινός Θεός έδειξε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.+
29 »Έρχονται εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σε όλη τη γη της Αιγύπτου. 30 Εφτά, όμως, χρόνια πείνας θα έρθουν οπωσδήποτε έπειτα από αυτά και όλη η αφθονία στη γη της Αιγύπτου θα ξεχαστεί και η πείνα στην κυριολεξία θα καταφάει τη γη.+ 31 Και την αφθονία που υπήρχε κάποτε σε αυτή τη γη δεν θα τη γνωρίζουν ως αποτέλεσμα εκείνης της πείνας που θα ακολουθήσει, επειδή θα είναι πολύ μεγάλη. 32 Και το γεγονός ότι το όνειρο επαναλήφθηκε στον Φαραώ δύο φορές σημαίνει ότι το πράγμα είναι εδραιωμένο από μέρους του αληθινού Θεού,+ και ο αληθινός Θεός σπεύδει να το εκτελέσει.+
33 »Τώρα λοιπόν, ας ψάξει ο Φαραώ να βρει έναν άντρα φρόνιμο και σοφό και ας τον καταστήσει υπεύθυνο στη γη της Αιγύπτου.+ 34 Ας αναλάβει δράση ο Φαραώ και ας διορίσει επιβλέποντες του τόπου,+ και να πάρει το ένα πέμπτο της γης της Αιγύπτου στη διάρκεια των εφτά ετών αφθονίας.+ 35 Και ας μαζεύουν όλα τα τρόφιμα αυτών των καλών ετών που έρχονται και ας συσσωρεύουν σιτηρά κάτω από το χέρι του Φαραώ ως τρόφιμα στις πόλεις,+ και να τα διαφυλάττουν. 36 Και τα τρόφιμα θα χρησιμεύσουν ως απόθεμα για τον τόπο στα εφτά χρόνια πείνας, τα οποία θα εμφανιστούν στη γη της Αιγύπτου,+ ώστε να μην εξαλειφθεί ο τόπος από την πείνα».+
37 Το πράγμα, λοιπόν, φάνηκε καλό στα μάτια του Φαραώ και όλων των υπηρετών του.+ 38 Και ο Φαραώ είπε στους υπηρέτες του: «Μπορεί να βρεθεί άλλος άντρας σαν αυτόν, στον οποίο είναι το πνεύμα του Θεού;»+ 39 Έπειτα ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Εφόσον ο Θεός σε έκανε να τα γνωρίζεις όλα αυτά,+ δεν υπάρχει κανείς τόσο φρόνιμος και σοφός όσο είσαι εσύ.+ 40 Εσύ προσωπικά θα είσαι υπεύθυνος για το σπιτικό μου,+ και όλος ο λαός μου θα σε υπακούει απόλυτα.+ Μόνο ως προς το θρόνο θα είμαι μεγαλύτερος από εσένα».+ 41 Και ο Φαραώ πρόσθεσε προς τον Ιωσήφ: «Δες! Σε καθιστώ υπεύθυνο σε όλη τη γη της Αιγύπτου».+ 42 Τότε ο Φαραώ έβγαλε το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι+ του από το χέρι του και το έβαλε στο χέρι του Ιωσήφ και τον έντυσε με ενδύματα από εκλεκτό λινό ύφασμα και του έβαλε ένα χρυσό περιδέραιο γύρω από το λαιμό.+ 43 Επιπλέον, τον ανέβασε στο δεύτερο τιμητικό άρμα που είχε,+ ώστε να φωνάζουν μπροστά από αυτόν: «Αβρέχ!» καθιστώντας τον έτσι υπεύθυνο σε όλη τη γη της Αιγύπτου.
44 Και ο Φαραώ είπε περαιτέρω στον Ιωσήφ: «Εγώ είμαι ο Φαραώ, αλλά χωρίς τη δική σου έγκριση κανείς δεν θα μπορεί να σηκώσει το χέρι του ή το πόδι του σε όλη τη γη της Αιγύπτου».+ 45 Έπειτα ο Φαραώ κάλεσε το όνομα του Ιωσήφ Ζαφνάθ-πανεάχ και του έδωσε την Ασενέθ,+ την κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων,+ για σύζυγο. Και ο Ιωσήφ άρχισε να βγαίνει στη γη της Αιγύπτου και να την επιθεωρεί.+ 46 Και ο Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών+ όταν στάθηκε μπροστά στον Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου.
Κατόπιν ο Ιωσήφ έφυγε από τον Φαραώ και περιόδευσε όλη τη γη της Αιγύπτου. 47 Και στη διάρκεια των εφτά ετών αφθονίας, η γη παρήγαγε με τις χούφτες.+ 48 Και αυτός μάζευε όλα τα τρόφιμα των εφτά ετών που ήρθαν στη γη της Αιγύπτου και έβαζε τα τρόφιμα στις πόλεις.+ Τα τρόφιμα του αγρού που βρισκόταν γύρω από μια πόλη τα έβαζε στο μέσο της.+ 49 Και ο Ιωσήφ συνέχισε να συσσωρεύει σιτηρά σε πολύ μεγάλη ποσότητα,+ σαν την άμμο της θάλασσας, μέχρι που τελικά σταμάτησαν να τα μετρούν, επειδή ήταν αναρίθμητα.+
50 Και προτού έρθει το έτος της πείνας γεννήθηκαν στον Ιωσήφ δύο γιοι,+ τους οποίους γέννησε σε αυτόν η Ασενέθ, η κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων. 51 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, κάλεσε το όνομα του πρωτοτόκου Μανασσή,+ επειδή, όπως είπε: «Ο Θεός με έκανε να ξεχάσω όλα μου τα προβλήματα και όλο τον οίκο του πατέρα μου».+ 52 Και το όνομα του δεύτερου το κάλεσε Εφραΐμ,+ επειδή, όπως είπε: «Ο Θεός με έκανε καρποφόρο στη γη των βασάνων μου».+
53 Και τα εφτά χρόνια αφθονίας που είχαν επικρατήσει στη γη της Αιγύπτου σιγά σιγά τελείωσαν+ 54 και, με τη σειρά τους, άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια πείνας, ακριβώς όπως είχε πει ο Ιωσήφ.+ Και η πείνα εμφανίστηκε σε όλους τους τόπους, αλλά στη γη της Αιγύπτου βρισκόταν ψωμί.+ 55 Τελικά όλη η γη της Αιγύπτου έφτασε σε σημείο λιμοκτονίας και ο λαός άρχισε να κραυγάζει προς τον Φαραώ για ψωμί.+ Τότε ο Φαραώ είπε σε όλους τους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ. Ό,τι σας πει να το κάνετε».+ 56 Και η πείνα επικράτησε σε όλη την επιφάνεια της γης.+ Τότε ο Ιωσήφ άρχισε να ανοίγει όλες τις αποθήκες σιτηρών που υπήρχαν ανάμεσά τους και να πουλάει στους Αιγυπτίους,+ επειδή η πείνα έζωνε τη γη της Αιγύπτου. 57 Επιπλέον, άνθρωποι από όλη τη γη έρχονταν στην Αίγυπτο να αγοράσουν τρόφιμα από τον Ιωσήφ, επειδή η πείνα έζωνε όλη τη γη.+
42 Τελικά ο Ιακώβ είδε ότι υπήρχαν δημητριακά στην Αίγυπτο.+ Τότε ο Ιακώβ είπε στους γιους του: «Τι κοιτάζετε ο ένας τον άλλον;» 2 Και πρόσθεσε: «Εγώ άκουσα ότι υπάρχουν δημητριακά στην Αίγυπτο.+ Κατεβείτε εκεί και αγοράστε για εμάς από εκεί, ώστε να μείνουμε ζωντανοί και να μην πεθάνουμε». 3 Δέκα αδελφοί,+ λοιπόν, του Ιωσήφ κατέβηκαν να αγοράσουν σιτηρά από την Αίγυπτο. 4 Ο Ιακώβ, όμως, δεν έστειλε τον Βενιαμίν,+ τον αδελφό του Ιωσήφ, με τους άλλους αδελφούς του, επειδή είπε: «Αλλιώς μπορεί να του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα».+
5 Και έτσι οι γιοι του Ισραήλ ήρθαν μαζί με τους άλλους που έρχονταν να αγοράσουν τρόφιμα, επειδή η πείνα είχε φτάσει στη γη Χαναάν.+ 6 Και ο Ιωσήφ ήταν ο άντρας που είχε εξουσία πάνω στον τόπο.+ Αυτός πουλούσε σε όλους τους ανθρώπους της γης.+ Γι’ αυτό, οι αδελφοί του Ιωσήφ ήρθαν και τον προσκύνησαν με τα πρόσωπά τους μέχρις εδάφους.+ 7 Όταν ο Ιωσήφ είδε τους αδελφούς του, τους αναγνώρισε αμέσως, αλλά φρόντισε να μην τον αναγνωρίσουν εκείνοι.+ Τους μίλησε, λοιπόν, με σκληρότητα και τους είπε: «Από πού ήρθατε;» Και εκείνοι είπαν: «Από τη γη Χαναάν για να αγοράσουμε τρόφιμα».+
8 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, αναγνώρισε τους αδελφούς του, αλλά εκείνοι δεν τον αναγνώρισαν. 9 Αμέσως ο Ιωσήφ θυμήθηκε τα όνειρα που είχε ονειρευτεί σχετικά με αυτούς+ και τους είπε: «Είστε κατάσκοποι! Ήρθατε να δείτε πόσο εκτεθειμένος είναι αυτός ο τόπος!»+ 10 Τότε εκείνοι του είπαν: «Όχι, κύριέ μου!+ Οι υπηρέτες σου+ ήρθαν να αγοράσουν τρόφιμα. 11 Είμαστε όλοι μας γιοι του ίδιου ανθρώπου. Είμαστε ευθείς άνθρωποι. Οι υπηρέτες σου δεν είναι κατάσκοποι».+ 12 Αυτός, όμως, τους είπε: «Δεν είναι έτσι! Διότι ήρθατε να δείτε πόσο εκτεθειμένος είναι αυτός ο τόπος!»+ 13 Τότε είπαν: «Οι υπηρέτες σου είναι δώδεκα αδελφοί.+ Είμαστε γιοι του ίδιου ανθρώπου+ στη γη Χαναάν· και ο νεότερος είναι με τον πατέρα μας σήμερα,+ ενώ ο άλλος δεν υπάρχει πια».+
14 Ωστόσο, ο Ιωσήφ τούς είπε: «Συμβαίνει αυτό που σας είπα, λέγοντας: “Είστε κατάσκοποι!” 15 Με αυτό θα δοκιμαστείτε. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Φαραώ, δεν θα βγείτε από εδώ παρά μόνο όταν έρθει εδώ ο νεότερος αδελφός σας.+ 16 Στείλτε έναν από εσάς να φέρει τον αδελφό σας ενώ εσείς θα είστε δέσμιοι, ώστε τα λόγια σας να δοκιμαστούν αν είναι αλήθεια στην περίπτωσή σας.+ Και αν όχι, τότε, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Φαραώ, είστε κατάσκοποι». 17 Και τους έθεσε όλους υπό κράτηση τρεις ημέρες.
18 Έπειτα, την τρίτη ημέρα, ο Ιωσήφ τούς είπε: «Κάντε αυτό και θα εξακολουθήσετε να ζείτε. Εγώ φοβάμαι+ τον αληθινό Θεό. 19 Αν είστε ευθείς, ας κρατηθεί ένας από τους αδελφούς σας δέσμιος στο οίκημα όπου κρατείστε,+ αλλά οι υπόλοιποι πηγαίνετε, πάρτε δημητριακά για την πείνα που υπάρχει στα σπίτια σας.+ 20 Κατόπιν θα μου φέρετε το νεότερο αδελφό σας, ώστε τα λόγια σας να αποδειχτούν αξιόπιστα· και δεν θα πεθάνετε».+ Και έκαναν έτσι.
21 Και άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Αναμφίβολα είμαστε ένοχοι για τον αδελφό μας,+ επειδή είδαμε τη στενοχώρια της ψυχής του όταν εκλιπαρούσε τη συμπόνια μας, αλλά εμείς δεν ακούσαμε. Να γιατί ήρθε πάνω μας αυτή η στενοχώρια».+ 22 Τότε ο Ρουβήν τούς απάντησε, λέγοντας: «Δεν σας είπα εγώ: “Μην αμαρτήσετε εναντίον του παιδιού”, αλλά εσείς δεν ακούσατε;+ Και τώρα το αίμα του, ορίστε! ζητείται πίσω».+ 23 Δεν ήξεραν, όμως, ότι ο Ιωσήφ άκουγε, επειδή υπήρχε διερμηνέας ανάμεσά τους. 24 Αυτός, λοιπόν, απομακρύνθηκε από κοντά τους και άρχισε να κλαίει.+ Κατόπιν επέστρεψε σε εκείνους και τους μίλησε και τους πήρε τον Συμεών+ και τον έδεσε μπροστά στα μάτια τους.+ 25 Κατόπιν ο Ιωσήφ έδωσε εντολή και άρχισαν να τους γεμίζουν τα δοχεία με σιτηρά. Επίσης, έπρεπε να επιστρέψουν τα χρήματα των αντρών στο σακί του καθενός+ και να τους δώσουν προμήθειες για το ταξίδι.+ Και έτσι έγινε σε αυτούς.
26 Εκείνοι, λοιπόν, φόρτωσαν τα δημητριακά τους πάνω στα γαϊδούρια τους και έφυγαν από εκεί. 27 Όταν κάποιος άνοιξε το σακί του στο κατάλυμα για να δώσει ζωοτροφή στο γαϊδούρι του,+ είδε τα χρήματά του στο στόμιο του σακιού του.+ 28 Τότε είπε στους αδελφούς του: «Τα χρήματά μου επιστράφηκαν, και τώρα βρίσκονται στο σακί μου!» Τότε η καρδιά τους παρέλυσε και στράφηκαν τρέμοντας ο ένας προς τον άλλον,+ λέγοντας: «Τι είναι αυτό που μας έκανε ο Θεός;»+
29 Τελικά, ήρθαν στον Ιακώβ τον πατέρα τους στη γη Χαναάν και του είπαν όλα όσα τους συνέβησαν, λέγοντας: 30 «Ο άνθρωπος που είναι ο κύριος της χώρας μάς μίλησε με σκληρότητα,+ επειδή μας πέρασε για άντρες που κατασκόπευαν τη χώρα.+ 31 Εμείς, όμως, του είπαμε: “Είμαστε ευθείς άνθρωποι.+ Δεν είμαστε κατάσκοποι. 32 Είμαστε δώδεκα αδελφοί,+ οι γιοι του πατέρα μας.+ Ο ένας δεν υπάρχει πια+ και ο νεότερος είναι σήμερα με τον πατέρα μας στη γη Χαναάν”.+ 33 Αλλά ο άνθρωπος που είναι ο κύριος της χώρας μάς είπε:+ “Με αυτό θα γνωρίσω ότι είστε ευθείς:+ Αφήστε έναν αδελφό σας να μείνει μαζί μου.+ Κατόπιν πάρτε κάτι για την πείνα που υπάρχει στα σπίτια σας και πηγαίνετε.+ 34 Και φέρτε μου το νεότερο αδελφό σας, ώστε να γνωρίσω ότι δεν είστε κατάσκοποι αλλά είστε ευθείς. Τον αδελφό σας θα σας τον δώσω πίσω, και μπορείτε να κάνετε εμπόριο σε αυτόν τον τόπο”».+
35 Και καθώς άδειαζαν τα σακιά τους, ορίστε! το δέμα με τα χρήματα του καθενός ήταν στο σακί του. Και οι ίδιοι, καθώς και ο πατέρας τους, είδαν τα δέματά τους με τα χρήματα και φοβήθηκαν. 36 Κατόπιν ο Ιακώβ ο πατέρας τους αναφώνησε προς αυτούς: «Εγώ είμαι αυτός από τον οποίο στερήσατε τα παιδιά του!+ Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πια και ο Συμεών δεν υπάρχει πια+ και τον Βενιαμίν πρόκειται να τον πάρετε! Εμένα βρήκαν όλα αυτά τα πράγματα!» 37 Ο Ρουβήν, όμως, είπε στον πατέρα του: «Τους δικούς μου δύο γιους να θανατώσεις αν δεν σου τον φέρω πίσω.+ Άφησέ τον στη φροντίδα μου και εγώ θα σου τον επιστρέψω».+ 38 Ωστόσο, εκείνος είπε: «Ο γιος μου δεν θα κατεβεί μαζί σας, επειδή ο αδελφός του είναι νεκρός και αυτός έχει απομείνει μόνος του.+ Αν του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα στο δρόμο που θα πηγαίνετε, τότε σίγουρα θα κατεβάσετε τα γκρίζα μαλλιά μου με λύπη στον Σιεόλ».+
43 Και η πείνα ήταν μεγάλη σε εκείνη τη γη.+ 2 Και όταν είχαν φάει πια τα δημητριακά που είχαν φέρει από την Αίγυπτο,+ τους είπε ο πατέρας τους: «Επιστρέψτε, αγοράστε λίγη τροφή για εμάς».+ 3 Τότε ο Ιούδας τού είπε:+ «Ο άνθρωπος μας το δήλωσε ρητά, λέγοντας: “Δεν θα ξαναδείτε το πρόσωπό μου αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”.+ 4 Αν στείλεις τον αδελφό μας μαζί μας,+ είμαστε διατεθειμένοι να κατεβούμε και να αγοράσουμε τροφή για εσένα. 5 Αν, όμως, δεν τον στείλεις, δεν θα κατεβούμε, επειδή ο άνθρωπος πράγματι μας είπε: “Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου ξανά αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”».+ 6 Και ο Ισραήλ αναφώνησε:+ «Γιατί ήταν ανάγκη να μου κάνετε κακό λέγοντας στον άνθρωπο ότι έχετε άλλον αδελφό;» 7 Τότε εκείνοι είπαν: «Ο άνθρωπος ρώτησε συγκεκριμένα σχετικά με εμάς και τους συγγενείς μας, λέγοντας: “Είναι ακόμη ζωντανός ο πατέρας σας;+ Έχετε άλλον αδελφό;” και εμείς του είπαμε πώς έχουν τα πράγματα.+ Πού να ξέραμε ότι θα έλεγε: “Κατεβάστε τον αδελφό σας”;»+
8 Τελικά ο Ιούδας είπε στον Ισραήλ τον πατέρα του: «Στείλε το αγόρι μαζί μου,+ ώστε να σηκωθούμε και να πάμε και έτσι να μείνουμε ζωντανοί και να μην πεθάνουμε,+ και εμείς και εσύ, καθώς και τα παιδάκια μας.+ 9 Εγώ θα είμαι εγγυητής για αυτόν.+ Από το δικό μου χέρι να απαιτήσεις την ποινή για αυτόν.+ Αν δεν σου τον φέρω και δεν σου τον παρουσιάσω, τότε θα έχω αμαρτήσει εναντίον σου για πάντα. 10 Και μάλιστα, αν δεν είχαμε χασομερήσει, τώρα θα είχαμε πάει και θα είχαμε γυρίσει ήδη για δεύτερη φορά».+
11 Και ο Ισραήλ ο πατέρας τους τούς είπε: «Αν είναι έτσι, λοιπόν, τα πράγματα,+ κάντε αυτό: Πάρτε τα καλύτερα προϊόντα αυτής της γης στα δοχεία σας και πηγαίνετέ τα στον άνθρωπο ως δώρο:+ λίγο βάλσαμο+ και λίγο μέλι,+ λάδανο και ρητινοφόρο φλοιό,+ φιστίκια και αμύγδαλα.+ 12 Επίσης, πάρτε τα διπλάσια χρήματα στα χέρια σας· και τα χρήματα που επιστράφηκαν στο στόμιο των σακιών σας θα τα πάρετε πίσω στα χέρια σας.+ Ίσως έγινε λάθος.+ 13 Και πάρτε τον αδελφό σας και σηκωθείτε, επιστρέψτε στον άνθρωπο. 14 Και είθε ο Θεός ο Παντοδύναμος να σας δώσει ευσπλαχνία ενώπιον του ανθρώπου,+ ώστε να σας απελευθερώσει εκείνος τον άλλον αδελφό σας και τον Βενιαμίν. Και εγώ, αν είναι να στερηθώ τα παιδιά μου, θα τα στερηθώ!»+
15 Οι άντρες, λοιπόν, πήραν αυτό το δώρο και πήραν τα διπλάσια χρήματα στα χέρια τους, καθώς και τον Βενιαμίν. Κατόπιν σηκώθηκαν και κατέβηκαν στην Αίγυπτο και στάθηκαν ενώπιον του Ιωσήφ.+ 16 Όταν ο Ιωσήφ είδε μαζί τους τον Βενιαμίν, είπε μεμιάς στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Πήγαινε τους άντρες στο σπίτι και σφάξε ζώα και κάνε ετοιμασίες,+ επειδή οι άντρες θα φάνε μαζί μου το μεσημέρι». 17 Αμέσως ο άνθρωπος έκανε ακριβώς όπως είχε πει ο Ιωσήφ.+ Ο άνθρωπος, λοιπόν, πήγε τους άντρες στο σπίτι του Ιωσήφ. 18 Οι άντρες, όμως, φοβήθηκαν που τους είχαν πάει στο σπίτι του Ιωσήφ+ και έλεγαν: «Εξαιτίας των χρημάτων που γύρισαν μαζί μας, μέσα στα σακιά μας, την πρώτη φορά, μας φέρνουν εδώ, ώστε να πέσουν πάνω μας και να μας επιτεθούν και να μας πάρουν δούλους, καθώς και τα γαϊδούρια μας!»+
19 Γι’ αυτό πλησίασαν τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του Ιωσήφ και του μίλησαν στην είσοδο του σπιτιού, 20 και είπαν: «Συγχώρησέ μας, κύριέ μου! Εμείς βεβαίως κατεβήκαμε στην αρχή να αγοράσουμε τρόφιμα.+ 21 Αλλά όταν φτάσαμε στο κατάλυμα+ και αρχίσαμε να ανοίγουμε τα σακιά μας, τα χρήματα του καθενός βρίσκονταν στο στόμιο του σακιού του, το βάρος των χρημάτων μας στο ακέραιο. Θα θέλαμε, λοιπόν, να τα επιστρέψουμε με τα ίδια μας τα χέρια.+ 22 Και περισσότερα χρήματα κατεβάσαμε στα χέρια μας για να αγοράσουμε τροφή. Δεν ξέρουμε ποιος έβαλε τα χρήματά μας μέσα στα σακιά μας».+ 23 Κατόπιν αυτός είπε: «Όλα είναι εντάξει. Μη φοβάστε.+ Ο Θεός σας και ο Θεός του πατέρα σας σάς έδωσε θησαυρό μέσα στα σακιά σας.+ Τα χρήματά σας ήρθαν πρώτα σε εμένα». Έπειτα τους έφερε έξω τον Συμεών.+
24 Κατόπιν ο άνθρωπος έφερε τους άντρες στο σπίτι του Ιωσήφ και έδωσε νερό για το πλύσιμο των ποδιών τους+ και έδωσε ζωοτροφή για τα γαϊδούρια τους.+ 25 Και εκείνοι ετοίμασαν το δώρο+ για τον ερχομό του Ιωσήφ το μεσημέρι, επειδή είχαν ακούσει ότι εκεί θα έτρωγαν ψωμί.+ 26 Όταν ο Ιωσήφ μπήκε στο σπίτι, τότε του έφεραν μέσα στο σπίτι το δώρο που ήταν στα χέρια τους και πρόσπεσαν σε αυτόν μέχρις εδάφους.+ 27 Έπειτα εκείνος ρώτησε αν ήταν καλά και είπε:+ «Είναι ο πατέρας σας, ο ηλικιωμένος άντρας για τον οποίο μιλήσατε, καλά; Είναι ακόμη ζωντανός;»+ 28 Τότε είπαν: «Ο υπηρέτης σου ο πατέρας μας είναι καλά. Είναι ακόμη ζωντανός». Κατόπιν προσκύνησαν και πρόσπεσαν.+
29 Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Βενιαμίν τον αδελφό του, το γιο της μητέρας του,+ είπε: «Αυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος για τον οποίο μου μιλήσατε;»+ Και πρόσθεσε: «Είθε ο Θεός να σου δείχνει την εύνοιά του,+ γιε μου». 30 Και ο Ιωσήφ βιαζόταν, επειδή τα βαθιά του αισθήματα φούντωσαν για τον αδελφό του,+ ώστε έψαξε ένα μέρος για να κλάψει και μπήκε σε ένα εσωτερικό δωμάτιο και ξέσπασε σε κλάματα εκεί.+ 31 Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του και βγήκε έξω και συγκρατήθηκε και είπε:+ «Σερβίρετε το γεύμα».+ 32 Και σέρβιραν χωριστά για εκείνον και χωριστά για εκείνους και χωριστά για τους Αιγυπτίους που έτρωγαν μαζί του· διότι οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να γευματίσουν με τους Εβραίους, επειδή αυτό είναι απεχθές στους Αιγυπτίους.+
33 Και τους έβαλαν να καθήσουν μπροστά του, τον πρωτότοκο σύμφωνα με τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος+ και τον νεότερο σύμφωνα με τη νεαρή του ηλικία· και οι άντρες κοίταζαν κατάπληκτοι ο ένας τον άλλον. 34 Και εκείνος έβαζε συνεχώς να μεταφέρουν μερίδες από μπροστά του σε αυτούς, αλλά τη μερίδα του Βενιαμίν την έκανε πέντε φορές μεγαλύτερη από τις μερίδες όλων των άλλων.+ Έτσι λοιπόν, συνέχισαν να συμποσιάζουν και να πίνουν μαζί του ώσπου ικανοποιήθηκαν πλήρως.+
44 Αργότερα διέταξε τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του,+ λέγοντας: «Γέμισε τα σακιά των αντρών με τροφή τόση όση μπορούν να σηκώσουν και βάλε τα χρήματα του καθενός στο στόμιο του σακιού του.+ 2 Αλλά να βάλεις το ποτήρι μου, το ασημένιο ποτήρι, στο στόμιο του σακιού του νεοτέρου, καθώς και τα χρήματα για τα δημητριακά του». Και εκείνος ενήργησε σύμφωνα με τα λόγια που είχε πει ο Ιωσήφ.+
3 Το πρωί, αφού έφεξε, άφησαν τους άντρες να φύγουν,+ αυτούς και τα γαϊδούρια τους. 4 Εκείνοι βγήκαν από την πόλη. Δεν είχαν πάει μακριά, όταν ο Ιωσήφ είπε στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Σήκω! Καταδίωξε τους άντρες και φρόντισε να τους προφτάσεις και να τους πεις: “Γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού;+ 5 Δεν είναι αυτό το αντικείμενο από το οποίο πίνει ο κύριός μου και μέσω του οποίου διαβάζει επιδέξια οιωνούς;+ Κακή πράξη κάνατε”».
6 Τελικά αυτός τους πρόφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια. 7 Εκείνοι, όμως, του είπαν: «Γιατί λέει ο κύριός μου λόγια σαν αυτά; Είναι αδιανόητο να έκαναν οι υπηρέτες σου κάτι τέτοιο. 8 Τα χρήματα που βρήκαμε στο στόμιο των σακιών μας σου τα φέραμε πίσω από τη γη Χαναάν.+ Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαμε να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι από το σπίτι του κυρίου σου;+ 9 Σε όποιον από τους δούλους σου βρεθεί, αυτός ας πεθάνει, και εμείς ακόμη ας γίνουμε δούλοι του κυρίου μου».+ 10 Οπότε αυτός είπε: «Ας γίνει, λοιπόν, ακριβώς σύμφωνα με τα λόγια σας.+ Και σε όποιον βρεθεί, αυτός θα γίνει δούλος μου,+ αλλά εσείς θα είστε αθώοι». 11 Τότε κατέβασε γρήγορα ο καθένας το σακί του στη γη και άνοιξε ο καθένας το δικό του σακί. 12 Και αυτός άρχισε να ψάχνει προσεκτικά. Άρχισε με τον μεγαλύτερο και τελείωσε με τον νεότερο. Στο τέλος το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν.+
13 Τότε έσκισαν τους μανδύες τους+ και έβαλε ο καθένας το φορτίο του ξανά πάνω στο γαϊδούρι του και επέστρεψαν στην πόλη. 14 Και ο Ιούδας+ και οι αδελφοί του μπήκαν στο σπίτι του Ιωσήφ και εκείνος ήταν ακόμη εκεί· και έπεσαν μπροστά του μέχρις εδάφους.+ 15 Και ο Ιωσήφ τούς είπε: «Τι πράξη είναι αυτή που κάνατε; Δεν ξέρατε ότι ένας άνθρωπος σαν εμένα μπορεί και διαβάζει επιδέξια οιωνούς;»+ 16 Τότε ο Ιούδας αναφώνησε: «Τι να πούμε στον κύριό μου; Σχετικά με τι να μιλήσουμε; Και πώς να αποδείξουμε ότι είμαστε δίκαιοι;+ Ο αληθινός Θεός ανακάλυψε το σφάλμα των δούλων σου.+ Ορίστε! Είμαστε δούλοι του κυρίου μου,+ και εμείς και εκείνος στα χέρια του οποίου βρέθηκε το ποτήρι!» 17 Ωστόσο, εκείνος είπε: «Μου είναι αδιανόητο να το κάνω αυτό!+ Ο άντρας στα χέρια του οποίου βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου.+ Οι υπόλοιποι, όμως, ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας».+
18 Ο Ιούδας, όμως, τον πλησίασε και είπε: «Σε ικετεύω, κύριέ μου, σε παρακαλώ, ας πει ο δούλος σου μια λέξη ενώ ο κύριός μου θα ακούει,+ και ας μην ανάψει ο θυμός+ σου εναντίον του δούλου σου, επειδή είσαι το ίδιο με τον Φαραώ.+ 19 Ο κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: “Έχετε πατέρα ή αδελφό;” 20 Εμείς, λοιπόν, είπαμε στον κύριό μου: “Έχουμε έναν ηλικιωμένο πατέρα και ένα παιδί των γηρατειών του, το νεότερο.+ Αλλά ο αδελφός του είναι νεκρός, έτσι ώστε έχει απομείνει αυτός μόνο από τη μητέρα του,+ και ο πατέρας του τον αγαπάει”. 21 Έπειτα είπες στους δούλους σου: “Κατεβάστε τον σε εμένα για να στρέψω τα μάτια μου πάνω του”.+ 22 Εμείς, όμως, είπαμε στον κύριό μου: “Το αγόρι δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του. Αν άφηνε τον πατέρα του, εκείνος σίγουρα θα πέθαινε”.+ 23 Κατόπιν είπες στους δούλους σου: “Αν δεν κατεβεί μαζί σας ο νεότερος αδελφός σας, δεν μπορείτε να ξαναδείτε πια το πρόσωπό μου”.+
24 »Και ανεβήκαμε στο δούλο σου τον πατέρα μας και του είπαμε τα λόγια του κυρίου μου. 25 Αργότερα ο πατέρας μας είπε: “Επιστρέψτε, αγοράστε λίγη τροφή για εμάς”.+ 26 Εμείς, όμως, είπαμε: “Δεν μπορούμε να κατεβούμε. Αν είναι μαζί μας ο νεότερος αδελφός μας θα κατεβούμε, επειδή δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου σε περίπτωση που δεν είναι μαζί μας ο νεότερος αδελφός μας”.+ 27 Τότε ο δούλος σου ο πατέρας μου μας είπε: “Εσείς ξέρετε καλά ότι η σύζυγός μου δεν μου γέννησε παρά δύο γιους.+ 28 Αργότερα ο ένας έφυγε από κοντά μου και εγώ αναφώνησα: «Αχ! Δίχως άλλο κατασπαράχτηκε!»+ και δεν τον έχω δει μέχρι τώρα. 29 Αν παίρνατε και αυτόν από μπροστά μου και του συνέβαινε κάποιο θανατηφόρο ατύχημα, σίγουρα θα κατεβάζατε τα γκρίζα μαλλιά μου με συμφορά στον Σιεόλ”.+
30 »Και τώρα, μόλις πάω στο δούλο σου τον πατέρα μου χωρίς το αγόρι μαζί μας, ενώ η ψυχή εκείνου είναι δεμένη με την ψυχή του παιδιού,+ 31 τότε μόλις δει ότι το αγόρι λείπει, οπωσδήποτε θα πεθάνει, και οι δούλοι σου θα κατεβάσουν τα γκρίζα μαλλιά του δούλου σου του πατέρα μας με λύπη στον Σιεόλ. 32 Διότι ο δούλος σου έγινε εγγυητής+ για το αγόρι ενόσω αυτό θα βρισκόταν μακριά από τον πατέρα του, λέγοντας: “Αν δεν σου τον φέρω πίσω, τότε θα έχω αμαρτήσει εναντίον του πατέρα μου για πάντα”.+ 33 Σε παρακαλώ λοιπόν τώρα, ας μείνει ο δούλος σου αντί για το αγόρι ως δούλος του κυρίου μου, ώστε το αγόρι να ανεβεί με τους αδελφούς του.+ 34 Διότι πώς μπορώ να ανεβώ στον πατέρα μου χωρίς να έχω το αγόρι μαζί μου και να συμβεί να δω τότε τη συμφορά που θα βρει τον πατέρα μου;»+
45 Τότε ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά σε όλους εκείνους που στέκονταν κοντά του.+ Φώναξε λοιπόν: «Πάρτε τους όλους από κοντά μου!» Και κανένας άλλος δεν στεκόταν κοντά του ενόσω ο Ιωσήφ φανερωνόταν στους αδελφούς του.+
2 Και άρχισε να υψώνει τη φωνή του κλαίγοντας,+ έτσι ώστε το άκουσαν οι Αιγύπτιοι και το άκουσε και ο οίκος του Φαραώ. 3 Τελικά ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: «Είμαι ο Ιωσήφ. Είναι ο πατέρας μου ακόμη ζωντανός;» Αλλά οι αδελφοί του δεν μπορούσαν να του απαντήσουν καθόλου, επειδή ήταν αναστατωμένοι εξαιτίας του.+ 4 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, είπε στους αδελφούς του: «Ελάτε κοντά μου, σας παρακαλώ». Τότε εκείνοι πήγαν κοντά του.
Κατόπιν είπε: «Είμαι ο Ιωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίο πουλήσατε στην Αίγυπτο.+ 5 Τώρα, όμως, μη λυπάστε+ και μην είστε θυμωμένοι με τον εαυτό σας επειδή με πουλήσατε εδώ· επειδή για διατήρηση της ζωής με έστειλε ο Θεός πριν από εσάς.+ 6 Διότι αυτό είναι το δεύτερο έτος πείνας στη γη,+ και μένουν ακόμη πέντε χρόνια στα οποία δεν θα υπάρξει καιρός οργώματος ή θερισμός.+ 7 Γι’ αυτό, ο Θεός με έστειλε πριν από εσάς για να θέσει υπόλοιπο+ για εσάς στη γη και για να σας κρατήσει ζωντανούς μέσω μεγάλης διαφυγής. 8 Δεν ήσασταν, λοιπόν, εσείς που με στείλατε εδώ,+ αλλά ο αληθινός Θεός, ώστε να με διορίσει πατέρα+ στον Φαραώ και κύριο ολόκληρου του οίκου του και εξουσιαστή όλης της γης της Αιγύπτου.
9 »Ανεβείτε γρήγορα στον πατέρα μου και πείτε του: “Αυτό είπε ο γιος σου ο Ιωσήφ: «Ο Θεός με διόρισε κύριο όλης της Αιγύπτου.+ Κατέβα σε εμένα. Μην καθυστερήσεις. 10 Και θα κατοικείς στη γη Γεσέν+ και θα παραμένεις κοντά μου, εσύ και οι γιοι σου και οι γιοι των γιων σου και τα ποίμνιά σου και τα βόδια σου και όλα όσα έχεις. 11 Και εγώ θα σε εφοδιάζω εκεί με τροφή, γιατί μένουν ακόμη πέντε χρόνια πείνας·+ μήπως εσύ και ο οίκος σου και όλα όσα έχεις πέσουν σε φτώχεια»”. 12 Και ορίστε! τα μάτια σας και τα μάτια του αδελφού μου του Βενιαμίν βλέπουν ότι σας μιλάει το ίδιο μου το στόμα.+ 13 Πρέπει να πείτε, λοιπόν, στον πατέρα μου για όλη τη δόξα μου στην Αίγυπτο και για όλα όσα έχετε δει· και πρέπει να βιαστείτε να κατεβάσετε τον πατέρα μου εδώ».
14 Κατόπιν έπεσε στο λαιμό του Βενιαμίν του αδελφού του και ξέσπασε σε κλάματα, και ο Βενιαμίν έκλαψε πάνω στο λαιμό του.+ 15 Και φίλησε όλους τους αδελφούς του και έκλαψε πάνω τους+ και έπειτα οι αδελφοί του μίλησαν μαζί του.
16 Και τα νέα ακούστηκαν στον οίκο του Φαραώ, λέγοντας: «Ήρθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ!» Και αυτό φάνηκε καλό στα μάτια του Φαραώ και των υπηρετών του.+ 17 Ο Φαραώ, λοιπόν, είπε στον Ιωσήφ: «Πες στους αδελφούς σου: “Κάντε το εξής: Φορτώστε τα υποζύγιά σας και πηγαίνετε, μπείτε στη γη Χαναάν+ 18 και πάρτε τον πατέρα σας και τα σπιτικά σας και ελάτε εδώ σε εμένα, για να σας δώσω τα αγαθά της γης της Αιγύπτου· και φάτε το παχύ μέρος αυτής της γης.+ 19 Και εσύ διατάζεσαι:+ «Κάντε το εξής: Πάρτε άμαξες+ από τη γη της Αιγύπτου για τα μικρά σας και τις συζύγους σας, και ανεβάστε τον πατέρα σας σε μια και ελάτε εδώ.+ 20 Και ας μη λυπηθεί το μάτι σας τα υπάρχοντά σας,+ επειδή τα αγαθά όλης της γης της Αιγύπτου είναι δικά σας»”».+
21 Ύστερα οι γιοι του Ισραήλ το έκαναν αυτό, και ο Ιωσήφ τούς έδωσε άμαξες σύμφωνα με τις προσταγές του Φαραώ και τους έδωσε προμήθειες+ για το δρόμο. 22 Στον καθένα τους έδωσε ατομικές αλλαξιές από μανδύες,+ αλλά στον Βενιαμίν έδωσε τριακόσια κομμάτια ασήμι και πέντε αλλαξιές μανδύες.+ 23 Και στον πατέρα του έστειλε τα εξής: δέκα γαϊδούρια που μετέφεραν αγαθά της Αιγύπτου και δέκα θηλυκά γαϊδούρια που μετέφεραν σιτηρά και ψωμί και προμήθειες για τον πατέρα του, για το δρόμο. 24 Έτσι λοιπόν, έστειλε τους αδελφούς του, και αυτοί έφυγαν. Ωστόσο, τους είπε: «Μην εξοργιστείτε ο ένας εναντίον του άλλου στο δρόμο».+
25 Και ανέβηκαν από την Αίγυπτο και ήρθαν στη γη Χαναάν, στον Ιακώβ τον πατέρα τους. 26 Κατόπιν του ανέφεραν τα εξής: «Ο Ιωσήφ είναι ακόμη ζωντανός και αυτός είναι που εξουσιάζει όλη τη γη της Αιγύπτου!»+ Αλλά η καρδιά εκείνου μούδιασε, επειδή δεν τους πίστευε.+ 27 Όταν του είπαν όλα τα λόγια του Ιωσήφ τα οποία τους είχε πει, και είδε τις άμαξες που είχε στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, το πνεύμα του Ιακώβ του πατέρα τους άρχισε να αναζωογονείται.+ 28 Κατόπιν ο Ισραήλ αναφώνησε: «Αρκεί! Ο Ιωσήφ ο γιος μου είναι ακόμη ζωντανός! Αχ, ας πάω να τον δω προτού πεθάνω!»+
46 Και έτσι ο Ισραήλ και όλοι οι δικοί του αναχώρησαν και πήγαν στη Βηρ-σαβεέ,+ και εκείνος θυσίασε θυσίες στον Θεό του πατέρα του, του Ισαάκ.+ 2 Τότε ο Θεός μίλησε στον Ισραήλ σε οράματα της νύχτας και είπε:+ «Ιακώβ, Ιακώβ!» Και εκείνος απάντησε: «Ορίστε!»+ 3 Και είπε: «Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός,+ ο Θεός του πατέρα σου.+ Μη φοβηθείς να κατεβείς στην Αίγυπτο, γιατί θα σε καταστήσω εκεί μεγάλο έθνος.+ 4 Εγώ θα κατεβώ μαζί σου στην Αίγυπτο, και βεβαίως εγώ πάλι θα σε ανεβάσω·+ και ο Ιωσήφ θα βάλει το χέρι του πάνω στα μάτια σου».+
5 Έπειτα ο Ιακώβ σηκώθηκε από τη Βηρ-σαβεέ, και οι γιοι του Ισραήλ συνέχισαν να μεταφέρουν τον Ιακώβ τον πατέρα τους και τα μικρά τους και τις συζύγους τους στις άμαξες που είχε στείλει ο Φαραώ για να τον μεταφέρουν.+ 6 Επιπρόσθετα, πήραν μαζί τα κοπάδια τους και τα αγαθά τους, τα οποία είχαν συγκεντρώσει στη γη Χαναάν.+ Τελικά ήρθαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ και όλοι οι απόγονοί του μαζί του. 7 Έφερε μαζί του τους γιους του και τους γιους των γιων του, τις κόρες του και τις κόρες των γιων του, ναι, όλους τους απογόνους του τους έφερε μαζί του στην Αίγυπτο.+
8 Αυτά είναι, λοιπόν, τα ονόματα των γιων του Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο:+ ο Ιακώβ και οι γιοι του· πρωτότοκος του Ιακώβ ήταν ο Ρουβήν.+
9 Και οι γιοι του Ρουβήν ήταν ο Ανώχ και ο Φαλλού και ο Εσρών και ο Χαρμί.+
10 Και οι γιοι του Συμεών+ ήταν ο Ιεμουήλ και ο Ιαμίν και ο Οχάδ και ο Ιαχίν+ και ο Ζωάρ και ο Σιαούλ,+ ο γιος μιας Χαναναίας.
11 Και οι γιοι του Λευί+ ήταν ο Γηρσών,+ ο Καάθ+ και ο Μεραρί.+
12 Και οι γιοι του Ιούδα+ ήταν ο Ηρ+ και ο Αυνάν+ και ο Σηλά+ και ο Φαρές+ και ο Ζερά.+ Ωστόσο, ο Ηρ και ο Αυνάν πέθαναν στη γη Χαναάν.+
Και οι γιοι του Φαρές ήταν ο Εσρών+ και ο Αμούλ.+
13 Και οι γιοι του Ισσάχαρ+ ήταν ο Θωλά+ και ο Φουά+ και ο Ιόβ και ο Σιμρών.+
14 Και οι γιοι του Ζαβουλών+ ήταν ο Σερέδ και ο Αιλών και ο Ιαλεήλ.+
15 Αυτοί είναι οι γιοι της Λείας,+ τους οποίους γέννησε στον Ιακώβ στην Παδάν-αράμ, μαζί με την κόρη του τη Δείνα.+ Όλες οι ψυχές των γιων του και των θυγατέρων του ήταν τριάντα τρεις.
16 Και οι γιοι του Γαδ+ ήταν ο Σιφών και ο Αγγί, ο Σουνί και ο Εσβών, ο Ηρί και ο Αροδί και ο Αρηλί.+
17 Και οι γιοι του Ασήρ+ ήταν ο Ιμνά και ο Ισβά και ο Ισβί και ο Βεριά,+ και υπήρχε η Σερά η αδελφή τους.
Και οι γιοι του Βεριά ήταν ο Χέβερ και ο Μαλχιήλ.+
18 Αυτοί είναι οι γιοι της Ζελφά,+ την οποία ο Λάβαν έδωσε στην κόρη του τη Λεία. Αυτούς γέννησε με τον καιρό στον Ιακώβ· δεκαέξι ψυχές.
19 Οι γιοι της Ραχήλ,+ της συζύγου του Ιακώβ, ήταν ο Ιωσήφ+ και ο Βενιαμίν.+
20 Και γεννήθηκαν στον Ιωσήφ στη γη της Αιγύπτου ο Μανασσής+ και ο Εφραΐμ,+ τους οποίους γέννησε σε αυτόν η Ασενέθ,+ η κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων.
21 Και οι γιοι του Βενιαμίν ήταν ο Βελά+ και ο Βεχέρ+ και ο Ασβήλ, ο Γηρά+ και ο Νεεμάν,+ ο Εχί και ο Ρος, ο Μουππίμ+ και ο Ουππίμ+ και ο Αρέδ.
22 Αυτοί είναι οι γιοι της Ραχήλ, οι οποίοι γεννήθηκαν στον Ιακώβ. Όλες οι ψυχές ήταν δεκατέσσερις.
23 Και οι γιοι του Δαν+ ήταν ο Ουσίμ.+
24 Και οι γιοι του Νεφθαλί+ ήταν ο Ιασιήλ και ο Γουνί+ και ο Ιεσέρ και ο Σιλέμ.+
25 Αυτοί είναι οι γιοι της Βαλλά,+ την οποία ο Λάβαν έδωσε στην κόρη του τη Ραχήλ. Αυτούς γέννησε με τον καιρό στον Ιακώβ· όλες οι ψυχές ήταν εφτά.
26 Όλες οι ψυχές που ήρθαν στον Ιακώβ στην Αίγυπτο ήταν εκείνοι που βγήκαν από τον άνω μηρό του,+ εκτός από τις συζύγους των γιων του Ιακώβ. Όλες οι ψυχές ήταν εξήντα έξι. 27 Και οι γιοι του Ιωσήφ που γεννήθηκαν σε αυτόν στην Αίγυπτο ήταν δύο ψυχές. Όλες οι ψυχές του οίκου του Ιακώβ που ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν εβδομήντα.+
28 Και έστειλε τον Ιούδα+ μπροστά από τον ίδιο στον Ιωσήφ για πληροφορίες σχετικά με τη Γεσέν, προτού πάει αυτός. Έπειτα ήρθαν στη γη Γεσέν.+ 29 Τότε ο Ιωσήφ έβαλε να του ετοιμάσουν το άρμα του και ανέβηκε για να συναντήσει τον Ισραήλ τον πατέρα του στη Γεσέν.+ Όταν εμφανίστηκε σε αυτόν, έπεσε αμέσως στο λαιμό του και ξέσπασε σε κλάματα πάνω στο λαιμό του ξανά και ξανά.+ 30 Τελικά ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα ας πεθάνω,+ αφού είδα το πρόσωπό σου, εφόσον είσαι ακόμη ζωντανός».
31 Κατόπιν ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του και στο σπιτικό του πατέρα του: «Ας ανεβώ να ενημερώσω τον Φαραώ και να του πω:+ “Οι αδελφοί μου και το σπιτικό του πατέρα μου που ήταν στη γη Χαναάν ήρθαν εδώ σε εμένα.+ 32 Και οι άνθρωποι είναι ποιμένες,+ επειδή έγιναν κτηνοτρόφοι·+ και τα ποίμνιά τους και τα βόδια τους και όλα όσα έχουν τα έφεραν εδώ”.+ 33 Και όταν ο Φαραώ σάς καλέσει και πει: “Με τι ασχολείστε;” 34 εσείς θα πείτε: “Οι υπηρέτες σου είμαστε κτηνοτρόφοι από τη νεότητά μας μέχρι τώρα, και εμείς και οι προπάτορές μας”,+ ώστε να κατοικήσετε στη γη Γεσέν,+ επειδή κάθε βοσκός προβάτων είναι απεχθής για την Αίγυπτο».+
47 Έτσι λοιπόν, ο Ιωσήφ ήρθε και ενημέρωσε τον Φαραώ και είπε:+ «Ο πατέρας μου και οι αδελφοί μου και τα ποίμνιά τους και τα βόδια τους και όλα όσα έχουν ήρθαν από τη γη Χαναάν και είναι στη γη Γεσέν».+ 2 Και από ολόκληρο τον αριθμό των αδελφών του πήρε πέντε άντρες, ώστε να τους παρουσιάσει στον Φαραώ.+
3 Κατόπιν ο Φαραώ είπε στους αδελφούς του: «Με τι ασχολείστε;»+ Και εκείνοι είπαν στον Φαραώ: «Οι υπηρέτες σου είμαστε βοσκοί προβάτων,+ και εμείς και οι προπάτορές μας».+ 4 Έπειτα είπαν στον Φαραώ: «Ήρθαμε να κατοικήσουμε ως πάροικοι σε αυτή τη γη,+ επειδή δεν υπάρχει βοσκή για το ποίμνιο που έχουν οι υπηρέτες σου,+ διότι η πείνα είναι μεγάλη στη γη Χαναάν.+ Και τώρα ας κατοικήσουν οι υπηρέτες σου, παρακαλούμε, στη γη Γεσέν».+ 5 Τότε ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου και οι αδελφοί σου ήρθαν εδώ σε εσένα. 6 Η γη της Αιγύπτου είναι στη διάθεσή σου.+ Βάλε τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου να κατοικήσουν στο καλύτερο μέρος της γης.+ Ας κατοικήσουν στη γη Γεσέν,+ και αν ξέρεις ότι υπάρχουν ανάμεσά τους θαρραλέοι άντρες,+ να τους διορίσεις υπεύθυνους για τα κοπάδια σε αυτά που είναι δικά μου».+
7 Κατόπιν ο Ιωσήφ έφερε μέσα τον Ιακώβ τον πατέρα του και τον παρουσίασε στον Φαραώ, και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ.+ 8 Ο δε Φαραώ είπε στον Ιακώβ: «Πόσες είναι οι ημέρες των χρόνων της ζωής σου;» 9 Και ο Ιακώβ είπε στον Φαραώ: «Οι ημέρες των χρόνων των παροικήσεών μου είναι εκατόν τριάντα χρόνια.+ Λίγες και οδυνηρές υπήρξαν οι ημέρες των χρόνων της ζωής μου+ και δεν έχουν φτάσει τις ημέρες των χρόνων της ζωής των πατέρων μου στις ημέρες των δικών τους παροικήσεων».+ 10 Έπειτα ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ και έφυγε από τον Φαραώ.+
11 Ο δε Ιωσήφ έβαλε τον πατέρα του και τους αδελφούς του να κατοικήσουν και τους έδωσε ιδιοκτησία στη γη της Αιγύπτου, στο καλύτερο μέρος της γης, στη γη Ραμεσσής,+ ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Φαραώ. 12 Και ο Ιωσήφ εφοδίαζε τον πατέρα του και τους αδελφούς του και ολόκληρο το σπιτικό του πατέρα του με ψωμί,+ σύμφωνα με τον αριθμό των μικρών παιδιών.+
13 Δεν υπήρχε, λοιπόν, ψωμί σε όλο τον τόπο, επειδή η πείνα ήταν πολύ μεγάλη·+ και η γη της Αιγύπτου και η γη Χαναάν απέκαμαν από την πείνα.+ 14 Και ο Ιωσήφ μάζευε όλα τα χρήματα που μπορούσαν να βρεθούν στη γη της Αιγύπτου και στη γη Χαναάν για τα δημητριακά τα οποία αγόραζαν οι άνθρωποι·+ και ο Ιωσήφ έφερνε τα χρήματα στον οίκο του Φαραώ. 15 Με τον καιρό τα χρήματα από τη γη της Αιγύπτου και τη γη Χαναάν ξοδεύτηκαν, και όλοι οι Αιγύπτιοι άρχισαν να έρχονται στον Ιωσήφ, λέγοντας: «Δώσε μας ψωμί!+ Και γιατί να πεθάνουμε μπροστά σου επειδή τελείωσαν τα χρήματα;»+ 16 Τότε ο Ιωσήφ έλεγε: «Παραδώστε τα ζωντανά σας και θα σας δώσω ψωμί σε αντάλλαγμα για τα ζωντανά σας, αν τελείωσαν τα χρήματα». 17 Και άρχισαν να φέρνουν τα ζωντανά τους στον Ιωσήφ· και ο Ιωσήφ τούς έδινε ψωμί σε αντάλλαγμα για τα άλογά τους και για τα πρόβατα και για τα βόδια και για τα γαϊδούρια,+ και τους προμήθευε ψωμί σε αντάλλαγμα για όλα τα ζωντανά τους στη διάρκεια εκείνου του χρόνου.
18 Σιγά σιγά εκείνος ο χρόνος έφτασε στο τέλος του, και άρχισαν να έρχονται σε αυτόν τον επόμενο χρόνο και να του λένε: «Δεν θα το κρύψουμε από τον κύριό μου αλλά τα χρήματα και τα κοπάδια των κατοικίδιων ζώων διατέθηκαν στον κύριό μου.+ Δεν απομένει τίποτα ενώπιον του κυρίου μου παρά μόνο τα σώματά μας και η γη μας.+ 19 Γιατί να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου,+ και εμείς και η γη μας; Αγόρασε εμάς και τη γη μας για ψωμί,+ και εμείς μαζί με τη γη μας θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ· και δώσε μας σπόρο για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε και να μην ερημωθεί η γη μας».+ 20 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, αγόρασε όλη τη γη των Αιγυπτίων για τον Φαραώ,+ επειδή οι Αιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας τον αγρό του, γιατί τους είχε ζώσει η πείνα· και η γη έγινε του Φαραώ.
21 Και το λαό τον μετέφερε σε πόλεις από τη μία άκρη της περιοχής της Αιγύπτου ως την άλλη της άκρη.+ 22 Μόνο τη γη των ιερέων δεν αγόρασε,+ επειδή οι μερίδες τροφής των ιερέων ήταν από τον Φαραώ και αυτοί έτρωγαν τις μερίδες τους, τις οποίες τους έδινε ο Φαραώ.+ Γι’ αυτό δεν πούλησαν τη δική τους γη.+ 23 Κατόπιν ο Ιωσήφ είπε στο λαό: «Δείτε! Σήμερα αγόρασα εσάς και τη γη σας για τον Φαραώ. Ορίστε σπόρος για εσάς, και να σπείρετε τη γη με αυτόν.+ 24 Όταν αποφέρει προϊόντα,+ τότε θα δώσετε το ένα πέμπτο στον Φαραώ,+ αλλά τα τέσσερα μέρη θα γίνουν δικά σας ως σπόρος για τον αγρό και ως τροφή για να φάτε εσείς και όσοι είναι στα σπίτια σας, καθώς και τα μικρά σας».+ 25 Και εκείνοι είπαν: «Διατήρησες τη ζωή μας.+ Ας βρούμε εύνοια στα μάτια του κυρίου μου και θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ».+ 26 Και ο Ιωσήφ το έκανε διάταγμα που ισχύει μέχρι αυτή την ημέρα σχετικά με τα αγροκτήματα της Αιγύπτου, να έχει ο Φαραώ το ένα πέμπτο. Μόνο η γη των ιερέων ως ξεχωριστής ομάδας δεν έγινε του Φαραώ.+
27 Και ο Ισραήλ συνέχισε να κατοικεί στη γη της Αιγύπτου, στη γη Γεσέν·+ και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν και ήταν καρποφόροι και έγιναν πάρα πολλοί.+ 28 Και ο Ιακώβ έζησε στη γη της Αιγύπτου δεκαεφτά χρόνια, έτσι ώστε οι ημέρες του Ιακώβ, τα χρόνια της ζωής του, έγιναν εκατόν σαράντα εφτά χρόνια.+
29 Σιγά σιγά πλησίασαν οι ημέρες του Ισραήλ να πεθάνει.+ Έτσι λοιπόν, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του είπε: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου, βάλε το χέρι σου, σε παρακαλώ, κάτω από το μηρό μου,+ και εκδήλωσε προς εμένα στοργική καλοσύνη και αξιοπιστία:+ Σε παρακαλώ, μη με θάψεις στην Αίγυπτο.+ 30 Εγώ θα πλαγιάσω με τους πατέρες μου+ και εσύ πρέπει να με μεταφέρεις έξω από την Αίγυπτο και να με θάψεις στον τάφο τους».+ Και αυτός είπε: «Εγώ ο ίδιος θα ενεργήσω σύμφωνα με το λόγο σου». 31 Κατόπιν εκείνος είπε: «Ορκίσου μου». Του ορκίστηκε λοιπόν.+ Τότε ο Ισραήλ υποκλίθηκε από το κεφάλι του ντιβανιού.+
48 Έπειτα λοιπόν από αυτά, είπαν στον Ιωσήφ: «Δες! Ο πατέρας σου εξασθενεί». Τότε εκείνος πήρε μαζί του τους δύο γιους του, τον Μανασσή και τον Εφραΐμ.+ 2 Κατόπιν ανέφεραν στον Ιακώβ και του είπαν: «Ο γιος σου ο Ιωσήφ ήρθε σε εσένα». Ο Ισραήλ, λοιπόν, έβαλε όλη του τη δύναμη και ανακάθησε στο ντιβάνι του. 3 Και είπε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ:
«Ο Θεός ο Παντοδύναμος μου εμφανίστηκε στη Λουζ+ στη γη Χαναάν για να με ευλογήσει.+ 4 Και μου είπε: “Εγώ θα σε κάνω καρποφόρο+ και θα σε πληθύνω και θα σε μετατρέψω σε εκκλησία λαών+ και θα δώσω αυτή τη γη στο σπέρμα σου έπειτα από εσένα ως ιδιοκτησία τους στον αιώνα”.+ 5 Και τώρα οι δύο γιοι σου, οι οποίοι γεννήθηκαν σε εσένα στη γη της Αιγύπτου προτού έρθω εδώ σε εσένα, στην Αίγυπτο, είναι δικοί μου.+ Ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θα γίνουν δικοί μου σαν τον Ρουβήν και τον Συμεών.+ 6 Τα παιδιά σου, όμως, τα οποία θα αποκτήσεις έπειτα από αυτούς, θα γίνουν δικά σου. Μαζί με το όνομα των αδελφών τους θα κληθούν στην κληρονομιά τους.+ 7 Και όσο για εμένα, όταν ερχόμουν από την Παδάν,+ η Ραχήλ πέθανε+ δίπλα μου στη γη Χαναάν καθ’ οδόν ενώ απέμενε αρκετός δρόμος προτού φτάσουμε στην Εφράθ,+ ώστε την έθαψα εκεί στο δρόμο για την Εφράθ, δηλαδή τη Βηθλεέμ».+
8 Κατόπιν ο Ισραήλ είδε τους γιους του Ιωσήφ και είπε: «Ποιοι είναι αυτοί;»+ 9 Και ο Ιωσήφ είπε στον πατέρα του: «Είναι οι γιοι μου, τους οποίους μου έδωσε ο Θεός σε αυτόν τον τόπο».+ Τότε αυτός είπε: «Φέρε τους, σε παρακαλώ, σε εμένα για να τους ευλογήσω».+ 10 Και τα μάτια του Ισραήλ ήταν σβησμένα από τα γηρατειά.+ Δεν μπορούσε να δει. Εκείνος, λοιπόν, τους έφερε κοντά του, και τότε αυτός τους φίλησε και τους αγκάλιασε.+ 11 Και είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Δεν φανταζόμουν ότι θα έβλεπα το πρόσωπό σου,+ αλλά να που ο Θεός με άφησε να δω και τους απογόνους σου». 12 Έπειτα ο Ιωσήφ τούς απομάκρυνε από τα γόνατά του και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους.+
13 Και πήρε ο Ιωσήφ και τους δύο, τον Εφραΐμ με το δεξί του χέρι, προς τα αριστερά του Ισραήλ,+ και τον Μανασσή με το αριστερό του χέρι, προς τα δεξιά+ του Ισραήλ, και τους έφερε κοντά του. 14 Ωστόσο, ο Ισραήλ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε πάνω στο κεφάλι του Εφραΐμ,+ παρότι ήταν ο νεότερος,+ και το αριστερό του χέρι πάνω στο κεφάλι του Μανασσή.+ Έβαλε σκόπιμα τα χέρια του έτσι, εφόσον ο Μανασσής ήταν ο πρωτότοκος.+ 15 Και ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπε:+
«Ο αληθινός Θεός ενώπιον του οποίου περπάτησαν+ οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ,
Ο αληθινός Θεός που με ποιμαίνει σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής μου μέχρι αυτή την ημέρα,+
16 Ο άγγελος που με έχει ανακτήσει από κάθε συμφορά,+ ευλόγησε εσύ τα αγόρια.+
Και ας κληθεί το όνομά μου πάνω τους και το όνομα των πατέρων μου, του Αβραάμ και του Ισαάκ,+
Και ας αυξηθούν ώστε να γίνουν πλήθος στο μέσο της γης».+
17 Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι ο πατέρας του είχε βάλει το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι του Εφραΐμ, δυσαρεστήθηκε+ και προσπάθησε να πιάσει το χέρι του πατέρα του για να το απομακρύνει από το κεφάλι του Εφραΐμ και να το βάλει στο κεφάλι του Μανασσή.+ 18 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, είπε στον πατέρα του: «Όχι έτσι, πατέρα μου, επειδή αυτός είναι ο πρωτότοκος.+ Βάλε το δεξί σου χέρι στο κεφάλι του». 19 Αλλά ο πατέρας του αρνούνταν και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Και αυτός θα γίνει λαός και αυτός θα μεγαλυνθεί επίσης.+ Αλλά παρ’ όλα αυτά, ο νεότερος αδελφός του θα γίνει μεγαλύτερος από αυτόν+ και οι απόγονοί του θα γίνουν το πλήρες ισοδύναμο εθνών».+ 20 Και συνέχισε να τους ευλογεί εκείνη την ημέρα,+ λέγοντας:
«Μέσω εσένα ας δώσει επανειλημμένα ευλογία ο Ισραήλ, λέγοντας:
“Είθε ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραΐμ και σαν τον Μανασσή”».+
Και έτσι συνέχισε να βάζει τον Εφραΐμ πριν από τον Μανασσή.+
21 Έπειτα ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Δες! Εγώ πεθαίνω,+ αλλά ο Θεός οπωσδήποτε θα παραμείνει μαζί σας και θα σας επαναφέρει στη γη των προπατόρων σας.+ 22 Και εγώ σου δίνω ένα ύψωμα γης παραπάνω από ό,τι στους αδελφούς σου,+ το οποίο πήρα από το χέρι των Αμορραίων με το σπαθί μου και με το τόξο μου».
49 Αργότερα ο Ιακώβ κάλεσε τους γιους του και είπε: «Συγκεντρωθείτε για να σας πω τι θα σας συμβεί στο τελικό διάστημα των ημερών. 2 Συναχθείτε και ακούστε, γιοι του Ιακώβ, ναι, ακούστε τον Ισραήλ τον πατέρα σας.+
3 »Ρουβήν, είσαι ο πρωτότοκός μου,+ το σφρίγος μου και η απαρχή των αναπαραγωγικών μου δυνάμεων,+ η υπεροχή της αξιοπρέπειας και η υπεροχή της ισχύος. 4 Εσύ, με την απερίσκεπτη ασυδοσία σου που είναι σαν νερά, να μην έχεις υπεροχή,+ επειδή ανέβηκες στο κρεβάτι του πατέρα σου.+ Τότε βεβήλωσες την κλίνη μου.+ Ανέβηκε σε αυτήν!
5 »Ο Συμεών και ο Λευί είναι αδελφοί.+ Όργανα βίας είναι τα φονικά τους όπλα.+ 6 Στη συντροφιά τους μην μπεις,+ ψυχή μου. Με τη σύναξή τους μην ενωθείς,+ διάθεσή μου, επειδή μέσα στο θυμό τους σκότωσαν ανθρώπους+ και στην αυθαιρεσία τους έκοψαν τους τένοντες ταύρων. 7 Καταραμένος να είναι ο θυμός+ τους, επειδή είναι αμείλικτος,+ και η σφοδρή οργή τους, επειδή ενεργεί με σκληρότητα.+ Ας τους διαμοιράσω στον Ιακώβ και ας τους διασκορπίσω στον Ισραήλ.+
8 »Εσένα, όμως, Ιούδα,+ οι αδελφοί σου θα σε εξυμνήσουν.+ Το χέρι σου θα είναι πάνω στον αυχένα των εχθρών σου.+ Οι γιοι του πατέρα σου θα προσπέσουν σε εσένα.+ 9 Σκύμνος λιονταριού είναι ο Ιούδας.+ Από τη λεία, γιε μου, θα ανεβείς. Έσκυψε, ξάπλωσε σαν λιοντάρι και, σαν λιοντάρι, ποιος τολμάει να τον ξυπνήσει;+ 10 Το σκήπτρο δεν θα απομακρυνθεί από τον Ιούδα+ ούτε η διοικητική ράβδος ανάμεσα από τα πόδια του, μέχρι να έρθει ο Σηλώ·+ και σε αυτόν θα ανήκει η υπακοή των λαών.+ 11 Δένοντας το ενήλικο γαϊδούρι του σε ένα κλήμα και τον απόγονο του θηλυκού γαϊδουριού του σε ένα εκλεκτό κλήμα, θα πλύνει τα ρούχα του στο κρασί και το ένδυμά του στο αίμα των σταφυλιών.+ 12 Κατακόκκινα είναι τα μάτια του από το κρασί, και η λευκότητα των δοντιών του είναι από το γάλα.
13 »Ο Ζαβουλών θα κατοικεί κοντά στην ακρογιαλιά+ και θα είναι κοντά στην ακτή όπου αγκυροβολούν τα πλοία·+ και η πιο απομακρυσμένη πλευρά του θα είναι προς τη Σιδώνα.+
14 »Ο Ισσάχαρ+ είναι γαϊδούρι με γερά κόκαλα, ξαπλωμένο ανάμεσα στους δύο σάκους του σαμαριού. 15 Και θα δει ότι ο τόπος ανάπαυσης είναι καλός και ότι εκείνη η γη είναι ευχάριστη· και θα γείρει τον ώμο του για να σηκώσει φορτία και θα υποβληθεί σε δουλική καταναγκαστική εργασία.
16 »Ο Δαν θα κρίνει το λαό του ως μια από τις φυλές του Ισραήλ.+ 17 Ας αποδειχτεί ο Δαν φίδι κοντά στην άκρη του δρόμου, κερασφόρο φίδι στην άκρη της οδού, το οποίο δαγκώνει τις φτέρνες του αλόγου ώστε ο αναβάτης του πέφτει προς τα πίσω.+ 18 Θα προσμένω τη σωτηρία σου, Ιεχωβά.+
19 »Στον Γαδ ληστρική ομάδα θα κάνει επιδρομή, αλλά εκείνος θα κάνει επιδρομή στο πίσω άκρο.+
20 »Το ψωμί που θα βγαίνει από τον Ασήρ θα είναι παχύ,+ και αυτός θα δίνει βασιλικά εδέσματα.+
21 »Ο Νεφθαλί+ είναι λυγερή ελαφίνα. Δίνει λόγια κομψότητας.+
22 »Κλωνάρι καρποφόρου δέντρου+—ο Ιωσήφ είναι κλωνάρι καρποφόρου δέντρου κοντά στην πηγή,+ το οποίο προωθεί τα κλαδιά του πάνω από τον τοίχο.+ 23 Αλλά οι τοξότες τον ταλαιπωρούσαν και τον τόξευσαν και έτρεφαν εχθρότητα εναντίον του.+ 24 Και, όμως, το τόξο του κατοικούσε σε μόνιμο τόπο+ και η ισχύς των χεριών του ήταν εύκαμπτη.+ Από τα χέρια του Δυνατού του Ιακώβ,+ από εκεί είναι ο Ποιμένας, η Πέτρα του Ισραήλ.+ 25 Αυτός είναι από τον Θεό του πατέρα σου+ και θα σε βοηθήσει·+ και είναι με τον Παντοδύναμο+ και θα σε ευλογήσει με τις ευλογίες των ουρανών από πάνω,+ με τις ευλογίες των υδάτινων βαθών που είναι απλωμένα κάτω,+ με τις ευλογίες των μαστών και της μήτρας.+ 26 Οι ευλογίες του πατέρα σου θα είναι ανώτερες από τις ευλογίες των παντοτινών βουνών,+ από το στολίδι των αιώνιων λόφων.+ Θα παραμείνουν πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ, πάνω στην κορυφή του κεφαλιού εκείνου που ξεχωρίστηκε από τους αδελφούς του.+
27 »Ο Βενιαμίν θα κατασπαράζει σαν λύκος.+ Το πρωί θα τρώει το ζώο που έχει πιάσει και το βράδυ θα μοιράζει λάφυρα».+
28 Όλοι αυτοί είναι οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, και αυτά τους είπε ο πατέρας τους όταν τους ευλογούσε. Ευλόγησε τον καθένα σύμφωνα με τη δική του ευλογία.+
29 Έπειτα τους έδωσε εντολή και τους είπε: «Εγώ συνάγομαι στο λαό μου.+ Θάψτε με μαζί με τους πατέρες μου στη σπηλιά που υπάρχει μέσα στον αγρό του Εφρών του Χετταίου,+ 30 στη σπηλιά που υπάρχει μέσα στον αγρό Μαχπελάχ, ο οποίος βρίσκεται μπροστά στη Μαμβρή, στη γη Χαναάν, τον αγρό που αγόρασε ο Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίο για την ιδιοκτησία ενός τόπου ταφής.+ 31 Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και τη Σάρρα τη σύζυγό του.+ Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα τη σύζυγό του+ και εκεί έθαψα τη Λεία. 32 Ο αγρός που αγοράστηκε και η σπηλιά που υπάρχει μέσα σε αυτόν ήταν από τους γιους του Χετ».+
33 Και έτσι ο Ιακώβ ολοκλήρωσε τις εντολές που έδινε στους γιους του. Κατόπιν μάζεψε τα πόδια του πάνω στο ντιβάνι και εξέπνευσε και συνάχθηκε στο λαό του.+
50 Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του+ και έκλαψε για αυτόν και τον φίλησε.+ 2 Έπειτα ο Ιωσήφ διέταξε τους υπηρέτες του, τους γιατρούς, να ταριχεύσουν+ τον πατέρα του. Έτσι λοιπόν, οι γιατροί ταρίχευσαν τον Ισραήλ 3 και χρειάστηκαν σαράντα ολόκληρες ημέρες για αυτόν, γιατί τόσες ημέρες χρειάζονται συνήθως για την ταρίχευση· και οι Αιγύπτιοι έκλαιγαν για αυτόν εβδομήντα ημέρες.+
4 Τελικά, πέρασαν οι ημέρες του κλάματος για αυτόν, και ο Ιωσήφ μίλησε στο σπιτικό του Φαραώ, λέγοντας: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σας,+ μιλήστε, σας παρακαλώ, ενώ ο Φαραώ θα ακούει, λέγοντας: 5 “Ο πατέρας μου με έβαλε να ορκιστώ,+ λέγοντας: «Δες! Εγώ πεθαίνω.+ Στον τάφο που έχω σκάψει για τον εαυτό μου στη γη Χαναάν,+ εκεί θα με θάψεις».+ Και τώρα, σε παρακαλώ, άφησέ με να ανεβώ και να θάψω τον πατέρα μου, και μετά είμαι πρόθυμος να επιστρέψω”». 6 Και ο Φαραώ είπε: «Ανέβα και θάψε τον πατέρα σου ακριβώς όπως σε έβαλε να ορκιστείς».+
7 Ο Ιωσήφ, λοιπόν, ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και ανέβηκαν μαζί του όλοι οι υπηρέτες του Φαραώ, οι πρεσβύτεροι+ του σπιτικού του και όλοι οι πρεσβύτεροι της γης της Αιγύπτου 8 και όλο το σπιτικό του Ιωσήφ και οι αδελφοί του και το σπιτικό του πατέρα του.+ Μόνο τα μικρά τους παιδιά και τα ποίμνιά τους και τα βόδια τους άφησαν στη γη Γεσέν. 9 Επίσης, ανέβηκαν μαζί του και άρματα+ και ιππείς, και ο καταυλισμός έγινε πολυάριθμος. 10 Κατόπιν έφτασαν στο αλώνι+ του Ατάδ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη,+ και εκεί έκαναν πολύ μεγάλο και βαρύ θρήνο και αυτός συνέχισε τις τελετές πένθους για τον πατέρα του εφτά ημέρες.+ 11 Και οι κάτοικοι του τόπου, οι Χαναναίοι, είδαν τις τελετές πένθους στο αλώνι του Ατάδ και αναφώνησαν: «Αυτό είναι βαρύ πένθος για τους Αιγυπτίους!» Γι’ αυτό το όνομά του κλήθηκε Αβέλ-μισραΐμ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη.+
12 Και οι γιοι του έκαναν για εκείνον ακριβώς όπως τους είχε δώσει εντολή.+ 13 Οι γιοι του, λοιπόν, τον μετέφεραν στη γη Χαναάν και τον έθαψαν στη σπηλιά του αγρού Μαχπελάχ, του αγρού που είχε αγοράσει ο Αβραάμ για την ιδιοκτησία ενός τόπου ταφής από τον Εφρών τον Χετταίο μπροστά στη Μαμβρή.+ 14 Ύστερα ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο, αυτός και οι αδελφοί του και όλοι όσοι ανέβηκαν μαζί του για να θάψουν τον πατέρα του, αφού έθαψε τον πατέρα του.
15 Όταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδαν ότι ο πατέρας τους ήταν νεκρός, είπαν: «Ίσως ο Ιωσήφ τρέφει εχθρότητα εναντίον μας+ και ασφαλώς θα μας ανταποδώσει όλο το κακό που του κάναμε».+ 16 Ανέφεραν, λοιπόν, μια εντολή στον Ιωσήφ με αυτά τα λόγια: «Ο πατέρας σου έδωσε αυτή την εντολή πριν από το θάνατό του, λέγοντας: 17 “Αυτό θα πείτε στον Ιωσήφ: «Σε ικετεύω, συγχώρησε,+ σε παρακαλώ, την ανταρσία των αδελφών σου και την αμαρτία τους, επειδή σου έκαναν κακό»”.+ Και τώρα συγχώρησε, σε παρακαλούμε, την ανταρσία εκείνων που είναι υπηρέτες του Θεού του πατέρα σου».+ Και ο Ιωσήφ ξέσπασε σε κλάματα όταν του μίλησαν. 18 Μετά, οι αδελφοί του ήρθαν επίσης και έπεσαν κάτω, μπροστά του, και είπαν: «Ορίστε! Είμαστε ως δούλοι σε εσένα!»+ 19 Τότε ο Ιωσήφ τούς είπε: «Μη φοβάστε, γιατί μήπως είμαι εγώ στη θέση του Θεού;+ 20 Εσείς είχατε στο νου σας κακό εναντίον μου. Ο Θεός το είχε στο νου του για καλό, με σκοπό να ενεργήσει όπως αυτή την ημέρα προκειμένου να διατηρήσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή.+ 21 Τώρα λοιπόν, μη φοβάστε. Εγώ θα συνεχίσω να εφοδιάζω εσάς και τα μικρά παιδιά σας με τροφή».+ Και τους παρηγόρησε και τους μίλησε καθησυχαστικά.
22 Και ο Ιωσήφ συνέχισε να κατοικεί στην Αίγυπτο, αυτός και ο οίκος του πατέρα του· και ο Ιωσήφ έζησε εκατόν δέκα χρόνια. 23 Και ο Ιωσήφ είδε την τρίτη γενιά των γιων του Εφραΐμ,+ καθώς και τους γιους του Μαχίρ,+ του γιου του Μανασσή. Γεννήθηκαν πάνω στα γόνατα+ του Ιωσήφ. 24 Τελικά ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: «Εγώ πεθαίνω· ο Θεός, όμως, εξάπαντος θα στρέψει την προσοχή του σε εσάς+ και θα σας ανεβάσει από αυτή τη γη στη γη για την οποία ορκίστηκε στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ».+ 25 Γι’ αυτό ο Ιωσήφ έβαλε τους γιους του Ισραήλ να ορκιστούν, λέγοντας: «Ο Θεός εξάπαντος θα στρέψει την προσοχή του σε εσάς. Πρέπει, λοιπόν, να πάρετε τα κόκαλά μου από εδώ».+ 26 Έπειτα ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα χρονών· και τον ταρίχευσαν+ και τον τοποθέτησαν σε ένα φέρετρο στην Αίγυπτο.